Βίος του Ρουμάνου Γέροντα Αρσενίου Μπόκα [1910-1989] (μέρος 2ο)
29.11.2011
Με το χάρισμα της προοράσεως με το οποίο τον προίκισε ο Θεός πρόσεχε στα βάθη των καρδιών των ανθρώπων με μια μοναδική ακρίβεια σ’ αυτούς που ερχόντουσαν να τον συμβουλευτούν.
Κάποια ήμερα ήλθε σ’ αυτόν μια κοπέλα με το λογισμό να τον πειράξει, αλλά ο πατήρ της είπε: «Εσύ, κορίτσι μου, βλέπε ότι σε ζητεί ο Νυμφίος και ετοιμάσου, διότι είναι καθ’ οδόν και έρχεται να σε πάρει». Και μετά από μερικές μέρες ήλθε ο Νυμφίος (διά του θανάτου) και την παρέλαβε.
Σε δύο νέους που ήθελαν να νυμφευθούν τους είπε: Να μη νυμφευθείτε διότι είσθε αδέλφια. Και πράγματι ήσαν αδέλφια κατά σάρκα.
Άλλοτε, στο τέλος μιας Θείας Λειτουργίας, που λειτουργούσε σ’ ένα εκκλησάκι του δάσους, ήλθαν δύο οικογένειες από το γειτονικό ομώνυμο χωριό Σίμπατα ντε Σιούς. Η μία είχε ένα γιό και η άλλη μια κόρη και είπαν στον π. Αρσένιο:
-Πάτερ, οι νέοι αυτοί θέλουν να νυμφευθούν.
Αντικρίζοντας τους και τους δύο είπε στον νέο ο Πατήρ:
-Παιδί μου, ψάξε να βρεις άλλη κοπέλα, διότι πολύ ομοιάζετε μεταξύ σας μ’ αυτή την κοπέλα.
Επιστρέφοντας ο Πατήρ στα γειτονικά εκείνα χωριά, είπε στους γονείς των δύο παιδιών:
-Εσείς δεν βλέπετε ότι ομοιάζουν πολύ σαν αδέλφια; Είναι μεγάλη αμαρτία να νυμφευφθούν, ενώ είναι αδέλφια.
Τότε ο νέος είπε προς τον π. Αρσένιο:
-Την αμαρτία αυτή θα τη βγάλουμε εμείς από τη ζωή μας, πάτερ!
Τί συνέβη στη συνέχεια; Νυμφεύθηκαν και το πρώτο παιδί τους γεννήθηκε εύρωστο, το δεύτερο και το τρίτο κωφάλαλα, το άλλο, που γεννήθηκε είχε επιληψία και μετά από λίγο καιρό πέθανε. Μετά από λίγα χρόνια το πρώτο παιδί τους σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη έξω από το μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς. Η σύζυγος του νέου εκείνου, που είπε ότι θα καταργήσει την αμαρτία, αρρώστησε και πάντοτε ρωτούσε τον εαυτό της: «Γιατί υποφέρω τόσο πολύ;» Ήλθε στο μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς για να επιτελέσει 40 Λειτουργίες για να τις αποκαλύψει ο Θεός ποιά είναι η ενοχή της και η αιτία αυτών των μεγάλων παιδεύσεων, που ξέσπασαν επάνω τους. Όταν συμπληρώθηκαν οι 20 Λειτουργίες σκέφθηκαν να φέρουν και τα υπόλοιπα χρήματα για να κάνουν και τις υπόλοιπες.
Βλέποντας η πεθερά της ότι αναχώρησε η νύφη της από το μοναστήρι, βγήκε μπροστά της να την συναντήσει. Όταν συναντήθηκαν, η νύφη είπε στην πεθερά της:
-Μαμά, γιατί ήλθες μπροστά μου;
Η πεθερά της, ελεγχομένη από τη συνείδησή της, της είπε:
-Εσύ, Βιορίκα, έφυγες τώρα από το μοναστήρι και πας να φέρεις χρήματα για τις υπόλοιπες Λειτουργίες, λόγω των πολλών συμφορών σου! Εγώ όμως δεν μπορώ άλλο να υπομείνω και ήλθα να σου πω, ότι εσύ και ο άνδρας σου είσθε κατά σάρκα αδέλφια!
Τότε η κοπέλα άρχισε να κλαίει και της είπε:
-Γιατί δε με κατέστησες προσεκτική τότε και δεν μου είπες την αλήθεια; Βλέπεις, ότι επαληθεύθηκαν τα λόγια του π. Αρσενίου;
Μια άλλη φορά ήλθε μία γυναίκα και είπε στο Γέροντα ότι έχασε ή ότι της έκλεψαν 20.000 λέϊ. Αλλά ο Πατήρ, πριν του πει εκείνη το πρόβλημα της, της το ανακοίνωσε ο ίδιος ότι με τα χρήματα αυτά έπρεπε να πληρώσει για να γεννηθούν δύο παιδιά της, και τα δύο κορίτσια και ότι από τότε και στο εξής δεν θα έχει προκοπή το σπίτι της, διότι οι ψυχές των παιδιών αυτών, τα οποία σκότωσε με έκτρωση ζητούν την εκδίκηση από τους γονείς τους.
Αυτούς που κλέβουν χρήματα, τους απεκάλυπτε. Τις γυναίκες που βάφονται τις μάλωνε σκληρά. Τους καπνιστές τους απαγόρευε πάλι να καπνίζουν. Τους ιερείς, που κάπνιζαν τους μάλωνε πολύ άγρια και τους έλεγε:
-Εσείς είσθε οι χριστοφόροι που κοινωνείτε το Χριστό και Τον έχετε πάντοτε μέσα σας; Και πώς βάζετε στο Χριστό, που μόλις προ ολίγου μεταλάβατε, τσιγάρο στο στόμα σας; Φωτιά δίνετε στο Χριστό, φωτιά θα σας δώσει και θα σας κάψει και Εκείνος!
Στο καιρό του πολέμου ήρχοντο νέοι, οι οποίοι έπρεπε να αναχωρήσουν για το μέτωπο. Σε μερικούς έδινε να του φιλήσουν το χέρι, πριν αναχωρήσουν, ενώ σε άλλους δεν τους το έδινε. Σ’ αυτούς που δεν τους το έδινε, τον ρωτούσαν:
-Πάτερ, γιατί σ’ εμάς δεν έδωσες το χέρι να το ασπαστούμε; Και ο Πατήρ τους απαντούσε:
-Μ’ εσάς θα συναντηθώ πάλι, άλλα με τους άλλους όχι.
Και πράγματι, όσοι του ασπάζονταν το χέρι, πέθαιναν στο πόλεμο.
Η μητέρα του π. Αρσενίου, η οποία δεν γνώριζε τίποτε γι’ αυτόν, ακούοντας ότι στο μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς είναι ένας πατήρ, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή Μπράντ της Χουνεντοάρας, έλεγε: Σίγουρα αυτός είναι το παιδί μου και πήρε το τραίνο να τον συναντήσει. Ο Πατήρ με το προορατικό χάρισμα που είχε, την είδε να έρχεται και έστειλε ένα χριστιανό με το κάρο στο σταθμό. Του είπε, εν τω μεταξύ τί ώρα φθάνει το τραίνο και σε ποιό τροχιόδρομο θα σταματήσει. Όταν έφθασε το τραίνο, η πόρτα του βαγονιού με το οποίο ερχόταν η μητέρα του, σταμάτησε ακριβώς εκεί που περίμενε ο καροτσέρης. Κατεβαίνοντας η μητέρα του, τον ρώτησε πως μπορεί να πάει στο τάδε μοναστήρι και εκείνος της είπε: «Έλα μαζί μου, διότι για εσάς μ’ έστειλε ο Πατήρ»!
Την ήμερα της εορτής του Αγίου Πνεύματος, έρχεται πολύς κόσμος και ένα άγημα στρατού στο μοναστήρι, που εορτάζει. Τέλεσαν τον όρθρο μέσα στη μικρή εκκλησία της μονής και ο Πατήρ είπε, επειδή οι Χριστιανοί ήσαν πολλοί, να τελεσθεί η Θ. Λειτουργία έξω, σε ειδικό Βήμα που υπήρχε για το σκοπό αυτό. Όταν ο Πατήρ ευρίσκετο στην ωραία πύλη, ένας ψάλτης, που στεκόταν δίπλα του, εξεπλάγη κάποια στιγμή και του φώναξε:
-Αλλοίμονό σου, Πάτερ!
-Ο Πατήρ τον σταμάτησε λέγοντας του:
-Τι είναι;
-Πάτερ, είσαι περικυκλωμένος από φωτιά.
Ήταν το Πνεύμα το Άγιο εν είδη πύρινων γλωσσών. Και του είπε κατόπιν ο Πατήρ: «Κι εγώ αισθανόμουν ότι ευρισκόμουν μέσα σε φλόγες»!
Όταν κάποτε διάβασε την ευχή της μεταβολής των Θείων Δώρων σε Σώμα και Αίμα Χριστού, ήλθε ένα πουλάκι και μελώδησε τρεις φορές επάνω στην Αγία Τράπεζα και κατόπιν πέταξε έξω.
Συνεχίζεται…