Οι βαθμίδες της πνευματικής ζωής σύμφωνα με τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο
21.08.2012
Οι πενήντα Πνευματικές Ομιλίες που έφθασαν μέχρι σήμερα με το όνομα του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, γνωστού επίσης και ως αγίου Μακαρίου του Μεγάλου, συνιστούν μία από τις σπουδαιότερες πηγές στην ιστορία της πρώιμης μυστικής Θεολογίας καθώς η επίδρασή τους υπήρξε αδιαφιλονίκητη σε ολόκληρη την ιστορία του Χριστιανισμού, ανατολικού και δυτικού[1].
Ο Μακάριος αντιλαμβάνεται τη θεολογία ως χάρισμα, βίωμα και εμπειρία, έργο αληθείας που πραγματοποιείται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή και όχι ως μία αποκομμένη εγκεφαλική σύλληψη: “Οὐ γάρ εἰσιν ἁπλῶς λόγοι λαλούμενοι, ἀλλὰ ἔργον ἀληθείας ἐστὶν ἐν τῇ ψυχῇ γενόμενον”[2]. Ο λόγος του είναι εικονικός, βιωματικός και σαφής. Η απόσταση θεωρητικής γνώσης και προσωπικής μέθεξης προβάλλει αγεφύρωτη γιατί, όπως τονίζει, αλλιώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τα πράγματα και αλλιώς τα πραγματοποιεί το Άγιο Πνεύμα[3]. Ο χριστιανισμός, ως ζωή, μετοχή και γνώση[4], απευθύνεται σ’ όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως: “Ἡ σαγήνη τῆς χάριτος ἐφαπλοῦται ἐπὶ πάντας, καὶ ζητεῖ ἀνάπαυσιν. Ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι οὐ ὑπακούουσι”[5]. Η ανταπόκριση του ανθρώπου στην κλήση του Θεού εξαρτάται από την αυτεξούσια διάθεση για μίμηση του θείου προτύπου, όπως φανερώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού[6]. Η μίμηση του Χριστού όμως δεν πραγματοποιείται κατά τρόπο αυτόματο και ακαριαίο. Στην ασκητική γραμματεία απαντάται πολύ συχνά η έννοια της κλίμακας, που στη μεταγενέστερη μοναστική παράδοση καθιερώνεται και ως ένας ιδιαίτερος θεολογικός όρος. Είναι η έννοια που περιγράφει τη σταδιακή και μαρτυρική κατά βαθμίδες πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου.
Ο άγιος Μακάριος εισηγείται τη διάκριση σε αίσθηση, φωτισμό και αποκάλυψη. Η συμβολή του στην περιγραφή των βαθμίδων είναι περιορισμένη, όμως διαφωτιστική. Το μοναδικό αυτό απόσπασμα υποστηρίζει ότι «ἔστιν αἴσθησις, καὶ ἔστιν ὅρασις, καὶ ἔστιν φωτισμός. Καὶ οὗτος ὁ ἔχων τὸν φωτισμόν, μείζων ἐστὶ τοῦ ἔχοντος τὴν αἴσθησιν. ’Εφωτίσθη γὰρ ὁ νοῦς αὐτοῦ, ὡς ὅτι μερίδα τινὰ μείζοντα ἔλαβε παρὰ τὸν τὴν αἴσθησιν ἔχοντα, ἐπειδὴ εἶδεν ἐν ἑαυτῷ τινα πληροφορίαν ὁράσεων. Πλὴν ἄλλο ἐστὶν ἀποκάλυψις, ὅτε πράγματα μεγάλα καὶ μυστήρια Θεοῦ ἀποκαλύπτεται τῇ ψυχῇ»[7].
Ωστόσο ο διαχωρισμός των βαθμίδων είναι πάντοτε σχετικός και ποτέ απόλυτος. Η αύξηση στη γνώση και τη ζωή αφορά τη δράση μιας δυναμικής εξέλιξης που δεν μπορεί να περιοριστεί σε συγκεκριμένα δομικά πλαίσια.
Η τελειότητα αντιμετωπίζεται ως μια κατάσταση δυναμική και ποτέ στατική. Ο κίνδυνος της αμέλειας πάντοτε υποβόσκει αποτελώντας την αχίλλειο πτέρνα της ανθρώπινης αύξησης και προκοπής. Στο ερώτημα “εἰ δύναται πεσεῖν ἄνθρωπος ἔχων χάρισμα” ο Μακάριος αποκρίνεται ότι εάν αμελήσει είναι δυνατόν να αμαρτήσει.[8] Η στάση της επανάπαυσης σε κάθε βαθμίδα της πνευματικής αναγωγής αποδεικνύεται θανατηφόρα και καταστροφική.[9] Ακόμη και οι “γευσάμενοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ” μπορεί να εκπέσουν τη στιγμή που θα αρνηθούν τη συμφωνία με τη θεία χάρη και να γίνουν χειρότεροι από τότε που ήταν κοσμικοί, όχι γιατί ο Θεός είναι τρεπτός ούτε γιατί το Άγιο Πνεύμα εξασθενεί, αλλά επειδή οι άνθρωποι αρνούμενοι τη χάρη του Θεού εκτρέπονται σε μύρια κακά.[10] Η σταθερή επιμέλεια των χριστιανών συνίσταται στη διατήρηση της προσοχής τους, ώστε η συμφωνία ανάμεσα στη θεία χάρη και το αυτεξούσιο να παραμένει μόνιμη και συνεχής.[11] Η γεύση της τελειότητας δεν επιβεβαιώνει παρά την επίγνωση της ατέλειάς της.[12] Συνεπώς, η μεγαλύτερη πλάνη στη διεξαγωγή του πνευματικού αγώνα αποδεικνύεται η στατική αντιμετώπιση της θείας χάρης και ανθρώπινης τελείωσης: “Οὕτως γὰρ πολλοὶ ἐπλανήθησαν χάριτος εἰς αὐτοὺς γενομένης. Ἐνόμισαν ὅτι κατέλαβαν τὴν τελειότητα, καὶ ἔλεγον, ’Αρκεῖ ἡμῖν, οὐ χρῄζομεν· ἀλλ’ ὁ Κύριος οὔτε τέλος ἔχει, οὔτε κατάληψιν. Καὶ οἱ χριστιανοὶ οὐ τολμῶσιν εἰπεῖν, ὅτι Κατελάβομεν, ἀλλὰ τεταπεινωμένοι εἰσὶ νυκτὸς καὶ ἡμέρας…”.[13] Μ’ αυτόν τον τρόπο πιστοποιεί ότι ο δρόμος και ο αγώνας για την τελείωση και τη θεογνωσία είναι απέραντος, απεριόριστος, ακατάληπτος και ατελεύτητος.
Αἴσθησις
Ο Μακάριος δίνει μεγάλη σημασία στην πρώτη βαθμίδα της τελείωσης γιατί αποτελεί το πιο αποφασιστικό στάδιο του πνευματικού βίου. Θεωρείται ως η “στενή καί τεθλιμμένη ὁδός”,[14] που για να τη διαβεί ο άνθρωπος διαφυλάσσοντας την ακεραιότητά του, απαιτείται μόχθος, κόπος και αγώνας. Κανένας δεν μπορεί να μετέχει στο αγαθό ή να εισέλθει στην αληθινή ζωή “ἀκαμάτως”.[15] Απαιτείται η «ἐργασία» του ανθρώπου. Η «ἐργασία» δεν είναι μία ιδέα γενική και αφηρημένη αλλά πράξη ειδική και συγκεκριμένη, από τη στιγμή που ο Μακάριος την ορίζει: “Τί δέ ἐστιν ἡ ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου; Τὸ ἀποτάξασθαι, τὸ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ κόσμου, τό ὑπομένειν ἐν τῇ εὐχῇ, τὸ ἀγρυπνεῖν, τὸ ἀγαπᾷν τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφούς. Τοῦτο ἴδιον ὑπομένειν αὐτοῦ ἐστιν”.[16]
Κατά τη διεξαγωγή του εσωτερικού πολέμου, δηλαδή της πάλης του ανθρώπου με τους πονηρούς λογισμούς, κάτι που στην ασκητική γραμματεία ονομάζεται και μαρτύριο της συνείδησης, η δύναμη της αυτεξούσιας προαίρεσης περιορίζεται αποκλειστικά στη διάθεση για αντίσταση: “Τὸ γὰρ ἐν τῇ τοῦ ἀνθρώπου δυνάμει αὐτεξούσιον ἐπὶ τῷ ἀντιστῆναι τῷ διαβόλῳ κεῖται, ἀλλ’ οὐκ ἐπὶ τῷ δύνασθαι ἔχειν παντελῶς τὸ κράτος κατὰ τῶν παθῶν”.[17] Η καλλιέργεια του πλούτου της καρδιάς με κόπο, μόχθο και αγώνα εξαρτάται από την ανθρώπινη αυτοδιάθεση και επιλογή, εφόσον ξεκαθαρίζεται ότι “χρὴ οὖν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ προαιρέσεως γεωργῆσαι τὴν γῆν τῆς καρδίας αὐτοῦ καὶ πονῆσαι. Ζητεῖ γὰρ ὁ Θεὸς τὸν πόνον, καὶ κάματον καὶ τὴν ἐργασίαν τοῦ ἀνθρώπου”.[18] Συνεπώς, το “σόν” συνίσταται στην αντίκρουση της ενάντιας δύναμης: “τὸ ἀντιπαλαῖσαι, τὸ ἀντιμαχεσθῆναι, δεῖραι, δαρῆναι σόν ἐστιν”.[19] Ο αγώνας μεταξύ ανθρώπινου νου και πονηρού λογισμού παραμένει πάντοτε ισόρροπος και ισοδύναμος. “ἡ γὰρ πάλη, καὶ ὁ ἀγὼν ἐπὶ τῇ ἰσοδυναμίᾳ κεῖται”.[20] Η καθολική κατάργηση των νοσηρών λογισμών επιτυγχάνεται αποκλειστικά και μόνο με την επέμβαση της θείας δύναμης.
Γι’ αυτό και η πιο ενδεδειγμένη διαγωγή απέναντι στις δοκιμασίες και στους πειρασμούς είναι αυτή που εκφράζεται με την έννοια της “βίας”. Πρόκειται για την εσωτερική πίεση που ασκεί ο άνθρωπος στην αυτεξούσια προαίρεσή του, ώστε να ανταποκριθεί στο θείο προορισμό του. Το υπόβαθρο της διδασκαλίας είναι ευαγγελικό, βασισμένο στα λόγια του Κυρίου: “Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”.[21] Ο λόγος του Θεού είναι επιτακτικός πως πρέπει να γίνουμε “βιασταί” και πως η πορεία μας είναι “τεθλιμμένη”.[22]
Ο άγιος Μακάριος προτείνει τη “βίαιη” επιδίωξη του αγαθού, ακόμη και όταν η καρδιά αντιστέκεται.[23] Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάζει πρωταρχική αναζήτηση του Θεού “ἐν πόνῳ καρδίας”.[24] Εφόδιο στον πνευματικό αγώνα αναγνωρίζεται η “προσκαρτέρησις τῆς εὐχῆς”, καθώς θεωρείται ως η κατεξοχήν αρετή που συνάπτει τον άνθρωπο με το Θεό καθαγιάζοντας ολόκληρη την υπαρξιακή του υπόσταση.[25] Γι’ αυτό και στα μακαριανά συγγράμματα απαντάται η προσταγή “βιάζεσθαι ἑαυτὸν εἰς τὴν εὐχήν, μὴ ἔχοντα εὐχὴν πνευματικήν“.[26] Η αξία της προσευχής είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Ο Μακάριος προτείνει δύο τρόπους προσευχής: την επίκληση του θείου ελέους και την παράκληση της θείας αρωγής. Συμβουλεύει λοιπόν την αδελφική κοινότητα: “Οὐκ ἔστι χρεία βαττολογεῖν, ἀλλ’ ἐκτείνειν τὰς χεῖρας, καὶ λέγειν· κύριε, ὡς θέλεις καὶ ὡς οἶδας ἐλέησον· ἐὰν δὲ ἐπίκειται πόλεμος· κύριε, βοήθει”.[27] Το απόφθεγμα της μακαριανής θεολογίας, βασισμένο στην Κ. Διαθήκη,[28] επιβεβαιώνει την αναζήτηση των σπερματικών καταβολών της μονολόγιστης ευχής στην ασκητική γραμματεία του Δ΄ αιώνα.
Ο αυτοπεριορισμός στην ανθρώπινη φύση και δύναμη αποκλείεται. Η υπέρβαση των πονηρών σκανδάλων επιτυγχάνεται “ἐκ τῆς ἀηττήτου δυνάμεως”.[29] Τα όρια της ανθρώπινης ψυχικής δύναμης είναι σαφή, εφόσον, κατά μια αναντίρρητη νομοτελειακή τάξη, “τὸ μὲν γὰρ ἀντιλέγειν τῇ ἁμαρτίᾳ δύναται ἡ ψυχή, ἄνευ δὲ Θεοῦ νικῆσαι ἤ ἐκριζῶσαι τὸ κακὸν οὐ δύναται”.[30] Κεντρικός άξονας της πνευματικής του διδασκαλίας παραμένει πάντοτε η αξιωματική αρχή της συνεργίας. Γι’ αυτό και όταν, μετά τη λήξη των δαιμονικών επιθέσεων, τα άνθη των κόπων αναδύονται, ο άνθρωπος οφείλει να τα αναγνωρίζει ως καρπούς της αγιοπνευματικής δωρεάς.[31] Ιδιαίτερα η αίσθηση της ειρήνης και της αγάπης είναι για τον προσευχόμενο απόδειξη ότι ενεργεί στην ψυχή του το Άγιο Πνεύμα. Στην κατάσταση αυτή οι λογισμοί διακρίνουν την αγαθή φύση των πραγμάτων και ο έσω άνθρωπος έχει “αἴσθησιν”. Συνεπώς, στη μακαριανή θεολογία ο όρος “αἴσθησις” δηλώνει τη δυνατότητα του ανθρώπου να συνειδητοποιεί, να διακρίνει και να βιώνει την ειρήνη και την αγάπη, την πνευματική του αλλοίωση και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος.
Φωτισμός ἤ ὅρασις
Είναι η βαθμίδα που ο άνθρωπος απολαμβάνει την αγιοπνευματική δωρεά της αγάπης, όταν αρνείται κάθε τι κοσμικό κατανοώντας τη ματαιότητα που περικλείει.[32] Τότε η ψυχή κινείται με ορμή προς την αγάπη του Θεού, και ο άνθρωπος απολαμβάνοντας τις άκτιστες δωρεές μπορεί πια να ωριμάζει πνευματικά μέσα στον κόσμο της θείας αγάπης[33].
Η απλότητα της ψυχικής διάθεσης στη μακαριανή θεολογία απαντάται στη διδασκαλία της “μονότροπης εὐθύτητας”. Σύμφωνα με το Μακάριο, κάθε χριστιανός επιδιώκει “τὴν μονότροπον ἐν Χριστῷ πολιτείας εὐθύτητα”,[34] που ταυτίζεται με τη βίωση της εμπειρικής μέθεξης του Θεού. “Μονότροπος” είναι η ψυχή που φλέγεται από το θείο πόθο αναζητώντας αποκλειστικά και μόνο τη νοητή συνουσία και μυστική ένωση με το Χριστό. Μια τέτοια ψυχή δεν κυριεύεται από την αισχρότητα των λογισμών, γιατί κοινωνεί σταθερά με τον ουράνιο Νυμφίο.[35] Η ουράνια αυτή αγάπη είναι ανόθευτη και ο θείος πόθος και έρωτας αμιγής. Όταν η σταγόνα του Αγίου Πνεύματος της θείας ζωής ενσταλάζεται στην καρδιά των ανθρώπων πληγώνοντάς την με το θεϊκό έρωτα για τον επουράνιο βασιλιά, ο Χριστός γίνεται το μοναδικό κάλλος που έχουν διαρκώς μπροστά στα μάτια τους, το οποίο και τους απελευθερώνει από κάθε κοσμική αγάπη. Η καρδιά τους πλημμυρίζεται από εκείνο μόνο τον πόθο χωρίς να αναμειγνύεται με κανέναν άλλο.[36] Αυτή είναι και η αληθινή ελευθερία του πνεύματος· η απαγκίστρωση από κάθε γήινη προσκόλληση και βιωτική μέριμνα με στόχο την ολοκληρωτική αφιέρωση στην ερωτική αναζήτηση του Θεού. Ο μονόδρομος της ελευθερίας δεν εγκαινιάζεται, παρά μόνον όταν “ἐκεῖ ὁ νοῦς πάντοτε τὴν διατριβὴν ἔχει, νενικημένος τῷ θείῳ καὶ οὐρανίῳ ἔρωτι, καὶ πόθῳ πνευματικῷ”.[37]
Ο φιλάνθρωπος Θεός ανταποκρινόμενος στην ερωτική αναζήτηση της ψυχής, που με πόθο προσέρχεται σ’ αυτόν, ενώνεται μαζί της σ’ ένα πνεύμα, μια κράση και μια διάνοια.[38] Προϋπόθεση για τη φανέρωση του Θεού θεωρείται η «ἄνωθεν» αγιοπνευματική γέννηση, η οποία βεβαιώνει ότι η πράξη της υιοθεσίας είναι γεγονός[39]. Η δυνατότητα της βαθιάς σχέσης και μύχιας ένωσης του ανθρώπου με το Θεό εκφράζεται με την εικόνα του γάμου. Ο γάμος παραμένει πάντοτε δωρεά και όχι υποχρέωση, γι’ αυτό και ο χωρισμός μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Αυτό είναι και το ιδιαίτερο γνώρισμα της μυστικής κοινωνίας που πραγματοποιείται στο δεύτερο στάδιο της πνευματικής ζωής, το οποίο σύμφωνα με την ορολογία του αγίου ονομάζεται φωτισμός ή όρασις.
Ἀποκάλυψις
Στη βαθμίδα αυτή η αποκάλυψη αφορά τη θεία δόξα. Ο Μακάριος στη θεία αποκάλυψη αναγνωρίζει το μυστικό φωτισμό της ψυχής από τη δύναμη του Χριστού. Η φωτισμένη ψυχή, μέχρι την ημέρα της αναστάσεως, έχει την ικανότητα να βλέπει με τα εσωτερικά της μάτια μόνο το Χριστό[40].
Για τη συναίσθηση της θείας παρουσίας στη διάσταση της ψυχής ο ρόλος του νου είναι πρωταγωνιστικός. Ο νους ως “θρόνος τῆς θεότητος” εκφράζει τη δυνατότητα της ανθρώπινης ψυχής να κοινωνεί με τον Θεό. Το να είναι κάποιος «θρόνος Θεοῦ» σημαίνει ότι μέσα του αναπαύεται ο ουράνιος ηνίοχος, που μεταμόρφωσε την ψυχή του σε πνευματικό οφθαλμό και φως, με αποτέλεσμα να γεύεται από τώρα «ἐν πείρᾳ καὶ πληροφορίᾳ» τη ζωή της θεότητας[41]. Πρόκειται για τον καθαρμένο νου, που με τη βοήθεια της χάρης δεν ξεπέφτει ποτέ από τη σφαίρα της ζωής του Χριστού[42]. Τελικά η ψυχή, που αποδεχθεί τελείως τη δόξα του Χριστού και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, μετατρέπεται σε οφθαλμό, φως, πρόσωπο, δόξα και πνεύμα: “μονάχα ἡ ψυχὴ ἡ καταλαμφθεῖσα τελείως ἀπὸ τοῦ ἀῤῥήτου κάλλους τῆς δόξης τοῦ φωτός τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ κοινωνήσασα Πνεύματι ἁγίῳ τελείως καὶ κατοικητήριον καὶ θρόνος Θεοῦ καταξιωθεῖσα γενέσθαι, ὅλη ὀφθαλμὸς καὶ ὅλη φῶς καὶ ὅλη πρόσωπον καὶ ὅλη δόξα καὶ ὅλη πνεῦμα γίνεται…”[43].
Η όραση του κάλλους της θεότητας προβάλλεται ως αντικείμενο της θεοπτικής εμπειρίας. Τα κάλλη της θεότητας είναι ορατά στις ψυχές των αγίων, τις οποίες ανακαινίζει ο ίδιος ο Κύριος καθώς τις χαρίζει τα πάντα από τη θεότητά του[44]. Γι’ αυτό και η επίτευξη της θεογνωσίας αναγνωρίζεται ως χαρισματική δωρεά του Θεού και όχι ως κατόρθωμα του ανθρώπου: «Ἐὰν ἐξ ἀληθείας ἐπιγνῷ Θεὸν διὰ δυνάμεως Θεοῦ καὶ ἐνεργείας χάριτος»[45].
Η εισβολή της άκτιστης πραγματικότητας στην κτιστή ανθρώπινη φύση είναι δεδομένη: “Τὰ διαδήματα, ἅπερ λαμβάνουσιν οἱ χριστιανοὶ ἐν ἐκείνῳ τῷ αἰώνι, οὐκ εἰσὶ κτίσματα”[46]. Η μετοχή του κτιστού στο άκτιστο φως εκφράζει απόλυτα την πραγματικότητα της παραδείσιας κοινωνίας[47]. Ο παράδεισος φανερώνει την οντολογική ανακαίνιση, προσωπική καταξίωση, γνωστική μετοχή και απεριόριστη μέθεξη στη δοξαστική παρουσία της άκτιστης θεότητας. Γι’ αυτό και η βαθμίδα της αποκαλύψεως, όπως περιγράφεται στην μακαριανή θεολογία, δεν σημαίνει παρά φιλία, κοινωνία και μέθεξη στη δοξαστική παρουσία του άκτιστου θείου φωτός.
[1] Βλ. Γ. Φλορόφσκυ, Οι βυζαντινοί ασκητικοί και πνευματικοί πατέρες, (Μτφ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), Θεσσαλονίκη 1992, σ. 241.
[2] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Α’, ΡG 34, 460 C και Herman Dӧrries – Erich Klostermann – Matthias Kroeger, Die 50 Geistlichen Homelien des Makarios, Berlin 1964, 1,10 σσ. 10-11.
[3] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΖ’, PG 34, 632 Β και H. Dӧrries, ό.π., 17,12 σ. 174
[4] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΖ’, PG 34, 623 C και H. Dӧrries, ό.π., 17,13 σ. 174: “Ὁ γὰρ χριστιανισμὸς βρῶσίς ἐστι καὶ πόσις· καὶ ὅσον τις ἐσθίει ἀπ’ αὐτοῦ, ἐκ τῆς ἡδύτητος ἐπιπλεῖον ἐρεθίζεται ὁ νοῦς ἀκατάσχετος καὶ ἀκόρεστος ὑπάρχων καὶ ἀπλήστως ἐπιζητῶν καὶ ἐσθίων”.
[5] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΕ’, PG 34, 612 B και H. Dӧrries, ό.π., 15,52 σ. 156.
[6] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΒ’, PG 34, 560 BC και H. Dӧrries, ό.π.,12,5 σσ. 109-110.
[7] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Ζ’, PG 34, 525 D και H. Dӧrries, ό.π., 7,5 σ. 75.
[8]Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΕ’, PG 34, 585 C και H. Dӧrries, ό.π., 15,16 σσ. 136-137: “’Εν ἀμελήσῃ πίπτει· οἱ γὰρ πολέμιοι οὐδέποτε ἀργοῦσι, οὔτε θρηνοῦσι πολεμοῦντες· πόσῳ μᾶλλον σὺ οὐκ ὀφείλεις παύσασθαι ἀπὸ τῆς ζητήσεως τῆς πρὸς Θεόν; πολλὴ γάρ σοι ζημία γίνεται ἀμελοῦντι, εἰ καὶ ἐν αὐτῷ τῷ μυστηρίῳ τῆς χάριτος δοκεῖς ἐξετάζεσθαι”.
[9]Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Δ’, PG 34, 489 Α και H. Dӧrries, ό.π., 4,21 σ. 42.
[10]Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΕ’, PG 34, 600 D και H. Dӧrries, ό.π., 15,36 σ. 148.
[11]Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΖ’, PG 34, 705 ABC και H. Dӧrries, ό.π., 27,16 σσ. 226-227.
[12]Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Η’, PG 34, 532 Β και H. Dӧrries, ό.π., 8,5 σσ. 82-83.
[13]Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΣΤ’, PG 34, 685 Β και H. Dӧrries, ό.π., 26,17 σ. 212.
[14] Κατὰ Ματθαῖον 7, 13-15.
[15] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΖ΄, PG 34, 708 C και H. Dӧrries, ό.π., 27,20 σ. 229: “οὐδεὶς αὐτοῖς δώσει ταύτην ἄνευ καμάτου καὶ ἀγῶνος, ἐπειδὴ στενή ἐστι καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός. Δι’ αὐτῆς τῆς τραχείας ὁδοῦ καὶ διοδεῦσαι χρή, καὶ ὑπομεῖναι, καὶ θλιβῆναι, καὶ οὕτως εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν”.
[16] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΣΤ΄, PG 34, 688 D και H. Dӧrries, ό.π., 26,20 σ. 214.
[17] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΕ’ PG 34, 668 B και H. Dӧrries, ό.π., 25,1 σ. 200.
[18] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΣT’, PG 34,681 A και H. Dӧrries, ό.π., 26,10 σ. 209.
[19] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Γ’, PG 34,469 C και H. Dӧrries, ό.π., 3,4 σ. 23.
[20] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Γ’, PG 34,472 C και H. Dӧrries, ό.π., 3,6 σ. 25.
[21] Ματθ. 11, 12.
[22] Ματθ. 7, 13-15.
[23] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΘ’, PG 34, 644 D και H. Dӧrries, ό.π., 19,3 σ. 184: “χρὴ βιάζεσθαι ἑαυτὸν εἰς τὸ ἀγαθὸ καὶ μὴ θελούσης τῆς καρδίας, προσδοκῶντα διὰ παντὸς ἐν πίστει ἀδιστάκτῳ τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ βιάζεσθαι ἑαυτὸν εἰς τὴν ἀγάπην, μὴ ἔχοντα ἀγάπην”.
[24] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΗ’, PG 34, 637 D και H. Dӧrries, ό.π., 18,4 σ. 179.
[25] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Μ’, PG 34, 764 Β και H. Dӧrries, ό.π., 40,2 σ. 276: “κεφάλαιον δὲ πάσης σπουδῆς ἀγαθῇς, καὶ κορυφαῖον τῶν κατορθωμάτων ἐστὶ τὸ προσκαρτερεῖν τῇ εὐχῇ… Ὁ γὰρ ἑαυτόν ὁσημέραι τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖν ἀναγκάζων εἰς ἔρωτα θεῖον καὶ πόθον ἔμπυρον ὑπὸ τῆς πνευματικῆς ἀγάπης ἐκκαίεται πρὸς Θεόν, καὶ τὴν χάριν τῆς τοῦ Πνεύματος ἁγιαστικῆς τελειότητος ὑποδέχεται”.
[26] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΘ’, PG 34, 645 Α και H. Dӧrries, ό.π., 19,3 σ. 184.
[27] Ἀποφθέγματα, PG 34, 249 Α.
[28] Ματθ. 6, 7.
[29] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΕ’, PG 34, 668 ΑΒ και H. Dӧrries, ό.π., 25,1 σσ. 199-200.
[30] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΗ’, PG 34, 709 Β και H. Dӧrries, ό.π., 27,22 σ. 230.
[31] Ἐπιστολή Μεγάλη καὶ πάνυ ὠφέλιμος, PG 34, 437 Α: “δεῖ οὖν τοὺς μὲν πόνους τῆς εὐχῆς καὶ νηστείας καὶ τῶν λοιπῶν ἔργων μετὰ πολλῆς ἡδονῆς καὶ ἀγαθῆς ἐλπίδος ὑφίστασθαι, τὰ δὲ ἄνθη τῶν πόνων καὶ τοὺς καρπούς, τοῦ πνεύματος εἶναι πιστεύειν ἐνεργείας”.
[32] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Δ’, PG 34, 484 Α και H. Dӧrries, ό.π., 4,14 σσ. 37-38: “Ἡ ψυχὴ ἀρνησαμένη τὸν κόσμον, καὶ τὸν Κύριον μόνον ποθήσασα… δεξαμένη ἐκεῖνο τὸ ἐπουράνιο πῦρ τῆς θεότητος καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Πνεύματος· τότε ἐξ ἀληθείας πάσης ἀγάπης κόσμου λύεται… καὶ πάντα περισσὰ ἡγεῖται, πρὸς μόνον τὸν ἐπουράνιον Νυμφίον ὅν ἐδέξατο, ἀναπαυομένη ἐν τῇ ζεούσῃ καὶ ἀῤῥήτῳ αὐτοῦ ἀγάπῃ”.
[33] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Ε’, PG 34, 505 B και H. Dӧrries, ό.π., 5,6 σ. 55.
[34] Ἐπιστολὴ Μεγάλη καὶ πάνυ ὠφέλιμος, PG 34,416 C.
[35] Ἐπιστολὴ Μεγάλη καὶ πάνυ ὠφέλιμος, PG 34, 416 CD: “ἡ… τοιαύτη ψυχή… μηκέτι κυριευομένη ὑπὸ τῆς αἰσχρότητος τῶν λογισμῶν… μόνου δηλαδὴ τοῦ ἐπουρανίου νυμφίου κοινωνεῖ, ὡς αὐτὴ ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει, ἵνα τολμήσας εἴπω, τὴν πρὸς αὐτὸν ὡς ὡραίαν νοητὴν καὶ μυστικὴν συνουσίαν κατὰ τὴν ἄφθαρτον συνάφειαν τῆς ἐν ἀγιασμῷ κοινωνίας”.
[36] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Ε’, PG 34, 500 CD και H. Dӧrries, ό.π., 5,6 σσ. 50-51.
[37] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Δ’, PG 34,484 C και H. Dӧrries, ό.π., 4,15 σ. 38.
[38] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΜΣΤ’, PG 34, 793 CD και H. Dӧrries, ό.π., 46,3 σ. 302: “τοῦτο καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποιεῖ ἐπὶ τῇ προσερχομένη καὶ αὐτὸν ἐπιποθοῦσα ψυχῇ… κολλᾶται τῇ διανοίᾳ αὐτῆς, καὶ γίγνεται μετ’ αὐτῆς εἰς ἕν πνεῦμα, καὶ εἰς μίαν κρᾶσιν, καὶ εἰς μίαν διάνοιαν γίγνονται ἡ ψυχὴ καὶ ὁ Κύριος”.
[39] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΙΗ’, PG 34, 640 Α και H. Dӧrries, ό.π., 18,7 σ. 180.
[40] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Β’, PG 34, 468 B και H. Dӧrries, ό.π., 2,5 σσ. 19-20: “ἡ βασιλεία τοῦ φωτὸς καὶ ἡ ἐπουράνιος εἰκὼν ’Ιησοῦς Χριστός μυστικῶς νῦν τὴν ψυχὴν φωτίζει καὶ βασιλεύει εἰς τὴν ψυχὴν τῶν ἁγίων· κεκρυμμένος δὲ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἀνθρώπων, μόνοις ἐστὶ Χριστὸς τοῖς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμοῖς θεωρούμενος ἐν ἀληθείᾳ ἕως ἡμέρας τῆς ἀναστάσεως”.
[41] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Α΄, PG 34,461 C και H. Dӧrries ό.π., 1,12 σ. 12.
[42] Βλ. Ι. Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας, Κεφάλαια ασκητικά και γνωσιολογικά, Αθήνα 1985, σ. 138.
[43] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Α΄, PG 34, 452 Α και H. Dӧrries, ό.π., 1,2 σ. 2.
[44] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΛΔ΄, PG 34, 744 D και H. Dӧrries, ό.π., 34,1 σ. 260: “ὥσπερ οἱ σωματικοὶ ὀφθαλμοὶ τηλαυγῶς πάντα βλέπουσιν, οὕτω καὶ ταῖς ψυχαῖς τῶν ἁγίων φανερὰ καὶ ὁρατά ἐστι τὰ κάλλη τῆς θεότητος, εἰς ἅ συγκιρνῶνται καὶ φρονοῦσι χριστιανοί. Ἀλλὰ τοῖς σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κεκάλυπται ἡ δόξα ἐκείνη, τῇ ψυχῇ δὲ τῇ πιστευούσῃ τηλαυγῶς ἀποκαλύπτεται, ἥν ὁ Κύριος νεκρωθεῖσαν ἀνιστᾷ ἐκ τῆς ἁμαρτίας… ἑτοιμάζων αὐτῇ οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινὴν καὶ ἥλιον δικαιοσύνης, διδοὺς αὐτῇ πάντα ἐκ τῆς αὐτοῦ θεότητος”.
[45] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΚΔ΄, PG 34,665 C και H. Dӧrries, ό.π., 24,5 σ. 199.
[46] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΣΤ΄, PG 34, 521 D, Πρβ. H. Dӧrries, ό.π., 6,6 σσ. 69-70.
[47] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΛΔ΄, PG 34, 745 BC και H. Dӧrries, ό.π., 34,2 σ. 261.: “Οὐκ ἔστιν ἐκεῖ ἄρσεν καὶ θῆλυ, δοῦλος καὶ ἐλεύθερος· εἰς θεϊκὴν γὰρ φύσιν ἅπαντες μεταβάλλονται, χρηστοὶ καὶ θεοὶ καὶ τέκνα Θεοῦ γενόμενοι. Ἐκεῖ ἀνεπαισχύντως τότε λαλήσει εἰρήνην ἀδελφός ἀδελφῇ· ἐν ἑνὶ φωτὶ ἀναπαυόμενοι. Προσέξει ἕτερος τῷ ἑτέρῳ καὶ ἐν τῷ προσέχειν, εὐθέως πάλιν εἰς ἀλήθειαν ἐκλάμψουσιν, εἰς ἀληθινὴν θέαν φωτὸς ἀῤῥήτου. Οὕτως πολλοῖς σχήμασι καὶ πολλαῖς καὶ ποικίλαις δόξαις θεϊκαῖς ἀλλήλοις ἐνορῶσι, καὶ ἕκαστος ἐκπλήσσεται καὶ ἀγαλλιᾷ ἀγαλλιάσει ἀνεκλαλήτῳ προσέχων τῇ τοῦ ἑτέρου δόξῃ”.