Το κακό ως άρνηση της Πρόνοιας του Θεού και της αγαπητικής μέριμνάς Του για τον άνθρωπο


10.08.2011

Επειδή, πολλές φορές, ο άνθρωπος «πιστεύει» στον Θεό, θεωρεί τον Δημιουργό του ως υπεύθυνο για τις δυσκολίες που ο ίδιος συναντά στη ζωή του. Η σχέση δηλαδή που αναπτύσσει ο άνθρωπος μαζί Του, δεν είναι κοινωνία ζωηφόρου αγάπης, αλλά δοσοληψία και συναλλαγή. Ο άνθρωπος, «προσκυνά» τον Θεό και θεωρεί ότι ο Θεός υποχρεούται να του εξασφαλίσει, ως βραβείο «της πίστης του», αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως «ευτυχία». Νιώθει σαν να κάνει χάρη στον Θεό που δηλώνει πίστη σ’ Αυτόν και ζητά’ γι’ αύτη τη χάρη. «αντιμίσθιο». Στην παλαιοδιαθηκική εποχή συναντούμε αυτόν τον τρόπο σκέψης και αυτού του είδους τα βιώματα, όχι μόνο στο λαό του Ισραήλ, αλλά και σε αυτούς ακόμα τους προφήτες.

Ο προφήτης Μωϋσής, για παράδειγμα, ενώ είχε δεχθεί από τον Θεό τη διαβεβαίωση ότι Εκείνος θα προπορευόταν και θα στήριζε σε όλα τους Ισραηλίτες, κατά την πορεία τους προς τη γη της επαγγελίας, εντούτοις λύγισε και άρχισε να γογγύζει κατά του Θεού, ενώ ταυτόχρονα υπενθύμιζε στο λαό ότι ο γογγυσμός τους στρεφόταν όχι κατά του προσώπου του αλλά κατά του Θεού. Ο ίδιος όμως. ενώ συμβουλεύει τον λαό, παραπονείται επίσης στον Θεό και, ως άνθρωπος αδύνατος και εντελώς ανήμπορος να υπερβεί τις πιέσεις που υφίστατο. Του λέει: «Γιατί με ταλαιπωρείς έμενα τον δούλο σου; Τόσο δυσαρεστημένος είσαι μαζί μου και μου φόρεσες το βάρος όλου αυτού του λαού; Γιατί; Ούτε τον είχα εγώ στην κοιλιά μου ούτε εγώ τον γέννησα, για να μου λες να τον πάρω στην αγκαλιά μου, όπως παίρνει η παραμάνα το βρέφος, σ’ όλο το δρόμο ως τη χώρα, που ορκίσθηκες να τη δώσεις στους προγόνους τους. Πού να βρω τώρα εγώ κρέας, να δώσω σε όλο αυτό το λαό; Όλο μού γκρινιάζουν και μού λένε να τους δώσω να φάνε κρέας. Δεν μπορώ πια μόνος μου εγώ να βαστάξω όλο αυτό το λαό. Είναι μεγάλο βάρος για μένα. Αν είναι να με μεταχειρίζεσαι έτσι. κάνε μου τη χάρη και εξόντωσέ με καλύτερα, τώρα αμέσως, για να μη βλέπω πια τη δυστυχία μου». Ο Δημιουργός και Προνοητής Θεός όμως δεν ήταν απών. ούτε από την ιστορία και τη βασανισμένη ζωή του λαού Του, αλλά και ούτε αγνοούσε «το φορτίο» του Προφήτη, στον οποίο είχε αναθέσει το βαρύ διακόνημα της καθοδήγησης του λαού.

Παρακολουθούσε «ό Πανάγαθος Σιτοδότης» κατά βήμα την πορεία των Ισραηλιτών. Και μάλιστα, όχι μόνο εκείνη που αυτοί βάδιζαν προς την επίγεια γη της επαγγελίας, αλλά, πολύ περισσότερο, εκείνη που τολμούσαν να διανύσουν προς την επουράνια πατρίδα τους, τη Βασιλεία Του. Στην ανάπαυση δηλαδή που Εκείνος τους επιφύλασσε, και προς την οποία τους οδηγούσε, διά της οδού της μετανοίας και της επιγνώσεως του Αγίου Θελήματός Του. Γι’ αυτό. δεν κώφευσε, όπως νόμιζαν οι Ισραηλίτες, αλλά τους «οικονόμησε» με τρόπο Θεϊκό, στέλνοντάς τους καθημερινά στην έρημο την επουράνια τροφή, το μάννα: «Έβρεξε», λέει η Αγία Γραφή, «το μάννα από τον ουρανό, σαν βροχή, για να φάνε· άρτο αγγελικό και ουράνιο έφαγε ο άνθρωπος και άφθονη τροφή, που όχι μόνο τους χόρτασε, αλλά και τους περίσσευσε».

Αλλά ο ασύνετος λαός δεν αναπαύθηκε με τη Θεία αυτή δωρεά. Οι Ισραηλίτες θυμήθηκαν και επιθύμησαν τα αγαθά της Αιγύπτου, την κνίσα των ψητών και τις πολυποίκιλες γεύσεις: «Οι Ισραηλίτες» λέει. «άρχισαν να γκρινιάζουν. λέγοντας: Ποιός θα μας δώσει κρέας να φάμε; Θυμόμαστε τα ψάρια που τρώγαμε στην Αίγυπτο δωρεάν, τα αγγούρια, τα πεπόνια, τα πράσα, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα. Τώρα όμως έχουμε εξαντληθεί. Δεν υπάρχει τίποτα να φάμε, έκτος από τούτο εδώ το μάννα ».

Κατηγόρησαν, με άλλα λόγια, παράλογα, τον Θεό για έλλειψη πρόνοιας και φροντίδας από μέρους Του, για παραμέληση του λαού και Του καταλόγισαν αδιαφορία για τις ανάγκες τους. Και ο Θεός απάντησε στις γεώδεις εκκλήσεις τους. Σεβάσθηκε την ελευθερία τους και την προσωπική επιλογή τους και παραχώρησε να έχουν πλέον ως τροφή τους το κρέας: «Ζήτησαν να φάνε κρέας», λέει η Αγία Γραφή, «και ήλθε πλήθος πτηνών από αυτά που τα ονομάζουν “ορτυγομήτρα”. Επιπλέον, τους χόρτασε με άρτο που έπεφτε από τον ουρανό. Έσχισε τον άγονο και ξερό βράχο και έτρεξε άφθονο νερό. Μέσα σε άνυδρους τόπους χύθηκαν και κύλησαν ποτάμια»1.

Αλλά, η άρνηση της υπακοής στο Θείο θέλημα και η υποχώρηση του λαού στις δικές του επιθυμίες, είχε και τις φοβερές συνέπειες που επακολούθησαν γι’ αυτούς. Και αυτό προέκυψε, όχι ως τιμωρία του Θεού, αλλά ως παιδαγωγία, για φρονηματισμό και για τη μετάνοιά τους. Γι’ αυτό, «ενώ το κρέας ήταν ακόμα στο στόμα τους, πριν το μασήσουν, ξέσπασε η οργή του Κυρίου εναντίον του λαού και τους κτύπησε με μια πολύ μεγάλη συμφορά. Έτσι ο τόπος εκείνος ονομάσθηκε “μνήματα επιθυμίας”· γιατί εκεί θάφτηκαν όσοι είχαν καταληφθεί από έντονη επιθυμία να φάνε κρέας».

Έκτοτε «μνήμα επιθυμίας» γίνεται κάθε απόλαυση επίγειας τρυφής και ηδονής, κάθε πάθος που εκτρέφεται με «τα ξυλοκέρατα». εκείνα που προσφέρει στον άνθρωπο «ο άρχοντας του αιώνος τούτου».

Ο Θεός προνοεί όχι μόνο για τον «κατ’ εικόνα» Του πλασμένο άνθρωπο, αλλά, καθώς ο ίδιος μας διαβεβαίωσε, και για τα κρίνα του αγρού και για τα πετεινά του ουρανού. Ο άνθρωπος όμως είναι ανικανοποίητος από τις Θείες δωρεές και ψάχνει να χορτάσει την πείνα του σε «ξένο τραπέζι». Γίνεται «λαός επιθυμητής». Και έτσι επιλέγει ως τρόπο ζωής, «τα μνήματα της επιθυμίας του».

πηγή: «Η πτώχευση της ενδοχώρας», εκδ. Ετοιμασία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου –Καρέα, σ. 161-166