Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
15.12.2017
Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924 – 1994)
Ο Γέροντας Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του Πρόδρομος Εζνεπίδης ήταν πρόεδρος του χωριού και διακρινόταν για την εξυπνάδα του, ενώ η μητέρα του Ευλογία ξεχώριζε για την σύνεση και την ευλάβειά της. Η γέννηση του Γέροντα συνέπεσε με τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τη Μ. Ασία. Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, που ήταν εφημέριος των Φαράσων βάπτισε όλα τα αβάπτιστα παιδιά και στον Γέροντα έδωσε το όνομά του λέγοντας ότι «θέλω να αφήσω ένα καλόγερο στο πόδι (στη θέση) μου». Μετά από πολλές ταλαιπωρίες η οικογένεια του Γέροντα εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου. Εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια μέσα σε περιβάλλον ανατολίτικης ευλάβειας ακούοντας ιστορίες για τη ζωή του Αγίου Αρσενίου.
Όταν έμαθε να διαβάζει άρχισε να μελετά το Ευαγγέλιο και τους βίους των Αγίων προσπαθώντας να εφαρμόζει στη ζωή του τις εντολές του Κυρίου. Αύξησε έτσι το ζήλο του για την ασκητική ζωή. Έμαθε τη τέχνη του ξυλουργού μετά το δημοτικό σχολείο και μέχρι το 1948 έμεινε στην Κόνιτσα ως προστάτης της οικογένειάς του αφού τα αδέλφια του είχαν επιστρατευθεί. Μετά υπηρέτησε ως Ασυρματιστής τη στρατιωτική του θητεία σε εμπόλεμη κατάσταση και με κίνδυνο της ζωής του έσωσε, χάρη στις προσευχές του, πολλούς συστρατιώτες του.
Σε ηλικία 29 ετών αναχώρησε για το Άγιον Όρος ποθώντας την ησυχαστική ζωή. Αφού επισκέφθηκε μερικά κελλιά πήγε στην Ι. Μ. Εσφιγμένου που ήταν τότε πολύ αυστηρό Κοινόβιο. Εκεί έζησε τρία χρόνια και έλαβε μόνο την ρασοευχή και ονομάσθηκε Αβέρκιος. Το 1956 πήγε στην Μονή Φιλοθέου στην οποία έγινε σταυροφόρος μοναχός παίρνοντας το όνομα Παΐσιος. Επιθυμώντας την ησυχαστική ζωή και σκεφτόμενος να αποσυρθεί στα Κατουνάκια, η Παναγία τον πληροφόρησε ότι έπρεπε να πάει στην Μονή Στομίου, κοντά στην Κόνιτσα, που είχαν καταστρέψει οι Γερμανοί. Τον Αύγουστο του 1958 πήγε στη μονή της οποίας έγινε ανακαινιστής και παρέμεινε τέσσερα χρόνια βοηθώντας τους κατοίκους της περιοχής εξασκώντας μεγάλο ποιμαντικό έργο.
Τον Σεπτέμβριο του 1962 αναχώρησε για το Σινά. Έμεινε λίγο στην Μονή της Αγίας Αικατερίνης και μετά αποσύρθηκε στο Ασκητήριο των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης όπου έζησε μια ισάγγελη ζωή. Η κλονισμένη υγεία του επιβαρύνθηκε λόγω του κλίματος και έτσι το 1964 αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο Άγιον Όρος. Έμεινε στην Ιβηρίτικη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Το 1966 κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη για χειρουργική επέμβαση στους πνεύμονες. Εκεί γνώρισε μερικές νέες που ήθελαν να γίνουν μοναχές τις οποίες μετά την αποθεραπεία του βοήθησε να ιδρύσουν το Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή. Το 1968 κάνοντας ο Γέροντας υπακοή στην Ιερά Κοινότητα βοήθησε στην μετατροπή της ιδιόρρυθμης Μονή Σταυρονικήτα σε Κοινόβιο. Μετά έμεινε γνώρισε τον παπα–Τύχωνα και μετά την κοίμησή του έμεινε δέκα χρόνια στο κελλί του. Εκεί δέχθηκε την επίσκεψη της Αγίας Ευφημίας. Τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του έμεινε στο κελλί «Παναγούδα» διακονώντας το λαό του Θεού. Εκεί έγραψε την βιογραφία του Γέροντος Χατζη-Γεώργη και το βιβλίο «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα». Από το Νοέμβριο του 1993 μέχρι τις αρχές Ιουλίου 1994, τελευταίοι οκτώ μήνες της ζωής του, παρέμεινε στη Σουρωτή πάσχοντας από καρκίνο με οδυνηρούς πόνους. Στις ένδεκα το πρωί της 12ης Ιουλίου του 1994 κοιμήθηκε εν Κυρίω. Ετάφη πίσω από το Ιερό του Αγίου Αρσενίου.