Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης


15.12.2017

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), γεννήθηκε το 1941 στο χωριό Παναγία της Θάσου, πέμπτος από επτά τέκνα. Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1945, εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στο χωριό Μέση της Κομοτηνής, όπου ο Ιερεύς πατήρ του Νικόλαος διορίσθηκε εφημέριος. Εκεί ο Θεόδωρος περάτωσε το Δημοτικό Σχολείο. Στη συνέχεια ενεγράφη στην Εκκλησιαστική Σχολή της Ξάνθης, επταετούς φοιτήσεως, αριστεύων και πρωτεύων καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του (1953-1961).

Εισήχθη πρώτος στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της οποίας το πτυχίο έλαβε το 1965 με το βαθμό Άριστα (10). Ενεγράφη ως αριστούχος στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της οποίας παρηκολούθησε τα πρώτα έτη, διέκοψε όμως τη φοίτηση, όταν άρχισε να σταδιοδρομεί στη Θεολογική Σχολή. Υπηρέτησε επί διετία στις τάξεις του ελληνικού στρατού, στη Θρησκευτική Υπηρεσία, ως θεολόγος-οπλίτης (1966-1968). Ενυμφεύθη (1968) τη θεολόγο Χριστίνα Μπουλάκη, κόρη ιερέως, επίκουρη Καθηγήτρια κατόπιν της Θεολογικής Σχολής στο γνωστικό αντικείμενο της Ιστορίας των Σλαβικών και λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, και απέκτησαν δύο τέκνα.

Μεταπτυχιακές σπουδές πραγματοποίησε στη Θεσσαλονίκη, στον ιστορικό κλάδο της Θεολογίας, όπου ανήκε και το γνωστικό αντικείμενο της Πατρολογίας, με σύμβουλο Καθηγητή το γνωστό Πατρολόγο αείμνηστο Παναγιώτη Χρήστου. Ανηγορεύθη με άριστα Διδάκτωρ Θεολογίας το 1971, υποβάλλοντας διατριβή με τίτλο «Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον ιερόν Χρυσόστομον». Εξελέγη Υφηγητής της Πατρολογίας το 1973 στη Θεολογική Σχολή, με τη μελέτη «Τέχνη Παρθενίας. Η επιχειρηματολογία των Πατέρων της Εκκλησίας περί της εν Χριστώ αγαμίας και αι πηγαί αυτής». Το 1980 εξελέγη Τακτικός Καθηγητής της Πατρολογίας στην ενιαία τότε…

Θεολογική Σχολή, καταθέτοντας μαζί με άλλα δημοσιεύματα και τη μεγάλη μονογραφία «Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία». Μετά το χωρισμό της Σχολής σε δύο τμήματα (1982) ενετάχθη στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, όπου υπηρέτησε μεχρί της συνταξιοδοτήσεώς του (2008), διατελέσας και πρόεδρος αυτού επί δύο θητείες. Διετέλεσε ακόμη και Διευθυντής του τομέως Αγίας Γραφής και Πατερικής Γραμματείας. Στις πρυτανικές εκλογές του 1986 ορίσθηκε υποψήφιος αντιπρύτανις παρά τω υποψηφίω Πρυτάνει Καθηγητή της Ιατρικής κ. Δ. Παπαπαναγιώτου με δεύτερο αντιπρύτανι τον Καθηγητή της Πολυτεχνικής κ. Δ. Ψωϊνό• τελικώς, εξελέγη άλλο σχήμα με Πρύτανι τον Καθηγητή κ. Δ. Φατούρο.

Μετεκπαιδεύθηκε επί δύο έτη στη Δυτική Γερμανία (Βόννη) ως υπότροφος της Humboldt-Stiftung (1972-1973 και 1979-1980). Γνωρίζει εκτός από τη γερμανική και τη γαλλική γλώσσα.

Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης, άμα τη ιδρύσει του, του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών της Ιεράς Μονής Βλατάδων, συντάκτης και γραμματεύς του περιοδικού του Ιδρύματος «Κληρονομία» (1968-1970), κατόπιν δε και έφορος του Ιδρύματος (1977-1986). Διορίσθηκε ερευνητής στο Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών (Κ.Β.Ε.) του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1970-1974), διευθυντής του Τμήματος Θεολογίας του ιδίου Κέντρου (1988-1998), πρόεδρος του Κέντρου (1991-1995), συνδιευθύνων μετά των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου το περιοδικό «Βυζαντινά» και τις άλλες εκδόσεις του Κ.Β.Ε. Κατά το διάστημα της επταετούς παραμονής του στο Κέντρο, ως διευθυντής Τμήματος και Πρόεδρός του, εξασφάλισε ερευνητικά κονδύλια από κρατικούς φορείς, τα οποία διέθεσε καθ’ ολοκληρίαν στον καταρτισμό ερευνητικών προγραμμάτων και στην απασχόληση δεκαπέντε νέων ερευνητών, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι τώρα μελη ΔΕΠ ελληνικών Πανεπιστημίων. Μνημονεύουμε το προγραμμα «Τα Μοναστήρια της Μακεδονίας κατά την Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο», τα αποτελέσματα του οποίου έχουν δημοσιευθεί μερικώς σε ένα τόμο. Συνεκάλεσε επίσης υπό την προεδρία του διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο με τίτλο «Μνήμη Αγίων Γρηγορίου Θεολόγου και Μεγάλου Φωτίου (14-17 Οκτωβρίου 1993)» στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Α.Π.Θ.

Επί πολλά έτη διετέλεσε πρόεδρος της Ενώσεως Θεολόγων Βορείου Ελλάδος (Ε.ΘΕ.Β.Ε.) με πλήθος δραστηριοτήτων στο χώρο της εκπαιδεύσεως• επί της προεδρίας του ιδρύθη το περιοδικό της Ενώσεως «Θεολόγος».

Οργάνωσε με συνεργάτες του πολλά επιστημονικά συνέδρια, ελληνικά και διεθνή, και συμμετέσχε σ’ αυτά και σε άλλα με εισηγήσεις και ανακοινώσεις. Την επιτυχή και διαρκή συνεδριακή του δραστηριότητα κορύφωσε με την οργάνωση του μεγάλου διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου για τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, το Σεπτέμβριο του 2007, του οποίου την προεδρία του ανέθεσε το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.

Κληθείς για παραπάνω από τρεις δεκαετίες από Ιερές Μητροπόλεις, Μονές και Συλλόγους βοήθησε, ως σύμβουλος η ως πρόεδρος και μέλος οργανωτικών επιτροπών, στη σύγκληση και οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων, εκόσμησε δε ως ομιλητής πολλά βήματα απανταχού της Ελλάδος σε εκατοντάδες εκδηλώσεων. Μνημονεύουμε τη συμβολή του στην οργάνωση των δύο επιστημονικών συνεδρίων για τον Άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα (1996), των δύο μεγάλων διεπιστημονικών συνεδρίων στην Πάρο για την Παναγία την Εκατονταπυλιανή (1997) και για τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο (1999) ως πρόεδρος και μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής, καθώς και του μεγάλου επίσης συνεδρίου για τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη (1999), υπό την ιδιότητα του προέδρου της Οργανωτικής Επιτροπής, το οποίο συνεκάλεσε η Ιερά Μονή Οσίου Νικοδήμου Γουμενίσσης. Επί σειρά ετών προεδρεύει στα οργανούμενα κατ’ έτος συνέδρια με διαφορετικό κάθε έτος θέμα, που οργανώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ράχης Πιερίας «Τα Πάτρια». Για την πολύπλευρη προσφορά του ετιμήθη με ειδικές τελετές και διακρίσεις (ως λ.χ. της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας)• η Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας σε επίσημη τελετή τον ανεκήρυξε επίτιμο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιερού Προσκυνήματος της Εκατονταπυλιανής. Το 2005 αναγορεύθηκε αντεπιστέλλον μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και το 2006 επίτιμο μέλος αυτού, τιμηθείς στην Αθήνα με ειδική εκδήλωση.

Ως σύμβουλος Καθηγητής ανέλαβε την επιστημονική καθοδήγηση πλήθους μεταπτυχιακών φοιτητών και συμμετέσχε σε πλήθος επιτροπών κρίσεως μεταπτυχιακών εργασιών. Καθοδήγησε επίσης ως σύμβουλος Καθηγητής πολυάριθμους υποψηφίους διδάκτορες, πολλοί των οποίων είναι τώρα μέλη ΔΕΠ στις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης η διδάσκουν στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Από το 1990 μέχρι το 2007 υπήρξε κληρικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χειροτονήθηκε Διάκονος το Δεκέμβριο του 1990 και Πρεσβύτερος το Μάρτιο του 1991 στην Ιερά Πατριαρχική Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, όπου ιεράτευσε μέχρι και των αρχών του 1993. Από τον Απρίλιο του 1993 μέχρι σήμερα (άνοιξη 2011) ιερατεύει στον Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης, εγγραφείς κατά το παρόν έτος (2008) και στο σώμα των κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Εκπροσώπησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος σε διορθόδοξες και διαχριστιανικές συναντήσεις. Έλαβε μέρος στο Διάλογο Ορθοδόξων και Παλαιοκαθολικών, στο Διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, όπως και σε διορθόδοξες συναντήσεις στη Γενεύη για την προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνέταξε πολλά πατριαρχικά κείμενα και εγκυκλίους, επί τη ευκαιρία επετειακών εκδηλώσεων και πατριαρχικών επισκέψεων. Συνέβαλε αποφασιστικά στην κοινή καταδίκη της Ουνίας από θεολόγους Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, στο Freising του Μονάχου τον Ιούνιο του 1991. Επειδή άσκησε αυστηρή κριτική στο αθωωτικό της Ουνίας και εκκλησιολογικά απαράδεκτο κείμενο του Balamand του Λιβάνου (1993), του απαγορεύθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να συμμετέχει στο Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, έστω και ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος (λόγω της κληρικής του ιδιότητος υπό το Πατριαρχείο ΚΠολεως).

Το 1998 ίδρυσε με συνεργάτες του την «Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών», της οποίας το τριμηνιαίο θεολογικό περιοδικό «Θεοδρομία» διευθύνει, εκδιδόμενο ανελλιπώς από τον Ιανουάριο του 1999 μέχρι σήμερα.

Από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ορίσθηκε μέλος της Εποπτεύουσας Επιτροπής του ιστορικού επιστημονικού περιοδικού «Νέα Σιών», όπου και υπηρέτησε επί τριετία (2006-2008), συνεισφέρων στον εκδοθέντα τόμο της «Νέας Σιών» του έτους 2006.

Συνέγραψε πολλές μονογραφίες, ως και άρθρα και μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά. Μερικές από τις μελέτες του έχουν μεταφρασθεί, και άλλες μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες. Η μελέτη του «Ευεργετικό και καθαρτικό το τσουνάμι. Ευθύνεται ο Θεός για τις φυσικές καταστροφές;» μεταφράσθηκε στα ρωσικά και βραβεύθηκε από την «Ένωση Συγγραφέων της Ρωσίας» ως η καλύτερη μελέτη του έτους 2006 στον τομέα της Θεολογίας. Η ίδια μελέτη μεταφράσθηκε και στα βουλγαρικά από την Ιερά Μονή Ζωγράφου Αγίου Όρους (Βλ. κατάλογο των σπουδαιοτέρων βιβλίων και εργασιών του στο τέλος του άρθρου).

Πέραν της πολύ σημαντικής καθαρώς ακαδημαϊκής και επιστημονικής του συνεισφοράς στη σύγχρονη θεολογία, όπως φερ’ ειπείν η αποκάθαρσις της μορφής του Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου από τη ρωμαιοκαθολική προπαγανδιστική φαλκίδευση, η αρχή εκείνη η οποία διήκει ανέκαθεν τη διδασκαλία του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση, είναι το να καθίσταται η Θεολογία, πάντοτε βάσει των διδαχών των Αγίων Πατέρων, εύληπτη και πρακτική χάριν των ακροατών, μακράν από λεξιθηρία, περιττούς φιλολογικούς στολισμούς και πολύπλοκους στοχασμούς. Η φράση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου περί της προτιμήσεως των απλών και χρησίμων διδαγμάτων χάριν του ποιμνίου, είναι ο κατευθυντήριος δείκτης στη διδακτική προσπάθεια του π.Θεοδώρου: «Εμοί δε γένοιτο πέντε λόγους εν εκκλησία λαλήσαι μετά συνέσεως, η μυρίους εν γλώσση, και φωνή σάλπιγγος ασήμω, τον εμόν οπλίτην ουκ εγειρούση προς τον πνευματικόν πόλεμον». Ο προσωπικός και θεολογικός του σεβασμός στους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εδηλώνεται μεταξύ άλλων και στην εκτενή επιστημονική του ενασχόληση με τα θέματα του Μοναχισμού.

Το δημοκρατικό και ακαδημαϊκό του ήθος, το διαλεκτικό του πνεύμα, ο σεβασμός στην προσωπικότητα και το έργο των άλλων ερευνητών, η πατρική του συμπεριφορά προς τους φοιτητές, η αρίστη συνεργασία του με τους συναδέλφους του όλων των βαθμίδων και η επιστημονική του αρτιότητα, ως και η διεθνής και διορθόδοξη προβολή του, αποτελούν ορισμένα από τα προσόντα του π. Θεοδώρου Ζήση, με τα οποία συνέβαλε στην άριστη λειτουργία του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας καθώς και στην προαγωγή της Επιστήμης της Θεολογίας.

Τα πλείστα εκ των επιστημονικών του άρθρων σε συλλογικούς τόμους έχουν μετά ταύτα εκδοθεί είτε αυτοτελώς είτε εντεταγμένα σε εκτενέστερα έργα του.