Βίος και Πολιτεία και μερική των Θαυμάτων διήγησις του εν Αγίοις Πατρός ημών Παρθενίου Επισκόπου Λαμψάκου


05.02.2019

(Από τον χειρόγραφο κώδικα 632 της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου)

Ευλόγησον, Πάτερ
Ακριβείς πληροφορίες για το Μέγα Παρθένιο, που αφορούν τη γέννηση,την ανατροφή και την αγωγή στην παιδική του ηλικία καθώς και τησταδιακή του πρόοδο, από πουθενά μέχρι και τώρα δενέχουν βρεθεί, εκτός από μερικά γενικής φύσεως στοιχεία. Γνωρίζουμε δηλαδή το όνομα και το αξίωμα του πατέρα του, όπως και το επάγγελμα του ιδίουτου Παρθενίου. Όσον αφορά τα υπόλοιπα, το μόνο που ξέρουμε είναι ότι έχει αξιωθείαπό τη θεία Χάρη να επιτελέσει μεγάλη αφθονία θαυμάτων.

Αφού βρήκαμε λοιπόν εμείς αυτάτα στοιχεία συνταγμένα από κάποιον Κρισπίνο, με τρόπο πολύ ατημέλητο και απλοϊκό, θεωρήσαμε ότι αξίζει να ασχοληθούμε και να μην αφήσουμε το βίο ενός άνδρα, τόσο σπουδαίου και τιμημένου με τόσο μεγάλα θαύματα, ατημέλητο και αστόλιστο στη διήγηση, αλλά να τον στολίσουμε με σύντομο και λογικό διάκοσμο· όχι γιατί κάνουμε κάτι αναγκαίο και που το θέλουν οι πολλοί, αφού δεν έχει ανάγκη ο λόγος της ευσέβειας από κοσμικά στολίδια και φροντίδες. Το κάνουμε όμως για τους μορφωμένους και ως ένα βαθμό που νομίζουμε ότι αρμόζει· για να μην είναι δηλαδή η αστόλιστη και παραμελημένη φράση πρόφαση ραθυμίας σ’ αυτούς, προκαλώντας τους αποστροφή, έτσι που να απέχουν από την ακρόαση τόσο καλών και θαυμαστών διηγημάτων.

Η διήγηση έχει ως εξής: Ο καλός και θαυμαστός Παρθένιος καταγόταν από πατέρα που έφερε το όνομα Χριστόδουλος και είχε το βαθμό του διακόνου στην Εκκλησία της Μελιτουπόλεως. Ο ίδιος ο Παρθένιος ήταν εντελώς άγευστος της κατά κόσμον παιδείας, αλλά έδειξε τέτοιαν επιμέλεια στην ακρόαση των θείων Γραφών, ώστε ήδη από μικρή ηλικία να έχει αξιωθεί της θείας Χάριτος. Αν και τότε ακόμα δε φανέρωνε την αρετή του, αλλά έκρυβε τον εαυτό του όσο μπορούσε. Και όταν έγινε δεκαοκτώ χρονών, σ’ αυτή την ηλικία, έκανε αρχή των θαυμάτων. Πρόσεξε λοιπόν πόσο φανερή ήταν από την αρχή η φιλανθρωπία του. Έχοντας εκεί κοντά μία λίμνη πήγαινε και ψάρευε, δε χρησιμοποιούσε όμως τα ψάρια για δική του διατροφή, ούτε τα πρόσφερε προς εκδούλευση σε κάποιον από τους ένδοξους. Αντίθετα τα πουλούσε και όσα χρήματα κέρδιζε απ’ αυτό το καλό εμπόριο, τα έδινε στους φτωχούς. Με αυτόν τον τρόπο κέρδιζε για τον εαυτό του τον αρραβώνα της θείας φιλανθρωπίας, μέσω εκείνων των φτωχών.

Επειδή λοιπόν και εξαιτίας της λαμπρότητας του βίου, αλλά και των πολλών θαυμάτων που έκανε, έγινε επιφανής και όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν, αφού μόνον η επίκληση του ονόματος του ήταν αρκετή για να τρέψει σε φυγή τους δαίμονες, ο Φιλητός, ο Επίσκοπος Μελιτουπόλεως, άνδρας αγαθός και εραστής της αρετής, στέλνει και καλεί τον άνδρα και ύστερα από πολλές προτροπές, με μεγάλη δυσκολία τον πείθει και τον χειροτονεί πρεσβύτερο και «περιοδευτή» της επισκοπής του. Στη συνέχεια η θεία Χάρις εκχυνόταν αφθονότερη σ’ αυτόν, γιατί είχε μεγάλη παρρησία προς το Θεό λόγω της καλής του ζωής και έτσι ακολουθούσε πλήθος θαυμάτων. Γιατί δεν άφηνε να μείνουν άγνωστα Αυτός που βλέπει «εν τω κρύπτω» όσα επιτυγχάνονται μυστικά Γι’ αυτό ακριβώς και εκείνον τον καθιστά πασίγνωστο μέσω των θαυμάτων και κατορθώνει με αυτόν τον τρόπο δύο, τα πιο σπουδαία· και τον ίδιο τον Άγιο δοξάζει σύμφωνα με την επαγγελία και πολλούς που υπέφεραν πολύ θεραπεύει μέσω αυτού.

Θα εκθέσουμε δε τα θαύματα έτσι απλά, όπως ακριβώς έχουν, χωρίς καμμία επεξεργασία και χωρίς να τα συγκρίνουμε με κάποια άλλα. Και αυτό το κάνουμε αφ’ ενός μεν επειδή δε θέλουμε να μακρύνει ο λόγος, αφ’ έτερου δε φροντίζοντας να φανεί η αξία των θαυμάτων, δηλαδή για να μην αποδίδεται το παν στη δύναμη του λόγου αλλά στη φύση των πραγμάτων.

Προχωρώντας λοιπόν κάποτε στο δρόμο ο Παρθένιος συναντά κάποιον που κτυπήθηκε στο μάτι από ταύρο. Ο καημένος κρατούσε στα χέρια του το βγαλμένο του μάτι και με οδυρμούς καλούσε τις συμπαθείς ψυχές να τον ελεήσουν. Αυτόν ο Παρθένιος τον βλέπει με μάτια σπλαγχνικά. Και παίρνει το βγαλμένο μάτι στο δεξί του χέρι με μεγάλη προσοχή και προφύλαξη και το ξαναβάζει πάλι στη θέση του. Και δε χρειάστηκε πια ούτε φάρμακα, ούτε πολύς χρόνος για να θεραπευθεί. Αλλά για τρείς μονάχα μέρες το έβρεχε με απλό νερό, αν βέβαια θα μπορούσες να πεις απλό το νερό που είναι ανάμεικτο με τη θεία Χάρη, κι έτσι το κάνει εντελώς καλά όπως ήταν πριν.

Μια γυναίκα πέφτει στην αρρώστια του φοβερού καρκίνου. Και γίνεται σ’ αυτήν διπλό το πάθος, γιατί βλάστησε στα απόρρητα μέρη τού σώματος, έτσι που και πάρα πολύ πονούσε η άρρωστη και ντρεπόταν να το δείξει στους γιατρούς για θεραπεία Η Χάρις, που βλέπει τα αφανή και που οπωσδήποτε προσφέρει αφανώς, θεραπεύει διά του Παρθενίου την αρρώστια. Αφού λοιπόν τη σφράγισε στο μέτωπο με το σημείο του σταυρού μονάχα, εξαναγκάζει τον όγκο να πέσει αμέσως ολόκληρος στη γη και προετοιμάζει τη γυναίκα με χαρούμενο στόμα να μεγαλύνει το Χριστό.

Αναχώρησε κάποτε ο Μεγάλος, για να επισκεφθεί κάποιον άρρωστο και στο δρόμο ένας σκύλος πολύ μεγάλος σπάει τα δεσμά που ήταν δεμένος και ορμάει κατ’ επάνω του. Τινάζεται όρθιος και ανοίγει το μεγάλο και φονικό του στόμα απειλητικά, μάλλον όχι από μόνος του και με τη φυσική του δύναμη, αλλά ενεργούμενος από τον αφανή κύνα ή και δράκοντα. Αν συνέβαινε αυτό σε κάποιον άλλο, οπωσδήποτε θα προξενούσε φόβο ή θα αναζητούσε ράβδο ή οποιοδήποτε όπλο να αμυνθεί και θα καλούσε τους παρόντες για βοήθεια. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν έκανε ο Παρθένιος, παρά μονάχα τον φύσηξε στο ανοιχτό του στόμα και έτσι, όπως συνήθιζε, τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού και αμέσως το φοβερό θηρίο έμεινε νεκρό και έπεσε χωρίς πνοή από τους ώμους του στη γη.

Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια έφτασαν στα αυτιά του Μητροπολίτη της Κυζίκου Ασχόλιου, που του φαίνονταν άξια θαυμασμού. Πίστευε λοιπόν ότι, αυτόν που αξιώθηκε να κάνει τέτοια κατορθώματα, δεν έπρεπε να τον αφήσει στο βαθμό του πρεσβυτέρου. Το θεωρούσε αυτό ντροπή δική του, αν φαινόταν ότι περιφρονούσε έναν τόσο μεγάλο στην αρετή άνδρα και δεν προσέφερε σ’ αυτόν με προθυμία την τιμή που μπορούσε, εξαιτίας της αδιαφορίας του προς τα καλά. Γι’ αυτό λοιπόν, αφού έστειλε και κάλεσε τον άνδρα και όπως λέγεται, αφού κίνησε κάθε λίθο, τον ανέβασε στον επισκοπικό θρόνο της Λαμψάκου, κάνοντας χάρη περισσότερο στην πόλη των Λαμψακηνών παρά σε εκείνον. Και ότι είναι αληθινός ο λόγος αμέσως θα το αποδείξουμε.

Επειδή βρήκε λοιπόν εκείνος την πόλη να νοσεί από αρρώστια θανάσιμη, γιατί τέτοια είναι η άγνοια του αληθινού Θεού και η προσκύνηση των ματαίων ειδώλων, το έφερε βαρέως και στενοχωριόταν πολύ. Η φλόγα του ζήλου του έκαιγε την καρδιά. Πλην όμως, παρ’ όλη την απελπιστική κατάσταση, αυτός δεν παραμέλησε να κάνει τα δικά του, καλύτερα όχι τα δικά του, αλλά να ακολουθεί τα αποστολικά διατάγματα, νουθετώντας, παρακαλώντας, επιτιμώντας· τί άλλο δεν έκανε, ώστε να αφαιρέσει την πηκτή ύλη γύρω από τα μάτια τους και να τους προετοιμάσει να δουν με καθαρούς οφθαλμούς το μέγα της ευσέβειας φως. Επρόκειτο πάντως, έτσι όπως η σταγόνα που πέφτοντας συνέχεια κάνει κοίλη την πέτρα και αυτός κτυπώντας επίμονα να ανοίξει καρδιές που κωφεύουν. Αυτό δηλαδή σε μερικούς με λόγια το κατόρθωνε και σε άλλους περισσότερο με έργα το πραγματοποιούσε, θεραπεύοντας τους αρρώστους και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους σαν μισθό της θεραπείας. Έτσι τους ελκύει σιγά-σιγά στην επίγνωση της αλήθειας και γίνεται η γιατρειά νόσων σωματικών διόρθωση μεγαλύτερης κακίας, της αρρώστιας της ψυχής. Έτσι φάνηκε ότι ωφελούνται περισσότερο οι Λαμψακηνοί παρά ο Παρθένιος, που ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο.

Βλέποντάς τους λοιπόν να προκόβουν στην πίστη και να περιφρονούν εντελώς τα είδωλα, θέλησε αφ’ ενός μεν να καταστρέψει τους βέβηλους ναούς και στη θέση τους να κτίσει ιερούς ναούς αφιερωμένους στο Χριστό. Προτίμησε δε να γνωστοποιήσει αυτά στο βασιλιά, πριν ενεργήσει, δείχνοντας έτσι ότι ήταν ενημερωμένος και ενεργούσε διακριτικά. Γιατί ενώ ο βασιλιάς, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν ευσεβέστατος και χριστιανικώτατος περισσότερο από κάθε άλλον, όμως δεν είχε ακόμα ανακηρυχθεί επίσημα η καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών και έτσι έπρεπε προηγουμένως να γνωστοποιήσει τα σχέδια του σ’ αυτόν και κατόπιν με την άδειά του να επιχειρήσει το πράγμα. Ύστερα λοιπόν από αυτή την απόφαση, αμέσως ξεκινάει και μόλις προσεγγίζει τη βασιλεύουσα, συναντάει το βασιλιά να εξέρχεται προς επίσκεψη των οικημάτων των φυλάκων του σιταριού. Συναντήθηκαν λοιπόν και αφού του γνωστοποίησε το λόγο της επίσκεψης, ο βασιλιάς συγκατανεύει και τον προστάζει να προχωρήσει προς τα ανάκτορα και να τον περιμένει να επιστρέψει. Αφού επανήλθε, καλεί και βλέπει τον άνδρα και μιλάει όχι δεσποτικά, ούτε υπερήφανα, αλλά μπορούμε να πούμε εξ’ ολοκλήρου βασιλικά και όπως ταίριαζε σε άνθρωπο που περισσότερο υπηρετεί το Θεό, παρά κυριαρχεί στη γη και κυβερνάει εκατομμύρια ανθρώπων. Και έτσι όπως όταν συναντάει άνθρωπο του Θεού ο άνθρωπος του Θεού, τον ατενίζει με ήμερα μάτια, του προτείνει τη δεξιά, τον ασπάζεται χείλη με χείλη και τον παρακαλεί να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Τέτοιοι πρέπει να είναι οι βασιλιάδες, όχι μονάχα να ξέρουν να κυβερνούν, αλλά και άνωθεν να κυβερνώνται· γιατί η μεγαλοπρέπεια έγκειται στο ότι περισσότερο τιμούν το Θεό, παρά να αξιώνουν να τους τιμούν. Τιμώντας βέβαια το Θεό δεν μπορεί παρά να τιμούν και τους φίλους του Θεού. Έτσι λοιπόν αφού με χαρά τον δέχτηκε ο βασιλιάς, έπειτα και διατάγματα εξέδωσε που να επιτρέπουν γενικά την καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών, αλλά και ειδική άδεια που επικύρωνε την ανάληψη του εγχειρήματος από τον ίδιο τον Άγιο· επιπλέον με την καταβολή όχι και λίγου χρυσού, βοηθούσε στην ανέγερση του ναού του Θεού. Αυτά έκαμε ο βασιλιάς και επισφραγίζοντας την ευμενή του διάθεση προς το Μεγάλο, τον ασπάζεται πάλιν χείλη με χείλη και τον στέλνει πίσω με ειρήνη.

  Μόλις επέστρεψε λοιπόν στη Λάμψακο ο θείος άνδρας, καθόλου δεν ανέβαλε τήν πραγματοποίηση των αποφάσεων, αλλά αμέσως και το γκρέμισμα των βδελυγμάτων έκανε και τα σχέδια του ιερού ναού προετοίμαζε. Αφοσιώθηκε λοιπόν στο έργο, κτίζοντας ναό που ήταν πάρα πολύ ωραίος και ταυτόχρονα πάρα πολύ στέρεος. Αυτά όσον αφορά τα ειδωλολατρικά τεμένη και τους ιερούς ναούς.

  Και αυτό δεν είναι τυχαία απόδειξη της εκτίμησης και της ευλάβειας που είχαν προς τον Άγιο· ενώ δηλαδή πολλοί ξένοι κάθε μέρα απέπλεαν από τη Λάμψακο, κανένας δεν ξεκινούσε να φύγει εάν προηγουμένως δεν επισκεπτόταν το μακάριο, για να πάρει τις ευλογίες του σαν εφόδιο ωραίο και σωτήριο για το ταξίδι. Αλλά έρχεται πάλιν ο λόγος με τη διήγηση των θαυμάτων του να παραθέσει γεύμα στις ψυχές των φίλων του καλού, σαν με γλυκίσματα εκλεκτά. Αφού από εκεί πολλοί απέπλεαν, όπως είπαμε, έφτασε και κάποιος σ’ αυτόν που είχε δαιμονικό πνεύμα χωρίς να το γνωρίζει. Και ενώ το δαιμόνιο κρυβόταν από αυτόν που του παρέσχε κατοικία, όμως από τον Άγιο δεν μπορούσε να κρυφτεί και, κατά τη διήγηση, μόλις φτάνει ο άνθρωπος αυτός χαιρετάει τον Άγιο, αλλά δεν του ανταποδίδει το χαιρετισμό. Τότε οργίζεται το δαιμόνιο και δια μέσου του ανθρώπου μιλάει:

-Ενώ  εμείς είχαμε επιθυμία να σε δούμε και παρόλον ότι σε χαιρετήσαμε, εσύ δε μας ανταπέδωσες το χαιρετισμό.

 -Να λοιπόν, του λέει ό Μεγάλος, που με είδες. Και το δαιμόνιο:

 -Και σε είδα και σε κατάλαβα.

 -Και αν όμως στ’ αλήθεια κατάλαβες, του λέει ο Άγιος, εσύ βγες από το πλάσμα του Θεού. Και απαντάει το πονηρό πνεύμα:

 -Αυτό ήταν όλο; να με καταδικάσεις να φύγω από εδώ μέσα; Αλλά, σε παρακαλώ, επειδή είναι πολύς ο χρόνος που κατοικώ σ’ αυτόν, μη με βγάλεις εσύ από εδώ.

 -Αλλά είναι ήδη πολύς ο χρόνος από τότε που κατοίκησες; ρωτάει ο Μεγάλος. Και εκείνο:

 -Από τότε που ήμουν παιδί και μέχρι τώρα δεν έχω γίνει αντιληπτό από κανένα, παρά μόνο από σένα· εάν όμως με βγάλεις, πού άραγε θα μου επιτρέψεις να πάω;

-Σου δίνω τόπο όπου και θα πας, του λέει. Και το δαιμόνιο:

-Θα μου πεις πάντως να πάω σε χοίρους. Και ο Άγιος:

-Καθόλου, αλλά θα σου παραχωρήσω άνθρωπο να κατοικήσεις εσύ, αφού βγεις απ’ αυτόν εκεί.

    Μετά απ’ αυτό που λέχθηκε, και πάλιν αφού το περιεργάστηκε αν ήταν αληθινό και όχι απάτη, επειδή έβλεπε το Μεγάλο να το ισχυρίζεται και να υπόσχεται ότι είναι έτοιμος να του παραχωρήσει ακόμα και άνθρωπο να κατοικήσει, εάν βέβαια βγει απ’ αυτόν, πείσθηκε και βγήκε· και αμέσως απαιτούσε το υποσχεθέν. Ο δε Άγιος ευθέως ανοίγει το στόμα του και του λέει:

   -Ιδού άνθρωπος. Μπες και κατοίκησε· το δε δαιμόνιο, σαν να καιγόταν από φωτιά με το λόγο, έμοιαζε να θρηνεί και φεύγοντας έλεγε:

    -Αλλοίμονό μου, γιατί και άλλο δε βρήκα που να αντέξω να τον κατοικήσω και χωρίς να το θέλω έχω διωχθεί απ’ αυτόν. Πώς θα τολμήσω να κατοικήσω σ’ αυτόν που έχει τόση μεγάλη δύναμη; Πράγματι δεν είναι δυνατόν, δεν είναι να ακούσει κανείς αλήθεια από εσάς τους χριστιανούς· και εκείνο μεν διωγμένο κακήν κακώς, το είχαν έρημοι και άβατοι τόποι· ο δε άνθρωπος ήταν όλος ήρεμος και υγιής με του Χριστού τη δύναμη. Και όσον αφορά το δαιμονισμένο έτσι είχαν τα πράγματα. Τώρα όμως πρέπει να προσθέσουμε και ένα άλλο θαυμάσιο ακόμα πιο σπουδαίο.

       Μόλις τελείωσε λοιπόν το έργο της οικοδομής του ιερού ναού, φρόντιζε ο Μεγάλος να προσθέσει και την Αγία Τράπεζα, όσο δυνατόν πιο ωραία και ταιριαστή στο ναό. Ύστερα από επίπονη προσπάθεια, καταφέρνει να βρει ένα λίθο σε μέρος που ήταν καθαρό από ειδωλολατρικά θυσιαστήρια, στην ομορφιά πολύ ωραίο και στο μέγεθος πολύ μεγάλο. Παραδόθηκε λοιπόν στα χέρια των λιθοξόων και τον επεξεργάζονται, έτσι που να ταιριάζει άριστα στο ιερό βήμα. Όταν ολοκληρώθηκε το έργο και έπρεπε να μεταφερθεί, τον φορτώνουν σε άμαξα που έσερναν βόδια· αλλά ο εχθρός, που πάντοτε φθονεί τα ωραία, έρχεται με την πρόθεση να παρεμποδίσει το έργο του Μεγάλου και αρχίζει τις συνηθισμένες και αγαπητές του ενέργειες ο όντως από καταβολής κόσμου ανθρωποκτόνος. Επιχειρεί λοιπόν έργο ανάλογο με τη μισανθρωπία του, αφού δηλαδή διατάραξε, όπως αυτός γνωρίζει, τα βόδια, τα σπρώχνει σε μια ακατάσχετη ορμή. Και αμέσως ο άνθρωπος που τα οδηγούσε πέφτει χάμω· τον παρασέρνουν λοιπόν οι τροχοί της άμαξας και από το βάρος της πέτρας και τη μεγάλη ταχύτητα του διέρρηξαν τα σπλάγχνα και τον άφησαν αμέσως νεκρό· μόλις ανακοινώθηκε το συμβάν στο Μεγάλο, «δε θα χαρείς γι’ αυτό, πονηρέ δαίμονα, είπε, κι ούτε θα εμποδίσεις το έργο του Θεού» και αμέσως, αφού πήρε μαζί του μερικούς από τους παρόντες, τους ευλαβείς, φτάνει στο μέρος του ατυχήματος· στάθηκε κοντά στο νεκρό, γονάτισε και, ενώ από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα, έτσι προσευχήθηκε· «Συ Δέσποτα, που είσαι ο αληθινός Κύριος της ζωής και του θανάτου, σίγουρα δεν αγνοείς για ποιό λόγο επιτέθηκε ο εχθρός· αλλά, έτσι όπως πάντα, και τώρα ματαίωσε, βασιλιά μου, τα πονηρά του σχέδια και στο δούλο σου που κείτεται κάτω νεκρός, γιατί τί είναι έξω από τις δυνάμεις σου, όταν Εσύ θελήσεις, χάρισέ του τη ζωή, Εσύ που είσαι η πηγή της ζωής και η Ανάσταση»· έτσι είπε και πριν καλά-καλά τελειώσει η προσευχή, ο Ευτυχιανός, έτσι ονομαζόταν ο νεκρός, αμέσως σηκώνεται και ήταν ζωντανός και έχαιρε άκρας υγείας, κινούσε δε ταυτόχρονα χείλη και πόδια· τα μεν χείλη για να ευχαριστήσει αυτόν που τον ανέστησε, τα δε πόδια για πορεία μεταφοράς δυναμωμένη, γιατί οδήγησε την άμαξα μέχρι και τον ιερό ναό.

      Όλοι από παντού εξεπλάγησαν για το πολύ μεγάλο θαύμα και όσοι είχαν αρρώστους ή δαιμονιζόμενους ή που υπέφεραν από κάποιο άλλο κακό, αφού περιφρόνησαν κάθε επιστήμη και άλλη βοήθεια συναφή προς αυτά, τους προσκόμισαν στο Μεγάλο και έβλεπαν έργα περισσότερα από τις ελπίδες τους· για όλους έγινε ο Άγιος αίτιος χαράς, εκτός από τους γιατρούς που έβλεπαν να περιφρονείται η τέχνη τους. Πολλοί ήταν οι λόγοι που έκαναν τους αρρώστους να τρέχουν στον Άγιο, κοντά στους άλλους και η ταχύτητα της θεραπείας τους, το εντελώς άμισθο και η σιγουριά της ελπίδας.

      Και τώρα προσέξτε συνοπτική διήγηση θεραπείας πολλών δαιμονιζόμενων, που αν αναφερόμαστε ξεχωριστά και κατά πλάτος για την κάθε περίπτωση, ο λόγος θα ξεστράτιζε πολύ σε μάκρος. Ήταν παρθένος, στο όνομα Δάφνη, θυγατέρα του Διονυσίου του πραιποσίτου· και μία άλλη Αγαλματία και αυτή κόρη του Μαμαλίου, του διοικητή της Σμύρνης· και μία άλλη Ζωΐλα περσικής καταγωγής· κοντά σ’ αυτές και η Παρθένα, κόρη του Συναδίου· μαζί της και η Αλεξανδρία, καταγόμενες από την Άβυδο και οι δύο· ούτε πρέπει να παραβλέψουμε τη σύζυγο κάποιου που καταγόταν από την Περαία, αλλά ούτε και την Ακακία που οδηγήθηκε από μια περιοχή που ονομάζεται Κίλλιο. Πρέπει να αναφέρουμε και τη Ρουφίνα και τη Θεοφίλη που κατάγονταν και οι δύο από την κωμόπολη Άσιρμο, να προσθέσουμε κοντά σ’ αυτές και μια φτωχιά γριά, την Καλλιόπη, και μια άλλη κοπέλλα, την Κυριακή. Όλες αυτές, που κακοποιούνταν από δαίμονες αφόρητους, ήταν αρκετή για να τις απαλλάξει άλλες μονάχα μια ευχή του Μεγάλου, άλλες επίθεση χεριών και άλλες επιτίμηση των πονηρών πνευμάτων μερικές ακόμα μονάχα με ένα εμφύσημα απελευθερώθηκαν.

      Ας είναι· αλλά για το νεαρό Μίκωνα, αν και είχε το ίδιο πάθος, ήταν δηλαδή και αυτός δαιμονισμένος, όμως θα μιλήσουμε εκτενώς, γιατί το θαύμα έχει στην περίπτωσή του κάποια ιδιαιτερότητα. Αυτός εκινείτο από ακατάσχετες ορμές, ήταν γιός ιερέα, και, αφού δαιμονίστηκε, έπασχε φοβερά. Τον οδηγούν λοιπόν οι γονείς του και τον ρίχνουν στα πόδια του Αγίου. Και ενώ εκείνοι παρακαλούν θερμότατα να λυπηθεί τη νιότη του και να τον απαλλάξει από την επήρεια του δαίμονα, ο θείος άνδρας δε φαινόταν να δείχνει καμμιά συμπάθεια, πράγμα παράδοξο για τον Παρθένιο. Καθόλου δε φαινόταν να συγκινείται με τα δάκρυα τους αυτή η ελεήμων και φιλανθρωπότατη ψυχή. Έπειτα και φανερά· «δεν είναι άξιος αυτός ελέους, δεν είναι άξιος, φωνάζει, γιατί δέρνει τον πατέρα του και είναι θρασύτατος. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι, επειδή πολλές φορές ταλαιπωρηθήκατε από όσα αυτός έπραττε ιταμώς, με οδύνη στρέψατε το βλέμμα στον ουρανό και ζητήσατε απ’ το Θεό να του γίνει τιμωρός. Αφήστε λοιπόν, του είναι ωφέλιμη η μάστιγα, επειδή και σύμφωνα με το θείο Ιερεμία οι ανομίες του υπερίσχυσαν και με παιδεία σκληρή κτυπήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, βλέποντας τους γονείς να νικούνται απ’ τα σπλάγχνα τους και να ζητούν αυτήν την τιμωρία να την υποφέρουν οι ίδιοι στη θέση του παιδιού τους και να λένε ότι λιγότερο τους λυπούσε πριν, όταν τους έβριζε, παρά τώρα που ο ίδιος υποφέρει· τέτοια λοιπόν βλέποντάς τους να φωνάζουν και τη συμφορά του παιδιού τους καθόλου να μην μπορούν να υποφέρουν, να κλαίνε μέχρι αίματος που λέει ο λόγος και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους να τον παρακαλούν να δώσει ένα τέλος στη συμφορά του παιδιού τους, κάμπτεται ο Μεγάλος. Κάνει αμέσως θερμή προσευχή και εισακούεται τόσο γρήγορα η προσευχή του, πριν καλά-καλά την αρχίσει· το παιδί απαλλάσσεται από το δαίμονα και χαρούμενο μαζί με τους γονείς του επιστρέφει στο σπίτι.

      Να πούμε και για το στρατιώτη Αξάνιο, και αυτόν τον φέρνουν στον Άγιο σαν άψυχο φορτίο με τα μέλη όλα παράλυτα. Χωρίς να χρησιμοποιήσει κανένα άλλο βοήθημα, τον ραντίζει με νερό, ανάμεικτο όμως με ευχές που πείθουν το Θεό, και τον παρουσιάζει υγιή και αρτιμελή να φεύγει πια με τα δικά του πόδια.

      Κοντά σ’ αυτά είναι και η περίπτωση του Σύρου Αλαμά που αξίζει να αναφέρουμε. Και εκείνος, από ενέργεια δαίμονος που κατοικούσε μέσα του, πέφτει κάτω απ’ τη στέγη του ναού και αμέσως κείτεται νεκρός χωρίς πνοή. Μόλις τον είδε ο Μεγάλος καθόλου δεν έχασε καιρό, αλλά χρησιμοποίησε το πιο ισχυρό απ’ όλα τα φάρμακα, τη δική του προσευχή, και όχι μονάχα τον ανέστησε, αλλά και τον απάλλαξε από το πονηρό δαιμόνιο.

      Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και την αρρώστια του Μαξιμιανού, γιατί όσο σκληρή και δυσκολοθεράπευτη, τόσο δίκαιο είναι να μνημονευθεί μιας και ανάλογα μεγάλη είναι και η θεραπεία. Αυτός καταγόταν από τη Βι­ζύη της Θράκης και τόσο πολύ βασανιζόταν από την αρρώστια της δυσεντερίας, ώστε καμμιά ελπίδα δεν του έμεινε ζωής. Μόλις οι γονείς του το πληροφορήθηκαν, καταφθάνουν από τη Βιζύη στη Λάμψακο, όπου βρισκόταν το παιδί τους μαθητευόμενο σε κάποιο Φέρτη, διάκονο της Λαμψακινής επισκοπής, με σκοπό να θάψουν το παιδί τους. Κοιτάχτε όμως και πράξη πίστεως αληθινής και αμέσως εξαιτίας της θεία ευεργεσία· αφού τον παρέλαβαν δηλαδή νεκρό οι γονείς του, τον μεταφέρουν μαζί με το κρεβάτι χωρίς καθόλου να διστάσουν και τον τοποθετούν στην είσοδο του ναού απ’ όπου ο θείος άνδρας επρόκειτο να περάσει. Στάθηκε λοιπόν εκείνος και το μεν νέο είδε νεκρό, τους δε γονείς και άλλους πολλούς παρόντες να χύνουν θερμά δάκρυα γι’ αυτόν. Υποφέρει και αυτός στην ψυχή και δείχνει τον πόνο του με δάκρυα. Σε άλλον θα ήταν πάντως αρκετό να δείξει τον εαυτό του να συμπάσχει κατά την εντολή «κλαίειν μετά κλαιόντων» και έτσι στους γονείς να προσφέρει  την παραμυθία. Για τον Παρθένιο όμως καθόλου αυτό δεν ήταν αρκετό, αλλά γίνεται γι’ αυτούς και πρόξενος γρήγορης χαράς. Γιατί μαζί με τα δάκρυα έκλινε τα γόνατα, παρακάλεσε τη θεία αγαθότητα και ανασταίνει το νεκρό, παραδίδοντάς τον στους γονείς να μιλάει και να περπα­τάει χαίρων άκρας υγείας.

     Είναι και η περίπτωση της Ευχαρίας, συζύγου του Αγαπίου του μαγιστριανού, που αν θελήσουμε να παραβλέψουμε, δε θα βλάψουμε λίγο τους ακροατές. Αυτής της έκαναν μάγια άνθρωποι πονηροί και υπέφερε μέσα της πολύ σκληρά. Για να πούμε το Γραφικό, «Ωδίνες Άδου περιεκύκλουν αυτήν». Ενώ αυτή βρισκόταν σε τέτοια άθλια κατάσταση, όμως εκείνος χωρίς δυσκολία και χωρίς να χρειαστεί πολύς καιρός την κάνει καλά. Όσο για το χρόνο, τρείς μονάχα μέρες, όσο για το φάρμακο, το πιο αποτελεσματικό απ’ όλα, τίποτα άλλο παρά λαδάκι απ’ τα καντήλια των αγίων και τη δικιά του ευχή που και αυτή δε βοηθούσε λίγο.

      Και την αρρώστια του Θαλασσίου ας μην παραλείψουμε να διηγηθούμε στους φιλόκαλους. Αυτός καταγόταν από τη Συαδία και είχε πατέρα ιερέα. Από ενέργεια λοιπόν πονηρού πνεύματος έχασε τα λογικά του και τον φέρνουν μπροστά στον Άγιο. Έμεινε κοντά του εφτά μόνο μέρες και ξαναπήρε πίσω το μεγάλο δώρο του Θεού, νουν και φρένας.

      Ήταν και κάποιος Ηρακλειώτης, ονομαζόμενος Κάλ­λιστος και ένας άλλος Λέσβιος που καταγόταν από την ανατολική πλευρά της νήσου. Οδηγούνται λοιπόν στο Μεγάλο, ο ένας παράλυτος στα πόδια από δαιμονική επήρεια και ο άλλος είχε τέτοιες πληγές στο σώμα, που έμοιαζε με λεπρό. Και τους δύο η προσευχή του Παρθε­νίου, όχι μόνο τέλεια, αλλά και σύντομη θεραπεία φέρει.

     Αλλά για το βασιλικό βαφείο, όπως ονομαζόταν το βαφείο της πορφύρας, και για το θαύμα που έγινε σ’ αυτό, ποιός άνθρωπος είναι τόσο αδιάφορος στα καλά, ώστε να ανεχθεί να το παραλείψει. Χοροπηδούσε από χαρά ένα δαιμόνιο μέσα σ’ αυτό εκείνον τον καιρό και χαλούσε τη βαφή, ώστε να μην πιάνει. Τί το παράξενο και αν φθονούσε το έργο, αφού από την αρχή ήταν βάσκανος και φθονερός και μισάνθρωπος; Τόσο αναίσχυντα εχθρικός ήταν ο κακοποιός, ώστε πολλές φορές έγινε φανερός στους βαφείς και επιδεικτικά τους εμπόδιζε. Εξέθετε δε σε μεγάλη ζημιά και σκληρό κίνδυνο τους ταγμένους γι’ αυτό το έργο. Μόλις αυτό γνωστοποιήθηκε στον Άγιο, τρέχει πριν του το ζητήσουν, για να αντιτάξει τον εαυτό του στο δαίμονα αυτός που ήταν τόσο πρόθυμος να ωφελεί. Αφού έφτασε εκεί, διατάζει ολοφάνερα το πονηρό πνεύμα, το επιτιμά και του αναφέρει απειλητικά το φοβερό όνομα του Χριστού. Και αυτό αμέσως έγινε άφαντο, όχι μόνο από εκείνο το βαφείο αλλά και από όλη την περιοχή, γιατί φεύγοντας φώναζε δυνατά, έτσι που όλοι το άκουγαν ότι καταδιώκεται απ’ τη φωτιά και πηγαίνει στη φωτιά της κόλασης. Αμέσως, κατόπιν διαταγής του Αγίου, γίνεται δοκιμή, γεμίζουν τα καζάνια με βαφή και βυθίζουν το μαλλί που βάφτηκε ανεμπόδιστα και τότε και μετά.

      Ξέρω ότι σας φάνηκε αξιοθαύμαστο και πολύ χαριτωμένο το περιστατικό, αλλά και αυτό που πρόκειται να διηγηθούμε τώρα καθόλου λιγότερο δεν είναι αξιοπρόσεκτο, ίσως και πιο πολύ. Ήταν ο καιρός της αλιείας και ήταν τόσο πολλά τα ψάρια, που οι ψαράδες πίστευαν ότι χωρίς κόπο θα τα έπιαναν στα δίχτυα, μόνο που δεν τα είχαν στα χέρια τους, αλλά όταν κατέβαζαν τα δίχτυα ματαιοπονούσαν· μέσα δεν έβρισκαν τίποτα. Αυτό δεν γινόταν τυχαία παρά μόνο από βασκανία δαίμονος, γιατί δε συνέβαινε σε ένα ή δύο ψαράδες αλλά σ’ όλη την ακτή μέχρι και την Άβυδο. Ποιά είναι λοιπόν η θεραπεία και αυτού του κακού και ποιός κατέστησε άπρακτο το δαιμόνιο; Από μόνοι τους μαζεύτηκαν όλοι οι ψαράδες και παρακαλούν τον Άγιο να εκτείνει χείρας οσίας προς Θεόν και να λύσει το μυστήριο που παράξενα τους εμπόδιζε και τους αντιστεκόταν. Και αυτός τους άκουσε, γιατί ποιός ήταν πιο φιλάνθρωπός του; Νήστεψε λοιπόν και προσευχήθηκε με δάκρυα και τότε ο φιλάνθρωπος Θεός του φανερώνει ότι το κακό προερχόταν από πονηρό πνεύμα. Στο έξης καμμιά οκνηρία, καμμιά αμέλεια, αλλά περιερχόταν την παραλία και ευλογούσε το νερό, ύστερα έριχνε μέσα και αλάτι. Μετά απ’ αυτά τους προέτρεπε να ρίξουν τα δίχτυα και να δοκιμάσουν να ψαρέψουν, όταν ακόμα ήταν ο ίδιος παρόν. Και εκείνοι εκτελώντας τις εντολές του, μεγάλο το θαύμα, έπιαναν πλήθος ψαριών, και, όπως λέει ο λόγος, το θήραμα ήταν θάλασσα αγαθών έτσι που να αναπληρωθούν και οι ελλείψεις του παρελθόντος.

    Σαν το πλήθος της άμμου ή σαν τους χορούς των αστεριών ή σαν τα νερά της θάλασσας, αναρίθμητα μοιάζουν τα θαύματά του, αδύνατον όλα να τα διηγηθούμε. Αναγκαστικά θα αφήσω τα πολλά και θα αναφέρω μονάχα λίγα, όσων δηλαδή η παράλειψη θα είναι μεγάλη ζημιά.

      Αποφάσισε κάποτε ο Μεγάλος να επισκεφθεί τη Μητρόπολη της Ηράκλειας της Θράκης για κάποια μεγάλη ανάγκη. Φτάνει λοιπόν και βρίσκει το Μητροπολίτη άρρωστο σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Πληροφορήθηκε από το φως της Χάριτος ότι το αίτιο της αρρώστιας είναι νόσημα ψυχικό, γιατί ήταν πάρα πολύ φιλοχρήματος και οικειοποιείτο, αλλοίμονο, αυτά που ανήκαν στους φτωχούς! Αφού πληροφορήθηκε αυτά έφυγε χωρίς να πει τίποτα και την επομένη μέρα επαναλαμβάνει την επίσκεψη. «Γνώριζε, του λέει, ότι αυτή η σωματική αρρώστια δε σε προσέβαλε χάριν της αρετής σου, αλλά είναι προς παιδαγωγία ψυχικής αρρώστιας». Και επειδή εκείνος ακόμα δεν καταλάβαινε, προσθέτει ο Άγιος· «να ξέρεις ότι είσαι αμαρτωλός και γι’ αυτό υπόκεισαι προς παιδαγωγία». Και εκείνος απαντά: «Παρακάλεσε εσύ το Θεό για μένα να μου συγχωρέσει τις αμαρτίες μου». Και ο Άγιος του απαντάει· «εάν κανείς φταίξει σε άνθρωπο, είναι φυσικό να εισακουστεί αυτός που παρακαλεί για εκείνον. Το δικό σου όμως φταίξιμο στρέφεται εξ ολοκλήρου προς το Θεό, από τον οποίον τίποτα δεν ξεφεύγει. Ακόμα εξακολουθείς να το κάνεις και αποβαίνει εξ ολοκλήρου εις βάρος των φτωχών. Απόδωσε λοιπόν τα του Θεού τω Θεώ, και κανένα εμπόδιο πια δεν υπάρχει η μεγαλοσύνη σου να γίνεις καλά. Δεν λέω μόνο στο σώμα, αλλά το σπουδαιότερο ακόμα και στην ψυχή». Κατέβηκαν στην καρδιά του τα λόγια του Αγίου, γιατί, όπως φαίνεται, ήταν μεν αμαρτωλός, αλλά όχι τόσο πολύ, που να είναι αθεράπευτος· ήταν απ’ αυτούς που είχαν επίγνωση της ασθένειάς τους και επείθοντο σ’ αυτούς που γνώριζαν να τους θεραπεύσουν. Συνήλθε λοιπόν και λέει: «Πράγματι, έφταιξα στο Θεό. Δίκαιος στα αλήθεια είναι απέναντί μας ο Θεός». Έπειτα κάλεσε αμέσως τον οικονόμο του και τον πρόσταξε να φέρει ενώπιον όλων το χρυσάφι που είχε μαζευτεί απ’ τους φτωχούς. Αυτός εκτελεί την εντολή και μεταφέρεται κοντά χρυσάφι, στ’ αλήθεια όχι τόσο εύκολο να μετρηθεί. Ζητούσε λοιπόν αυτός από τον Άγιο να το μοιράσει στους φτωχούς και ο Άγιος του λέει· «μάλλον σε σένα αρμόζει το έργο και γι’ αυτό σε δυνάμωσε ο Θεός, για να επιστρέψεις με τα ίδια σου τα χέρια στους φτωχούς όσα τους ανήκουν». Κάθισε λοιπόν σε φορείο ο άρρωστος και έσπευσε να αποδείξει ότι κάνει υπακοή με προθυμία στο Μεγάλο. Τον μεταφέρουν στο ναό της μάρτυρος Γλυκερίας και αμέσως όλοι οι φτωχοί της πόλεως μαζεύονταν σαν σμήνος μελισσών στο μέλι. Και αυτός μοίραζε σε όλους με γενναιόδωρη την δεξιά, ώστε έβλεπε κάνεις να εφαρμόζεται το αποστολικό ρητό. Επειδή έσπειρε δηλαδή όχι με φειδώ αλλά «επί ευλογίαις», ακολούθως και ο ίδιος «επ’ ευλογίαις» θέριζε τον καρπό. Δεν πέρασαν τρείς μέρες από τότε που άρχισε να ευεργετεί και απολάμβανε τέλεια την υγεία, όχι μόνο του σώματος μα και της ψυχής, όπως προφήτευσε ο Μεγάλος. Γιατί από την ψυχική νόσο προκλήθηκαν σ’ αυτόν οι σωματικές αρρώστιες.

     Αυτά όσον άφορα την περίπτωση του Μητροπολίτη. Όντας ο Παρθένιος στην Ηράκλεια έκανε και αυτό το έργο, όχι βέβαια τυχαία ούτε σαν πάρεργο, αλλά περιήρχετο τους ιερούς ναούς κάθε περιοχής και προΐστατο στις καθιερωμένες Ακολουθίες. Όταν κάποτε μπήκε στον ιερό ναό προς τιμήν των μαρτύρων, που ονομάζονταν Κατάχειλας, συναντάει κάποιον κατάκοιτο που ήταν εντελώς παράλυτος. Όταν τον είδε, δεν προσπέρασε σαν τον ιερέα ή τον λευΐτη της παραβολής. Πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό ο Παρθένιος, που όχι μόνο ήθελε αλλά και μπορούσε να ωφελεί; Ζήτησε λοιπόν και του έδωσαν λάδι και το διαβάζει· υστέρα γονάτισε και προσευχήθηκε στο Θεό και αφού σηκώθηκε αλείφει απαλά-απαλά τα ξηρά μέλη του αρρώστου, χύνοντας ταυτόχρονα δάκρυα γι’ αυτόν. Και μ’ όλα αυτά έκανε το λάδι δραστικότατο και ισχυρότατο, γιατί αμέσως σηκώνει αυτόν που κείτετο σαν άψυχος και τον κάνει υγιή και δυνατό, έτσι που να μπορεί να χρησιμοποιεί τα δικά του πόδια και να επιστρέψει στο σπίτι του.

Αυτό το γεγονός μάζεψε από την περιοχή της Ηρά­κλειας όχι μόνο έναν ή δύο, αλλά πλήθος πολλών αρρώστων. Και αμέσως μεταφερόμενοι απ’ τους δικούς τους απολάμβαναν γρήγορη τη θεραπεία Και ενώ γίνονταν αυτά, ο Υπατιανός, αρχιδιάκονος της Ηρακλειανής Εκκλησίας, ήταν παρών και παρακολουθούσε τα θαύματα με τα ίδια του τα μάτια. Παρακαλεί λοιπόν με δάκρυα τον Άγιο να μην παραβλέψει την αίτησή του και καθόλου να μην αναβάλλει, αλλά να τρέξει γρήγορα σε έναν από τους αγρούς του. Εκεί, όπως είπε, είχε σπείρει πολλά, επειδή όμως συνέβη φοβερή ανομβρία, όλα ξηράθηκαν. Διδάσκουν, έλεγε, τα γεγονότα ότι, αν πας στον τόπο και προσευχηθείς, ο Κύριος θα δώσει χρηστότητα, για να μιλήσουμε με τα λόγια του θείου διδασκάλου, δηλαδή βροχή ωφέλιμη. Έτσι, όλη η εκεί γη θα καρποφορήσει. Πείθεται στην παράκληση ο Μεγάλος και αμέσως μεταβαίνει στον τόπο. Ύστερα, αφού σήκωσε τα χέρια στον ουρανό και πότισε τη γη με τα δάκρυά του, ζητούσε οπωσδήποτε να βρέξει, για να βλαστήσει η γη. Πριν καλά-καλά τελειώσει την ευχή γεμίζει ο ουρανός με σύννεφα και πέφτει τόση πολλή βροχή, αρκετή για να γεμίσει και τα λαγόνια της γης ακόμα. Τότε λοιπόν, χαρούμενος ο Μεγάλος, ζητά να διανυκτερεύσει σε ένα από τα οικήματα του αγρού, όπου παρέδωσε τον εαυτό του μάλλον σε ολονύκτιες προσευχές παρά σε ύπνο. Νωρίς το πρωί, κάλεσε τον αρχιδιάκονο και του λέει· «πρέπει πολύ να προσέξεις, γιατί γνωρίζεις καλά ότι ο Επίσκοπος έχει παιδευτεί εξαιτίας της φιλαργυρίας του. Όπως έχω πληροφορηθεί κατά τη διάρκεια της νύκτας απ’ το Θεό, να ξέρεις ότι και εσύ θα γίνεις επίσκοπος όχι σε πολύν καιρό. Φρόντιζε λοιπόν εσύ να προνοείς για τους φτωχούς, γιατί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αυτό ευαρεστεί το Θεό». Άκουσε με προσοχή ο αρχιδιάκονος και παρακαλούσε τον Άγιο να επισκεφθεί και τους άλλους αγρούς και αμπελώνες και να τους ευλογήσει όλους με την ευχή του. Έφτασε λοιπόν σ’ ένα χωράφι και πρόσεξε ότι, ενώ ήταν πολύ μεγάλο, φαινόταν έρημο και όχι σπαρμένο. «Αυτό το χωράφι γιατί δεν σπάρθηκε»; ρωτά, και ο αρχιδιάκονος που πληγώθηκε από την ερώτηση και έχυσε δάκρυα λέγει· «έχει σπαρθεί, αγιώτατε, με πολύ κόπο αλλά οι δικές μου αμαρτίες, παίρνοντας αφορμή από την ξηρασία, έβλαψαν και αδυνάτισαν, όπως βλέπεις, τα σπόρια. Συγκινήθηκε απ’ αυτό ο Μεγάλος και τον συμπόνεσε. «Πόσα μόδια, τον ρωτά, είναι ο τοκετός αυτού εδώ του χωραφιού»; «Χίλια μόδια» του απάντησε. «Μη στενοχωριέσαι, του λέει ο Μεγάλος, γιατί ξέρουμε ότι πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. Να ξέρεις ότι δι’ εμού του αμαρτωλού, αφού στον καιρό του θέρους αλωνίσεις χωριστά τον καρπό αυτού του χωραφιού, θα βρεις κατά την υπόσχεση τα χίλια μόδια. Γιατί είναι εύκολο για το Θεό να κάνει κάτι τέτοιο. Έπειτα έφθασε και σ’ ένα νεόφυτο αμπελώνα και τον έβλεπε κι αυτόν σαν σαρακοφαγωμένο από την ξηρασία και τελείως ξηρό. Ήταν η έκταση της γης πολύ μεγάλη, τόσο που χρειαζόταν 80 μό­δια σπόρο, για να τη σπείρεις. Πήρε λοιπόν αλάτι και το σκόρπισε, έτσι που να απλώσει κατά το δυνατόν παντού σ’ όλο τον αμπελώνα και στον αρχιδιάκονο είπε· «καθόλου να μη στενοχωριέται ούτε γι’ αυτό το χωράφι, γιατί θα του φέρει αρκετή ευλογία ο τόπος με τη χάρη του καλού Θεού».

     Επειδή ήλθε η ώρα που έπρεπε να γυρίσει στη Λάμψακο, έφυγε από τους αγρούς προς συνάντηση του Επισκόπου από τον οποίο και έγινε με χαρά δεκτός. Και προς αυτόν είπε: «Έχω να σου αναγγείλω ευχάριστη είδηση· δεν θα περάσει και πολύς καιρός και θα αποδημήσεις προς Κύριον. Θα αφήσεις καλό διάδοχο επικεφαλής της Μητροπόλεως, όπως με πληροφόρησε γι’ αυτό ο Θεός, τον άριστο Υπατιανό τον αρχιδιάκονο». Αυτά λοιπόν είπε και αμέσως μπήκε σε πλοίο και απέπλευσε για τη Λάμψακο.

      Πέρασαν μόνο λίγες μέρες και ο πρόεδρος της Ηρά­κλειας αρρώστησε και, όπως προφήτευσε ο Σοφός, αποδήμησε προς Κύριον. Στη συνέχεια ο Υπατιανός τον διαδέχτηκε στο θρόνο της επισκοπής. Ούτε και αυτά ξέφυγαν από τις προρρήσεις του Παρθενίου. Ήταν το μέσον του καλοκαιριού και ο καιρός καλούσε για συγκομιδή των καρπών. Βγήκε λοιπόν και ο Υπατιανός, όντας ήδη Επίσκοπος, στα χωράφια γι’ αυτόν το σκοπό. Μάζεψε λοιπόν τον καρπό εκείνου του χωραφιού που καταστράφηκε απ’ την ξηρασία, τον αλωνίζει και βρίσκει ότι δεν έλειπε ούτε ένα από τα χίλια μόδια. Ήταν κοντά και ο καιρός του τρυγητού και ο αμπελώνας, που ήταν καταδικασμένος σε ακαρπία, έγινε και αυτός γόνιμος με τις προσευχές του Μεγάλου και έδωσε καρπό όχι λίγο, αλλά αρκετό και εκλεκτό.

      Και ο καλός Υπατιανός, θέλοντας να δείξει ότι η ευεργεσία έγινε προς ψυχήν ευγνώμονα, και από τα δύο είδη των καρπών κάνει προσφορά στο Μεγάλο. Παίρνει λοιπόν ένα μεγάλο μέρος του σιταριού, όπως και του κρασιού και τα μεταφέρει ο ίδιος στη Λάμψακο, στον Όσιο. Αυτός δεν τα δέχτηκε λέγοντας ότι· «αυτά πρέπει να προσφερθούν όχι σε μένα αλλά στο Θεό, επειδή και η ευλογία των καρπών από Εκείνον προέρχεται. Ομολογώντας ότι η ευχαριστία ανήκει στο Θεό, πρέπει να τα μοιράσεις αυτά στους φτωχούς». Αυτά είπε ο Άγιος και ο Υπατιανός επιστρέφει αμέσως στην Ηράκλεια και εκείνα τα χωρίζει σε μερίδια και τα μοιράζει σ’ αυτούς που προοτάχθηκε. Αλλά και δε σταματούσε να διηγείται τα μεγάλα, όσα δηλαδή θαυμάστωσε ο Θεός σ’ αυτόν μέσω του Αγίου.

   Ο Παρθένιος λοιπόν ήταν σε όλα καλός και σε όλα θαυμάσιος, έζησε έτσι ώστε η ζωή του φαινόταν ολοκληρωτικά δοσμένη στο Θεό και ο βίος του έγινε παράδειγμα προς μίμηση για τους φιλαρέτους. Είναι βέβαια ίσως πολύ λίγοι όσοι μιμούνται τη ζωή των Αγίων, όσο για τους πολλούς διστάζω να το πιστέψω. Πάντως και η τιμή προς τον Άγιο είναι επαινετή σαν απόδειξη αγαθής προαιρέσεως. Αφού έτσι λοιπόν έζησε, μεταβαίνει προς το Θεό που ποθούσε στις 7 Φεβρουαρίου. Για τον ίδιο η μετάβαση ήταν αιτία χαράς, για όσους όμως τον στερήθηκαν πρόξενος λύπης απερίγραπτης. Μόλις πληροφορήθηκε ο Υπατιανός τη μετάσταση του Αγίου, καμμία από τις υποθέσεις του δε θεώρησε τόσο σημαντική ώστε να τον συγκρατήσει έστω και ελάχιστο. Αντίθετα όλα τα παράτησε και αμέσως μπαίνει στο καράβι και βρίσκοντας άνεμο ευνοϊκό φτάνει γρήγορα στη Λάμψακο. Ούτε κανείς άλλος απ’ όσους ζούσαν σε γειτονικά μέρη προτίμησαν να αμελήσουν. Γιατί και ο Κυζίκου αμέσως, κοντά σ’ αυτόν και ο Μελιτουπόλεως αλλά και ο Παρίου παρευρέθησαν αμέσως. Γιατί πώς ήταν δυνατόν να παραβλέψουν το θάνατο εκείνου που η ζωή του τους ήταν τόσο αγαπητή και που επιθυμούσαν να παραταθεί για πάρα πολύ χρόνο; Τί έγινε λοιπόν μετά; Το ιερόν εκείνον και όντως παρθενικό σώμα του Παρθενίου, αφού απέλαβε των ύμνων που του άρμοζαν στο μικρό παρεκκλήσι που ο ίδιος οικοδόμησε κοντά στον πάνσεπτο ναό, κατατίθεται με πολύ ευλάβεια και φιλοκαλία. Όμως δεν έφυγε από κοντά μας ο Παρθένιος, αλλά και τώρα ακόμη συμπαραστέκεται σ’ αυτούς που τον επικαλούνται· βοηθός ετοιμότατος «νόσους διώκων, δαίμονας απελαύνων, πάθη ψυχών τε και σωμάτων ιώμενος». Και ήταν τόσοι πολλοί που ωφελήθηκαν μετά το τέλος του, όσο και αυτοί που τον πρόλαβαν εν ζωή.

***

ΕΥΧΗ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΜΕΝΗ ΕΙΣ ΠΑΣΑΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑΝ ΚΑΙ ΓΟΗΤΕΙΑΝ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΑΝ

Ἱεράρχα τοῦ Χριστοῦ Ἅγιε Παρθένιε, ὁ τῆς Λαμψάκου πανθαύμαστος ποιμήν, καὶ πάσης Ἐκκλησίας λύχνος φαεινότα­τος· ὁ Ἀποστολικοῖς χαρίσμασι θαυμαστωθεῖς, καὶ πλείστους εὐεργετήσας διὰ τῆς ἐν σοὶ τοῦ Παρακλήτου χάριτος καὶ δυνάμεως· ὁ νοσοῦντας θεραπεύσας, καὶ παραλύτους συσφίγξας, καὶ πάντων τῶν αἰτούντων τὰς αἰτήσεις πληρώσας, πρόσδεξαι δεόμεθα, συμπαθέστατε Πάτερ, τὴν παροῦσαν ἡμῶν δέησιν, καὶ πλήρωσον χαρᾶς καὶ εὐφροσύ­νης τὰς καρδίας ἡμῶν. Ἴασαι τὸν πάσχοντα δοῦλόν σου (δεῖνα), τὸν προσελθόντα μετὰ πίστεως τῇ χάριτί σου. Κατάργησον καὶ ἀνενέργητον ποίησον τῆς ἀντικείμενης τοῦ σκότους δυνάμεως τὴν κατ’ αὐτοῦ ὀλέθριον ἐνέργειαν. Ἀνόρθωσον αὐτὸν ἀπὸ κλίνης ὀδυνηρᾶς ἐπελθούσης ἀσθενείας καὶ συνοχῆς, πάσης μαγείας, καὶ γοητείας, καὶ τερατείας, καὶ βασκανίας, καὶ πάσης ἄλλης κακοτρόπου ἐπιβουλῆς καὶ μανίας, διαλύων τὰς συστροφάς, καὶ καταργῶν τὰς ἐπινοίας καὶ ἐπηρείας καὶ μηχανίας, τῇ ἀοράτῳ ἐπισκιάσει τῆς ὀξείας βοηθείας σου Πάτερ. Σὺ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων τὴν ἰσχὺν κατήσχυνας· σὺ τὸ χαλεπώτατον πάθος τοῦ καρκίνου ἐθεράπευσας· σὺν ἐν σημείοις τε καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι παρὰ Θεοῦ ἐδοξάσθης, δεδοξασμένε καὶ θαυμα­τουργὲ Πάτερ· σὺ καὶ νῦν ἐπάκουσον τῆς δεήσεως ἡμῶν, καὶ δὸς τῷ πάσχοντι καὶ νοσοῦντι ἱκέτῃ σου τὴν κατ’ ἄμφῳ ὑγείαν, εἰρήνην οὐρανόθεν καὶ βίον σεμνόν, πορευομένῳ ἐν ταῖς τρίβοις τοῦ θείου θελήματος, πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ· ἵνα διὰ σοῦ τυχών τοῦ θείου ἐλέους, δοξάζῃ τὸ πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς μίας θεότητος καὶ βασιλείας εἰς τοὺς αἰῶνας. Αμήν.

ΕΥΧΗ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΜΕΝΗ ΕΠΙ ΑΣΘΕΝΟΥΝΤΑ

Ἅγιε τοῦ Χριστοῦ Ἱεράρχα, θαυματουργὲ Παρθένιε, ὁ τῆς Λαμψάκου ἱερὸς ποιμὴν καὶ πρόεδρος, καὶ πάσης ἐκκλησίας φωστὴρ ὑπερλάμπων ὁ τῇ Ἀποστολικῇ σου ζωῇ, Ἀποστολικῶν πλησθεὶς χα­ρισμάτων, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῆς ζωοποιοῦ ἐνεργείας ἀναδειχθεὶς ὄργανον· ὁ τῶν θαυμάτων τῇ πλουσίᾳ δωρεᾷ καὶ χάριτι, τῶν πονηρῶν πνευμάτων ἀπελάσας τὰ στίφη, καὶ ποικίλας νόσους καὶ ἀσθε­νείας ἰασάμενος· σοῦ δεόμεθα, καὶ σὲ παρακαλοῦμεν συμπαθέστατε Πάτερ, θεράπευσον καὶ τὸν πάσχοντα δοῦλόν σου (δεῖνα), καὶ ἀπάλλαξον αὐτὸν τῆς συνεχούσης καὶ θλιβούσης ἀσθενείας καὶ παθήσεως καὶ νόσου· δὸς αὐτῷ τὴν ὑγείαν, καίὶ πλῆσον αὐτὸν τῆς πατρικῆς σου εὐλογίας καὶ χάριτος. Ἐπάκουσον ἡμῶν τῆς δεήσεως, καὶ βλέψον ἐν ἱλέῳ ὄμματι ἐπὶ τὸν δοῦλον σου τοῦτον, τὸν αἰτοῦντα διὰ σοῦ τὸ θεῖον ἔλεος, καὶ ἀπέλασον ἐξ αὐτοῦ τὸ ἐπελθὸν τῆς ἀσθενείας νέφος. Ἀνά­τειλον αὐτῷ ἡμέραν εὐφροσύνης, καὶ ὄμβρησον οὐρανόθεν δρόσον ἀγαλλιάσεως, σβεννύουσαν τοὺς ἄνθρακας τῆς ἀσθενείας καὶ τῶν πό­νων καὶ τῆς θλίψεως· σοὶ γὰρ προςῆλθεν, Ὅσιε Πάτερ, αἰτῶν τὴν ποθητὴν θεραπείαν καὶ ἴασιν, καὶ διὰ σοῦ τὴν τῶν πταισμάτων ἄφεσιν, παρὰ τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ᾧ ἡ δό­ξα καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

ΕΥΧΗ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΜΕΝΗ Τῌ 7ῃ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΑΥΤΟΥ

Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν προαιώνιε Λόγε τοῦ Θεοῦ καὶ πατρός, ὁ διὰ τῆς χάριτός Σου τὸν σὸν θεράποντα Παρθένιον ἐπίσκοπον Λαμψάκου τὸν θαυματουργόν, δόκιμον οἰκονόμον τῶν Σῶν μυστηρίων ἀναδείξας· τὸν διώκοντα τὰ πονηρά πνεύματα καὶ θεραπεύοντα πάσαν λοιμικὴν νόσον καὶ τὴν φοβερὰν καὶ ἰοβόλον νόσον τοῦ καρκίνου· οὗ ταῖς πρεσβεῖαις δώρησαι ἡμῖν δεόμεθά σου χάριν καὶ ψυχῆς καὶ σώματος τὴν ὑγείαν ἵνα πίστει βεβαίᾳ, ἐλπίδι σταθερά, καὶ ἀγάπῃ μέχρι τοῦ τῆς ζωῆς ἡμῶν τέρματος· καὶ ὥσπερ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν σεβάσμιον μνήμην αὐτοῦ πανηγυρίζομεν καὶ χάριν ἐπικαλούμεθα· οὕτω καὶ ἐν οὐρανῷ ἔχομεν αὐτὸν παρὰ Σοι, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύοντα· ὅπως τὸ ὑπόλοιπον τοῦ βίου ἡμῶν καλῶς περαιώσαντες καταξιωθῶμεν τῆς μακάριας καὶ ἀϊδίου διαγωγῆς, μετὰ πάντων τῶν ἁγίων Σου ἀπολαῦσαι, ὅτι Σὺ εἶ ὁ καλὸς ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν καὶ σοῦ ἐστὶν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΕΥΧΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΕΙΣ ΑΓΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΥΣ

Ἅγιε Ἱεράρχα καὶ θαυματουργὲ Παρθένιε, ὁ τῆς Λαμψάκου τὸ ποίμνιον πομάνας καλῶς, καὶ ὁδηγήσας ἀσφαλῶς εἰς λειμῶνας Εὐαγγελικῆς ζωῆς, ὡς μαθητὴς καὶ μιμητὴς τοῦ ἀρχιποίμενος Χρι­στοῦ· ὁ παρ’ αὐτοῦ θαυμάτων τὴν χάριν καὶ δύναμιν πλουσιωτάτην δεξάμενος, δι’ ἧς δαίμοσιν ὤφθης φοβερός, καὶ ποικίλων νοσημάτων ἰατήρ, πλείστους πάσχοντας καὶ κακουχουμένους εὐεργετήσας ἐν σπλάγχνοις οἰκτιρμῶν· σοῦ δεόμεθα Πάτερ, σὺ ὁ εὐλογήσας τὸν ἄκαρπον ἀγρὸν καὶ τὴν ἄγονον ἄμπελον, καὶ καρπὸν πολὺν ἀπέδωκαν, αὐτὸς καὶ νῦν εὐλόγησον, ὡς συμπαθής, τὸν παρόντα ἀγρὸν σὺν τῇ ἀμπέλῳ καὶ ταῖς ἀρούραις, ὡς ἄν καρποφορίαν καλὴν καὶ πίονα προσάγωσι τοῖς ἐμπόνως γεωργοῦσιν αὐτά. Ἀποδίωξον ἐξ αὐτῶν πάσαν βλάβην καὶ φθοράν, καὶ πᾶν ἐπαγόμενον ἀκαρπίαν καὶ καταστροφήν. Εὐλόγει τοὺς κόπους καὶ τὰ ἔργα τῶν πιστῶν οἰκετῶν σου· δίδου αὐτοῖς ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ ὑετοὺς καρποφόρους ταῖς πρὸς Θεὸν δεήσεσιν, ὁ ἐξ οὐρανοῦ ὄμβρον καταγαγών, καὶ τὴν ξηρανθεῖσαν καὶ αὐχμῶσαν γῆν καταποτίσας εἰς εὐφροσύνην τῶν δεομένων καὶ παράστηθι ἡμῖν ἀοράτως, ὡς μέγας ἡμῶν προστάτης καὶ ἔφορος, ἀποτρέπων καθ’ ἡμῶν πᾶσαν μανίαν τῶν ἀοράτων ἀχθρῶν, καὶ πρέσβευε τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ, ὅπως παρέχῃ ἡμῖν εἰρήνην ἐν τῷ βίῳ, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ ἀξιώςῃ ἡμᾶς, ἐν τῷ ἀπείρῳ αὐτοῦ ἐλέει, τῆς οὐρανίου βασιλείας, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. Ἀμήν.

ΕΥΧΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΕΠΙ ΔΙΚΤΥΩΝ ΠΡΟΣ ΚΑΛΗΝ ΑΓΡΑΝ ΙΧΘΥΩΝ

Ὁ τῷ Θεῷ ὁλοτρόπως ἀνατεθείς, καὶ ὡς καλὸς οἰκονόμος καλῶς αὐτῷ διακονήσας καὶ δουλεύσας, θεοφόρε Ἱεράρχα Παρθένιε· ὁ τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸν πλοῦτον ἐν σεαυτῷ ταμιεύσας καὶ θησαυρίσας, δι’ οὗ πᾶσι παρέχεις σωτηριώδεις δόσεις, καὶ τὰ αἰτήματα ἀκπληροῖς· ὁ θαυμάτων ἀκτῖσι σκότος βαθύτατον δαιμονικῆς ἀπηρείας ἀπελαύνων ὁ τῶν πιστῶν ἁλιέων τὰ δίκτυα εὐλογήσας καὶ ἐπληρώθησαν ἰχθύων ἐν τῷ ἁλιεύειν αὐτούς, εὐλόγησον καὶ νῦν τῶν εὐλαβῶν ἱκετῶν σου ἁλιέων τὰ δίκτυα, καὶ δίδου αὐτοῖς ἄγραν ἰχθύων ἱκανήν, Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύων, τὸν ἐν τῷ θαλάσςῃ τῆς Τιβεριάδος εὐλογήσαντα τὼν Μαθητῶν τὰ δίκτυα, καὶ συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων, ὥστε διαῤῥήγνυσθαι αὐτά. Ἀποδίωξον ἐξ αὐτῶν πᾶσαν δαιμονικὴν ἐνέργειαν καὶ βλάβην ἐπερχομένην αὐτοῖς, ὡς ἐξαίρετον χάριν παρὰ Κυρίου λαβὼν παρέχειν ἑκάστῳ τὰ αἰτήματα· ὅτι ἐν πίστει σοι προστρέχομεν Πάτερ, καὶ ἐξαιτούμεθα τὴν θερμοτάτην ἀρωγήν σου, ἵνα ἐν εὐπραγίαις κομῶντες δοξάζωμεν τὸν σὲ δοξάσαντα Κύριον ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.