Η ΜΟΝΗ

Σήμα και Σφραγίδα

Ιερά Βασιλική Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου

Το σήμα που χρησιμοποιεί η Μονή σήμερα είναι ένα βυζαντινού τύπου μονόγραμμα με την φράση «τού Βατοπαιδίου» γραμμένη κατά ομάδες συλλαβών στις τέσσερεις κεραίες ενός σταυρού. Το μονόγραμμα περιβάλλεται από διπλό διακοσμητικό περίγραμμα, εντός του οποίου μερικές φορές αναγράφεται κυκλικά ο τίτλος ΙΕΡΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ.

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Κάθε αγιορειτικό καθίδρυμα είναι αφιερωμένο στην μνήμη του αγίου ή της θρησκευτικής εορτής (δεσποτικής ή θεομητορικής) στην οποία τιμάται το καθολικό του. Στις πρώτες σχετικές πληροφορίες που σώζονται το Βατοπαίδι αναφέρεται ως αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αφιέρωση που διατηρείται έως σήμερα.

Ονομασία

Η επίσημη ονομασία της Μονής είναι Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Το βασικό όνομα Βατοπαιδίου ή Βατοπεδίου εμφανίζεται ήδη στις πρώτες ιστορικές μαρτυρίες που αφορούν το Αγιώνυμον Όρος και έχει διπλή ετυμολογία και αντιστοίχως διπλή ορθογραφία α) ερμηνευόμενο ως παιδίον των βάτων στηρίζεται σε μία παράδοση. Σύμφωνα με αυτήν η Μονή ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα από τον Μέγα Θεοδόσιο, του οποίου ο γιός Αρκάδιος διασώθηκε με θαύμα από ένα ναυάγιο και βρέθηκε στην γεμάτη βάτα περιοχή της, (ανασκαφές που έγιναν το 2000 γύρω από το σημερινό καθολικό, έφεραν στο φως τον παλαιοχριστιανικό ναό, την μεγάλη βασιλική που είχε χτίσει ο Μέγας Θεοδόσιος, στα ερείπια του αρχικού αυτού ναού χτίστηκε το σημερινό καθολικό τον 10 αιώνα) β) ερμηνευόμενο ως πεδίον βάτων υποδηλώνει απλώς το γεγονός ότι στην τοποθεσία γύρω από την Μονή υπάρχουν πολλά βάτα. Σε παλαιότερες εποχές η Μονή χαρακτηριζόταν ως Βασιλική. Τον χαρακτηρισμό αυτό απέκτησαν κάποια εποχή όλες οι μονές του Αγίου Ορους, λόγω των σχέσεών τους με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Επίσης ονομαζόταν Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή, προνομιακοί χαρακτηρισμοί που δόθηκαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Ιστορία

1. Από την παράδοση στην ιστορία
Η ιστορία του Αγίου Όρους κατά τους ειδικούς χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους. Στην περίοδο κατά την οποία δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες γραπτές μαρτυρίες για την ιστορία του Άθωνα και τη μετατροπή της πάλαι ποτέ κοσμικής χερσονήσου των μικρών πόλεων, σε μοναστική πολιτεία και στην περίοδο κατά την οποία μάς παραδίδονται πλέον ιστορικά ντοκουμέντα, επίσημα δημόσια κρατικά ή εκκλησιαστικά έγγραφα, κείμενα συναξαριστών και εν γένει αγιολογικά κείμενα σχετικά με τους μοναχούς των ιερών καθιδρυμάτων, τη μοναστική τους βιοτή και τη σχέση τους με την επίσημη κρατική διοίκηση. Δημιουργήθηκε έτσι εκ των ενόντων ένας σαφής διαχωρισμός στην ιστορία όλων των καθιδρυμάτων του Αγίου Όρους, ανάμεσα στην ιστορία τους πριν από την εμφάνιση των γραπτών πηγών, που συμβατικά την χαρακτηρίζουμε ως "εποχή των παραδόσεων" που πολλάκις μέσω ανασκαφικών ερευνών αποδεικνύεται σε βασικά σημεία αναφοράς αληθής και στην εποχή της καταγεγραμμένης ιστορίας, που αντιστοιχεί, βάση γραπτών μαρτυριών ή πηγών, στην επίσημη ιστορία κάθε μονής.
Αξίζει ίσως να καταγραφεί ότι μεταγενέστερη πηγή του 16ου αιών. παραθέτει αναφορές περί μεταβάσεως της ίδιας της Θεοτόκου στον Άθωνα και δη στον τόπο, που αργότερα ανεγέρθη η μονή Βατοπαιδίου. Σύμφωνα με αγιολογικό κείμενο του αγίου Μαξίμου του Βατοπαιδινού, που πιθανόν να απηχεί μακρά ανάμνηση των προφορικών, από στόμα σε στόμα, παραδόσεων για την μετατροπή του Άθωνα σε μοναστική Πολιτεία, η ίδια η Θεοτόκος μετέβη με τον ευαγγελιστή Ιωάννη στον λιμένα του Κλήμεντος, στην περιοχή δηλαδή, όπου σήμερα βρίσκεται η μονή Ιβήρων. "Εκείθεν μετέβησαν πεζή ένθα σήμερον μεν υπάρχει η μονή του Βατοπεδίου, τότε δε έζων Έλληνες αβάπτιστοι...". Κατά την αποβίβασή Της στην κληρονομία Της συνέβησαν θαυμαστά γεγονότα, καθώς και ο εκχριστιανισμός του πλείστου μέρους των ειδωλολατρών των παλαιών ελληνικών χωριών της περιοχής.
Με την περιοχή του Βατοπαιδίου, άλλωστε, συνδέεται και η τελευταία γνωστή μαρτυρία για την εγκαταβίωση παγανιστών στον Άθωνα. Στα 203 μ.Χ. ο Γερμανός, ένας ειδωλολάτρης, γιος του Ηρακλά, κατασκεύασε μια σαρκοφάγο, προορισμένη για την ταφή του ιδίου και της συζύγου του. Η σαρκοφάγος αυτή φυλάσσεται στη μονή και φέρει επιγραφή σε αρχαιοελληνική γλώσσα, στην οποία μνημονεύεται ως χρόνος κατασκευής της ο μήνας Πάνημος του έτους αντ᾿. Ο Πάνημος ή Πάνεμος κατά το ημερολόγιο των αρχαίων Μακεδόνων συμπίπτει με τον μήνα Ιούνιο.
Οι ίδιες αυτές παραδόσεις απηχούν την ύπαρξη ιερού καθιδρύματος στο σημείο αυτό, ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αρχαία Εκκλησία (ναός) που είχε ιδρύσει ο Μέγας Κωνσταντίνος και κατέστρεψε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και επανίδρυσε, ο Μέγας Θεοδόσιος σε απόδοση ευγνωμοσύνης προς τη Θεοτόκο, για την θαυμαστή σωτηρία του Υιού του από την Παναγία κατά τη διάρκεια θαλασσοταραχής, ενώ αυτός ταξίδευε από τη Ρώμη προς την Κωνσταντινούπολη. Ο νεαρός Αρκάδιος βρέθηκε πλησίον μιας βάτου έτσι προήλθε το όνομα Βατοπαίδιον.
Την έλλειψη γραπτών πηγών, που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν την προφορική παράδοση, έρχεται ίσως να καλύψει η ύπαρξη των ανασκαφικών δεδομένων. Όπως, άλλωστε, παραδέχονται και οι πλέον παλαιοί των αρχαιολόγων, που ασχολούνται με την ιστορία του Αγίου Όρους, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διενεργείται ανασκαφή, τα ανασκαφικά δεδομένα τείνουν να επαληθεύσουν τον εκάστοτε θρύλο. Έτσι και στην περίπτωση της μονής Βατοπαιδίου, ανασκαφικές τομές, που διενεργήθηκαν κάτω και δίπλα από το σημερινό καθολικό έφεραν στο φως ευμεγέθη παλαιοχριστιανικό ναό, που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί το καθολικό της πρωτοχριστιανικής φάσης του συγκροτήματος. Στον αντίποδα βέβαια δεν λείπουν και όσοι δέχονται ότι το κτίσμα αυτό θα μπορούσε να αποτελεί τον ναό μιας πρωτοχριστιανικής οχυρωμένης πολιτείας. Καθώς όμως κανείς συνετός στρατηγός των ρωμαϊκών χρόνων δεν θα έχτιζε την πόλη του δίπλα στον λοφίσκο, που αναπτύσσεται προς τον σημερινό Πύργο της Μεταμορφώσεως ή δεν θα επέτρεπε ένα τέτοιο ύψωμα εντός μιας οχυρωμένης τοποθεσίας, οφείλουμε να απορρίψουμε την υπόθεση αυτή.
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι δεν σώζονται αναφορές για ερήμωση της μονής καθ' όλο το διάστημα του ιστορικού της βίου, θα δεχθούμε και θα σεβαστούμε τη διαρκή μνημόνευση στην Πρόθεση, από τους εκάστοτε ιερουργούντες των αγίων κτητόρων της εποχής του Μεγάλου Θεοδοσίου. Ο Λειτουργικός Τρόπος της Μονής, που έχει μείνει απαράλλακτος κατά τη διαδοχή των μοναζόντων από γενεά σε γενεά αποτελεί ένα επιπρόσθετο επιχείρημα, που συνηγορεί ότι η μακρινή παράδοση, που συνδέει τη μονή με την εποχή του Μεγάλου Θεοδοσίου συνιστά όχι θρύλο, αλλά ιστορία ζώσα.

2. Μεσοβυζαντινή Περίοδος. Από τη μνεία των πρώτων γραπτών πηγών έως την απόδοση του χαρακτηρισμού της ως «Βασιλικής».
Η εισαγωγή της Μονής στη νέα μοναστική κατάσταση, που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται κατά την εποχή του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, ταυτίζεται με τους τιμωμένους ως νέους κτήτορες, Αδριανουπολίτες άρχοντες, Νικόλαο, Αθανάσιο και Αντώνιο. Το τελευταίο τέταρτο του 10ου αι., οι ανωτέρω πλούσιοι άρχοντες ήλθαν στον Άθωνα, έχοντας μαζί τους 9.000 χρυσά νομίσματα, προκειμένου να οικοδομήσουν μονή. Φαίνεται, μάλιστα, να πρότειναν στον ίδιο τον άγιο Αθανάσιο, που τότε έχτιζε το μοναστήρι του, να εγκαταβιώσουν μαζί του, προσφέροντάς του και τα χρήματά τους. Σύμφωνα με Τα Πάτρια του Αγίου Όρους, ο άγιος Αθανάσιος αρνήθηκε την πρόταση αυτή των Ανδριανουπολιτών, τους προέτρεψε όμως να ανακαινίσουν τη Μονή του Βατοπαιδίου και στην προσπάθειά τους αυτή επρόκειτο να λάβουν «μισθόν εκ Θεού».
Οι γραπτές πηγές επαληθεύουν την ύπαρξη των ανωτέρω προσώπων, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, όχι πολύ μακρινές μεταξύ τους. Πράγματι, ο Νικόλαος είναι ο πρώτος που υπογράφει έγγραφο ως ηγούμενος του Βατοπαιδίου στα 985. Καθώς η πρόταξη και η υπογραφή του είναι οι τελευταίες, οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι το μοναστήρι του έχει επανδρωθεί πρόσφατα από τον ίδιο. Αργότερα , στα 1020 και 1048, συναντούμε και την υπογραφή του Αθανασίου, ενώ στα 1142 την υπογραφή του Αντωνίου. Έτσι, καθώς επί ηγουμενίας τους η μονή αναπτύχθηκε πνευματικά και οικοδομικά, η μεταγενέστερη παράδοση τους συνυπολόγισε ως κτήτορες.
Καθώς και για τους τρεις η παράδοση έχει διασώσει ότι ήταν Ανδριανουπολίτες, δεν θα ήμασταν μακριά από την πραγματικότητα εάν υποστηρίζαμε ότι η μονή Βατοπαιδίου στην αρχική εκείνη περίοδο της ανασυστάσεώς της τελούσε ως τόπος μονάσεως Ανδριανουπολιτών μοναχών. Άλλωστε, στην Αθωνική παράδοση συνηθιζόταν έως και τα πολύ μεταγενέστερα χρόνια μία μονή να ταυτίζεται με μία γεωγραφική περιοχή. Μάλιστα, στην ίδια αυτήν πλευρά της χερσονήσου βρίσκονταν τόσο η μονή των Ιβήρων, όσο και η μονή των Αμαλφηνών, από το Αμάλφι της Ιταλίας. Στη μονή Βατοπαιδίου οι Ανδριανουπολίτες φαίνεται ότι μετέφεραν όλη την αρχοντική αριστοκρατία, για την οποία διακρινόταν η μεγάλη μακεδονική πόλη των παραλίων του ποταμού Έβρου. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η μονή ακολουθούσε το κοινοβιακό σύστημα δεν άργησε να αυξάνει τόσο σε αριθμό μοναχών όσο και σε πνευματικότητα. Η εδραίωση, εξάλλου του κοινοβιακού συστήματος ήταν, σύμφωνα με τους μελετητές, ίσως και ο σημαντικότερος παράγοντας, για τον οποίο μικρότερα κελιά των παλαιών αναχωρητών άρχισαν να παραχωρούνται και να προσαρτώνται στα μεγαλύτερα μοναστήρια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήδη στα 1001 η μονή εμφανίζεται να έχει διεκδικήσεις, σχετικά με «οικήματα του αγρού του μοναχού Ιωσήφ», που ανήκαν στην μονή Βατοπαιδίου και όχι στην μονή του Φιλαδέλφου. Στο ίδιο αυτό έγγραφο η μονή χαρακτηρίζεται ως Λαύρα του Βατοπεδίου, σε αντιδιαστολή προφανώς προς την Λαύρα του αγίου Αθανασίου. Στα 1010 πλέον αναφέρεται μαζί με τις μονές Μεγίστης Λαύρας και Ιβήρων ως καθίδρυμα, που θα μπορούσε να αφομοιώσει άλλα μικρότερα, ως ένας από τους «μεγάλους» της αθωνικής κοινότητας. Όντως, στα 1018 η μονή κατέχει ένα μετόχι στην περιοχή του Παλαιοκάστρου – Προσφορίου, το οποίο καταγράφεται ότι είχε αποκτήσει «προ χρόνων τινών». Μάλιστα, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο της μονής το μετόχι αυτό συνόρευε με την παρακείμενη μονή του Ζυγού.
Στα 1045 τίποτε δεν θυμίζει τη σειρά των ηγουμενικών υπογραφών του 985. Με το Τυπικό του Μονομάχου, που εκδόθηκε τότε, κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά και επισήμως η διάκριση των μονών και η υπεροχή κάποιων, που ονομάζονταν «δυνατώτερα». Στο επίπεδο των τιμών, ο ηγούμενος της Λαύρας δικαιούταν να ακολουθείται από έξι συνοδούς, οι ηγούμενοι του Βατοπαιδίου και των Ιβήρων, από τέσσερις, ενώ για τους λοιπούς των ηγουμένων προβλεπόταν μόνο ένας. Οι τρεις αυτοί ηγούμενοι, καθώς και ο Πρώτος του Όρους είχαν το δικαίωμα να συνοδεύονται από έναν υπηρέτη τους ακόμη και στις συνεδριάσεις της ιεράς συνάξεως. Η σύμφωνη γνώμη του Βατοπαιδινού ηγουμένου, Αθανασίου, όπως και του Πρώτου και των ηγουμένων της Λαύρας και των Ιβήρων, θεωρείται απαραίτητη και μνημονεύεται πάντοτε ξεχωριστά, ακόμη κι αν πρόκειται για λήψη γενικών κανονιστικών αποφάσεων.
Ταυτόχρονα, ενώ στη σύναξη εκείνης της εποχής καθορίστηκε τα πλοία των μονών να αφοπλιστούν, τέθηκε εξαίρεση για τα «χρυσοβουλλάτα» πλοία, καθώς και για τα πλοία των μονών Βατοπαιδίου και Αμαλφηνών. Ως πολυάνθρωπη, επίσης, μονή είχε το δικαίωμα διατηρήσεως ενός ζευγαριού βοδιών, για το ψωμί της αδελφότητος. Αργότερα, αυτός ο αριθμός πρέπει να υπερέβει τους εκατό μοναχούς και για τον λόγο αυτόν η μονή απέκτησε το δικαίωμα διατηρήσεως και δεύτερου ζευγαριού ζώων.
Ο Κωνσταντίνος Θ’ απέκτησε το προσωνύμιο του Μονομάχου, μολονότι ποτέ του δεν πραγματοποίησε κανέναν πόλεμο. Αντίθετα, επιδόθηκε σε ειρηνικά έργα και σε χορηγίες έργων πολιτισμού, αλλά και ενισχύσεως του μοναχισμού. Ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας, που προέβη σε χρηματική δωρεά προς το Βατοπαίδι, ενώ επί της βασιλείας του ξεκινά δειλά – δειλά η διεκδίκηση της δεύτερης θέσης στη σειρά των αθωνικών μονών. Την ετήσια επιχορήγηση από το βασιλικό ταμείο ο διάδοχός του, Μιχαήλ Στ’ ο Στρατιωτικός, ανέβασε στο ποσό των ογδόντα χρυσών νομισμάτων. Καθώς όμως κατά την οικονομική κρίση του 11ου αιώνα το βυζαντινό νόμισμα έχασε τα 2/3 της αξίας του, πολύ γρήγορα στην Ιερά Μονή, αντί της επιχορηγήσεως, δόθηκαν φορολογικές απαλλαγές.
Στο πέρασμα περίπου από τον 11ο προς τον 12ο αιώνα η μονή αποκτά το ιδιαίτερο προνόμιο ο ηγούμενός του να «γίνεται προστάξει βασιλική», αποκτώντας απευθείας πρόσβαση στην αυτοκρατορική αυλή. Στις κτήσεις της μονής στο Περιθεώριο, την Χρυσούπολη, την Κασσάνδρα και στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης έρχεται να προστεθεί μία ακόμη στον Πρόβλακα, σημερινά Νέα Ρόδα.
Άλλες πληροφορίες για την ιστορία της μονής κατά τον 12ο αιώνα δεν μας παραδίδονται, εκτός από τον ερχομό των Σέρβων ηγεμόνων, Συμεών και Σάββα. Οι δύο άγιοι επιδίδονται σε σημαντική οικοδομική δραστηριότητα, με την ανακαίνιση ή ανέγερση πύργων επί των τειχών και παρεκκλησίων, στον βαθμό να θεωρούνται ως νέοι κτήτορες της μονής. Ακόμη και μετά την παλινόρθωση της πλησιόχωρης μονής Χελανδαρίου, ως ανεξάρτητης Μονής, οι δύο άγιοι διατήρησαν τις αγαστές σχέσεις με την κυρίαρχη μονή Βατοπαιδίου, εγκαινιάζοντας έτσι μια αδελφική σχέση των δύο μοναστηριών, που διατηρείται έως σήμερα.
Τέλος, μετά τη λατινική κατάκτηση, η βασιλεία του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου αποτέλεσε ορόσημο για τη μονή. Η συμπόρευση της μονής με την κρατική αριστοκρατία και η κοινή στήριξη στον Μιχαήλ, κατά την προσπάθειά του να ανέλθει στον θρόνο, αναγνωρίστηκαν από τον νέο αυτοκράτορα, που της προσέδωσε τον τίτλο της «Βασιλικής» μονής. Ο νέος τίτλος πρωτοαπαντά στα 1287 και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την κορύφωση μιας πορείας από την αρχική ανακαίνιση έως την ύψιστη αναγνώριση και καθιέρωση μεταξύ των αθωνικών καθιδρυμάτων.

3. Υστεροβυζαντινή περίοδος. Από την παγίωση της ηγεμονίας της έως την οθωμανική κατάκτηση.
Μετά την απόδοση του χαρακτηρισμού της Μονής ως Βασιλικής ήλθε και η οριστική τοποθέτησή της στη δεύτερη θέση εντός της Αθωνικής Ιεραρχίας, από το 1362 και μετά. Επρόκειτο για μια ιστορική και εκκλησιολογική νομοτέλεια, καθώς ήδη από τα 1305 και μετά εκτός από Βασιλική η μονή χαρακτηρίζεται και ως Μεγάλη. Ο χαρακτηρισμός αυτός συνοδεύει τη μονή σε περίπου δεκαπέντε επίσημα έγγραφα εντός του 14ου και καθ’ όλο τον 15ο πλέον αιώνα. Καμία άλλη αθωνική μονή δεν κατάφερε να της αποδοθεί αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός εκτός από την Μεγάλη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου και τη Μεγάλη Λαύρα του Βατοπαιδίου.
Κατά την περίοδο αυτή η ιστορία της μονής προσδιορίζεται από τη στάση της απέναντι στις ιστορικές περιπέτειες της χερσονήσου του Αίμου και ιδιαίτερα της Μακεδονίας. Είναι η εποχή κατά την οποία εξαπλώνεται η Σερβοκρατία στη Μακεδονία, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται και οι πρώτοι Τούρκοι, οι οποίοι στην αρχή τουλάχιστον καταφέρνουν να εμπλακούν στις εμφύλιες διενέξεις της αυτοκρατορίας. Ως προς την τελευταία περίπτωση, το μοναστήρι παρέμεινε πιστό στην αριστοκρατική του παρακαταθήκη υποστηρίζοντας σθεναρά την αριστοκρατική δυναστεία των Καντακουζηνών. Όσο για την εξασφάλισή του από τους Σέρβους δυνάστες του Στεφάνου Δουσάν, που είχε κατακτήσει την Μακεδονία, πέτυχε την επικύρωση των κτημάτων του, καθώς και την προστασία τους από την εξουσία των ζουπάνων, των Σέρβων δηλαδή τοπαρχών της περιοχής. Με τον τρόπο αυτόν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, η μονή απέφυγε τη δήμευση ή τη λεηλασία της περιουσίας της και τη διατήρηση σχεδόν όλων των κτημάτων της εντός και εκτός του Αγίου Όρους. Η μονή απέπνεε μια ασφάλεια, ιδίως στους ευγενείς της εποχής, ότι τα κτήματά τους, ή οι χρηματικές περιουσίες τους, δωριζόμενα στη μονή, δεν θα έπεφταν σε χέρια αλλοτρίων. Με τον τρόπο αυτόν στα τέλη αυτής της περιόδου το Βατοπαίδι βρέθηκε να έχει κτήσεις στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες και τον Στρυμόνα, σε πολλά σημεία της Χαλκιδικής και της Λήμνου, στην Βέροια και την ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπου απέκτησε ως μετόχι τη μονή της Παναγίας Ψυχοσώστριας. Προς το τέλος της περιόδου όμως πρακτικές ανάγκες διαχείρισης των κτημάτων αυτών οδήγησαν στην αρχή σε παραχώρηση «προνομίων» προς τον ευγενή – μοναχό, που τα φρόντιζε και στη συνέχεια στην παραχώρηση των λεγόμενων «αδελφάτων», μιας συμφωνίας, δηλαδή, βάση της οποίας η μονή έδιδε το δικαίωμα σε έναν μοναχό αρχικά ή και κοσμικό αργότερα της παροχής εφ’ όρου ζωής μερίδας φαγητού αντί ενός χρηματικού αντιτίμου, που τις περισσότερες φορές αντιστοιχούσε σε εκατό υπέρπυρα. Επρόκειτο για τα πρώτα δείγματα εισαγωγής του ιδιόρρυθμου συστήματος στην έως τότε πάντοτε κοινοβιακή μονή Βατοπαιδίου.
Σε κάθε περίπτωση, η ιδιοκτησιακή αυτή ισχύς εννοείται ότι μεταφραζόταν και σε οικονομική δύναμη, ικανή να προωθεί διαρκώς το ανακαινιστικό πρόγραμμα της Μονής. Εντός του Αγίου Όρους η μονή πρωτοπόρησε με την ίδρυση μελισσουργείου. Παράλληλα, δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές αυτής της περιόδου, τοποθετείται χρονικά και η ανακαίνιση του Καθολικού. Στα 1312, εφόσον μεταφέρει ασφαλώς την ιστορική αλήθεια η σχετική μεταγενέστερη επιγραφή, ιστορήθηκε εκ νέου το μεγάλο Καθολικό με εξαιρετικής ποιότητος τοιχογραφίες της Μακεδονικής Σχολής, αφήνοντας επί των ημερών μας ορατά ελάχιστα σπαράγματα των προηγουμένων δύο εικονογραφικών της στρωμάτων. Την ίδια εποχή αποκτήθηκαν ή προσφέρθηκαν στη μονή και σειρά κειμηλίων. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκει εικονίδιο με Σκηνές Δωδεκαόρτου σε χαμηλό ανάγλυφο του 14ου αιώνα, καθώς και αμφιπρόσωπη εικόνα λιτανείας σε στεατίτη λίθο, δωρεά συγγενών του Ιωάννη Καντακουζηνού από τα Ιωάννινα, ιδιαίτερα όμως το Άγιο Ποτήριο, γνωστό ως Ίασπις, που ανήκε στον γιο του Ιωάννη Στ’ Καντακουζηνού, δεσπότη του Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνό Παλαιολόγο, που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση ο Ίασπις προσφέρθηκε αργότερα στη μονή από τον γιο του Δεσπότη Θεσσαλονίκης, Ανδρόνικο Παλαιολόγο. Δωρεά του Ανδρονίκου Παλαιολόγου θεωρείται και λειψανοθήκη από ορεία κρύσταλλο και με επίχρυσο δέσιμο, που χρονολογείται γύρω στα 1400. Ως προς την αγοραστική δύναμη της μονής, αρκεί να λεχθεί ότι ήταν σε θέση να παραγγέλνει χειρόγραφα εικονογραφημένα βιβλία, κώδικες κατά τη μεταγενέστερη επιστημονική ορολογία, που πολλές φορές δεν διέθετε ούτε η αυτοκρατορική αυλή. Περίπου τότε, ίσως και λίγο νωρίτερα καταλήγει στο Βατοπαίδι ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αντίγραφα της Γεωγραφίας του Κλαύδιου Πτολεμαίου και του Στράβωνα, ενώ στα 1335 αντιγράφεται στη μονή των Οδηγών Κωνσταντινουπόλεως ένας ογκώδης και πολυτελής τόμος με Ομιλίες του Ιωάννου του Χρυσοστόμου στις Παύλειες επιστολές της Καινής Διαθήκης, ως δώρο του Ιωάννη Καντακουζηνού προς τη μονή.
Τέλος, ένα άλλο μεγάλο ζήτημα, που ταλάνισε την αυτοκρατορία, ήταν και η έριδα γύρω από την αναγκαιότητα της νοεράς προσευχής, και τη δυνατότητα μετοχής του πιστού στις Άκτιστες Ενέργειες του Θεού, έριδα που διαίρεσε το χριστεπώνυμο πλήρωμα της εποχής σε Ησυχαστές και Αντιησυχαστές. Για θεολογικούς η μονή υποστήριξε, χωρίς να περιπέσει σε ακρότητες, τη μερίδα των Ησυχαστών. Στους θεολογικούς λόγους συγκαταλέγεται η επίδραση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που στα αρχικά χρόνια της μοναστικής του βιοτής είχε μονάσει πλησίον της μονής, πολλοί μελετητές διαβλέπουν τη σύμπλευση για άλλη μια φορά του Βατοπαιδίου με την αριστοκρατία της εποχής, που είχε ταχθεί υπέρ του Ησυχασμού.

4. Πρώτη Οθωμανική περίοδος. Επιβίωση και προσαρμογή επί Τουρκοκρατίας
Οι πηγές αυτής της περιόδου για την μονή είναι ακόμη ανεξερεύνητες. Γνωρίζουμε όμως ότι το Άγιον Όρος πέρασε στην Οθωμανική επικράτεια το 1423/4, αν και οι επαφές των Αθωνιτών με τους Οθωμανούς ήταν προγενέστερες, εφόσον χριστιανές πριγκίπισσες είχαν παντρευτεί Οθωμανούς.
Παρά τη διατήρηση τότε του αυτοδιοικήτου του Όρους επιβλήθηκε από την Πύλη φορολογία, ενώ απωλέσθησαν κτήματα των μονών και επήλθε οικονομική καχεξία. Και η μονή Βατοπαιδίου, συνεπώς, όπως και άλλες μονές, προσπάθησε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Ήδη από το 1426 η μονή προσέφυγε στις δικαστικές αρχές της Υψηλής Πύλης, για να της αναγνωριστεί η ιδιοκτησία των κτημάτων της, όπως μαρτυρούν φιρμάνια των σουλτάνων Μουράτ, Μεχμέτ Β’, Βαγιαζήτ Β’ και Σελίμ Α’. Αν και δεν γνωρίζουμε το μέγεθος των απωλειών της μονής, από τον βακουφναμέ του 1569 διαπιστώνουμε ότι η Μονή κατείχε περί τα δεκαπέντε αστικά ακίνητα, και πολλά μετόχια άλλα μετόχια που δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν λόγω των κοινωνικών δυσκολιών. Αλλά και τα προσωρινά φορολογικά βάρη υπήρξαν πολύ υψηλά, εφόσον η μονή ήταν από τις μεγαλύτερες και τις πολυπληθέστερες του Αγίου Όρους.
Οι οικονομικοί πόροι της κατά τους αιώνες 15ο και 16ο προέρχονταν κυρίως από την αξιοποίηση των κτημάτων της εντός του Όρους, αλλά και από κάποιες άλλες δραστηριότητες εντός και εκτός του Άθωνα. Υπήρξαν όμως και ευρωπαίοι ηγεμόνες, οι οποίοι προέτρεπαν τους λαούς των να έλθουν αρωγοί στις ζητείες της Μονής. Έτσι, η Μονή κατόρθωσε να διατηρήσει την παραδοσιακή αίγλη της έναντι των άλλων Μονών, ενώ ανέδειξε και πλήθος εκκλησιαστικών αξιωματούχων.
Κατά τους αιώνες 15ο έως 17ο και αργότερα αρκετές Μονές ή ναοί περιήλθαν στην κατοχή του Βατοπαιδίου, αλλά και μεγάλος αριθμός αρχιερέων προέρχονταν από τη Μονή. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Παλαιών Πατρών Κύριλλο (1467), τον πρώην Χριστιανουπόλεως Μητροφάνη (1568), τον Αχριδών Παρθένιο, ενώ παραλείπουμε πολλούς άλλους. Εξ άλλου, πολλοί αρχιερείς αποσύρονταν και εγκαταβιούσαν στη Μονή. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι το Βατοπαίδι στα μεταβυζαντινά χρόνια υπήρξε η μονή της εκκλησιαστικής αριστοκρατίας της Ορθοδόξου Ανατολής, ενώ συνεχίστηκαν και τα αδελφάτα της μονής.
Πάντως, παρά την οικονομική ανάκαμψη και ευμάρεια της Μονής και την ενίσχυσή της από πολλούς παραδουνάβιους ηγεμόνες, η οικοδομική δραστηριότητα είναι σχετικά περιορισμένη και εξαντλείται σε επισκευές και ανοικοδομήσεις. Ας σημειωθεί, επίσης ότι από τα τέλη του 15ου αιώνα κι εξής η Μονή φέρεται να είναι μεταξύ των τεσσάρων πολυπληθέστερων Μονών του Αγίου Όρους. Οι αριθμοί 330, 271, 320 και 270 σε μοναχούς είναι ενδεικτικοί.
Από την άποψη εξ άλλου των κειμηλίων ως και την καλλιτεχνικής δραστηριότητας στους 15ο και 16ο αιώνα παρουσιάζεται κάποια σχετική ανάκαμψη. οι αιώνες 15ος έως και 17ος. Σώζονται πολλά άμφια, τα οποία αποδίδονται σε σχολάζοντες αρχιερείς, από τη άποψη δε της καλλιτεχνικής δημιουργίας διατήρησαν στη Μονή την αίγλη τους τα ζωγραφικά σύνολα της παλαιολόγειας εποχής.
Αναφορικά, τέλος, με το εσωτερικό καθεστώς λειτουργίας της, η Μονή στις 27 Ιανουαρίου 1449 με απόφαση των μοναχών μετατράπηκε από ιδιόρρυθμη σε κοινοβιακή, αν και στην ουσία η ιδιορρυθμία της, όπως συνέβη και στις άλλες αθωνικές μονές, λόγω των Ιστορικών συνθηκών, διατηρήθηκε τόσο στην εσωτερική οργάνωση, όσο και στη διαβίωση των μοναχών. Και τούτο, παρά τους αφορισμούς των πατριαρχικών γραμμάτων και τις προσπάθειες πλήθους ηγουμένων της Μονής.

5. Δεύτερη οθωμανική περίοδος. Η περίοδος της νέας ακμής. Από τις πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης έως την απελευθέρωση
Η ανάκαμψη της Μονής αρχίζει τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αι. και συνεχίζεται έως την επανάσταση του 1821. Και η ανάκαμψη αυτή οφείλεται κυρίως σε δωρεές Ρώσων ηγεμόνων, αλλά και σε άλλους παράγοντες, ενώ είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και πολιτισμική παρουσία της Μονής στον χώρο της ελληνικής ανατολής.
Συγκεκριμένα, το 1584 ο Τσάρος Ιβάν ο Τρομερός δωρίζει στη Μονή 820 ρούβλια. Λίγο αργότερα, το 1589, παραχωρείται από τον Τσάρο Θεόδωρο Ιβάνοβιτς άδεια σε βατοπαιδινούς μοναχούς να εισέρχονται στο ρωσικό έδαφος για τη συλλογή ελεημοσυνών υπέρ της μονής. Αλλά η οικονομική αρωγή της ορθόδοξης Ρωσίας προς τη μονή συνεχίστηκε και κατά τον επόμενο αιώνα με τη μεταφορά εισέτι κειμηλίων, τεμαχίου του Τιμίου ξύλου και αγίων λειψάνων. Τον 17ο αιώνα, επίσης, έως τις αρχές του 18ου θα δημιουργηθεί στη μονή μετόχι, θα προστεθούν οι μονές Πέτσιστας, Μπαρμπόιου, Αγίου Νικολάου Μύρα και Ρακιτσάσα, ενώ τον 19ο αιώνα οι δωρεές σε κτήματα, ναούς και σκήτες από ηγεμόνες και αξιωματούχους θα καταστήσουν τη μονή παντοδύναμο οικονομικό οργανισμό με αίγλη και πολλές επιρροές. Εξ άλλου σε μετόχια της μονής στις παραδουνάβιες ηγεμονίες διορίστηκαν τον 17ο αι. ως ηγούμενοι όχι μόνο ιερομόναχοι, αλλά και αρχιερείς. Ενδεικτικά ονόματα είναι: ο Γρηγόριος, μητροπολίτης Λαοδικείας ως ηγούμενος στο μοναστήρι της Γκόλια (1670), Ο επίσης Λαοδικείας Κοσμάς ως ηγούμενος του Αγίου Νικολάου Μύρα στη Μολδαβία (1705), ο πρώην Νύσσης Νεόφυτος κ.ά.
Από το 1768 οι επίτροποι των μετοχίων χειροτονούνται με τον τίτλο του μητροπολίτου Ειρηνουπόλεως και Βατοπαιδίου. Ας σημειωθεί ότι οι μεγάλες οικονομικές δυνατότητες της μονής κατά τους αιώνες αυτούς απέβησαν επωφελείς και για τον ελληνισμό γενικότερα, με τις ανοικοδομήσεις ναών, τις ενισχύσεις σχολείων και τις αποκαταστάσεις των ζημιών εξαιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων. Ιδιαίτερη σημασία, εξάλλου, έχει το γεγονός ότι οι αφιερώσεις μονών, ναών και κτημάτων, καθώς Και οι διάφορες δωρεές ή ανταλλαγές συμβάλλουν κατά τους αιώνες 17ο έως και τις αρχές του 19ου στην αυτοσυντήρηση της μονής, ενώ αυξάνουν σημαντικά και την πνευματική της επιρροή. Επίσης, η οικονομική αυτή ανάκαμψη παρείχε τη δυνατότητα στη μονή να προχωρά στην εκτέλεση εκτεταμένων εργασιών και ανακαινίσεων στο οικοδομικό της συγκρότημα. Έτσι, οικοδομήθηκαν νέα κτήρια για την κάλυψη των αναγκών της μονής, καθώς και νέα παρεκκλήσια, ενώ οργανώθηκε και μια σειρά καλλιτεχνικών έργων, που αναβάθμισαν την εικόνα της. Στο ανακαινιστικό αυτό έργο πρωτοστατούν κατά τον 18ο αιώνα δύο ομώνυμοι σκευοφύλακες, ο προηγούμενος Φιλόθεος από την Πάρο στην αρχή του αιώνα και ο προηγούμενος, επίσης Φιλόθεος από τα Μουδανιά στα τέλη του. Ωστόσο, η μεγάλη δραστηριότητα της μονής ανακόπτεται προσωρινά στα χρόνια της ελληνικής επαναστάσεως, ενώ δεν έλειψαν και τα οικονομικά της προβλήματα και χρέη, που δημιούργησαν κυρίως Οθωμανοί αξιωματούχοι και είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια κτημάτων της. Στα προβλήματα αυτά αξίζει να προστεθεί και η πειρατεία, που λυμαινόταν όλες τις παράλιες μονές του Αγίου Όρους, κατά συνέπεια και τη μονή Βατοπαιδίου.
Η μονή στη λειτουργία της διατηρεί την ιδιορρυθμία, παρά τις προσπάθειες των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β και Αλεξανδρείας Σιλβέστρου. Ωστόσο το 1740 το καθεστώς διοικήσεως γίνεται συλλογικότερο, ώστε να ασκεί τη διοίκηση πλέον διά βίου τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τον σκευοφύλακα και δύο προηγουμένους. Τον Ιανουάριο του 1821 η μονή γίνεται για Τρίτη φορά κοινοβιακή, αλλά η απόφαση αυτή δεν επικυρώθηκε ποτέ από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ίσως λόγω και των ιστορικών γεγονότων. Πάντως, το σύστημα ιδιορρυθμίας της μονής επέδρασε και στον τρόπο διαχειρίσεως μεγάλου αριθμού μετοχίων, κυρίως σε μονές της Μολδοβλαχίας. Οι Βατοπαιδινοί «ηγούμενοι» αναλαμβάνουν τη διαχείρισή τους έναντι συμφωνημένου ποσού για μια πενταετία.
Η αίγλη, λοιπόν, και η προοδευτική ακμή της μονής κατά τον 18ο αιώνα προσείλκυσαν μεγάλο αριθμό ανώτατων κληρικών και λογίων, ενώ αποκορύφωμα υπήρξε η ίδρυση της Αθωνιάδος σχολής στα 1748 με πρωτοβουλία Βατοπαιδινών μοναχών και κυρίως του Μελετίου Βατοπαιδινού. Αλλά και η ευρύτερη περιοχή του Βατοπαιδίου διαδραμάτισε στα χρόνια εκείνα σημαντικό ρόλο με τη Σκήτη του Αγίου Δημητρίου να γίνεται το κέντρο του κινήματος των κολλυβάδων και ο τόπος προστασίας τους.
Ως προς τον αριθμό των εγκαταβιούντων μοναχών κατά τους αιώνες 17ο έως και τους χρόνους της ελληνικής επαναστάσεως δεν υπάρχει συμφωνία των πηγών. Φαίνεται, πάντως, ότι κυμαινόταν μεταξύ των 250 και των 400. Τέλος, στους χρόνους της επαναστάσεως του 1821 οι αγιορείτες προσχώρησαν στο κίνημα του Εμμανουήλ Παππά. Και όταν το κίνημα πνίγηκε στο αίμα, εγκαταστάθηκαν στο Όρος τουρκικά στρατεύματα και οι μονές υποχρεώθηκαν να αναλάβουν τη συντήρησή τους, παράλληλα δε επιβλήθηκε σε αυτές και βαρύτατος φόρος 1.750.000 γροσσίων. Έτσι, μεγάλος αριθμός μοναχών εγκατέλειψε τον Άθωνα σε σημείο που να υπολογίζεται ότι από το 1723 έως το 1830 παρέμειναν στο Όρος λιγότεροι από 1.000 μοναχοί. Η κατάσταση αυτή επηρέασε και τη μονή Βατοπαιδίου, καθώς έμειναν ανείσπρακτα τα έσοδα από τα μετόχια της Μολδοβλαχίας, υπέστη διώσεις και καταστροφές, ενώ εκποιήθηκε και μεγάλος αριθμός κειμηλίων της.-

ΕΠΙΛΕΞΤΕ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ