O αγιάζων και οι αγιαζόμενοι (Ομιλία εις τα άγια Θεοφάνεια)
05.01.2013
Όταν γίνεται λόγος περί αγιασμού, είναι φανερόν ότι προϋποτίθεται αγιάζων και αγιαζόμενοι. Η πράξις του αγιασμού προϋποθέτει εκείνον ο οποίος ενεργεί και εκείνους διά τους οποίους ενεργείται. Δεν πρόκειται διά τον αγιασμόν των υδάτων, αλλά περί της ουσίας του αγιασμού, δηλαδή περί της αγιοποιήσεως των ανθρώπων. (Άλλωστε, υπέρ του αγιασμού ημών τελείται ο αγιασμός των υδάτων) Ο απόστολος Παύλος εξηγεί σχετικώς ποίος είναι ο αγιάζων και ποίοι οι αγιαζόμενοι. Και είναι επίκαιρον σήμερον, ομολογουμένως, να ομιλήσωμεν περί του αγιάζοντος και των αγιαζομένων.
1. «Ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες». Ο αγιάζων, φυσικά, είναι ο Χριστός και αγιαζόμενοι, προφανώς, είναι οι πιστοί εις Αυτόν, οι χριστιανοί. Όμως ο Χριστός είναι υιός του Θεού, τέκνα δε Θεού, κατά χάριν, είναι και οι διά του Χριστού «την υιοθεσίαν απολαύοντες». Και διά τούτο ο Παύλος λέγει, ότι είναι «εξ ενός (Πατρός) πάντες».
Ο αγιάζων: Εκεί εις τον Ιορδάνην ποταμόν παρουσιάσθη ο αγιάζων Κύριός μας. Και το Πνεύμα το άγιον, εμφανισθέν εν είδει περιστεράς, και η φωνή του Πατρός συγχρόνως τον παρουσίασαν εις τους ανθρώπους: «ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα». Πρέπει δε να γνωρίζωμεν ότι ο αγιάζων Χριστός έχει τρεις ιδιότητας: είναι προφήτης, βασιλεύς και αρχιερεύς.
Παρουσιάσθη τω όντι ο Κύριος με το προφητικόν του αξίωμα, εν πρώτοις. Ως διδάσκαλος δηλαδή, διδάσκων τας υψίστας αληθείας και διαφωτίζων τα μεγάλα εκείνα ζητήματα, τα οποία όσον και αν ανιχνεύη ο άνθρωπος, τα ψηλαφά μόνον, χωρίς να δύναται να τα γνωρίση πληρέστερον. Ο Κύριος είναι, διά την γνώσιν των ζητημάτων αυτών, «η οδός και η αλήθεια». Κατήλθεν εκ του ουρανού, διά να φέρη εις ημάς την γνώσιν της αληθείας· της αληθείας εκείνης η οποία δεν είναι ξηρά γνώσις, αλλά κατευθύνει και καθοδηγεί εις ζωήν ανάλογον και αγίαν, διά να γίνη πραγματικότης εκείνο το οποίον είπε εν τη προσευχή του προς τον ουράνιον Πατέρα ο Κύριος: «αγίασον αυτούς τη αληθεία σου· ο λόγος ο σός αλήθεια εστιν». Αγίασέ τους διά της αποκαλυφθείσης αληθείας σου, ώστε να έχουν την αλήθειαν αυτήν ως γνώμονα και οδηγόν της ζωής των.
Αλλά παρουσιάσθη ο Κύριος και ως Βασιλεύς: «και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος». Αυτός είναι «ο βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων». Αυτός είναι ο βασιλεύς, ο Άρχων της «βασιλείας των ουρανών», της οποίας οι χριστιανοί εκλήθησαν να είναι πολίται. Είναι ο ηγεμών, ο οποίος κελεύει και ημείς ως υπήκοοί του οφείλομεν να εκτελώμεν πιστώς τον νόμον και τας εντολάς του.
Ενεφανίσθη ακόμη ο Σωτήρ και ως Αρχιερεύς. Είναι ο «αρχιερεύς ο μέγας ο διεληλυθώς τους ουρανούς». Όλοι οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης κυριώτερον έργον είχον να προσφέρουν εις τον Θεόν θυσίας. Αλλά ο Κύριος προσέφερεν την ανεκτίμητον θυσία του Εαυτού του· και δι’ αυτό είναι ο μέγιστος Αρχιερεύς.
Αυτός λοιπόν είναι ο αγιάζων, ο Ιησούς Χριστός, Όστις διά τον άνθρωπον είναι ο κατεξοχήν Προφήτης (δηλαδή διδάσκαλος), Βασιλεύς και Αρχιερεύς.
2. Και οι αγιαζόμενοι ημείς, πρέπει να ανταποκριθώμεν εις τας τρεις αυτάς ιδιότητας του Κυρίου.
Εάν Εκείνος είναι ο κατ’ εξοχήν διδάσκαλος, ημείς οφείλομεν να είμεθα οι μαθηταί του, οι δεχόμενοι τους λόγους του με υπακοήν και διάθεσιν συμμορφώσεως προς αυτούς. Τότε είμεθα όντως αγιαζόμενοι. Εάν όμως ο Κύριος διδάσκη και ημείς δεν θέλομεν να τον υπακούσωμεν, τότε δεν έχομεν μετ’ Αυτού σχέσιν ως αγιαζόμενοι. Ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι συναντώνται εις το αυτό σημείον: ο αγιάζων διδάσκει την αλήθειαν και οι αγιαζόμενοι την ακολουθούν.
Και ως βασιλεύς ο Χριστός θα διατάσση και οι αγιαζόμενοι θα δέχωνται τας εντολάς του και θα τας εφαρμόζουν. Εκείνος με το βασιλικόν αξίωμα θα διευθύνη τους πάντας· και τα πάντα θα ανήκουν εις την δικαιοδοσίαν του. Υπό τας προϋποθέσεις δε αυτάς και ο χριστιανός καθίσταται μέτοχος του βασιλικού αξιώματος του Κυρίου. Δεν θα παρουσιάζη δηλαδή αδυναμίαν να χαλιναγωγήση τον εαυτόν του. Χριστιανός ο οποίος οικειοποιείται τας θείας αληθείας της διδασκαλίας του Κυρίου και θέλει να έχη τον Χριστόν άρχοντα εις την ζωήν του, γίνεται ικανός να κυριαρχή επί της προσωπικότητός του και να ηγεμονεύη επ’ αυτής, με την χάριν του Αγιάζοντος, αξιοποιούσαν τας ατομικάς του προσπαθείας.
Διότι, μη λησμονώμεν, τέλος, ότι ο Χριστός, παρουσιαζόμενος και ως Αρχιερεύς ημών, προσέθεσεν εις την προσευχήν Του: «υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία». Εγώ θυσιάζω, λέγει, τον εαυτόν μου, και η πράξις αυτή πρέπει να έχη συνέπειαν και συνέχειαν, τ.έ., πρέπει και οι αγιαζόμενοι, ενισχυόμενοι από την αγιαστικήν χάριν και δύναμιν που πηγάζει εκ της θυσίας ταύτης, να θυσιάζουν κάθε τι το κακόν και αμαρτωλόν επί του βωμού της προσπαθείας, ώστε και αυτοί να είναι «ηγιασμένοι εν αληθεία». Κατ’ αυτόν τον τρόπον πράγματι ο πιστός επωφελείται της θυσίας του Κυρίου και μετέχει ως «βασίλειον ιεράτευμα» της αρχιερατικής ιδιότητος του Χριστού.
Αγαπητοί! Αυτό είναι το νόημα του αγιασμού, τον οποίον εν συνεχεία θα τελέσωμεν. Εθεωρήσαμεν σκόπιμον να εκτεθούν επικαίρως σήμερον αι απόψεις αύται, διά να καταλάβωμεν, ότι εάν ποθώμεν τον αγιασμόν ημών, απαιτείται να παρακολουθήσωμεν, όπως ανεπτύχθη, τας τρεις ιδιότητας του Κυρίου, ο Οποίος ενεφανίσθη εις ημάς ως Προφήτης, ως Βασιλεύς και ως Αρχιερεύς.
Είθε να τον ακολουθήσωμεν πράγματι, ώστε και οι αγιαζόμενοι να ευρεθώμεν μαζύ με τον αγιάζοντα εις την βασιλείαν των ουρανών, και να Του αναπέμπωμεν δόξαν, συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι.
[Απόσπασμα από το βιβλίο «Εόρτια Μηνύματα», εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι, 4η έκδ., σ. 292-295]