Πέτρου του ασκήσαντος εις το Άγιον Όρος του Άθω
10.06.2015
Την ίδια ημέρα δώδεκα Ιουνίου
μνήμη του Όσίου και Θεοφόρου πατρός ημών
Πέτρου του ασκήσαντος
εις το Άγιον Όρος του Άθω.
Και σε εσένα απλώνει ο Χριστός,
το δεξί Του χέρι, Πέτρε,
Γιατί σώθηκες γυμνός,
από την θάλασσα του βίου.
Ο Πέτρος, ο αείμνηστος πατήρ ημών, ο Αθωνίτης, ο από Σχολαρίων, (Σχολάριοι ελέγοντο οι ενάρετοι εκείνοι άνδρες, οι οποίοι ερμήνευαν με μεγάλη ικανότητα και ακρίβεια τις Γραφές), ήκμασε τον 9ον αί. εις το Άγιον Όρος. Είχε πατρίδα την Κωνσταντινούπολι και οι γονείς του ήταν ευγενείς και ένδοξοι και είχαν τον φόβο του Θεού ριζωμένο στην καρδιά τους, όπως το απέδειξε αυτό ο αγαθός καρπός που βλάστησε από αυτούς, δηλ. ο μέγας και θαυμάσιος αυτός Πέτρος. Αυτό το αγαπημένο τους παιδί φρόντισαν οι γονείς του να εκπαιδεύσουν με την θεϊκή και την ανθρώπινη σοφία. Έπειτα τον ετίμησαν με το ανακτορικό αξίωμα του καιρού εκείνου, των Σχολαρίων.
Όταν ο μακάριος Πέτρος φοιτούσε ακόμη στην πέμπτη τάξι της Σχολής των Σχολαρίων δηλ. δεν είχε φθάσει ακόμη στο τέλος της φιλοσοφίας, επειδή ήτο άνδρας μυαλωμένος και σοφός, ο βασιλιάς, που τον είχε και προηγουμένως δοκιμάσει στους πολέμους και θαύμαζε την ανδρεία του, τον έκανε και μή θέλοντας αρχιστράτηγο. Τον έστειλε δε να πολεμήση τους Αγαρηνούς, οι οποίοι εκείνον τον καιρό κυρίευαν και λεηλατούσαν τα μέρη των Ρωμαίων. Και τότε είχαν εισβάλει στα μέρη της μεγάλης Συρίας. Ο τόπος αυτός βρίσκεται στα σύνορα της Βαβυλωνίας και της Φοινίκης. Συνέβη όμως τότε και ενίκησαν οι βάρβαροι τους Ρωμαίους, όπως συμβαίνει πολλές φορές κατά παραχώρησιν Θεού. Μεταξύ πολλών άλλων αιχμαλωτίσθηκε και ο ευλογημένος Πέτρος, ο Σχολαστικός και Αρχιστράτηγος, τον οποίον οδήγησαν δεμένο σε κάποιο φρούριο Αραβικό πολύ ισχυρό και απρόσιτο, που το ονόμαζαν Σαμαράν, και τον παρέδωσαν στον αφέντη τους, τον πρώτο πολέμαρχο. Εκείνος πάλι, του έκλεισε σε μία άθλια και βρώμικη φυλακή, του έδεσαν με βαρειές αλυσίδες τα χέρια και τα πόδια και σφράγισαν την φυλακή με επίσημες σφραγίδες για να μην τον επισκέπτεται κανείς και να μην έχη καμμία παρηγοριά από κανένα.
Τότε ο Πέτρος κατάλαβε για ποιόν λόγο έπαθε εκείνη τη συμφορά, και άρχισε να εξετάζη τον εαυτό του με πολλή φρόνησι. Έλεγε στον εαυτό του: «Ασφαλώς η αιτία που παραδόθηκα αιχμάλωτος στην δουλεία, είναι ότι πολλές φορές έταξα στον Θεό να γίνω μοναχός και να αφήσω τον κόσμο και τα εγκόσμια, αλλά δεν εκπλήρωσα όσα υποσχέθηκα στον Κύριο». Γι’ αυτό κατηγορούσε πικρά τον εαυτό του με πολλή αυστηρότητα, και με πολλά δάκρυα έλεγε στον Θεό. «Δίκαια, Κύριε, έπαθα αυτήν την πικρή συμφορά, γιατί αμέλησα να εκπληρώσω εκείνο που Σου έταξα, και όλα μου συνέβησαν κατά την δίκαιη κρίση του Θεού». Και έτσι υπέμεινε εκείνη την δοκιμασία ευχαριστώντας τον Θεό. Πέρασε, λοιπόν, πολύ καιρό ο Άγιος μέσα στην φυλακή και καμμία παρηγοριά δεν βρήκε από κανένα, ούτε φαινόταν κανείς να τον βοηθήση για να απελευθερωθή. Τότε σκέφθηκε τον Άγιο Νικόλαο, τον οποίο τιμούσε υπερβολικά και αγαπούσε από πολύ καιρό, και μάλιστα ιδιαιτέρως ευλαβείτο τα πολλά θαύματα, όσα έκανε ο Άγιος σε εκείνους που τον παρακαλούσαν, όταν είχαν ανάγκη.
Γι’ αυτό, άρχισε κι αυτός, με θλιμμένη φωνή να προσεύχεται στον Άγιο και να Τον παρακαλή από το βάθος της καρδιάς του να τον ελευθερώση, όπως ελευθέρωσε και πολλούς άλλους. Και έλεγε: «Εγώ, Άγιε Νικόλαε θαυματουργέ, γνωρίζω καλά ότι είμαι ανάξιος να με συγχωρήση ο Θεός και να με απελευθερώση, διότι πολλές φορές φάνηκα ψεύτης και οι αμαρτίες μου είναι μεγάλες. Και το σπουδαιότερο, ότι πολλές φορές έδωσα υπόσχεσι στον Θεό να γίνω μοναχός και δεν έγινα, ούτε έκανα εκείνο που έταξα στον Πλάστη μου και Ποιητή. Γι’ αυτό δίκαια τώρα βρίσκομαι σ’ αυτή την φυλακή.
Γι’ αυτό δεν τολμώ να τον παρακαλέσω να με ελευθερώση, για να μην οργισθή περισσότερο μαζί μου. Μόνο την αγιωσύνη σου παρακαλώ, πάτερ Άγιε, γιατί συνηθίζεις να ευσπλαχνίζεσαι πάντοτε έκείνους που ευρίσκονται σε μεγάλες ανάγκες και στενοχώριες και να ελαφρώνης τους κόπους τους, όταν σε παρακαλούν μέσα από την καρδιά τους. Σε εσένα καταφεύγω κι εγώ τώρα με πικρά δάκρυα και σε παρακαλώ, πανάγιε Νικόλαε. Ζητώ την μεσιτεία σου προς τον Θεόν και σε παρακαλώ σαν εγγυητή μου από σήμερα, αν ο εύσπλαχνος Κύριος ακούση, και οικονομήση την ελευθερία μου με την δική σου παράκλησι που έχει μεγάλη παρρησία. Και τότε ποτέ πλέον δεν θα στρέψω τον νού μου στις μέριμνες και φροντίδες του κόσμου, ούτε στην πατρίδα μου την Κων/πολι θα επιστρέψω ξανά, αλλά θα πάω στην μεγάλη Ρώμη και θα γίνω μοναχός στην Εκκλησία του Αποστόλου Πέτρου και έτσι θα περάσω εν ασκήσει την υπόλοιπη ζωή μου, και με όση δύναμι έχω θα δουλέψω απερίσπαστα εις τον Θεόν, τον ελευθερωτή μου και ευεργέτη, για να ευαρεστήσω εις Αυτόν και επιτύχω την σωτηρία μου».
Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο άνθρωπος του Θεού με πολλή πίκρα και πόνο. Αλλά και νήστευε και αγρυπνούσε και συνεχώς προσευχόταν όλη την εβδομάδα και δεν γεύτηκε καθόλου φαγητό. Μόλις πέρασε η εβδομάδα, του φανερώθηκε ο Άγιος Νικόλαος, ο οποίος γρήγορα παρηγορεί αυτούς που επικαλούνται το όνομά του. Λέγει προς αυτόν: «Αδελφέ Πέτρε, και την παράκλησί σου άκουσα και την θλίψι της καρδιάς σου γνωρίζω, και στον Φιλάνθρωπο Θεό δεήθηκα για σένα. Αλλά επειδή εσύ αμέλησες να εκπληρώσης την υπόσχεσί σου σ’ Αυτόν, γι’ αυτό να ξέρης καλά ότι δεν θέλει να σε βγάλη από αυτήν την φυλακή. Γνωρίζεις όμως ότι η Γραφή λέγει: αιτείτε και δοθήσεται υμίν. Γι’ αυτό ας μην σταματήσωμε να παρακαλούμε την αγαθότητα και την φιλανθρωπία Του. Και εκείνο που είναι για το συμφέρον μας, αυτό σε κάθε ανάγκη θα οικονομήση και για εμάς». Αυτά του είπε ο Άγιος Νικόλαος. Έπειτα του είπε να έχη υπομονή στους πόνους που υπέφερε και του παρήγγειλε ακόμη να λάβη και τροφή και μετά έφυγε από κοντά του.
Τότε ο θείος Πέτρος άρχισε περισσότερο να προσεύχεται και να νηστεύη. Του εμφανίστηκε δε πάλι, για δεύτερη φορά, ο Άγιος Νικόλαος με βλέμμα σκυθρωπό και η όψις του φαινόταν σαν να είχε παρακαλέσει κάποιον και δεν ακούστηκε η δέησίς του. Και λέγει στον Πέτρο με χαμηλή φωνή· «Πίστεψέ με, αδελφέ Πέτρε, εγώ δεν σταμάτησα από τότε να παρακαλώ τον Θεό για σένα και να επικαλούμαι την φιλανθρωπία Του. Αλλά δεν γνωρίζω με ποιόν τρόπο και μέσα από ποιόν δρόμο θα οικονομήση την απελευθέρωσί σου.
Αλλά επειδή ο πολυεύσπλαχνος Θεός συνηθίζει να επιδιώκη το αγαθό, καθυστερεί την απελευθέρωσί σου για το δικό σου συμφέρον, για να μή ξεχνούμε γρήγορα την ευεργεσία που μας έγινε. Αλλά αν τυχόν θέλη και από άλλους φίλους Του πιο άξιους να τον παρακαλέσουν, να σου δείξω ένα φίλο Του κατάλληλο να μεσιτεύση για σένα σ’ Αυτόν. Λοιπόν, ας τον πάρωμε κι αυτόν βοηθό μας. Πρόσεξε, όμως, να μή φανούμε ψεύτες σ’ εκείνα που υποσχόμεθα και ετάξαμε και ελπίζω ότι ο Θεός θα μας εκπληρώση τα αιτήματα για την σωτηρία της πολύτιμης ψυχής μας».
Και ο Πέτρος λέγει προς τον Άγιο Νικόλαο: «Δέσποτά μου αγιώτατε, ποιός είναι τάχα εκείνος του οποίου η παράκλησις προς τον Θεό μπορεί να γίνη δεκτή καλύτερα από την δική σου; Όταν όλος ο κόσμος σώζεται και κρατιέται από τις πολλές σου προσευχές;» Πρόλαβε τότε ο Άγιος και είπε στον Πέτρο· «Γνωρίζεις τον δίκαιο και θεοδόχο Συμεών, ο οποίος μέσα στον ναό δέχθηκε στην αγκαλιά του τον Χριστό, παιδί σαράντα ημερών;» Ο Πέτρος απάντησε: «Τον γνωρίζω πολύ καλά, Άγιε του Θεού, διότι αναφέρεται στα άγια και ιερά μας Ευαγγέλια». Και ο μέγας Νικόλαος λέγει· «Αυτόν, λοιπόν, να παρακαλέσωμε και οι δύο μας, να μεσιτεύση στον Χριστό, και ελπίζω στην ευσπλαχνία Του ότι δεν θα αδιαφορήση για τις παρακλήσεις μας. Διότι αυτός βρίσκεται κοντά στο θρόνο του Κυρίου μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη και με την Υπεραγία Θεοτόκο και Μητέρα Του. Και τα αδύνατα στους ανθρώπους θα γίνουν δυνατά από τον Θεό». Αφού είπε αυτούς τους λόγους ο Άγιος έφυγε και αμέσως ο Πέτρος ξύπνησε, ευχαριστώντας τον Άγιο Νικόλαο.
Τότε πάλι άρχισε να νηστεύη και να προσεύχεται περισσότερο στον Θεό και να επικαλείται τον κάθε ένα Άγιο κατ’ όνομα. Και βλέπε την συμπάθεια και ευσπλαχνία του Αγίου Νικολάου προς αυτόν, τον Άγιον Πέτρον, πως θέλησε να ελευθερώση αυτόν τον ικέτην του, παρακινώντας τον δίκαιο Συμεών να τον συμπονέση, και αυτός του χάρισε την ελευθερία από την φυλακή και τα θλιβερά δεσμά. Εμφανίστηκε, λοιπόν, πάλι στον Πέτρο ο Άγιος Νικόλαος και του λέει: «Έχε θάρρος, αδελφέ Πέτρε, και διώξε την μεγάλη σου λύπη από την καρδιά σου, γιατί να, έφερα ως συμβοηθό σου τον θεοδόχο Συμεών και δώσε δόξα στον Θεό, διότι η δέησίς σου εισακούστηκε και ήλθε να σε ελευθερώση από την φυλακή».
Τότε ο Πέτρος έστρεψε τα μάτια του και είδε τον μέγα Συμεών, και καθώς τον είδε, τρόμαξε πολύ από την φοβερή του όψι. Και ο δίκαιος Συμεών ήλθε και στάθηκε κοντά του, και κρατούσε στο χέρι του χρυσή ράβδο και φορούσε ιερατική στολή. Λέγει προς τον Πέτρο: «Εσύ είσαι που ενοχλείς τον αδελφό μας Νικόλαο και μας επικαλέστηκες κι εμάς ως μεσίτες στην παράκλησί σου προς τον Δεσπότη μας Ιησού Χριστό, για να σε ελευθερώση από αυτήν την καταδίκη;» Και ο Πέτρος είπε μετά βίας· «Ναί, άγιε του Θεού, εγώ είμαι ο ταλαίπωρος που έβαλα εγγυητή μου στον Θεό τον μέγα Νικόλαο και την αγιωσύνη σου μεσίτη και ικέτη».
Λέγει τότε ο Άγιος Συμεών, «και αφού μας επικαλέστηκες ως εγγυητάς σου στον Θεό, θα φυλάξης από τώρα και στο εξής αυτά που τάζεις, ότι δηλαδή θα γίνης και θα περάσης την ζωή σου ασκητικά, με πολλή προθυμία;» Ο Πέτρος απήντησε: «Στ’ αλήθεια, ορίζω εσάς μάρτυρας αξιοπίστους μπροστά στον Θεό ότι έτσι θα κάνω, ο δούλος σας». Και πάλι λέγει ο δίκαιος Συμεών. «Εφ’ όσον ομολόγησες, βγές από την φυλακή αυτή, δίχως κανένα εμπόδιο, και όπου θέλεις πήγαινε, διότι δεν σε εμποδίζουν ούτε μπορούν να σε κρατούν αυτά τα δεσμά που σε δένουν». Τότε ο Πέτρος έδειξε τα πόδια του που ήταν καρφωμένα στο ξύλο, και επομένως δεν μπορούσε να σηκωθή. Ο θεοδόχος Συμεών άπλωσε το χέρι του με την ράβδο που κρατούσε και ακούμπησε τις αλυσίδες. Αμέσως αυτές διαλύθηκαν όπως διαλύεται «ο κηρός από προσώπου πυρός» και χάθηκαν τελείως. Έπειτα βγήκε από την φυλακή ο δίκαιος Συμεών πρώτος και κατόπιν ακολούθησαν ο Πέτρος μαζί με τον Άγιο Νικόλαο. Βρέθηκαν να περπατούν στον δρόμο έξω από το φρούριο του Σαμαρά.
Τότε είπε προς τον Πέτρο ο δίκαιος Συμεών· «Να ξέρης, Πέτρε, ότι αυτό που βλέπεις να σου συμβαίνη δεν είναι όνειρο, αλλά οπτασία και με αυτήν αποκτάς την ελευθερία σου». Αυτό το είπε διότι του Πέτρου του φαινόταν ότι το παράδοξο αυτό θαύμα ήταν όνειρο. Εις τον Άγιο Νικόλαο, ο δίκαιος Συμεών παρήγγειλε να τον καθοδηγή και να έχη τη φροντίδα του. Τότε έγινε άφαντος από εμπρός τους και ο Πέτρος έμεινε μόνος και ακολουθούσε τον Άγιο Νικόλαο έχοντας μόνο σ’ αυτόν τώρα τις ελπίδες του. Και ο μέγας Νικόλαος είπε εις τον θείον Πέτρον να λάβη λίγη τροφή. Εκείνος του απήντησε ότι δεν έχει τίποτε να φάγη.
Ο γνήσιος όμως υπηρέτης του Θεού Νικόλαος του είπε: «Έχε θάρρος, και από τώρα μή φοβάσαι.
Να ένα δένδρο κατάφορτο από καρπούς, κόψε και φάγε». Έτσι έκανε εκείνος και ευρήκε λίγη παρηγοριά στη μεγάλη πείνα και δίψα του και σε όλη την ταλαιπωρία του. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν έλειψε από κοντά του ο Άγιος Νικόλαος, αλλά του έδειχνε την οδό και τον οδήγησε στη Ρώμη αβλαβή και δίχως να κινδυνεύση.
Μόλις έφθασε ο Πέτρος στα σύνορα της παλαιάς Ρώμης αμέσως ο Άγιος Νικόλαος έφυγε από κοντά του. Αυτό μόνο του είπε· «Αδελφέ Πέτρε, είναι καιρός να εκπληρώσης γρήγορα την υπόσχεσί σου που έταξες στον Θεό. Εάν όμως και πάλι αδρανήσης, να ξέρης ότι θα σε οδηγήσουν δεμένο πίσω στη φυλακή του Σαμαρά». Και ο Πέτρος θέλοντας να βεβαιώση τον Άγιο Νικόλαο του έλεγε: «Άγιε του Θεού, ακόμη φοβούμαι την οργή του Θεού, διότι υποσχέθηκα να γίνω μοναχός και δεν έγινα. Και τώρα να μην εκπληρώσω αυτά που υποσχέθηκα; Να μην γίνη αυτό, Χριστέ μου, εις τον αιώνα. Αλλά και στο σπίτι μου να μην ξαναπάω. Ούτε και από τους δικούς μου να με ιδή κανείς, για να μή με εμποδίσουν εις την επιθυμία της καρδιάς μου, και καθυστερήσω να δώσω τις υποσχέσεις μου στον Κύριο, τις οποίες εψιθύρισαν τα χείλη μου και ελάλησε το στόμα μου εν τη θλίψει μου, σύμφωνα με όσα λέγει ο Προφήτης» (Δαυίδ). Και πρόσεξε αυτό, αγαπητέ αναγνώστα, την μεγάλη δηλαδή και ασύγκριτη αγάπη και την φροντίδα του μεγάλου Αγίου Νικολάου που έδειξε στον Πέτρο. Διότι σαν πατέρας στοργικός και συμπονετικός έγινε γι’ αυτόν ένας καλός παιδαγωγός. Έτσι λοιπόν τον συνώδευσε σε όλο το ταξίδι του. Άλλοτε τον ακολουθούσε, άλλοτε έτρεχε μπροστά και ετοίμαζε τον δρόμο προειδοποιώντας τον για τους κινδύνους. Τόσο τέλεια τον προετοίμασε και δεν τον άφησε, ώσπου τον παρέδωσε στον Θεό. Και όπως άρχισε το έργο του, έτσι και το τελείωσε.
Όταν πλησίασαν στη Ρώμη, ο Πέτρος δεν γνώριζε τον τόπο, αλλά ούτε και ο Πάπας, ο οποίος τότε ακόμη ήτο Ορθόδοξος, δεν ήξερε τα συμβάντα εις τον Πέτρον. Ο μέγας Νικόλαος όμως εμφανίστηκε εις τον ύπνον του Πάπα κρατώντας τον Πέτρο από τα χέρια και του τον παρουσίαζε λέγοντάς του πως τον ελευθέρωσε από την φυλακή του Σαμαρά και ότι υποσχέθηκε να γίνη μοναχός στην Εκκλησία του Αποστόλου Πέτρου, και όσα έπαθε, όλα τα διηγήθηκε λεπτομερώς. Ακόμη του είπε ότι ονομάζεται Πέτρος και συμβούλεψε τον Πάπα να μην αργήση να τον κουρεύση Καλόγηρο, για να εκπληρώση την υπόσχεσι που έδωσε στον Θεό.
Ο Πάπας αμέσως μόλις ξύπνησε, πήγε στην Εκκλησία του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου. Τότε έτυχε και ήταν Κυριακή και υπήρχε πολύ πλήθος ανθρώπων συγκεντρωμένο μέσα στην Εκκλησία. Και όλους όσους ήρχοντο τους παρατηρούσε με προσοχή μήπως αναγνωρίση τον άνθρωπο εκείνο, τον οποίον είδε στην νυκτερινή οπτασία. Και να, βλέπει τον άνθρωπο να στέκεται μέσα στο πλήθος και αμέσως του έκανε νόημα να τον πλησιάση. Αυτό το έκανε δύο και τρεις φορές αλλά ο Πέτρος δεν το κατάλαβε. Ο Πάπας όταν είδε ότι δεν καταλαβαίνει με το νόημα, άρχισε να τον φωνάζη με το όνομά του λέγοντας: «Εσένα λέγω, Πέτρε, που ήλθες από την Ελλάδα τώρα. Σύ δεν είσαι εκείνος, τον οποίο έβγαλε από την φυλακή του Σαμαρά, ο μέγας και θαυματουργός Νικόλαος; Γιατί δεν ακούς να έλθης εδώ που σε φωνάζω;»
Εθαύμασε τότε ο Πέτρος, διότι ο Πάπας τον γνώρισε, ενώ δεν τον είχε ιδή ποτέ και με πολλή ταπεινοφροσύνη απήντησε: «Εγώ είμαι, ο δούλος σου, μακαριώτατε Δέσποτα». Και ο Πάπας του λέγει· «Μήν θαυμάζης, αδελφέ Πέτρε, ότι σε καλώ διά του ονόματος σου, ενώ δεν σε είδα ποτέ άλλη φορά. Διότι ο μέγας Πατήρ ημών Νικόλαος αυτήν την νύκτα φάνηκε στον ύπνο μου και μου είπε τα καθέκαστα για σένα και μάλιστα ότι υποσχέθηκες να γίνης μοναχός για να εκπληρώσης την υπόσχεσί σου στον Θεό».
Αυτά του είπε ο Πάπας, και αμέσως μπροστά σε όλο το πλήθος του λαού τον έκανε καλόγηρο και τον αφιέρωσε στον Θεό. Έμεινε εκεί με τον Πάπα ο άνθρωπος του Θεού λίγο καιρό και διδάχθηκε από αυτόν ικανοποιητικά τους ψυχωφελείς και σωτηρίους λόγους. Κατόπιν με ευλογία και ειρηνικά ανεχώρησε από την παλαιά Ρώμη. Του είπε ο Πάπας· «Πορεύου εις οδόν ειρήνης, θείον τέκνον μου, και ο Θεός να είναι μαζί σου και να σε ενδυναμώνη σε κάθε έργο αγαθό και να σε διαφυλάττη από τις παγίδες και τα τεχνάσματα του διαβόλου, για να αξιωθής της Βασιλείας των Ουρανών».
Τότε λοιπόν, ο θείος Πέτρος έπεσε στα πόδια του Πάπα και έλεγε· «Σώζου και υγίαινε και σύ, μακαριώτατε Πάπα και μαθητά του Χριστού και υπήκοε του ελευθερωτού μου θαυματουργού Νικολάου». Και αφού ασπάστηκε αυτόν και όλους τους παρευρισκομένους ιερείς και κληρικούς, ανεχώρησε από την παλαιάν Ρώμην δεόμενος και παρακαλών τον Θεόν να ακολουθήση το Πανάγιον θέλημά Του. Και κατά οικονομίαν Θεού βρήκε εκείνη την ώρα πλοίο και επιβιβάσθηκε και το πλοίο ξεκίνησε με ευνοϊκό καιρό. Ταξίδευσε λίγες ημέρες και έφθασε σε ένα λιμένα όπου αγκυροβόλησαν οι ναύτες και βγήκαν στην ξηρά και κατευθύνθηκαν προς το χωριό για να φτιάξουν ψωμί. Έτυχε λοιπόν και πήγαν σε κάποιο σπίτι του χωριού εκείνου, όπου όλοι όσοι ήταν μέσα ήταν ασθενείς από λοιμική ασθένεια. Οι ναύτες όταν έψησαν τα ψωμιά στους φούρνους, κάθησαν και έτρωγαν. Έπειτα είπαν σε ένα σύντροφό τους· «Αδελφέ, πάρε ένα δύο άρτους τώρα που είναι ζεστοί και πήγαινε στο πλοίο να φάγη ο πλοίαρχος και ο αββάς μας». Μόλις ο οικοδεσπότης άκουσε για τον αββά, τους λέγει· «Σας παρακαλώ, αδελφοί, για την αγάπη του Θεού, φέρετε μαζί σας τον αββά να μας ευλογήση πριν πεθάνωμε, διότι εγώ και ο υιός μου ευρισκόμεθα στα πρόθυρα του θανάτου από την μεγάλη μας ασθένεια, καθώς μας βλέπετε κι εσείς».
Όταν άκουσαν αυτούς τους λόγους οι άνθρωποι εκείνοι λυπήθηκαν πολύ, τόσο που δάκρυσαν. Πήγαν, λοιπόν, στο πλοίο και είπαν την υπόθεσι στον αββά. Ο δε Άγιος Πέτρος δεν ήθελε να πάη από ταπεινοφροσύνη. Όταν όμως του είπαν ότι οι ασθενείς είναι ετοιμοθάνατοι, φοβήθηκε τον Θεό και εκίνησε και πήγε μαζί με τους ναύτες. Μόλις πέρασε την πόρτα του σπιτιού, όπου ήταν οι ασθενείς και χαιρέτησε τον οικοδεσπότη, αμέσως, ω του θαύματος! σηκώθηκε ένας ασθενής, σαν να σηκωνόταν από τον ύπνο, και τρέχοντας έπεσε στα πόδια του Αγίου και με δάκρυα τα καταφιλούσε. Ο Άγιος αφού τον έπιασε από τα χέρια τον σήκωσε και αμέσως ο ασθενής απέκτησε την υγεία του. Τότε αυτός, ο πρώην ασθενής πήρε τον Άγιο από το χέρι και τον περιέφερε σε όλα τα κρεββάτια των ασθενών, για να τους ευλογήση. Ο Άγιος έκανε το σημείο του Σταυρού σε κάθε ασθενή και όλοι, με την βοήθεια του Θεού και με την ευχή του Αγίου, σηκώθηκαν υγιείς χωρίς ασθένεια και δόξαζαν τον Θεό που τους ευσπλαχνίστηκε και έστειλε τον πνευματικό ιατρό και τους γιάτρεψε.
Τότε οι ναύτες μαζί με τον Όσιο επέστρεψαν στο πλοίο και οι ναύτες διηγήθηκαν στον πλοίαρχο το θαύμα στο οποίο παρέστησαν μάρτυρες. Και πρώτα εδόξασαν τον Θεό. Έπειτα έπεσαν όλοι και του έκαναν μετάνοια και ζητούσαν συγχώρησι και ευλογία από αυτόν. Ο δε Άγιος τους ευχήθηκε όλους μικρούς και μεγάλους. Ο οικοδεσπότης εκείνος που γιατρεύτηκε από τον Όσιο, πήρε άρτο, οίνο και έλαιον και πήγε με όλους τους θεραπευμένους στο πλοίο, όπου ήταν ο Όσιος και στα χέρια τους κρατούσαν τα δώρα και τα προσέφεραν στον Άγιο. Και ο άνθρωπος του Θεού δέχθηκε την καλή τους προαίρεσι, αυτά όμως που κρατούσαν δεν δεχόταν να τα πάρη. Εκείνοι όμως με δάκρυα του έλεγαν όλοι· «Άγιε του Θεού και ευεργέτα μας, εάν δεν πάρης την μικρή μας δωρεά, δεν θα επιστρέψωμε στο σπίτι μας». Ο Άγιος τότε με μεγάλη δυσκολία δέχθηκε να κρατήση τα τρόφιμα, και πιο πολύ επειδή τον παρεκάλεσαν ο πλοίαρχος και οι ναύτες. Τα πήρε και τα έδωσε στο πλήρωμα του πλοίου να τα γευθούν μαζί με όλους τους παρευρισκομένους εκεί. Και εκείνοι που τα έφεραν, επέστρεψαν χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεό, και ευχαριστώντας τον Όσιο.
Αφού ανεχώρησαν από εκεί πήγαιναν στον προορισμό τους χαίροντες και ευλογούντες τον Θεό. Εδιηγούντο το θαύμα του πατρός και θαύμαζαν πολύ διότι έτρωγε από το ένα απόγευμα έως το άλλο μία ουγγιά ψωμί[1] και έπινε ένα ποτήρι νερό από την θάλασσα. Πλέοντας και προχωρώντας έφθασαν μετά από λίγες ημέρες σε ένα ήσυχο και καλό λιμάνι και αγκυροβόλησαν. Και ο Άγιος Πέτρος θέλησε λίγο να ξεκουραστή. Και μόλις αποκοιμήθηκε, βλέπει την Υπεραγία Θεοτόκο στολισμένη με πολλή δόξα, τιμή και λαμπρότητα και με μεγάλη παρρησία. Κοντά της στεκόταν ο Άγιος Νικόλαος με πολύ φόβο και ευλάβεια και την παρακαλούσε λέγοντας· «Ω Δέσποινα Θεοτόκε και Κυρία του κόσμου, επειδή αυτόν τον δούλο σου τον ελευθέρωσες από εκείνη την πικρή αιχμαλωσία με το πανάγιο θέλημα του Υιού Σου και Θεού ημών, δείξε σ’ αυτόν και ένα τόπο ήσυχο, διά να εκτελή το θέλημα του Θεού σε όλην την διάρκεια της ζωής του, όπως μόνος του το υποσχέθηκε».
Τότε η Κυρία Θεοτόκος στράφηκε στον Άγιο Νικόλαο και του είπε· «Η κατοίκησις και η ανάπαυσίς του δεν μπορεί αλλού να ευρεθή παρά μόνο στο όρος του Άθωνος, που έλαβα ως κληρονομιά δική μου από τον Υιό μου και Θεό, ώστε όλοι όσοι θέλουν να αναχωρήσουν από τις κοσμικές φροντίδες και την ταραχή του κόσμου, να πηγαίνουν εκεί για να εργάζωνται στον Θεό ανενόχλητα και χωρίς άλλη απασχόλησι. Και από τώρα και στο εξής θα λέγεται Άγιον Όρος και Περιβόλι δικό μου. Και αγαπώ ιδιαιτέρως και βοηθώ εκείνους που πηγαίνουν εις το Όρος αυτό να δουλεύσουν ολοψύχως εις τον Θεόν, και θα έρθη κάποτε καιρός που αυτό θα γεμίση από άκρον εις άκρον με πλήθος μοναχών. Με αυτό χαίρεται και αγαλλιά το πνεύμα μου, διότι αυτοί υμνούν και δοξολογούν ακαταπαύστως το όνομα του Υιού μου και Θεού. Και δεν θα φύγω ποτέ αληθώς από κοντά τους, εάν και αυτοί φυλάττουν τις εντολές Του. Θα δοξάσω το όνομα του Όρους αυτού σε Ανατολή και Δύσι, Νότο και Βορρά και θα το κάνω ξακουστό σε όλον τον κόσμο. Και όσους θα υπομένουν σ’ αυτό θλίψι και στενοχώρια θα τους αξιώσω μεγάλων χαρισμάτων εις την μεγάλη ημέρα του Υιού μου, και θα έχουν από μένα μεγάλη βοήθεια, διότι θα ανακουφίζω τους πόνους τους και τους κόπους και θα διώχνω μακριά τους νοητούς και αισθητούς πειρασμούς των εχθρών του Υιού μου».
Αυτά είπε η Υπεραγία Θεοτόκος σε όραμα στον Όσιο Πέτρο. Αλλά και ο καθένας ας καταλάβη, από την εξέλιξι των πραγμάτων αυτής της ψυχωφελούς διηγήσεως, την μεγάλη ευσπλαχνία του Χριστού και την αγάπη του Αγίου Νικολάου που έδειξε στον δούλο του Θεού και την μεγάλη βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία προσέφερε αυτή στον ικέτη της. Ακόμη ας δή και την υπομονή και πίστι του Αγίου Πέτρου και πως εξεπλήρωσε τις υποσχέσεις του στον Θεό όπως έταξε. Αμέσως τότε ξύπνησε ο Όσιος και του φαινόταν ότι ακόμη έβλεπε την οπτασία, και ευχαρίστησε τον Θεό για όσα τον αξίωσε και είδε. Ήταν τότε περίπου η τρίτη ώρα της ημέρας, και οι ναύτες μόλις είδαν τον καιρό καλό και τον άνεμο κατάλληλο άπλωσαν τα πανιά και συνέχισαν το ταξίδι τους δίχως εμπόδια. Και μόλις έφτασαν κοντά στο Άγιο Όρος, χαρούμενοι και εύθυμοι, έγινε θαύμα μεγάλο. Στάθηκε το πλοίο κοντά στην Μονή της Παναγίας, ανάμεσα στο ναυπηγείο και στη θέσι που καλείται Περδίκι, και δεν πήγαινε πλέον ούτε εμπρός ούτε πίσω. Και ενώ τα πανιά κινδύνευαν να σχιστούν από την δύναμι του ανέμου, το πλοίο στεκόταν σαν να ήταν αραγμένο.
Αυτό το απροσδόκητο θαύμα μόλις είδαν οι ναύτες απόρησαν και έλεγαν ο ένας προς τον άλλο. «Τάχα τι να είναι αυτό το οποίο μας εμποδίζει στο δρόμο μας; Ο άνεμος είναι καλός, το βάθος της θάλασσας πολύ και το πέλαγος ανοικτό. Αλλά ίσως να φταίξαμε σε κάτι στον Θεό και θέλει να μας βουλιάξη εδώ». Αυτά έλεγαν κλαίγοντας και αναστενάζοντας, και ο Άγιος Πέτρος τους λέγει· «Τέκνα μου εν Κυρίω, πέστε μου πως λέγεται αυτό το όρος. Ίσως μπορέσω να σας παρηγορήσω στη λύπη σας, με την βοήθεια του Θεού, και να λύσω την απορία σας». Και εκείνοι είπαν· «Αυτό ονομάζεται όρος του Άθωνος, τίμιε πάτερ».
«Λοιπόν, λέγει ο Άγιος, να ξέρετε, τέκνα μου, ότι για μένα εμποδίζεται το πλοίο σας και αν δεν με κατεβάσετε και αφήσετε σ’ αυτόν τον τόπο, δεν θα μπορέσετε να φύγετε από εδώ». Εκείνοι καθώς τα άκουσαν αυτά από τον Άγιο λυπήθηκαν πολύ για την στέρησί του. Τότε και μή θέλοντας αναγκάσθηκαν και κατέβασαν τον Άγιο έξω στην άκρη του Όρους. Και έλεγαν οι ναύτες στον Άγιο με πόνο καρδιάς. «Αλλοίμονο μας, διότι μεγάλη προστασία και βοήθεια στερηθήκαμε σήμερα από την αγιωσύνη σου, πάτερ Άγιε».
Και ο Άγιος τους ευχήθηκε και είπε· «Ο Θεός ο φιλάνθρωπος, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, Αυτός να σας διαφυλάττη από κάθε βλάβη ψυχής και σώματος, και εμένα τον αμαρτωλό να με σκεπάση με τα άγια χέρια Του από τις τέχνες του διαβόλου και να με ενδυναμώση στο πανάγιον θέλημά Του, για να δουλεύσω εις Αυτόν θεαρέστως». Έπειτα τους εσυμβούλευσε, τους ευλόγησε και τους ασπάστηκε. Εσταύρωσε τρεις φορές το πλοίο με το χέρι του και είπε· «Πηγαίνετε, αδελφοί μου, εις οδόν ειρήνης, και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να είναι μαζί σας πάντοτε εις τους αιώνας. Αμήν». Και έτσι τους κατευώδωσε εις το καλό.
Αφού ο μακάριος Πέτρος έμεινε μόνος στάθηκε και προσευχήθηκε. Έπειτα, κάνοντας το σημείο του Σταυρού σε όλο του το σώμα, άρχισε να ανεβαίνη από έναν δρόμο στενό και δυσκολοπερπάτητο εξ αίτιας του δάσους των δένδρων, από όπου ποτέ δεν είχε περάσει άνθρωπος, αλλά μόνον φαίνονταν ίχνη άγριων θηρίων. Γι’ αυτό με πολύ κόπο και πολύ ιδρώτα κατώρθωσε να ανεβή ψηλότερα και να εύρη έναν μικρό τόπο επίπεδο, γυμνό από δένδρα, με καλό και υγιεινό κλίμα. Εκεί εκάθισε λίγο και αναπαύθηκε. Έπειτα πάλι σηκώθηκε και άρχισε να αναζητή τόπο κατάλληλο για να ησυχάζη και να αναπαύεται. Αφού περπάτησε πολλά και υψηλά μέρη, ράχες και λακκούβες της γής, βουνά και λαγκάδια, βρήκε τέλος ένα σπήλαιο βαθύ και πολύ σκοτεινό, κλεισμένο με πολλά δένδρα και κρυμμένο. Σ’ αυτό υπήρχαν αμέτρητα ερπετά και θηρία φαρμακερά, αλλά και πλήθη δαιμόνων σαν την άμμο της θαλάσσης, οι οποίοι μόλις είδαν τον Άγιο αγρίεψαν πολύ. Γι’ αυτό και πολλούς πειρασμούς ξεσήκωσαν εναντίον του Αγίου, τους οποίους δεν μπορεί γλώσσα ανθρώπου να διηγηθή, ούτε να τους ακούση. Ο Άγιος όμως έκοψε λίγα κλαδιά από εκείνο το δάσος, τα οποία σκέπαζαν την θεόκτιστη είσοδο του σπηλαίου εκείνου, και τότε μπήκε μέσα. Και προσευχόταν ημέρα και νύχτα, και με θερμή αγάπη ύψωνε προς τον Θεό προσευχές και ευχαριστίες με μεγάλη προθυμία.
Δεν είχαν ακόμη περάσει δύο εβδομάδες αφ’ ότου ο Άγιος είχε μπή στην σπηλιά και ο πατήρ του φθόνου και εφευρέτης του ψεύδους διάβολος, μή μπορώντας να υπομείνη την τόλμη, την ανδρεία και την υπομονή του, ξεσήκωσε όλους τους δαίμονες εναντίον του, να τον πολεμήσουν. Και άλλοι έριχναν εναντίον του με τα ακόντια, άλλοι με τα τόξα και τα βέλη, γύρω – γύρω από την σπηλιά όπου αγωνιζόταν τον αγώνα της μαρτυρικής του αθλήσεως. Οι υπόλοιποι δαίμονες κυλούσαν από έξω βράχους και του έλεγαν μεγαλοφώνως· «Βγες γρήγορα έξω από την κατοικία μας, αλλιώς θα σε θανατώσομε τώρα μέσα σ’ αυτήν». Αυτά βλέποντας και ακούγοντας ο Άγιος από τους ακάθαρτους δαίμονες, νόμισε ότι σίγουρα θα πεθάνη. Ο Θεός όμως τον εφύλαξε αβλαβή από την κακία τους, και είχε τις ελπίδες του στηριγμένες στον Θεό. Μόλις βγήκε έξω από την σπηλιά είδε αναρίθμητα πλήθη δαιμόνων, έτοιμα να τον κατασπαράξουν.
Τότε ο Άγιος σήκωσε τους οφθαλμούς της ψυχής και του σώματος εις τον ουρανό και προσευχόταν και παρακαλούσε την Υπεραγία Θεοτόκο να έλθη να τον βοηθήση, και έλεγε μεγαλοφώνως: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με τον δούλο σου». Και οι δαίμονες μόλις άκουσαν το όνομα της Παναγίας, αμέσως έγιναν άφαντοι και ο Άγιος ευχαρίστηκε την Υπεραγία Θεοτόκο. Άρχισε δε πάλι τον καλό αγώνα της ασκήσεως και προσευχόμενος έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, μην εγκαταλίπης με τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο σου». Από εκείνη την ώρα δεν ακούγονταν πλέον οι φωνές των δαιμόνων. Μετά από πενήντα ημέρες ήλθαν πάλι οι μιαροί δαίμονες με άλλη μορφή, όμοιοι με τα θηρία και τα ερπετά του όρους και μπήκαν στην σπηλιά όπου ασκήτευε ο Άγιος. Τότε, άλλοι με μορφή θηρίων όρμησαν εναντίον του Αγίου να τον θανατώσουν, άλλοι σαν φίδια και δράκοντες δοκίμαζαν να τον καταπιούν. Τότε ο Άγιος κάνοντας το σημείο του Σταυρού, κατέστησε όλους τους δαίμονες ανίκανους να τον βλάψουν. Και αφού επικαλέστηκε το όνομα του Δεσπότου Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου, τους έδιωξε όλους. Από τότε πέρασε ένα έτος και ο Άγιος πατήρ ημών Πέτρος, με πολλή ησυχία ασκήτευε, με όση δύναμη είχε, κατανικώντας πάντα τον εχθρό δράκοντα διάβολο και τις επιθέσεις του.
Αλλά ο κατηραμένος από τον Θεό διάβολος δεν ησύχασε. Και τι μηχανεύτηκε ο παμμίαρος; Γίνεται όμοιος με κάποιο νέο, ο οποίος ήτο από την οικογένεια του Οσίου Πέτρου και μόλις ήρθε στο σπήλαιο του Αγίου, με πολλή αναισχυντία προσποιήθηκε ότι τον αγκαλιάζει και τον φιλά, ο φθονερός και μνησίκακος. Κατόπιν άρχισε με δάκρυα να λέη θρηνητικά στον Άγιο: «Ακούσαμε από πολλούς, κύριέ μου τιμιώτατε και λογιώτατε, ότι οι βάρβαροι και άθεοι σε συνέλαβαν στον πόλεμο και σε οδήγησαν αιχμάλωτο στο φρούριο του Σαμαρά, και εκεί σε παρέδωσαν στον διοικητή του τόπου εκείνου και εκείνος πάλι σε έκλεισε σε κακή φυλακή με βαρειές αλυσίδες, πάλι όμως ο φιλάνθρωπος Θεός μας λυπήθηκε και διά πρεσβειών του τρισμάκαρος Νικολάου σε έβγαλε από την βρώμικη εκείνη φυλακή και σε οδήγησε στην παλαιά Ρώμη. Γι’ αυτό και όσοι ανήκομε στην ονομαστή οικογένειά σου, και περισσότερο από όλους εγώ ο δούλος σου, καιγόταν η καρδιά μου να σε δώ με τα μάτια μου και να ακούσω τη σοφή και γλυκειά φωνή σου και κλαίγαμε όλοι απαρηγόρητοι για την στέρησί σου. Γι’ αυτό και πολλές πόλεις και χώρες περπατήσαμε και κάθε έρημο τόπο και πουθενά δεν μπορέσαμε να σε βρούμε και να απολαύσωμε το αγαπημένο και αγγελικό πρόσωπό σου».
Λοιπόν, αφού δεν μπορέσαμε να σε βρούμε ή να μάθωμε τι έγινες, αρχίσαμε να παρακαλούμε τον μέγα Νικόλαο, λέγοντάς του: «Πανάγιε Νικόλαε, σύ έκαμες πολλά καλά εις τον κόσμο και κάνεις. Εσύ και τον κύριό μου ελευθέρωσες από την πικρά εκείνη αιχμαλωσία, εσύ φανέρωσέ τον, σε παρακαλούμεν». Και ο βοηθός των επικαλουμένων αυτόν Νικόλαος, μας αποκάλυψε εσένα, τον κρυμμένο πολύτιμο θησαυρό και δεν μας παρέβλεψε τους ανάξιους, αλλά γρήγορα μας φανέρωσε εσένα, τον πολυαγαπημένο. Τώρα, λοιπόν, δεν απέμεινε άλλο παρά μόνον να με ακούσης τον δούλο σου, κύριέ μου, να κάνης τον κόπο να επιστρέψωμε εις τον οίκο μας, τον καλό και φημισμένο, για να σε δούν οι συγγενείς και φίλοι, να χαρούν και να δοξασθή ο Θεός, ο πάντοτε δοξαζόμενος. Και για την ησυχία μην έχης τόση φροντίδα, διότι υπάρχουν και εκεί πολλά ησυχαστήρια και μοναστήρια, είτε μέσα στην πόλι, είτε έξω από την πόλι, καθώς το γνωρίζει η τιμιότης σου καλύτερα, εις τα οποία, καθώς ελπίζω εις τον Θεό, θα περάσης ησυχαστικά όλη την ζωή σου.
Αλλά και σύ ο ίδιος διάκρινε και πές την αλήθεια. Πότε λατρεύεται ο Θεός περισσότερο, σε ποιό από τα δύο, στην αναχώρησι από τον κόσμο ή στην ωφέλεια των ψυχών των ανθρώπων, ή εις το να περπατάς μέσα στους βράχους και να ησυχάζης διά να σωθής μόνος. Ενώ αν σώσης και καμμία ψυχή πεπλανημένη από τον διάβολο με την γλυκύτατή σου διδασκαλία και συμβουλή, ξεπερνάς τους πολλούς κόπους των ερημιτών ασκητών. Τον λόγο μου επαληθεύει ο Θεός, ο οποίος λέγει διά του Προφήτου «ο εξάγων άξιον εξ αναξίου ως το στόμα μου έσται». Επειδή υπάρχει πολύ πλήθος ανθρώπων που είναι δοσμένοι σε αμέτρητα πάθη, στον τόπο μας, και χρειάζονται ένα διδάσκαλο μετά τον Θεό, για να τους επιστρέψη στη θεογνωσία από την πλάνη του διαβόλου. Λοιπόν, πολύς μισθός σου ετοιμάζεται από τον Θεό. Τί συλλογίζεσαι; Τί αμελείς; Τί περιμένεις και δεν παίρνεις τον δρόμο να φύγης μαζί με τον αγαπημένο σου φίλο και δούλο, ο οποίος σε αγαπά μέσα από την ψυχή του και είναι αγαθός σύμβουλος;»
Αυτά και άλλα περισσότερα είπε ο δαίμων και ο Άγιος άρχισε να ταράζεται και να τρέμη η καρδιά του από τους λογισμούς του δαίμονος. Διότι έτσι ταράζεται η ψυχή του ανθρώπου, όταν έρχεται κοντά του ο δαίμων, ενώ εις την παρουσία του Αγγέλου του Θεού χαίρεται. Τόσο, λοιπόν, λυπήθηκε ο Όσιος, ώστε δάκρυσε και βράχηκε το πρόσωπό του από τα δάκρυα και λέγει προς τον δαίμονα· «Γνώριζε καλά, ότι εις αυτόν τον τόπο δεν με έφερε άλλος κανείς, ούτε Άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά μόνον ο Θεός και η Υπεραγία Θεοτόκος.
Και εάν δεν είναι με την δική τους θέλησι, δεν μπορώ να απομακρυνθώ από τον τόπον αυτόν». Και ο δαίμων μόλις άκουσε το πανάγιον όνομα της Θεοτόκου, αμέσως έγινε άφαντος, ο δε μακάριος Πέτρος θαύμασε την πανουργία του διαβόλου. Και αφού έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού, ησύχαζε πάλι μέσα στη σπηλιά του και άρχισε να αγωνίζεται με ταπείνωσι και συντριβή καρδίας, εν προσευχή, εγκρατεία και νηστεία τόσον ώστε έφθασε σε μέτρον αληθινής αγάπης και σε καθαρότητα του νού. Και ο παμμίαρος δαίμων πάντοτε λυπόταν και αδημονούσε. Γι’ αυτό δεν έπαυσε να επιβουλεύεται τον Όσιο, μήπως μπορέση να ελαττώση την δύναμι της εις τον Θεόν αρετής του και προθυμίας.
Από τον δεύτερο αυτόν πειρασμό πέρασαν επτά έτη. Και μεταμορφώνεται πάλι ο ακάθαρτος δαίμων σε Άγγελο Κυρίου, κρατώντας στα χέρια γυμνό σπαθί και ήλθε και στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς και φώναξε τον Όσιο με το όνομά του λέγοντας: «Πέτρε, υπηρέτη γνήσιε του Χριστού, βγές έξω να ακούσης μυστήρια του Θεού και λόγους ψυχωφελείς και καλούς». Και ο Όσιος είπε: «Και ποιός είσαι εσύ, που θέλεις να μου πής καλούς και ψυχωφελείς λόγους»; Και ο δαίμων απήντησε: «Εγώ είμαι ο αρχιστράτηγος του Θεού και με έστειλε να σου φέρω μηνύματα καλά. Γι’ αυτό λάβε θάρρος και δύναμι και να χαίρεσαι, γιατί σου ετοιμάστηκε θρόνος θεϊκός και στεφάνι αμαράντινο. Τώρα, λοιπόν, αποφάσισε να αφήσης τον τόπο αυτό και να πάς στον κόσμο για να ωφεληθούν πολλές ψυχές ανθρώπων. Και γι’ αυτόν τον λόγο ο Κύριος εξέρανε την πηγή του νερού που έπινες, γιατί θέλει να σε μετακινήση σε άλλον τόπο. Αλλά ο ίδιος ο κακότεχνος διάβολος, ο εφευρέτης κάθε κακού και κάθε πονηριάς, είχε στείλει από πριν ένα δαίμονα και εμπόδιζε το νερό, ώστε να μην τρέχη καθόλου».
Τότε ο Όσιος Πέτρος είπε προς αυτόν με σχήμα ταπεινόν. Και ποιός είμαι εγώ ο ταπεινός και ανάξιος αμαρτωλός για να έλθη Άγγελος Κυρίου σε εμένα; Και ο διάβολος είπε· «Μήν θαυμάσης γι’ αυτό διότι στην εποχή αυτή εσύ ξεπέρασες τους παλαιούς Αγίους και Προφήτας, τον Μωϋσή, τον Ηλία και τον Δανιήλ, και μέγας Άγιος ανακηρύχθηκες στους ουρανούς για την τέλεια υπομονή σου. Τον Ηλία ενίκησες στην ατροφία, τον Δανιήλ στην κατοίκησι μαζί με θανατηφόρα ερπετά και τον Ιώβ στην καρτερία της υπομονής. Λοιπόν, πήγαινε και μόνος σου να δής με τους οφθαλμούς σου την στέρησι του νερού και να πιστέψης και πήγαινε γρήγορα στα μοναστήρια του κόσμου, και εκεί θα είμαι μαζί σου, για να ωφεληθούν πολλοί, λέγει ο παντοκράτωρ Κύριος». Τότε ο Όσιος λέγει προς τον φαινόμενο ψευδάγγελο· «Εγώ, εάν δεν έλθη η Κυρία μου Θεοτόκος, η οποία με έστειλε εδώ και ο βοηθός μου στις ανάγκες μου, Νικόλαος, από εδώ δεν φεύγω». Και ο διάβολος μόλις άκουσε το όνομα της Παναγίας, αμέσως εξαφανίστηκε από τους οφθαλμούς του Αγίου.
Τότε ο μακαριώτατος Πέτρος εγνώρισε την επιβουλή του εχθρού και όλη την αδυναμία του και στάθηκε στην προσευχή λέγοντας: «Ω Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου και ο Κύριός μου, ο εχθρός μου διάβολος περιέρχεται ωρυόμενος ζητών να με καταπιή τον αμαρτωλό. Αλλά εσύ, Κύριε, μην εγκαταλίπης με τη κραταιά σου χειρί». Αυτά είπε και πάλι ησύχασε μέσα στην σπηλιά του, ευχαριστώντας τον Θεό. Και εκείνη την νύκτα, φαίνεται στον ύπνο του η ταχεία βοήθεια των Χριστιανών, η Θεοτόκος, και ο μέγας Νικόλαος, και λέγει προς αυτόν: «Πέτρε, γνώριζε, από τώρα πλέον να μή φοβάσαι τις πανουργίες του εχθρού, διότι ο Θεός είναι μαζί σου, και χωρίς άλλο αύριο θα αποσταλή Άγγελος να σου φέρη ουράνια τροφή. Και έχει διαταγή από τον Θεό γι’ αυτό να έρχεται σε σένα επί σαράντα ημέρες και θα σου δείξη και το μάννα, για να το έχης τροφή». Αυτά είπε η Δέσποινα του κόσμου και αφού του χάρισε ειρήνη, ανεχώρησε.
Ο Όσιος του Θεού τότε έπεσε και προσκύνησε τον τόπο όπου πάτησαν τα πανάχραντα πόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου και του μεγάλου πατρός Νικολάου και ευχαρίστησε πάρα πολύ τον Θεό διότι τον αξίωσε και είδε τέτοια φοβερά μυστήρια. Το πρωί ήλθε Άγγελος του Θεού του Υψίστου και του έφερε την ουράνια τροφή. Του έδειξε και το μάννα όπως του είπε η Υπεραγία Θεοτόκος και έφυγε πάλι για τους ουρανούς. Και ο Όσιος εδόξασε τον Χριστό και την Πανάχραντο Μητέρα Του, την Οδηγήτρια. Και ησύχαζε πάλι ασκητεύοντας μόνος εις μόνον τον Θεόν προσευχόμενος πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια.
Αλλά και οι συχνές φαντασίες των δαιμόνων σταμάτησαν με την βοήθεια του Θεού, ούτε είδε ομοίωμα ανθρώπου τόσα χρόνια. Δεν έτρωγε τίποτε άλλο παρά μόνον το μάννα εκείνο, το οποίο έπεφτε σαν δροσιά και υστέρα έπηζε και γινόταν σαν μέλι. Ήταν ολόγυμνος όπως και την ώρα που γεννήθηκε. Ούτε σκέπασμα είχε ή άλλο τίποτε από όσα χρειάζεται η ανθρωπίνη φύσις, μόνον τον ουρανό είχε σκέπη και την γή αγαπημένη του κλίνη, και έτσι έζησε σαν ένσαρκος Άγγελος επί της γής ο μακάριος. Και το καλοκαίρι καιγόταν από την ζέστη του ήλιου, τον χειμώνα πάγωνε από το κρύο της νύχτας και υπέμενε όλα τα λυπηρά μεγαλοψύχως και ανδρείως, περισσότερο από όσο μπορεί ο άνθρωπος, για την μέλλουσα ζωή. Και έδειξε ο μακάριος με τα έργα του και την άσκησί του, ότι μιμήθηκε εκείνους τους άγιους και αγγελικούς πατέρας και έγινε τύπος και καλό παράδειγμα στους μεταγενεστέρους μοναχούς, πως πρέπει να αγωνίζεται ο τέλειος ασκητής. Και όταν θέλησε ο Θεός να φανερώση την αγγελική του πολιτεία στους ανθρώπους, ακούστε πως και με ποιό τρόπο οικονόμησε να τον βρούν.
Κάποιος κυνηγός πήρε το τόξο του με τα βέλη του και πήγε στο όρος του Άθωνος για να κυνηγήση. Πέρασε πολλούς γκρεμούς και κοιλάδες, υψηλές ράχες και πυκνά δάση και έφθασε τέλος σ’ εκείνο το μέρος όπου ήτο ο Όσιος, αγωνιζόμενος εις την αγγελικήν εκείνη ζωήν για να κερδίση τον πραγματικό και άφθαρτο ουράνιο πλούτο. Ξαφνικά, κοντά στον Άγιο, παρουσιάστηκε ένα μεγάλο και πολύ ωραίο έλάφι, που πηδούσε και έπαιζε στον τόπο εκείνο. Ο κυνηγός όταν είδε τέτοιο καλό κυνήγι, άφησε όλα τα άλλα ζώα και μόνο εκείνο αποφάσισε να κυνηγήση. Και το ελάφι σαν να το οδηγούσε κάποιος, ήλθε και στάθηκε στο σπήλαιο του Αγίου. Ο κυνηγός προχωρούσε πίσω από το ελάφι και σκεφτόταν με ποιόν τρόπο να το πιάση. Ενώ ετοιμαζόταν να ρίξη το βέλος του πάνω στο ζώο, κοίταξε καλά και είδε στο δεξί μέρος της σπηλιάς έναν άνθρωπο με μακριά γενειάδα και κατάλευκα μαλλιά, τα οποία σκέπαζαν το μισό του σώμα. Ήταν ολόγυμνος και μόνον φύλλα βοτάνων είχε σαν ζώνη, τα οποία τον σκέπαζαν από την μέση και κάτω, αφού δεν είχε κάποιο άλλο ένδυμα.
Όταν ο κυνηγός τον είδε, ταράχτηκε και φοβήθηκε πολύ. Γι’ αυτό άφησε το κυνήγι και άρχισε να τρέχη με όση δύναμι είχε, νομίζοντας ότι το όραμα εκείνο ήταν φαντασία δαιμονική. Ο Όσιος Πέτρος λέγει τότε στον κυνηγό με δυνατή φωνή. «Τί φοβάσαι, άνθρωπε; Τί φεύγεις, αδελφέ, από εμένα; Μάθε ότι κι εγώ άνθρωπος είμαι όπως κι εσύ και όχι φάντασμα όπως νομίζεις. Έλα εδώ κοντά μου να σου διηγηθώ όσα έπαθα σε όλη μου την ζωή διότι γι’ αυτό σε έστειλε εδώ ο Θεός». Και ο άνθρωπος με πολύ φόβο γύρισε. Τότε ο Όσιος, αντήλλαξε μαζί του τον εν Χριστώ ασπασμό και του λέγει· «Έχε θάρρος, αδελφέ, και μή φοβήσαι από έναν άνθρωπο ταλαίπωρο και αμαρτωλό σαν εμένα». Έπειτα εκάθησε και διηγήθηκε όλα του τα παθήματα σαν πνευματική εξομολόγησι. Πως δηλαδή κατά παραχώρησιν Θεού αιχμαλωτίσθηκε και κλείσθηκε στην φυλακή του Σαμαρά, πως ο Άγιος Νικόλαος τον ελευθέρωσε από έκεί, πως με θεϊκή οπτασία κατοίκησε σ’ αυτό το Άγιον Όρος, πως πολλές φορές επολέμησε εναντίον των ακαθάρτων δαιμόνων, πως τρεφόταν από θείον Άγγελο και πως του έδωσε ο Θεός το μάννα επί πενήντα τρία χρόνια.
Μόλις άκουσε ο κυνηγός αυτούς τους λόγους, εθαύμασε τον Όσιο, και πολλή ώρα δεν μπορούσε να μιλήση. Έπειτα λέγει προς τον Όσιον· «Να ξέρης, τίμιε πάτερ, ότι τώρα εγνώρισα ότι με αγαπά ο Θεός και μένα τον αμαρτωλό, γι’ αυτό με αξίωσε και είδα εσένα τον κρυμμένο Του υπηρέτη. Όμως από σήμερα, δούλε του Θεού, δεν θα σε αποχωριστώ. Θα δουλεύσω κι εγώ στον Θεό, για να σώσω την πολυαμάρτητο ψυχή μου». Και ο Όσιος είπε προς τον κυνηγό· «Τέκνον μου, δεν γίνεται έτσι, καθώς λέγεις. Μόνον πήγαινε πρώτα στο σπίτι σου, μοίρασε εις τους φτωχούς όσον πλούτον έχεις κληρονομιά από τον πατέρα σου, άπεχε από το ποτό και το κρέας. Να εγκρατεύεσαι στο τυρί και στο λάδι. Και το κυριώτερο να μην συνευρεθής με την σύζυγό σου, να προσεύχεσαι δε με καρδίαν συντετριμμένην. Έτσι να περάσης όλο αυτό το έτος, όπως σου είπα, και κατόπιν να έλθης εδώ που με βρήκες και ό,τι θέλει ο Θεός αυτό θα γίνη».
Αυτά είπε ο Άγιος και έδωσε σαν αρραβώνα την ευλογία του στον καλό εκείνο κυνηγό και τον έστειλε στον τόπο του εν ειρήνη. Είπε ακόμη ο Όσιος προς τον κυνηγό· «Εσύ, τέκνον μου, πήγαινε εις την ευχήν μου, αλλά το μυστικό μου και την παραγγελία που σου έδωσα να τα φυλάγης καλά και να μή φανερώσης τίποτε σε κανένα, διότι όταν φανερωθή ο θησαυρός, εύκολα τον κλέβουν οι κλέφτες».
Γύρισε, λοιπόν, ο κυνηγός στο σπίτι του, και το έτος εκείνο το πέρασε όπως είπε ο Όσιος. Μόλις δε πέρασε το έτος, πήρε μαζί του δύο μοναχούς και τον αδελφό του και ανεχώρησαν, βρήκαν πλοίο και επέρασαν και ήλθαν εις το Άγιον Όρος, όπου με πολλήν προθυμίαν και αγάπην ανέβαιναν για να φθάσουν στην σπηλιά του Οσίου Πέτρου. Και ιδές, αδελφέ, το ανεξερεύνητον της οικονομίας του Θεού. Πρόλαβε και έφθασε ο κυνηγός πριν από τους άλλους στον Όσιο επειδή είχε και περισσότερη αγάπη προς αυτόν. Βρήκε, λοιπόν, τον Όσιο Πέτρο νεκρό, έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα και τα μάτια του κλεισμένα με πολλήν ευπρέπεια, και όλο του το σώμα με ευλάβεια και ιερότητα ξαπλωμένο επάνω στην γή. Μόλις είδε έτσι τον Όσιο να κείται νεκρός λυπήθηκε από το βάθος της καρδιάς του και άλλαξε η όψις του. Χτύπησε με τα δύο του χέρια το πρόσωπό του, έπεσε στη γή σαν λιπόθυμος και με δάκρυα φώναζε και έλεγε· «Αλλοίμονο σε μένα, δούλε του Θεού, πως δεν αξιώθηκα να λάβω εκείνο που επιθυμούσα. Αλλοίμονο μου τον άθλιο, στερήθηκα τέτοιον Άγιο και την αγία του ευχή δεν πρόφθασα να πάρω». Αυτά ενώ έλεγε και θρηνούσε, έφθασαν μετά από λίγη ώρα και οι Μοναχοί κοντά στο άγιο λείψανο. Ο κυνηγός τους διηγήθηκε όλα εκείνα που του είχε πή ο Όσιος όταν ζούσε και διηγήθηκε όλη την ζωή του λεπτομερώς μετά δακρύων. Τότε έκλαψαν κι εκείνοι θερμώς διότι εστερήθησαν τέτοιον μεγάλο άγιον άνδρα και ασκητή και δεν αξιώθηκαν να ακούσουν την ομιλία του και να πάρουν την ευχή του.
Ο αδελφός του κυνηγού είχε δαιμόνιο το οποίο τον επείραζε από πολύ καιρό και μόλις πλησίασε στο άγιο λείψανο του Οσίου και το άγγιξε, ω του θαύματος! αμέσως τον έριξε το δαιμόνιο εις την γή και τον συνέτριψε, αφρίζοντας και τρίζοντας τα δόντια του και έλεγε μεγαλοφώνως· «Ω Πέτρε, γυμνέ και ανυπόδητε, δεν σε φθάνουν τώρα πενήντα τρεις χρόνοι που με έχεις διωγμένο από την κατοικία μας, εμένα και τους συντρόφους μου τους δαίμονες, αλλά και τώρα θα με διώξης από τον άνθρωπο αυτόν, στον οποίο κατοικώ τόσον καιρόν; Τώρα όμως, δεν σε ακούω γιατί είσαι νεκρός. Και οι άλλοι αδελφοί ακούγοντας αυτά από τον διάβολο θαύμαζαν και ετρόμαζαν. Σε λίγη ώρα βλέπουν και έλαμψε το λείψανο του Οσίου και αμέσως βγήκε το δαιμόνιο σαν καπνός από το στόμα του δαιμονισμένου, αφού πρώτα τον εσπάραξε πολύ και τον συνέτριψε. Και έπεσε πάνω στην γή για πολλήν ώρα. Ο κυνηγός τότε παρεκάλεσε τους Μοναχούς να προσευχηθούν και αυτοί μαζί με τον άγιο γέροντα και με την βοήθεια του Θεού και την πρεσβεία του Οσίου ο αδελφός του σηκώθηκε υγιής και φρόνιμος. Τότε είπε προς τον κυνηγόν ο ιατρευθείς. Σε ευχαριστώ, αδελφέ μου, που με έφερες εδώ και βρήκα την υγεία μου από αυτόν τον Όσιον Πατέρα».
Χαίροντας λοιπόν και με δάκρυα σήκωσαν το λείψανο του Οσίου και το κατέβασαν στην παραλία, έπειτα το έβαλαν στο πλοίο και μπήκαν και αυτοί. Ο άνεμος έπνευσε ευνοϊκός και έφθασαν απέναντι από την Μονή των Ιβήρων, που λεγόταν τότε του Κλήμεντος. Εκεί, κατ’ οικονομίαν Θεού, έγινε θαύμα μέγα! το πλοίο στάθηκε και μήτε εμπρός πήγαινε, μήτε πίσω. Και μη θαυμάσης, αγαπητέ, που λεγόταν η μονή αυτή του Κλήμεντος, διότι η προφητεία της Υπεραγίας Θεοτόκου τότε άρχισε να διαδίδεται και να ονομάζεται το Όρος εις το όνομά της. Και όχι μόνον αυτή η περιβόητος και λαμπρά Μονή των Ιβήρων, αλλά και όλον το Όρος τίμιον και άγιον και εκλεκτόν περιβόλι της Παναγίας λέγεται. Η αρχή έγινε από μια σταγόνα νερού και πλήθυνε και έγινε μέγα πέλαγος, όπως φαίνεται μέχρι σήμερα, όπου από άκρον έως άκρου τον Άγιον Όρος αυτό είναι γεμάτο από θείους Πατέρας, καθώς οικονόμησε η βοηθός των καλών και χορηγός, Κυρία Θεοτόκος και Οδηγήτρια. Γι’ αυτό είναι δίκαιον και εμείς να πούμε κατά τον ειπόντα «ως καλοί οι οίκοι σου, Ιακώβ, και αί σκηναί σου Ισραήλ, ας έπηξεν ο Κύριος και ούκ άνθρωπος».
Λοιπόν, από την τρίτη ώρα ως την ενάτη προσπαθούσαν να κινήσουν το πλοίο, άλλοτε με τα πανιά και άλλοτε με τα κουπιά, αλλά μάταια. Μόλις δε οι μοναχοί των Ιβήρων το είδαν αυτό θαύμασαν και απορούσαν τι να σήμαινε τάχα εκείνο το θαύμα. Μπήκαν, λοιπόν, σε μία βάρκα και αφού πλησίασαν το πλοίο ρώτησαν τους επιβάτες τι είναι αυτό που τους συνέβη. Εκείνοι δεν ήθελαν να πούν την αλήθεια, ότι είχαν το λείψανο του Οσίου, αλλά έλεγαν άλλα αντί άλλων, και προσπαθούσαν να κρύψουν το μυστήριο. Οι Μοναχοί όμως κατάλαβαν ότι δεν τους έλεγαν την αλήθεια, αλλά λόγους πλαστούς, και μή γνωρίζοντας τι να κάνουν, έστρεψαν το πλοίο προς την κατεύθυνσι της Μονής και τότε αμέσως βρέθηκαν στον λιμένα του Μοναστηριού. Και ο Ηγούμενος της Μονής, όταν έμαθε από τον κυνηγό την υπόθεσι καταλεπτώς, εθαύμασε. Πολύ όμως τους κατηγόρησε και τους φοβέρισε.
Αμέσως πρόσταξε και ήλθαν οι ιερείς της Μονής με λαμπάδες και θυμιάματα και παρέλαβαν το άγιον λείψανο ψάλλοντας. Και αφού έκαναν μεγάλη λιτανεία, το έφεραν και το εναπέθεσαν στην Εκκλησία με πολλή τιμή και ευλάβεια και από τότε έκανε κάθε ημέρα θαύματα εξαίσια. Αλλά και από τους αδελφούς της Μονής έδιωχνε κάθε ασθένεια και γιάτρευε εύκολα τους αρρώστους. Και η φήμη του έφθασε σε κάθε τόπο, και όχι μόνον οι άνθρωποι του Όρους έρχονταν και γιατρεύονταν, αλλά η φήμη του συγκέντρωνε και πολύ πλήθος από τα περίχωρα, και όλοι οι πάσχοντες από διάφορες ασθένειες γιατρεύονταν και η χαρά, η ευφροσύνη και ο αγιασμός πλημμύριζε την καρδιά όλων όσων έρχονταν με πίστι προς αυτό.
Μετέφεραν δε το λείψανον του Οσίου από το Καθολικό της Μονής στο Παρεκκλήσιον της Θεοτόκου, το οποίον είναι στον Νάρθηκα του Καθολικού. Εκεί έκαναν οι αδελφοί επί επτά ημέρες αγρυπνία. Έπειτα, με μεγάλη τιμή και ευλάβεια το εκήδευσαν και το ετοποθέτησαν στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας, αφού πρώτα το ευωδίασαν με αρώματα και το είχαν ως ιατρείον ψυχών και σωμάτων, εις μέγα καύχημα και ιατρείο όλης της περιοχής του Αγίου Όρους. Ο κυνηγός και ο αδελφός του έλαβαν συγχώρησι, ευχή και ευλογία από τον Ηγούμενο και από τους λοιπούς πατέρας και χαίροντες επέστρεψαν εις τον τόπον των και εδόξαζον τον Θεόν ευχαριστώντας τον Όσιο. Οι Μοναχοί όμως εκείνοι, οι οποίοι είχαν έλθει με τον κυνηγό, σκέφτηκαν να κλέψουν το λείψανο με τον εξής τρόπο. Επήγαν και προσέπεσαν ψεύτικα εις τον Ηγούμενο και στους υπόλοιπους πατέρας και κλαίγοντας έλεγαν: «Δεχθήτε μας, πατέρες, στη συνοδεία σας για να πεθάνωμε και εμείς εδώ όπου φέραμε αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό, τον οποίο βρήκαμε δι’ αποκαλύψεως από τον Θεό».
Και οι Πατέρες, επειδή δεν ήξεραν το κακό που σκέφτονταν, τους δέχτηκαν με χαρά. Δεν πέρασαν όμως πολλές ημέρες, αφ’ ότου έβαλαν μετάνοια να παραμείνουν στο Μοναστήρι, και μια νύχτα που βρήκαν ευκαιρία, οι νεκροκλέπται, παίρνουν κρυφά το Λείψανο του Αγίου και βιαστικά κατεβαίνουν στον γιαλό, μπαίνουν σε μια βάρκα και φεύγουν.
Αυτά που σας διηγούμαι, αδελφοί, εγώ, ο ταπεινός Νικόλαος, τα είδα και τα άκουσα, γι’ αυτό αναγκάσθηκα να τα γράψω, όπως μπόρεσα, διότι όλα ήταν αδύνατο να τα γράψω. Αλλά από τα πολλά, λίγα έγραψα στο σύγγραμα αυτό, για να είναι παράδειγμα σ’ εκείνους που αναχωρούν από τον κόσμο και γίνονται Μοναχοί, πως πρέπει να πολιτεύωνται και με πόσους κόπους πρέπει να πολεμούν τον εχθρό κάθε καλού τον διάβολον και την αντίδικόν των σάρκα, για να νικήσουν και να κληρονομήσουν την βασιλεία των ουρανών. Όχι όπως κάνουν μερικοί, που γίνονται Μοναχοί, και κάθονται πάλι στις οικίες τους θέλοντας να έχουν ανάπαυσι του σώματος. Και νομίζουν ότι σώζονται οι Μοναχοί όταν περιπατούν με αφοβία Θεού και αμέλεια. (Ούτε άσκησι θέλουν να κάνουν, ούτε να υποτάσσωνται κατά Θεόν εις τους γέροντας, μερικοί δε από αυτούς λατρεύουν την σάρκα τους και γίνονται και οι υποτακτικοί σαρκολάτρες όμοιοι με αυτούς. Άλλοι πάλι συνερίζονται ποιός να ξεπεράση τον άλλο στην πλεονεξία για να αποκτήσουν κτήματα και χρήματα και να καλλωπίζωνται όπως οι κοσμικοί). Και γίνονται τόσο φιλόκοσμοι, ώστε και εκείνοι που τους βλέπουν παίρνουν κακό παράδειγμα, διότι τους προκαλούν πολλή απιστία και έτσι ατιμάζεται το αγγελικό σχήμα, γι’ αυτό και εξ αιτίας του πλούτου της σαρκός γίνονται ξένοι του ουρανίου πλούτου. Αλλά αυτό να μή γίνη σε κανένα από εκείνους που αναχωρούν από τον κόσμο και την ταραχή του. Να προτιμούν την στενή και τεθλιμμένη οδό, την φτωχική ζωή και όχι την πλούσια. Την αδοξία και όχι την δόξα, για να κληρονομήσουν την αιώνιο βασιλεία, με την οποία δεν μοιάζει τίποτε επίγειο και καμμία χαρά αυτού του ματαίου κόσμου, όσο και αν θεωρούνται σπουδαία.
Αλλά ας επιστρέψωμε στην διήγησί μας. Αφού έφυγαν οι Μοναχοί εκείνοι με το λείψανο του Οσίου, έφθασαν σε ένα χωριό που λέγεται Φώκαι, το οποίον ευρίσκεται στην Θράκη. Κοντά στο χωριό εκείνο υπήρχε ένα πηγάδι και στον τόπο αυτό κάθησαν να φάνε άρτο και τον σάκκο όπου είχαν το λείψανο το εκρέμασαν σε ένα κλαδί ελιάς. Ακόμη δεν είχαν τελειώσει το φαγητό τους και έφθασαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά, οι οποίοι φώναζαν μεγαλοφώνως και έλεγαν: «Που είναι ο Μέγας Πέτρος, ο οποίος ήλθε από το Όρος του Άθωνος; θέλομε να τον προϋπαντήσωμε». Και την αιτία της συγχύσεώς τους δεν θα σας την διηγηθώ ακόμη. Μια μεγάλη δεξαμενή βρισκόταν κοντά σ’ εκείνο το πηγάδι, όπου κάθησαν να φάνε οι Μοναχοί εκείνοι, και από την πολυκαιρία παραχώθηκε και έγινε κατοικία πονηρών δαιμόνων. Είχαν αρχηγό έναν χιλίαρχο και τους ώριζε και πολλά κακά έκαναν στον τόπο εκείνο, και όχι μόνον ανθρώπους εδαιμόνιζαν, αλλά και ζώα και πολλούς ανθρώπους εθανάτωσαν, σκύλους, βόας και άλλα ζώα και έκαναν όσα κακά ήθελαν, γι’ αυτό στην χώρα εκείνη ήταν κάθε κακία και θλίψις. Όλοι λοιπόν οι δαίμονες εκείνοι με τον χιλίαρχο τους, αμέσως μόλις πλησίασε εκεί το λείψανο του Οσίου Πέτρου, αμέσως έφυγαν και επήγαν στην χώρα και εδαιμόνισαν όλους τους ανθρώπους οι οποίοι έτρεξαν και ήλθαν στην ελιά και επιχειρούσαν με μεγάλες φωνές να σχίσουν τον σάκκο, όπου βρισκόταν το άγιο λείψανο. Αλλά αμέσως συνέβη θαύμα εξαίσιον, ακόμη και από τα παλιά θαύματα θαυμασιώτερο. Διότι αμέσως έφυγαν τα δαιμόνια από τους ανθρώπους και έφευγαν κλαίγοντας και θρηνώντας διωγμένα μακριά από τον τόπο εκείνο, με την πρεσβεία του Οσίου.
Αλλά ποιός μπορεί να διηγηθή λεπτομερώς τις ιατρείες που έγίνονταν στα πλήθη των ανθρώπων, και τα πολλά και αμέτρητα θαύματα; Διότι το λείψανο του Οσίου γέμισε την ώρα εκείνη ευωδία πολυτίμου μύρου και ευωδίασε όλον τον τόπον εκείνο. Και τους δαιμονιζομένους εσωφρόνιζε, στους τυφλούς εχάριζε το φως, τους κηλούς ανώρθωνε, τους λεπρούς εκαθάριζε, και κάθε αρρώστεια του ορθοδόξου λαού εθεράπευε. Και κάποιος παράλυτος που βασανιζόταν οκτώ χρόνια γιατρεύτηκε, τον οποίον επήγαν με φορείον. Σ’ αυτόν έκανε μεγάλο θαύμα ο Όσιος, διότι μόλις αυτός πλησίασε στο άγιον λείψανον, όλα του τα μέλη έκαναν μεγάλη βοή και αμέσως έγινε καλά, και όλοι θαυμάζοντας εδόξασαν τον Θεό.
Έτσι ακούσθηκε η φήμη των θαυμάτων του σε όλα τα περίχωρα, και έφερναν τους ασθενείς στα φορεία, και όλοι εθεραπεύονταν και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Αυτά τα θαύματα μόλις άκουσε ο Επίσκοπος της πόλεως, παρέλαβε ιερείς και κληρικούς μετά λιτής εκτενούς και επήγαν σ’ εκείνο το χωριό. Και από μεγάλη ευλάβεια και τιμή προς το ιερόν και ιαματικόν εκείνο λείψανον περίπου ένα μίλι προτού να φθάσουν εις αυτό εβάδιζαν σκυμμένοι και ανυπόδητοι. Όταν έφθασαν, πρώτα έκαναν δέησι και ευχή προς τον Θεό και μετά επλησίασαν. Κατ’ αρχάς ο Επίσκοπος ασπάσθηκε το λείψανον του Οσίου, έπειτα και ο Νικόλαος. Έν όσω δε ασπάζονταν το λείψανο, εγίνοντο πολλά θαύματα στους ασθενείς και με δάκρυα έκραζαν όλοι το «Κύριε ελέησον» και εδόξαζαν τον Θεό, ο οποίος δοξάζει τους Αγίους Του, ακόμη και εδώ εις την γή.
Τότε ο Επίσκοπος εκάλεσε τους Μοναχούς, που είχαν φέρει το άγιον λείψανον και με λόγους παρακλητικούς τους ικέτευσε να χαρίσουν εκείνον τον πολύτιμο θησαυρό εις τον ευσεβή λαό του Χριστού, οι δε Χριστιανοί να κτίσουν θείον και ιερόν Ναόν προς τιμήν του Οσίου εις μνημόσυνον και άφεσιν των αμαρτιών και των δικών τους και εκείνων. Και τους υποσχέθηκε ότι για την χάρι αυτή θα τους δώσουν ως ευλογίαν εκατό φλωριά, διότι, όπως είπε δεν του φαίνεται καλό να περιφέρεται εδώ και εκεί ο πολύτιμος αυτός μαργαρίτης, ή ο λύχνος να κρύπτεται υπό τον μόδιον και να είναι σκεπασμένες οι ακτίνες της χάριτος…
Αμέσως μόλις ανεχώρησαν οι Μοναχοί εκείνοι, κάποιος άνθρωπος δαιμονισμένος ήλθε τρέχοντας στο άγιο λείψανο και ρωτούσε λέγοντας· «Που είναι ο Πέτρος ο από Σχολαρίων, ο οποίος δεν έφτασε που με έδιωξε από το Όρος του Άθωνος, αλλά ήλθε και εδώ να με διώξη από την κατοικία μου. Αφήστε με τώρα να τον κατακαύσω, να μην με πειράζη πλέον». Και κρατούσε δύο λαμπάδες στα χέρια του, και καθώς ώρμησε στο λείψανο να το κάψη, αμέσως έγινε μεγάλος κρότος και βοή δυνατή, και σαν αστραπή βγήκε ο δαίμων από τον άνθρωπο εκείνο, και θρηνώντας έφυγε στον αέρα. Αυτό βλέποντας το πλήθος του λαού εδόξασε δυνατά τον Θεό. Κατόπιν επήρε ο Επίσκοπος το λείψανο με όλον τον κλήρον του, με ύμνους και ψαλμωδίες και το απέθεσαν στην Επισκοπή της πόλεώς του. Και πάλι πολλές θεραπείες έκανε την ημέρα εκείνη. Ο Επίσκοπος με τον ιερό κλήρο επί τρία ημερόνυκτα έκαναν δοξολογία, και είχαν μεγάλη χαρά εντόπιοι και ξένοι. Αλλά και ως σήμερα γίνονται πολλαί ιατρείαι και άπειρα θαύματα στον τόπο εκείνο προς δόξαν της ομοουσίου Τριάδος, και εις τιμήν και καύχησιν του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Πέτρου του ασκήσαντος υπερανθρώπως εις το αγιώνυμον όρος του Άθωνος.
Αυτά τα εξαίσια θαύματα και την αγίαν και άμεμπτον πολιτείαν του Οσίου Πέτρου, αδελφοί, που ακούσαμε, ας τα γράψωμε στην καρδιά μας, για να τα ενθυμώμεθα προς μίμησιν της καθαράς και αγγελικής πολιτείας εκείνου, όσον είναι δυνατόν. Και μάλιστα να θρηνήσωμε την αδυναμία και αμέλειά μας, ότι κανένα καλό έργο δεν κάνομε για την ψυχή μας. Μόνο εις τας σωματικάς αναπαύσεις έχομε στραμμένο τον νού μας. Όλα αυτά εκείνοι οι μακάριοι πατέρες τα μισούσαν και τα αποστρέφονταν διότι βλάπτουν την ψυχή. Και μία μόνο διαγωγή είχαν, την αρετή, και μία στενή και τεθλιμμένη οδόν εβάδιζαν, την οποία εμείς εχάσαμε και δεν μπορούμε να την βρούμε, επειδή έχει λίγον ανήφορο. Έχει νηστεία, εγκράτεια, εκκοπή του θελήματος μας, ακτημοσύνη και άλλες πολλές δυσκολίες και εμπόδια. Η πλατεία όμως οδός τα έχει όλα εύκολα, δι’ αυτό και πολλοί την βαδίζουν, και εις μεγάλο γκρεμό κατεβαίνουν. Όμως, ας μιμηθούμε την αγίαν και θεάρεστον πολιτείαν του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Πέτρου. Ας χαράξωμε εις τον νούν μας πόσους κόπους και πόνους υπέμεινε, γυμνός και πεινασμένος, παλεύοντας με τους δαίμονες πενήντα τρεις χρόνους, έως ότου έφθασε στην τέλεια αγάπη του Θεού, για να αξιωθούμε και εμείς να μιμηθούμε με έργα την ζωή του και να στολισθούμε με καλές πράξεις για να ευρεθούμε μπροστά στον Θεό ευάρεστοι και να λάβωμε όμοιους επαίνους διά πρεσβειών του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Πέτρου, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, του οποίου η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
1. Η ουγγιά είναι περίπου 32 γραμμάρια.
Πηγή: Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»