Το μυστήριο του θείου Πάθους
04.05.2013
Αν και το «κεφάλαιον» των παθών του Κυρίου μας είναι ο Σταυρός, διά του οποίου καταργήθηκε ο θάνατος και η φθορά και γενικά η καταδίκη, οι Πατέρες μας ερμηνεύουν και όλων των άλλων, των μερικών ας πούμε, παθών του Κυρίου το νόημα και τη σημασία. Επειδή η παράβαση των πρωτοπλάστων δεν ήταν μόνο μια απλή άρνηση, μια απλή αντιλογία, αλλά επακολούθησε και η πρακτική ενέργεια εφαρμογής της απειθείας προς την θείαν εντολή, ήταν επόμενο να χρειαστεί και τούτων των ενεργειών η θεραπεία. Έτσι, όλες οι ενέργειες των τρόπων της παραβάσεως του πρώτου Αδάμ επαναλαμβάνονται αντίστροφα από τον νέον Αδάμ, τον Κύριό μας Ιησούν, για να θεραπευθούν από την αρρώστεια της παραβάσεως: Άπλωσεν η Εύα τα χέρια στον απηγορευμένον καρπό; Άπλωσε και ο Ιησούς μας τα χέρια πάνω στο Σταυρό! Παρέβη την εντολήν ο Αδάμ και παρήκουσε; Έγινε και ο Ιησούς μας υπήκοος μέχρι θανάτου! Ξύλον ήταν το δένδρο από όπου ο καρπός; Επί του ξύλου εκρεμάσθη ο Λυτρωτής μας! Κήπος και παράδεισος ήταν εκεί όπου ο Αδάμ έφταιξε και απ’ όπου εξορίσθη; Κήπος ήταν στη Γεσθημανή όπου ο Ιησούς μας παρεδόθη! Ισοθεΐαν και δόξαν εφαντάσθη ο Αδάμ στην παράβασή του; Ατιμίαν και εμπτύσματα εδέχθη ο Κύριός μας! Ακάνθας και τριβόλους εκληρονόμησε μετά την εξορία του ο Εδάμ; Με ακάνθας στεφανώνεται ο Ιησούς μας! «Ενήδονον γεύσιν» από τον καρπόν αισθάνθηκε ο Αδάμ; Όξος και χολήν γεύεται ο Ιησούς μας! Διά της Εύας, η οποία εκ της πλευράς του Αδάμ ελήφθη, έγινεν η αποπλάνηση; Την πλευράν Του λογχεύεται ο Ιησούς μας για να τρέξει από αυτήν «αίμα και ύδωρ», συστατικά μυστηριακού καθαρμού της ανθρώπινης φύσεως! Και γενικά η διαστροφή των τρόπων της παραβάσεως των πρωτοπλάστων θεραπεύεται με την αντίστροφη επανάληψή τους στο Πάθος του Σωτήρα μας.
Η βάση όμως και το κέντρο όλων των Θεανθρωπίνων ενεργειών είναι ο Σταυρός, όπου θα επιτελεσθεί το μεγάλο θαύμα, το πιο μεγάλο που έγινε ποτέ και ακούσθηκε, το κέντρο των παγκοσμίων γεγονότων, η αφετηρία και το τέρμα της προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Εδώ γεννάται η αρχή της όντως ζωής και όλης της αιωνιότητας, εδώ αρχίζει η ανακεφαλαίωση των πάντων, όσων έγιναν και υπάρχουν και θα υπάρξουν. Εδώ αρχίζει η κατάργηση και εξάλειψη της φθοράς και του θανάτου, όλων των θανάτων. Εδώ γεννάται η εγγύηση της ασφαλείας σ’ όλους τους κόσμους και σ’ όλους τους αιώνες, και πραγματοποιείται η είσοδος των πάντων στην «μέθεξιν» των θείων δωρεών και χαρίτων, όπως ο Θεός διενοήθη για τη δημιουργία Του. Η παράβαση και πτώση του Αδάμ εμπόδισε την ευδοκία του Δημιουργού για τον αγιασμό και την τελειοποίηση των πάντων. Η διά του Σταυρού θυσία του Κυρίου μας είναι ακριβώς η αφετηρία της επαναφοράς των πάντων στον προορισμό τους, στη δόξα τους. «Όπως πεθαίνουν όλοι εξαιτίας της συγγένειας με τον Αδάμ, έτσι, χάρη στη συγγένεια με τον Χριστό, όλοι θα ξαναπάρουν ζωή» (Α΄ Κορ. ιε’, 22). «Γιατί εάν η παράβαση ενός ανθρώπου είχε σαν συνέπεια το θάνατο όλων, πολύ περισσότερο η χάρη που μας δώρισε, η πλούσια δωρεά της χάριτος που έφερε στον κόσμο ο ένας άνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, πλημμύρισε όλη την ανθρωπότητα»(Ρωμ. ε’, 15). Ναί! Δεν αμφιβάλλει κάνεις ότι η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι η διανομή, τρόπον τινά, όλων αυτών των δωρεών που προεγράψαμε, αλλά η ρίζα από όπου όλα βλάστησαν και καρποφόρησαν είναι ο Σταυρός. Αυτός είναι η δόξα του Ιησού μας, γι’ αυτό και ο Ιωάννης λέγει ότι πριν από τη σταυρική θυσία «ο Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» (Ιω. ζ’ 39). Αν ο τρυγητός έγινε στην Ανάσταση, η καρποφορία διά του Σταυρού και του Πάθους τελεσιουργήθηκε.
Ο παντοδύναμος του Θεού Λόγος, αφού λοιπόν ενώθηκε με τη δική μας φύση και διά του παναρέτου βίου Του θεράπευσε όλες τις αδυναμίες και τα πάθη μας, όλη τη ροπή της παραφύσεως όπου η «επί τα πονηρά εγκειμένη» διάνοιά μας καρποφορούσε, ανέβηκε στο τέλος πάνω στο σταυρό, ο οποίος εθεωρείτο κατάρα, και μαζί με την κατάρα που κληρονόμησε η φύση κατάργησε και αυτόν τον θάνατο. Ήταν πολύ φυσικό για τον μεγάλο αρχιτέκτονα της δικής μας αναπλάσεως να θελήσει να θεραπεύσει εξ ολοκλήρου αυτό που προσέλαβε, την ανθρώπινη δηλ. φύση. Αφού λοιπόν υπέδειξε διά λόγου και πράξεως την αρετή που αρμόζει στη φύση μας, θεράπευσε τις πληγές του θανάτου, που συμβόλιζαν ταυτόχρονα τις ψυχικές μας διαστροφές. Γιάτρεψε το τυφλό, το χωλό, το λεπρό, το ξηρό, το συγκύπτον, το παράλυτο, τη σατανική αιχμαλωσία, που συμβόλιζαν τα όργανα του θανάτου, και μετά προσήλθε διά του Σταυρού προς αυτόν τον ίδιο τον θάνατο για να καταργήσει και αυτόν και έτσι, κατά τον Παύλον, «μ’ αυτόν τον τρόπο να απελευθερώσει όσους ο φόβος του θανάτου τους είχε καταδικάσει να είναι δούλοι σ’ όλη τους τη ζωή» (Εβρ. β’ 15). Μετέβαλε το όργανο της ατιμίας και του φόβου, το σύμβολο της κατάρας και της φρίκης, σε σύμβολο νίκης και θριάμβου, σε όπλο δυνάμεως και συμμαχίας για την ανθρώπινη φύση σε όλες τις γενεές και τις εποχές. Έτσι, τώρα, με τη δύναμη και προστασία του Σταυρού, καταπατείται από όσους τον επικαλεσθούν όλη η δύναμη του διαβόλου και του θανάτου. Διά της χάριτος και δυνάμεως του Σταυρού κατανικάται η δύναμη της αμαρτίας, υποτάσσονται τα πάθη και οι συνήθειες, μεταβάλλεται ο ασθενής χαρακτήρας, φωτίζονται οι πιστοί στην επιλογή του θείου θελήματος και επιτυγχάνουν τις αρετές, κατορθώνουν υπομονή, πραότητα, δικαιοσύνη, αγνότητα και προ παντός το πιο μεγάλο, προκόπτουν στη συμπάθεια και την αγάπη.
Αφού υψώθηκε ο Ιησούς μας από τη γη, ανύψωσε προς τον εαυτό Του όλους όσους πιστεύουν εις Αυτόν και τους απάλλαξε από κάθε μάταιη και εμπαθή προσπάθεια. Αφού υψώθηκε μεταξύ ουρανού και γης (δηλ. πάνω στο σταυρό) και άπλωσε τις αγκάλες, εναγκαλίστηκε ολόκληρη την κτίση και ευαγγελίσθηκε ειρήνη σε όλους, τους μακράν και τους πλησίον, και έγινε των όλων η ειρήνη, έφερε τα διϊστάμενα εις ένα, αφού έλυσε το μεσότοιχο του φραγμού, και αποκατήλλαξε τους πάντας διά του σώματος Αυτού τω Θεώ, διά του σταυρού Αυτού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ, κατά τον Παύλο, «κατάργησε το χρεόγραφο…που ήταν εναντίον μας, και το έβγαλε από τη μέση καρφώνοντάς το στο σταυρό. Αφαίρεσε τη δύναμη που είχαν οι δαιμονικές αρχές και εξουσίες και τις διαπόμπευσε, σέρνοντάς τες νικημένες στο θρίαμβο του σταυρού του Χριστού»(Κολ. β’ 14-15). Υπελείπετο τώρα η κάθοδός Του στον Άδη «ίνα και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς κηρύξη», κατά τον Απ. Πέτρον (Α’ Πέτρ. γ’ 19), γιατί ακριβώς «αυτός που ανέβηκε πάνω από όλους τους ουρανούς, αυτός κατέβηκε εδώ κάτω στη γη για να γεμίσει με την παρουσία του το σύμπαν», ο πάντων τεχνουργός και κυβερνήτης (πρβλ.Εφεσ. δ’ 9-10).
***
Αξίζει όμως εδώ να κάνουμε ένα σταθμό για να περιγράψουμε μερικά γεγονότα που δεν πρέπει να μείνουν απαρατήρητα. Όταν ο Μωυσής εκπλήρωσε την αποστολή του ως οδηγός και λυτρωτής των Εβραίων, και παράδωσε την εξουσία στον διάδοχό του Ιησού του Ναυή με όλες τις επαγγελίες και ευλογίες που τους υποσχόταν ο Θεός, έγραψε με παράπονο μια του ωδή, την Β’, στην οποία εκφράζει τον πόνο και την πικρία του, γιατί ακριβώς πρόβλεψε ότι δεν θα πειθαρχούσαν και δεν θα αξιώνονταν των ευλογιών και επαγγελιών που τους υποσχόταν ο Θεός. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Χριστός μας, ο πραγματικός Λυτρωτής και μόνος Σωτήρας του κόσμου, όταν πραγματοποίησε την πανσωτηρία διά της θείας Του κενώσεως και του Σταυρού, προέβλεψε ότι δεν θα σωθούν όλοι οι άνθρωποι για τους οποίους θυσιάσθηκε· γι’ αυτό ακριβώς στην κρισιμώτερη ώρα του πάθους Του, κίνησε τα μαραμένα Του χείλη και είπε, «διψώ»! Και ναι μεν ο δριμύς πόνος από την παρατεταμένη δοκιμασία Του δημιουργούσε και μια φυσική ανάγκη δίψας, αλλ’ η κραυγή του Ιησού «διψώ» δεν ήταν έκφραση της σωματικής δίψας, Εκείνου που επί 40ήμερον έμεινε εντελώς νηστικός. Η δίψα του ήταν η έκφραση της φλεγομένης από αγάπη παναγάθου καρδίας Του, η οποία διψούσε όλων των ανθρώπων τη σωτηρία. Η θυσία Του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε θα μπορούσαν να σωθούν και όλων των ουρανίων σωμάτων οι κόσμοι, αν ήσαν κατοικημένοι. Η λέξη «διψώ» είναι συγχρόνως το αιχμηρό κεντρί ελέγχου κάθε λογικής φύσεως, κάθε συνειδήσεως και καρδίας που αξιώθηκε της θείας επιγνώσεως και εξ αμελείας προδίδει την αγάπη Του· είναι ο δριμύς έλεγχος κάθε αδιαφορίας, κάθε προφάσεως, κάθε προδοσίας της μεγάλης αυτής θυσίας, η οποία ούτε πριν, ούτε τώρα, ούτε και στο παρατεταμένο μέλλον θα μπορέσει να περιγραφεί. Η φλεγομένη Του καρδία εξέφραζε τη διακαή Του δίψα να συνεχίσει, αν ήταν δυνατό, τα πανάχραντά Του πάθη, για να συγκινήσει και σπρώξει τους αναίσθητους και πωρωμένους που δεν εισέρχονται και μένουν εκτός.
Και εδώ βλέπουμε να εκτυλίσσεται ένα μυστήριο συγκλονιστικό: βλέπουμε την θεϊκή αγάπη σ’ όλη της την έκταση να απλώνεται στους ανθρώπους, να τους καταδικάζει στην αθανασία, στην ισοθεΐα και στην υιοθεσία, ενώ η ανθρώπινη κακία με τη σειρά της να αρνείται την προσφορά. Εκείνο που δικαιούται κάθε άνθρωπος, και αυτός ακόμα ο προδότης και κακοποιός, ένα ποτήρι ψυχρού ύδατος, δεν το εδικαιούτο ο μεγαλύτερος ευεργέτης της ανθρωπότητος. Αυτός που συνεκλόνισε την Ιουδαϊκή γη με τα υπερφυσικά Του θαυμάσια, ο «περιελθών πάσαν την περίχωρον ευεργετών και ιώμενος» τους πάντας, αυτός που δίδαξε έμπρακτα την ειρήνη, τη συμπάθεια και την αγάπη, όταν κατάδικος έκραξε «διψώ», του πρόσφεραν, άντι ύδατος όξος και χολήν. Ω, πόσο τυφλό πράγμα είναι η κακία! Ιδού μια ευκαιρία συγκρίσεως· ο καθένας ας ερευνήσει τον εαυτό του για να δει, από τις εσωτερικές του διαθέσεις, σε ποιό σημείο βρίσκεται· η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Τέλος, αφού ο γλυκύτατός μας Ιησούς, ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, για πολλοστή φορά γεύθηκε την αχαριστία αυτών που ευεργέτησε, και αφού ήδη εξετέλεσε πλήρως την πατρική βουλή, εκφώνησε και τα τελευταία Του λόγια. Αφού δεν αποδέχτηκαν οι άνθρωποι του περιβάλλοντός Του την προσφορά της αγάπης Του και ο παρανομώτατος όχλος «ουκ εβουλήθη συνιέναι», και αφού δεν έμεινε κανένα πλέον περιθώριο να συγκινηθεί η πωρωμένη τους καρδιά, στράφηκε προς τον ουράνιο Πατέρα Του και, τρόπον τινά, απαιτητικά του ζήτησε σαν χάρη να συγχωρήσει τους σταυρωτές Του: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Ω λόγος συνταρακτικός και συγκλονιστικός! Ποιός άλλος θα μπορούσε να τον εκφράσει εκτός από τον μόνον Θεάνθρωπο; Και μόνη η φωνή αυτή, και μόνη η ευχή αυτή ήταν ικανή να πείσει όλο το σύμπαν ότι αυτός και μόνο ήταν ο Υιός του Θεού ο μονογενής.
«Και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιω. ιθ’ 30). Μυστήρια μυστηρίων. Ξέρουμε πως κάθε άνθρωπος πρώτα πρώτα παραδίδει το πνεύμα, και μετά κλίνει την κεφαλή· ενώ ο Ιησούς μας πρώτα έκλινε την κεφαλή και μετά παρέδωσε, όταν θέλησε και όπως ευδόκησε, το πνεύμα Του. Τούτο εννοούσε όταν έλεγε, «εξουσίαν έχω θείναι την ψυχήν μου και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν» (Ιω. ι’ 18). Ο δε θείος Δαμασκηνός στην υμνολογία του αναφέρει: «φόβω σοι ως θεραπαινίς η τελευτή προσταχθείσα πρόσεισι τω Δεσπότη της ζωής…». Με τον τελευταίο του λόγο «τετέλεσται», ο Χριστός αφήκε το πνεύμα και συνεπλήρωσε όλη την οικονομία του παμμεγίστου μυστηρίου της προαιώνιας βουλής του Θεού.
Με αυτά συμπλήρωσε όλη την «εξ ασθενείας», κατά τον Παύλον, προσφορά Του με την οποία, ως «Υιός του ανθρώπου», τελεσιούργησε την ανάπλαση και αναδημιουργία της παρεφθαρμένης μας φύσεως. Ο μέγας Αθανάσιος στο λόγο του περί του Πάθους και του Σταυρού του Κυρίου μας αναφέρει τα εξής: «Κατέβηκε για να προετοιμάσει την άνοδό μας, και έλαβε πείραν της γενέσεως για να συμφιλιωθούμε εμείς με τον αγέννητον (Πατέρα).Έγινε αδύνατος για μας, για να αναστηθούμε εμείς δυνατοί και να πούμε, όπως ο Παύλος, «όλα έχω τη δύναμη να τα επιτύχω διά του Ιησού Χριστού, ο οποίος με ενδυναμώνει»…Οι δήμιοι του αφαιρούν τους δερματίνους χιτώνας που ντυθήκαμε εμείς στο πρόσωπο του Αδάμ, για να μπορέσουμε αντί γι’ αυτούς να ντυθούμε τον Χριστόν…Αυτός υπέφερε για μας και φρόντιζε να μείνουμε εμείς χωρίς πόνους…Ο Σωτήρας, πήρε από αυτούς «τον καλάμον» ώστε όχι μόνο εμάς να ελευθερώσει από την απάτη του όφεως, αλλά και τον ίδιον τον όφιν να σκοτώσει και να τον δείξει νεκρόν»(Ε.Π.Ε, Μ.Αθανασίου έργα τ.12).
***
Ας αναφερθούμε τώρα και στα «εξ αυθεντίας» ενεργηθέντα υπό του Ιησού μας. Οι λόγοι πλέον της οικονομίας παρήλθαν και ο πανσθενουργός του Θεού Λόγος, ο οποίος χθές έπασχεν ως υιός ανθρώπου, αποκαλύπτεται τώρα σ’ όλη Του τη θεοπρεπή παντοδυναμία. Χθές οι υπηρέται του Πιλάτου τον ερράπιζαν σήμερα διά της αστραπής της Θεότητός Του ραπίζει του θανάτου και του Άδου τα βασίλεια. Χθές υπό των Γραμματέων και Φαρισσαίων και του ελεεινού όχλου των Ιουδαίων ενεπαίζετο («ουά, ο καταλύων τον ναόν του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού και πιστεύομέν σοι»)· σήμερα εμπαίζει και φοβίζει τους άρχοντες του σκότους και του Άδου.
Μόλις ο Κύριός μας Ιησούς κατέβηκε με την τεθεωμένη Του ψυχή στον Άδη, Τον συνακολούθησαν όλες οι ουράνιες δυνάμεις, όχι βέβαια για ενίσχυση —ποίαν ενίσχυση χρειάζεται ο παντοδύναμος Λόγος του Θεού, «ο φέρων τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού»; (Εβρ. α’ 3). Αλλά για δορυφορίαν, και περισσότερο για θαυμασμό των μεγάλων Του βουλών και σχεδίων, διά των οποίων ετελεσιούργει την άρρητον αυτού οικονομίαν, «να ενώσει όλα, ουράνια και επίγεια στο πρόσωπο του» (Εφεσ. α’ 10), αλλά και τα υπό την γην. Προπορευόμενες οι μεν και ακολουθώντας οι δε, όλες οι ουράνιες δυνάμεις με πολύ δέος έψαλλαν: «Άγιος, άγιος, άγιος, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο βασιλεύς των δυνάμεων», και εσείσθησαν του Άδου τα σκοτεινά δεσμωτήρια. Ο δε άρχων του σκότους και όλες οι αποστατικές δυνάμεις του, αισθανόμενες ότι έφθασεν η ώρα της καταδίκης τους, κατέβαλαν και την τελευταία προσπάθεια να αμυνθούν.
Ας μεταφέρουμε εδώ μερικά νοήματα από σχετικό λόγο του μεγάλου μας Πατρός Επιφανίου: «Όταν πλησίασαν οι προπορευόμενες δυνάμεις των Ασωμάτων λειτουργών, οι οποίες συνεπορεύοντο με το Σωτήρα μας, φώναξαν προς τους εντός κρυμμένους τυράννους του σκότους: “Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης”. Και σαν να μη γνώριζαν οι σκοτεινοί κάτοχοι του Άδου τι να σημαίνει η φωνή αυτή, απάντησαν δειλά και ταραγμένα: “Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;”· ποτέ κανείς δεν έφθασε στα του Άδου βασίλεια με τόσο μεγάλη εξουσία· μήπως είναι εκείνος ο οποίος άρπαξε από τα δικά μας ταμεία τον Υιόν της χήρας και την θυγατέρα του Ιαείρου και τον τετραήμερον Λάζαρο; Μήπως είναι εκείνος ο οποίος εξέβαλλε τους δικούς μας υπηρέτες από τους ανθρώπους και θεράπευσε τις αρρώστιες και τα τραύματα που εμείς δημιουργήσαμε σ’ αυτούς; Εκείνον, εμείς φροντίσαμε με τους υπηρέτες των δικών μας θελημάτων και τον σταύρωσαν και δεν αντέδρασε, αλλά προσεποιείτο ασθένεια και φόβο και προσηύχετο: Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες; Αυτός διψούσε και εμείς του δώσαμε χολή, και πώς τώρα εσείς λέγετε, «ο βασιλεύς της δόξης»; Και οι ουράνιες δυνάμεις επανέλαβαν με εξουσία: “Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών”, και μη βραδύνετε, μη ρωτάτε, μην απορείτε, μη προφασίζεσθε. Επειδή καθυστερούσαν δε οι σκοτεινές δυνάμεις και ερωτούσαν και πάλιν «τίς εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης», εβόησαν οι επουράνιοι μέ παρρησία: «Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστίν ο βασιλεύς της δόξης». Και με τον λόγον αυτόν συνετρίβησαν αι θύραι, έσπασαν οι μοχλοί, και διελύθη ολοκληρωτικά η είσοδος των σκοτεινών δεσμωτηρίων του Άδου. Τότε φρίκη, τρόμος και φόβος κατέλαβε τους άρχοντες του σκότους, οι οποίοι φεύγοντες εκρύπτοντο στα βαθύτερα του Άδου σπήλαια και καταγώγια, από προσώπου της δόξης του Κυρίου. Τότε με άλυτα δεσμά δέθηκε ο τύραννος και όλη η εξουσία και δύναμη που είχε πάνω στον άνθρωπο αφαιρέθηκε απ’ αυτόν, και δεν εξουσιάζει πλέον κανένα από όσους πιστεύουν και ακολουθούν τον Κύριον Ιησούν Χριστόν. Αυτό προβλέπων ο Δαυίδ έλεγε• «του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος».
«Αφού φώτισε με την αστραπή της θεότητός Του ο Κύριος όλα του σκοτεινού Άδου τα μέρη και καταγώγια, βάδισε προς τον πρωτόπλαστον και πρωτόθνητον προπάτορά μας Αδάμ, τον οποίον βαθύτερον εξ όλων των ανθρώπων ο θάνατος εφύλαττε. Τότε ο Αδάμ ανέστη και σταθείς εβόησε με έκπληξη στους γύρω του απ’ αιώνος νεκρούς: Φίλοι μου και τέκνα μου, ακούω γνωστόν σε μένα ήχον ποδών· είναι αυτός ο ήχος τον οποίον άκουσα και τότε, το καταραμένο εκείνο δειλινό, όταν κρυβόμουν στον παράδεισο για την παράβασή μου. Εάν όντως Εκείνος είναι και έρχεται σ’ εμάς, έχετε θάρρος, γιατί πλησιάζει η απολύτρωσή μας. Και ενώ έλεγε αυτά προέφθασεν αυτόν ο Κύριος με την παρουσία Του με τη θεανδρική Του μορφή. Τότε κτυπώντας το στήθος ο γηραιός Αδάμ εβόησε: «Ο Κύριός μου μετά πάντων». Και απεκρίθηκε ο Ιησούς: «Και μετά του πνεύματός σου»• ανάστα, δικό μου δημιούργημα, ανάστα δική μου εικόνα, ανάστα και έγειρε εκ των νεκρών και θα σε καταφωτίσει ο Θεός• ανάστα, έγειρε, φεύγουμε απ’ εδώ· δεν είναι πλέον στον Άδη η παραμονή σου, αλλά στον ουρανόν. Δεν σε δημιούργησα γιά τον Άδη, αλλά για τη ζωή και για σένα δανείσθηκα τη δική σου φύση, γενόμενος απόγονος και υιός σου, για να σου χαρίσω την υιοθεσία του δικού μου Πατέρα· ανάστα, έγειρε,φεύγουμε απ’εδώ…».
***
Έτσι, σύμφωνα με όσα μας παρέδωσε η αγία μας Εκκλησία, πιστεύουμε ότι επετελέσθη πλήρως με τη συγκατάβαση του Θεού Λόγου η ανακαίνιση της κτίσεως και ιδίως η ανάπλαση της ανθρωπίνης φύσεως. Διά της υποστατικής Του ενώσεως με το κτίσμα Του, τον άνθρωπο, ο θείος Λόγος μετέδωσε και συνεχώς μεταδίδει τις θεοπρεπείς Του χάριτες σ’ όλη τη δημιουργία, ειδικώτερα δε στον άνθρωπο, τον οποίο κατέστησε, κατά τον Παύλον, σύσσωμον Αυτού. Δεν είμεθα πλέον ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού, επειδή είμαστε σύσσωμοι με Αυτόν, αφού μας συνήρμοσε στο δικό Του σώμα, την Εκκλησία.
Ας αναφέρουμε εδώ μερικά λόγια διαπρεπούς θεολόγου της Εκκλησίας μας: Αφού ο Θεός Λόγος έγινε σαρξ, «σώμα», εν τω σώματί Του ενήργησε όλη την οικονομία της σωτηρίας του κόσμου και έτσι το σώμα Του έγινεν Εκκλησία, μέσα στην οποία συνεχίζεται αδιάκοπα όλη η κοσμοσωτηρία από όλους τους παράγοντες της φθοράς και του θανάτου· αυτό είναι που τονίζει ο Παύλος, όταν αναφέρει ότι ο Σωτήρ ενήργησεν «εν τω σώματι Αυτού». Διά της θεανθρωποιήσεώς Του ο Κύριος μας εισάγει σε μιαν εξ αίματος συγγένεια με το Θεό. Η Καινή Διαθήκη με το αίμα του Θεανθρώπου Χριστού δεν είναι διαθήκη με λόγο ή διδασκαλία ή νόμο ή εντολή ή άλλη σύμβαση, αλλά διαθήκη εν αίματι θείω και ανθρωπίνω που είναι ακριβώς η πηγή και αιτία όλων των ζωοποιών και θαυματουργών δυνάμεων που ενεργούν την θεανθρώπινη οικονομία της σωτηρίας μας. Το «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης», δεν σημαίνει άλλο παρά την «ενχρίστωσιν», την «χριστοποίησιν» των πάντων. Να ανακεφαλαιωθούν τα πάντα σ’ ένα σώμα, το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και έτσι να φθάσουν τον θείο και αιώνιο σκοπό τους, «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. α’ 23). Να λοιπόν ποιο είναι το μυστήριο του Θεού, το Ευαγγέλιο, η καλή αγγελία που αποκαλύπτει όλο το νόημα της υπάρξεως του ουρανού και της γης, όλων γενικά των κτισμάτων. Το Ευαγγέλιο είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός εντός μας, με όλο το πλήρωμα της θεανδρικής Του υπάρξεως, με τη μορφή Του στο κάθετι που συνιστά τη φύση μας. Το μυστήριο του Θεού, το Ευαγγέλιο, συνίσταται στο να ζει ο Χριστός εν ημίν και όχι ημείς εν εαυτοίς, στο να γίνωμεν Χριστοειδείς σ’ όλη μας την ύπαρξη και να αντανακλάται η μορφή Του πάνω σε ό,τι εμείς είμαστε. Αυτό κατορθώνεται «εν τη Εκκλησία» διά των θείων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Κάθε μυστήριο και κάθε αρετή μορφώνει μέσα μας αυτή τη θεία μορφή, αυξανομένην έως ότου όλες οι αρετές με τα μυστήρια μορφώσουν προοδευτικά μέσα μας πλήρως την θείαν αυτήν εικόνα: η μετάνοια, η νηστεία, η προσευχή, η κοινωνία, η πίστη, η αγάπη, η πραότης, συνεχιζόμενες με υπομονή σ’ όλη μας τη ζωή «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν» (Γαλ. δ’ 19). Ναι, ο Χριστός και κανένας άλλος, ούτε ο δικός μας εαυτός, να λάβει μέσα μας μορφή. Χωρίς την μορφή του Χριστού εντός του ο άνθρωπος δεν είναι παρά κτήνος ή δαίμων. Αγωνιζόμενοι στην εν Χριστώ ζωή μετέχουμε συνεχώς σ’ όλο το Σώμα και τον βίο του Χριστού μας και γινόμεθα, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, ο Χριστός επαναλαμβανόμενος· μετέχουμε σ’ όλα τα θεοειδή χαρίσματα που μετάδωσε στη φύση μας διά των αγίων Του παθών και της Αναστάσεώς Του. Και, αν και είμεθα επί της γης, όμως «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει», (Φιλ. γ’ 20) και ενώ ευρισκόμεθα μεταξύ των ανθρώπων, «η ζωή ημών κέκρυπτε συν τω Χριστώ εν τω Θεώ»· λοιπόν «τα άνω φρονώμεν, μη τα επί της γης» (Κολ. γ’ 2-3).
( Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, εκδ. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1998 – απόσπασμα).