Αρσένιος ιερομόναχος, ο μικρός (τέλη IΣT’ – α’ ήμισυ ΙΖ’ αι.)


11.05.2011

Ο ιερομόναχος Αρσένιος Βατοπαιδινός, ο αυτοκαλούμενος “μικρός”, είτε “διά την του σώματος μικρότητα”, είτε, όπως αναφέρει ο Γ. Παπαδόπουλος, προς διάκριση από του Μεγάλου (αββά Αρσενίου), ζεί και ακμάζει κατά το α’ ήμισυ ή πιο συγκεκριμένα τάς αρχάς του ΙΖ’ αιώνος. Πατρίδα του, όπως μας πληροφορεί ένας μαθητής του, ο γραφέας του κώδικα Λειμώνος, αρ. 253, ήταν η Ανδρος νήσος. (Το ίδιο χειρόγραφο, το οποίο γράφτηκε πιθανώς κατά τα έτη 1630 – 1650, ο Αρσένιος μνημονεύεται ήδη ως μακαρίτης.

Όσον αφορά στην δραστηριότητά του ως διδασκάλου, εκτός από τον προαναφερθέντα ανώνυμο γραφέα, έχουμε μια μαρτυρία, στον κώδικα αρ. 16 της συλλογής Δριτσάνη, ότι ο Χρυσάφης ο νέος ήταν μαθητής του Αρσενίου. Αν και ,δυστυχώς, δεν έχει διασταυρωθεί μέχρι στιγμής από άλλους η ανωτέρω πληροφορία, αν ισχύει είναι πολύ σημαντική, γιατί αναφέρεται σε έναν από τους σπουδαιότερους μουσικούς του β’ μισού του ΙΖ’ αιώνος, τον Παναγιώτη Χρυσάφη τον νέο, Πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Είναι και αυτό ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν την φήμη του Αρσενίου ως μουσικού κατά τον ΙΖ’ αιώνα.

Το μελοποιητικό έργο που μας παρέδωσε ο Αρσένιος δεν είναι μεγάλο, είναι όμως πρωτότυπο και πρωτοποριακό για την εποχή του. Ένα από τα μέλη με το οποίο έμεινε περισσότερο γνωστός, είναι ο καλοφωνικός ειρμός της 7ης ώδής του σταυρωσίμου κανόνος του Ιωσήφ του Υμνογράφου. Η κάμινος Σωτήρ εδροσίζετο. Ο ειρμός αυτός ανθολογείται πρώτος στα καλοφωνικά ειρμολόγια, από το 1658 τουλάχιστον, και επικράτησε ως την έντυπη έκδοση του Καλοφωνικού Ειρμολογίου. Είναι ένας από τους πρώτους καλοφωνικούς ειρμούς, ο οποίος περιέχει όλα τα καλλωπιστικά στοιχεία του νέου αυτού μουσικού είδους, το οποίο καλλιεργήθηκε κυρίως με τους μελοποιούς του β’ μισού του ΙΖ’ αιώνα. Αλλα μέλη που κατέστησαν γνωστό το όνομα του Αρσενίου είναι τα περίφημα κρατήματά του, τα λεγόμενα “εκ των έξω”. Στα χειρόγραφα ανθολογούνται συνήθως μαζί δύο κρατήματα, τα πλέον γνωστά, αυτό του πλαγίου του πρώτου “τό λεγόμενον σύριγξ, παρά δε των Ισμαηλιτών μουσχάλι” και το “δίς διαπασών” του τετάρτου ήχου.Έχουμε επίσης το κράτημα σε ήχο πρώτο τετράφωνο “εθνικόν και χαρμόσυνον”, ένα ακόμη σε πλάγιο του πρώτου “έτερον”, διάφορο του άλλου ομοήχου κρατήματος και δύο σε βαρύ ή πρωτόβαρυ από τα οποία το ένα συναντάται και αυτό με την επωνυμία “μουσκάλι”. Από τα κρατήματα αυτά, τα τέσσερα, εκτός αυτών που αναγράφονται ως “έτερον”, είναι μεταγραμμένα από τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα στον κώδικα ΕΒΕ-ΜΠΤ αρ.χφ.722 και τα δύο, το “δίς διαπασών” και η “σύριγξ” από τον Γρηγόριο Πρωτοψάλτη στον κώδικα Καρακάλλου, αρ. χφ.230, του έτους 1821, γραμμένα από τον Απόστολο Κώνστα. Τα κρατήματα αυτά ή ηχήματα, όπως αναγράφονται, μαζί με εκείνα του Καρύκη αποτελούν τα πρώτα “ανοίγματα” προς παράλληλες πηγές εμπνεύσεως, καθώς είναι συνθεμένα με βάση οργανικές ή εθνικές μελωδίες, έξω από τον χώρο της καθαυτό εκκλησιαστικής μουσικής.

Εκτός των κρατημάτων και του καλοφωνικού ειρμού που αναφέρθηκαν, ο Αρσένιος έχει μελοποιήσει Κοινωνικά, Χειρουβικά, και Μαθήματα. Έχουν διασωθεί τέσσερα κοινωνικά, από τα οποία τα τρία είναι των Κυριακών σε ήχο τέταρτο, πλάγιο του πρώτου και πλάγιο του δευτέρου και ένα σε πλάγιο του πρώτου του Σταυρού (εσημειώθη εφ ημάς), καθώς και ένα χειρουβικό σε ήχο πλάγιο του δευτέρου, αναφερόμενο ως “σύντομο” τα οποία τα συναντάμε αρκετά συχνά στους κώδικες της Παπαδικής μαζί με άλλα δημοφιλή χειρουβικά και κοινωνικά νεώτερων συνθετών. Μελοποίησε ακόμη, από ένα άλλο τομέα της Μελοποιίας τώρα, δύο καλοφωνικά μαθήματα, από τα οποία το ένα για την εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου Η Θεοχώρητος κόρη και το άλλο για την εορτή της Αγίας Παρασκευής Όλβον λιπούσα πατρικόν, αμφότερα σε ήχο τέταρτο, ο οποίος όπως φαίνεται είναι ήχος που προτιμούσε ο Αρσένιος για αρκετές συνθέσεις του.

Του Αρσενίου έχουμε και ένα Θεοτοκίο, που κινείται και αυτό, από πλευράς μελοποιίας, στον χώρο του Μαθηματαρίου και γενικότερα του κλασικότερου ρεπερτορίου. Είναι το Θεοτόκιο Ψαλμοίς σε ανυμνούμεν, σε ήχο πλ. δ’, το οποίο όπως και τα δύο μαθήματα έχουν επισημανθεί μέχρι στιγμής μόνο σε δύο κώδικες, του α’ μισού και των μέσων του ΙΖ’ αιώνος αντίστοιχα.

Όπως είδαμε, η παλαιότερη χρονολογημένη μνεία του Αρσενίου, προς το παρόν, είναι αυτή του κώδικα αρ. 2 της συλλογής Merlier, του έτους 1658. Μελοποιήσεις του Αρσενίου έχουμε και σε τέσσερα αυτόγραφα ισαρίθμων μουσικών του β’ μισού του ΙΖ’ αιώνος. Είναι του Χρυσάφου του νέου (1671), του Γερμανού Νέων Πατρών, του Μπαλασίου (1660 – 1680) και του Κοσμά του Μακεδόνος (1675 – 1685). Πρόκειται για τέσσερις μουσικούς που δεσπόζουν στα ψαλτικά πράγματα της εποχής τους, από τους οποίους όμως ξεχωρίζουμε τον Γερμανό, λόγω των χαρακτηρισμών και πληροφοριών που παρέχει για τον Αρσένιο και το έργο του. Πρόκειται για τον κώδικα Ιβήρων αρ. 951, όπου στο κοινωνικό του πλ. του πρώτου Αινείτε αναγράφει “πάνυ καλόν”, παρακάτω σε αυτό του πλ. του δευτέρου γράφει “αρσενάκη και νέου αληθούς διδασκάλου” (ίσως γιατί ήταν δάσκαλος του διδασκάλου του Γερμανού, του Χρυσάφου). Στα κρατήματα δε αναφέρει “ποιηθέντα παρά του διδασκάλου Αρσενίου του μικρού, μετά πολλής επιμελείας”. Οι μαρτυρίες αυτές, από έναν από τους μεγαλυτέρους μουσικούς της μεταβυζαντινής περιόδου και κυρίως του 17ου αιώνος, τον Γερμανό Νέων Πατρών, προσδίδουν στο έργο του Αρσενίου κύρος και δηλώνουν την κοινή αποδοχή των συνθέσεών του. Πρόκειται πράγματι περί δοκιμοτάτου μελοποιού και ικανού διδασκάλου, ο οποίος μαζί με τον επίσης βατοπαιδινό Ιωάσαφ τον νέο Κουκουζέλη, δεσπόζει στα μουσικά δρώμενα του αγίου όρους αλλά και γενικότερα στην μουσική παράδοση που δημιουργείται από τα τέλη του 16ου αιώνος έως τα μέσα του 17ου αιώνος και η οποία αποτελεί προπαρασκευαστική περίοδο για την μεγάλη ανανέωση που συντελείται κατά το β’ μισό του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνος.