Ιωάσαφ ο νέος Κουκουζέλης (τέλη 16ου – αρχές 17ου)


11.05.2011

Ο Ιωάσαφ μοναχός ο Βατοπαιδινός, ο επονομαζόμενος νέος Κουκουζέλης, ακμάζει στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνος. Έργα του ανθολογούνται στα χειρόγραφα από τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Το γεγονός ότι ήδη από την εποχή αυτή έχουν επιβληθεί κάποια μέλη του τόσο στην γραπτή, όσο και στην προφορική, εξ’ όσων γνωρίζουμε, παράδοση μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι είχε αναδειχθεί σε δόκιμο μελοποιό, από τα τέλη του 16ου αιώνα ακόμη. Ο Γ. Παπαδόπουλος σημειώνει ότι ο Ιωάσαφ ήταν και καλλιγράφος και αναφέρει και περιεχόμενα ενός ογκωδέστατου κώδικά του, ο οποίος όμως δεν έχει επισημανθεί ούτε και κάποιο άλλο αντίγραφο του Ιωάσαφ.

Αυτό που εντυπωσιάζει στον Ιωάσαφ και τον διακρίνει από άλλους μελοποιούς, είναι κυρίως η επωνυμία “τού Νεοφανούς Κουκουζέλους”. Το νεοφανής χρησιμοποιείται φυσικά για να δηλωθεί η διαφορά από τον άλλο Κουκουζέλη, τον γνωστό βυζαντινό Μαΐστορα. Είναι μεγάλη τιμή για τον Ιωάσαφ το γεγονός ότι ενώ όσο ήταν ακόμη στην ζωή του απενεμήθη ο τίτλος αυτός. Τον συναντούμε ελάχιστες φορές σε μεμονωμένους κώδικες και σε άλλους μουσικούς όπως στον Γρηγόριο δομέστικο της Λαύρας, στον Ιωάννη τον νέο Κουκουζέλη και στον Δανιήλ Πρωτοψάλτη.

Κανείς όμως από τους προαναφερθέντες δεν έμεινε στην ιστορία ως ο νέος Κουκουζέλης. Γεννάται όμως το ερώτημα τί ήταν αυτό που ώθησε τους συγχρόνους του αλλά και τους μεταγενεστέρους, να τον παρομοιάσουν με τον Ιωάννη Κουκουζέλη, μία από τις πλέον εξέχουσες μουσικές προσωπικότητες του Βυζαντίου, τον αποκαλούμενο και “δεύτερη πηγή της Μουσικής”. Αν συγκρίνουμε το έργο των δύο διδασκάλων, θα δούμε ότι όσον αφορά στον τομέα της μελοποιΐας ο Ιωάσαφ δεν μας κληροδότησε έργο ανάλογο σε όγκο με αυτό που συνέθεσε ο Κουκουζέλης. Τα μέλη που τόνισε ο Ιωάσαφ και έχουν διασωθεί μέχρι των ημερών μας είναι ελάχιστα. Απομένει λοιπόν να υποθέσουμε ότι η τιμητική επωνυμία οφείλεται είτε στο διδασκαλικό του έργο, είτε στην Ψαλτική του δραστηριότητα ή ακόμη στην συμβολή του στην διαμόρφωση μια νέας ανανεωτικής παραδόσεως. Δυστυχώς δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα γραπτές μαρτυρίες για μαθητές του Ιωάσαφ, εκτός από μία πολυπρόσωπη παράσταση, σε κώδικα της Μονής Ιβήρων, των αρχών του 18ου αιώνα, στην οποία απεικονίζονται “ο μουσικώτατος κύρ Ιωάσαφ ο νεοφανής Κουκουζέλης”, διδάσκοντας την χειρονομία σε δύο άλλα πρόσωπα που είναι “ο ανεψιός αυτού και φοιτητής” και “ο αυτού υπηρέτης και μαθητής”, των οποίων τα ονόματα είναι δυσδιάκριτα. Δεν έχει βρεθεί όμως μαρτυρία συγχρόνου του Ιωάσαφ, ούτε όσον αφορά στο φωνητικό του τάλαντο και στην καθ’ όλα παρουσία του στο αναλόγιο της μονής, το οποίον πιθανόν να κοσμούσε, ως και ο προ αυτού αγιορείτης μελουργός, όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης. Απομένει λοιπόν ως κοινό στοιχείο μεταξύ “τού πάλαι Κουκουζέλη” και του εξεταζόμενου “νεοφανούς” η προσπάθεια δημιουργίας και η επιβολή μιας νέας παραδόσεως, άρρηκτα συνδεδεμένης με την προγενέστερη, η οποία περιέχει περισσότερα στοιχεία καλλωπισμού, ανάλογα πάντοτε με την εποχή δράσεως του καθενός.

Περιέχονται λοιπόν στο έργο του Ιωάσαφ καλλωπισμοί παλαιοτέρων μελών, καταγραφές, κατά το Βατοπαιδινό και γενικότερο αγιορειτικό ύφος, καθώς και συντμήσεις των “πλατυτέρων” παλαιών μουσικών θέσεων. Συγκεκριμένα ο Ιωάσαφ μελοποίησε ένα Νύν αι δυνάμεις σε ήχο πλάγιο του δευτέρου, το οποίο είναι και το πλέον διαδεδομένο από τα έργα του, καθώς ανθολογείται σε πολλές δεκάδες κωδίκων ανάμεσα στα μέλη της Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας. Πάνω στο μέλος του Νύν αί δυνάμεις του Ιωάσαφ, έχει γραφτεί και ένα χερουβεικό Του δείπνου Σου. Μελοποίησε ακόμη δύο κρατήματα, ένα σε ήχο δεύτερο και ένα σε ήχο τέταρτο. Εκτός από τα δύο αυτά κρατήματα, εμφανίζεται στα χειρόγραφα και σε μία σειρά ηχημάτων, που φέρονται ως συντμηθέντα και διασκευασθέντα από τον Ιωάσαφ και επιγράφονται ως εξής: “αρχή συν Θεώ αγίω των κατ’ ήχων τερετιξώντων ηχημάτων σμικρυνθέντων και παραλαυέντων παρά του νεοφανούς Κουκουζέλη κύρ Ιωάσαφ, ήτοι κρατήματα του Κλαδά ….”. Συναντούμε ακόμη τονισμένα από τον Ιωάσαφ διάφορα προσόμοια κατ’ ήχον “μελισθέντα παρά κυρίου Ιωάσαφ του νέου Κουκουζέλη”, καθώς και τα μοναδικά μεταγραμμένα στην νέα μουσική σημειογραφία μέλη του, ορισμένα αναστάσιμα στιχηρά μαθήματα υπό την ένδειξη, “Στιχηρά αναστάσιμα Του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ψαλλόμενα κατ’ ήχον Τη αγία και μεγάλη Κυριακή του Πάσχα, εν πάση τη Πεντηκοστή και εν ταίς αναστασίμοις ημέραις μελισθέντα παρά Ιωάσαφ του νέου Κουκουζέλη” Τέλος, το λιγότερο ίσως γνωστό, αλλά το πλέον σημαντικό για τον Ιωάσαφ, είναι η εκ νέου μελοποίηση του ειρμολογίου, η οποία είναι η δεύτερη επώνυμη αυτή την περίοδο μετά από αυτήν του Καρύκη. Σε κώδικα της Μέγ. Λαύρας των αρχών του 17ου αιώνα, αντίγραφο προφανώς του αυτογράφου του Ιωάσαφ, το οποίο δεν έχει επισημανθεί, αναφέρεται, “αρχή συν θεώ αγίω του Ειρμολογίου Του όλου ενιαυτού. Εκαλλωπίσθη δε μικρόν παρά του εν μοναχοίς ευτελούς Ιωάσαφ του νέου Κουκουζέλους”.

Από όλα τα ανωτέρω γίνεται φανερό, ότι ο Ιωάσαφ υπήρξε ένας πρόδρομος της επερχομένης ανανεωτικής περιόδου και της πρώτης ακμής της εκκλησιαστικής μουσικής στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατά κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Δημιούργησε μια ισχυρή προσωπική μουσική παράδοση, η οποία συνέβαλε σε συνδυασμό με το κύρος και την φήμη του Αρσενίου του μικρού ώστε οι δύο αυτοί διδάσκαλοι να αφήσουν έντονα ίχνη στην αγιορειτική ψαλτική παράδοση και να μην καταστήσουν το Βατοπαίδι, πόλο έλξης

“διά του θέλοντος μουσικήν μαθείν”.