«Θαύματα Παναγίας Παραμυθίας και Παναγίας Παντανάσσης» (μέρος 2ο)
12.12.2011
Η ορθόδοξη λατρεία χρησιμοποιεί γενικά τα υλικά στοιχεία για να τελέσει τα μυστήρια (άρτος, κρασί, λάδι, νερό, μύρο κλπ). Τα υλικά αντικείμενα (κρασί, σιτάρι, λάδι, νερό, φωτιά, κεριά, θυμίαμα) συχνά χρησιμοποιούνται ως σύμβολα πνευματικών εννοιών, αντικειμένων, εκδηλώσεων και των αγαθών που προέρχονται από το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Η παραδοχή ή η χρήση του υλικού στοιχείου στη λατρεία και την τέχνη ανταποκρίνεται στο ότι ο άνθρωπος είναι υλικοπνευματική ύπαρξη, οδηγεί δε σε εμβάνθυνση στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας, κάνει τα πνευματικά μηνύματα δυνατότερα και πειστικότερα παρά ο απλούς λόγος. Επομένως το υλικό στοιχείο παίζει ευεργετικό ρόλο, εφ’ όσον συντελεί, ώστε η εσωτερική ζωή να εκφράζεται πληρέστερα και τελειότερα. Η ύλη έχει δύναμη και σημασία αναγωγική και αυτό είναι σύμφωνο με τη διπλή φύση του ανθρώπου. «Επειδή είμαι άνθρωπος και έχω σώμα, ποθώ με το σώμα μου να μιλώ και να βλέπω τα άγια» λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Επειδή ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να αποχωριστεί από το σώμα και να έλθει μόνος του στο χώρο της καθαρής θεωρίας, είναι επόμενο να βοηθείται από τατα αισθητά πράγματα, από τύπους, σύμβολα και σχήματα τα οποία έχουν αναγωγική δύναμη. «Με τη σωματική θεωρία ερχόμαστε στην πνευματική θεωρία»[1].
Γι’ αυτό παρά το ότι η Παλαιά Διαθήκη απαγόρευσε την ειδωλολατρία δεν εμπόδισε το γεγονός της χρήσεως εικόνων και συμβόλων, όπως ήταν η σκηνή του μαρτυρίου, το καταπέτασμα, η κιβωτός της Διαθήκης, η τράπεζα των άρτων, οι λυχνίες, η χρυσή στάμνα, η ράβδος, και τα γλυπτά των Χερουβίμ, -όλα κατασκευασμένα από ανθρώπινα χέρια-, τα οποία προσκυνούσαν όλοι οι Ισραηλίτες.
Ο κίνδυνος της ειδωλολατρίας με τη χρήση των εικόνων είναι ανύπαρκτος για τους χριστιανούς. Ο Χριστός έσωσε με την ενανθρώπησή του τους ανθρώπους από την πλάνη των ειδώλων, διδάσκοντάς τους τη λατρεία και προσκύνηση του αληθινού Θεού. Το ίδιο κάνει και η Εκκλησία σ’ όλες τις εποχές.
Οι εικόνες δεν έχουν καμιά σχέση με τα είδωλα, και ο σεβασμός προς αυτές δεν έχει λατρευτικό χαρακτήρα.
Ποιά διαφορά έχει το είδωλο από την εικόνα;
Όπως γράφει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης η εικόνα είναι «ομοίωση» με το υπαρκτό, ενώ το είδωλο είναι «ομοίωση» με το ανύπαρκτο. Τα είδωλα είναι δημιούργημα της φαντασίας. Αυτή δημιουργεί ανύπαρκτους θεούς, τους οποίους φέρνει στην ύπαρξη με τις ειδωλικές απεικονίσεις και οι οποίοι εξαφανίζονται μόλις καταστραφούν τα αγάλματα ή τα ξόανά τους. Το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ανύπαρκτο, είναι φανταστικό, δεν είναι πραγματικό πρόσωπο.
Η εικόνα απεικονίζει αυτό που υπάρχει πραγματικά, ενώ το είδωλο δεν έχει αυτή τη δυνατότητα, δηλαδή δεν απεικονίζει μία πραγματική θεότητα. Ενώ η εικόνα του Χριστού απεικονίζει το πρωτότυπο, τον Σαρκωμένο Υιό και Λόγο του Θεού, το άγαλμα του Δία τί απεικονίζει; Γι’ αυτό το λόγο τα είδωλα απαγορεύονταν στην Παλαιά Διαθήκη.
Μετά τη Σάρκωση του Λόγου του Θεού μπορούμε να τον περιγράψουμε. Η εικόνα του Υιού του Θεού είναι απόδειξη και ομολογία της ενανθρωπήσεώς του. Πριν τη Σάρκωση δεν επιτρεπόταν να περιγράψει και να εικονίσει κανείς τον Χριστό. Και οι εικόνες της Θεοτόκου και των Αγίων αποτελούν απεικονίσεις πραγματικών ιστορικών προσώπων, τα οποία βρίσκονται σε άμεση, προσωπική και ουσιαστική σχέση με τον Ένα και Μόνο αληθινό Θεό.
Τα γλυπτά Χερουβίμ, που είχαν ανθρώπινη μορφή, τα οποία επέτρεψε ο Μωυσής δεν ήσαν είδωλα, αλλά απεικονίσεις ασωμάτων αγγέλων, έτσι όπως είχαν εμφανιστεί στους Πατριάρχες του Ισραήλ[2]. Τα ιερά αυτά σύμβολα παιδαγωγούσαν τον ισραηλητικό λαό ώστε να συνειδητοποιεί αφ’ ενός τη διαρκή παρουσία του Θεού στη ζωή του και αφ’ ετέρου το χρέος του στο να αποδίδει λατρεία προς τον Ένα και Μόνο αληθινό Θεό[3].
Η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη από εικονικές παραστάσεις και πρωτυπώσεις, αλλά και παραστατικές εξεικονίσεις γεγονότων της θείας Οικονομίας, που πραγματοποιήθηκαν στην Καινή Διαθήκη. Η «φλεγομένη και μή κατακαιομένη βάτος», προεικονίζει την αειπαρθενία της Θεοτόκου. Η τριήμερη παραμονή του Ιωνά στην κοιλιά του κήτους, προεικονίζει την τριήμερη ταφή του Κυρίου. Η Κιβωτός του Νώε, προεικονίζει την Εκκλησία. Για λόγους παιδαγωγικούς προς ένα λαό ανώριμο πνευματικά, όπως ήταν ο Ισραηλητικός, που εύκολα παρασυρόταν στην ειδωλολατρία δόθηκε η εντολή από το Θεό να μην γίνεται εξεικόνιση του προσώπου του.
Όποιοι αρνούνται τις εικόνες αρνούνται την σάρκωση του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και όλο το μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Οι εικονομάχοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Η εικόνα είναι απόδειξη της σαρκώσεως του Θεού. Η απερινόητη, η αχώρητη και άπειρη θεία φύση αδειάζει και συναντά την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση. Το άκτιστο συναντάται με το κτιστό και υπάρχει με τον τρόπο του κτιστού. Η εικόνα του Χριστού γίνεται τόπος φανέρωσης της λυτρωτικής συναντήσεως του Θεού με τον άνθρωπο. Αλήθεια για την Εκκλησία δεν είναι μία ιδέα ή ένα αφηρημένο σχήμα, αλλά συγκεκριμμένο πρόσωπο που μπορεί να εικονίζεται. Η Εκκλησία μπορεί όχι μόνο να μιλά για την αλήθεια αλλά και να την δείχνει: είναι η εικόνα του Χριστού. «Κάθε εικόνα δεν φανερώνει τη φύση αυτού που εικονίζεται αλλά το πρόσωπό του· ο Χριστός περιγράφεται ως πρόσωπο, έστω και αν στην θεότητά του είναι απερίγραπτος». Με την ορθόδοξη εικόνα του Χριστού γίνεται ορατό το πρόσωπο του Κυρίου με την ανθρώπινη μορφή του, όπως έγινε ορατό και ιστορικά κατά την ενανθρώπησή του. Η Εικόνα του Χριστού δεν φανερώνει μόνο τη συνάντηση του Θεού με τον άνθρωπο, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και κλήση συναντήσεως του ανθρώπου με το Θεό. Η θέση και η τιμή που απονέμει η ορθόδοξη Εκκλησία στην εικόνα, δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση στη ειδωλολατρία, αλλά είναι μία έμπρακτη ομολογία ότι ο Θεός έγινε στο πρόσωπο του Χριστού τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός. Πήρε, ομόρφηνε και έσωσε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο που είχε αμαυρωθεί και την εθέωσε. Αφού η θεότητα έγινε ένα κράμα με τη δική μας ανθρώπινη φύση, σαν με κάποιο ζωοποιό και σωτήριο φάρμακο, δοξάστηκε η φύση μας και έγινε άφθαρτη[4].
Πρέπει να διευκρινήσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι άλλο είναι η εικόνα και άλλο το εικονιζόμενο πρόσωπο. Η εικόνα δεν ταυτίζεται με το πρωτότυπό της. Είναι δυο πραγματικότητες που διακρίνονται μεταξύ τους αλλά είναι συγχρόνως αδιάσπαστα ενωμένες. Η εικόνα μοιάζει ως προς τη μορφή με το πρωτότυπό της αλλά διαφέρει ως προς τη φύση με αυτό. Οι Πατέρες έδωσαν το παράδειγμα του καθρέφτη. Πάνω στον καθρέφτη διαγράφεται η μορφή του προσώπου που καθρεφτίζεται. Η μορφή αυτή έχει διαφορετική ουσία από το πρόσωπο που καθρεφτίζεται. Δεν έχει κοινή την ύλη και την ουσια το πρωτότυπο με το ομοίωμα.
Η εικόνα λοιπόν αναπαριστά το πρόσωπο. Στο ερώτημα ποιά φύση εικονίζεται στην εικόνα του Χριστού, η θεία ή η ανθρώπινη, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης απαντά. Ούτε τη θεία φύση εικονίζουμε ούτε την ανθρώπινη. Εικονίζουμε το πρόσωπο του Χριστού στο οποίο είναι ενωμένες ασύγχυτα και αδιαίρετα οι δύο φύσεις. Η εικόνα του Χριστού δεν είναι δυνατόν να λατρεύεται, διότι δεν είναι της ίδιας φύσεως με το πρωτότυπό της. Η τυχόν λατρεία της εικόνας του Χριστού, θα σήμαινε, ότι η εικόνα αυτονομείται έναντι του πρωτοτύπου της, δηλαδή αυτού του Χριστού, και συνιστά πλέον ιδιαίτερη ύπαρξη. Στην εικόνα του Χριστού προσκυνείται ο Χριστός αλλά δεν λατρεύεται.
Τις εικόνες τις προσκυνούμε δεν τις λατρεύουμε. Η προσκύνηση είναι σημείο υποταγής, ταπεινώσεως. Στην προσευχή που κάνουμε μπροστά σε μία εικόνα καταθέτουμε τα αιτήματά μας, διότι η εικόνα λειτουργεί ως «μεσίτρια» στην απόλυτα προσωπική μας προσευχή. Η εικόνα γίνεται γέφυρα, πέρασμα, μία διάβαση μέσω της οποίας προσκυνούμε τον εικονιζόμενο άγιο και διά μέσου αυτού τον αληθινό Θεό. Δεν αποδίδεται λατρεία στην ύλη αλλά στο πρόσωπο που παριστάνεται. Όπως είπε ο Μέγας Βασίλειος «η τιμή προς την εικόνα διαβαίνει στο πρωτότυπο». Η θεολογία της εικόνας και της προσκυνήσεώς της γίνεται μία θεολογία σχέσεως προς το εικονιζόμενο πρόσωπο και σε τελική ανάλυση η προσκύνηση απονέμεται προς τον Τριαδικό Θεό. Το γεγονός, ότι η Θεοτόκος τιμάται ως «Μητέρα» του Υιού του Θεού και οι άγιοι ως «θεράποντες» (δούλοι) του ενός Θεού, φανερώνει ότι κάθε προσκύνηση έχει ως τελική αναφορά τον Θεό. Έτσι δεν αυτονομείται η τιμή των αγίων ή της Θεοτόκου έναντι της προσκυνήσεως του Θεού.
Στη ορθόδοξη θεολογία υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στη λατρευτική και στη τιμητική προσκύνηση των εικόνων της Θεοτόκου και των Αγίων. Η τιμητική προσκύνηση της Θεοτόκου και των Αγίων πηγάζει από το γεγονός ότι τιμήθηκαν και οι ίδιοι από τον ίδιο τον Θεό. Οι εικόνες φανερώνουν αυτή την τιμή και μας οδηγούν να κάνουμε την ίδια κίνηση. Οι άγιοι άλλωστε είναι χριστοποιημένες υπάρξεις και παρουσίες και είναι παρόντες εκεί κατά χάριν. Μας βλέπουν. Ακούνε τις προσευχές μας και μας καλούν σε αγαπητική κοινωνία και σχέση. «Όπου είναι οι Άγιοι, εκεί είναι και όλος ο Κύριος και Θεός. Κάθε άγιος είναι Χριστός επαναλαμβανόμενος» λέει ο μακάριος Γέρων Ιουστίνος Πόποβιτς. Τιμώντας λοιπόν τους αγίους και προσκυνώντας τις άγιες εικόνες τους, τιμούμε και προσκυνούμε τον ίδιο τον αληθινό Θεό. Η λατρεία απονέμεται μόνο στον Τριαδικό Θεό. Η Θεοτόκος, η οποία έχει θέση μετά την Αγία Τριάδα έχει και τα πρωτεία στην τιμητική προσκύνηση, γι’ αυτό υπερβολικά τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η τιμή και η προσκύνηση των εικόνων αποδίδεται με ένα ορισμένο τρόπο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι και αυτός στοιχείο της παραδόσεως. Τις εικόνες τις ασπαζόμαστε[5], ακουμπάμε δηλαδή τα χείλη μας πάνω τους, τις καταφιλούμε[6]. Στα μοναστήρια υπάρχει ο χαιρετισμός των εικόνων, δηλαδή ο φιλικός ασπασμός, που είναι ασπασμός οικειότητας μέσα στο βίωμα ότι είμαστε συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού. Το μυστήριο της κοινωνίας του ανθρώπου με το Χριστό, όπως και με κάθε άλλο άγιο πρόσωπο, δεν εξαντλείται μόνο στη διά συγκεκριμένων τρόπων απόδοση τιμής και προσκυνήσεως προς αυτό διά μέσου της τεχνητής εικόνας. Ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης επισημαίνει ότι ακόμη και η θέαση της εικόνας ισοδυναμεί με προσκύνηση του πρωτοτύπου της.
Εφ’ όσον στην εικόνα είναι παρόν το θείο πρωτότυπο, είναι παρούσα σ’ αυτήν η θεία δύναμη του πρωτοτύπου. Η εικόνα γίνεται φορέας θείας Χάριτος. Όταν προσευχόμεθα μπροστά σά μία εικόνα προσκαλούμε τον άγιο να έλθει σ’ αυτήν. Οι εικόνες δεν είναι μόνο διδακτικά βιβλία για τους αγραμμάτους αλλά και ύλη γεμάτη από τη θεία χάρη. Η εικόνα δεν είναι μόνον ύλη και χρώματα, αλλά συγχρόνως και παρουσία πνευματικής πραγματικότητας. Μέσα στις εικόνες παραμένει η ενέργεια της θείας Χάριτος. Όποιος προσεύχεται μπροστά στις εικόνες αναπαύεται ψυχικά βλέποντας τις συγκεκριμένες μορφές των αγίων και διδάσκεται πόσο επιβραβεύει ο Θεός και η Εκκλησία όλους εκείνους οι οποίοι έμειναν στη γή πιστοί στο θέλημά του. Την επιβράβευση φανερώνει ο φωτοστέφανος που υπάρχει στην εικόνα.
Η εικόνα είναι το έγχρωμον ευαγγέλιο. Όπως αποφάσισε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος «οι αγιογράφοι δεν αναπαριστάνουν με την τέχνη τους έργα που είναι αντίθετα προς το περιεχόμενο του Ευαγγελίου. Αλλά εκείνο που αναφέρει η Γραφή, αυτό παρουσιάζουν με τη ζωγραφική τέχνη». Η εικόνα είναι ζωγραφισμένος ευαγγελικός λόγος. (Λεωνίδας Ουσπένσκυ).
Στη λατρεία χρησιμοποιούμε το λόγο τον οποίο ακούμε με τα αυτιά μας. Η ορθόδοξη εικόνα είναι ισότιμος με το λόγο των λειτουργικών κειμένων. Ό, τι είναι τα λειτουργικά κείμενα για την ακοή, το ίδιο είναι η εικόνα για την όραση. Η εικόνα υμνεί και δοξάζει τον Κύριο και τους Αγίους σιωπηλά. Πολλές αγιογραφικές παραστάσεις είναι αναπαράσταση ύμνων της Εκκλησίας μας. Στη Μονή μας, τη Μονή Βατοπαιδίου, υπάρχουν είκοσι τέσσερις εικονογραφικές σκηνές από τον Ακάθιστο Ύμνο.
Η εικόνα γίνεται υμνογραφική γλώσσα. Αλλες φορές συνθέσεις εικονογραφικές αφηγούνται τους βίους των αγίων (συναξάρια) ή επεξηγούν πατερικούς λόγους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ονομάζει την εικόνα του αγίου Μάρτυρα Θεοδώρου «βιβλίο που ομιλεί» και που όταν το διαβάζουν οι πιστοί ωφελούνται με πολλούς τρόπους. Η σιωπηλή αγιογραφία διδάσκει.
Η γλώσσα των εικόνων διδάσκει ολόκληρο το περιεχόμενο της πίστεως , όλα τα δόγματα, είναι θεολογία εικονογραφημένη. Θεολογικά και δογματικά κείμενα, όπως το «Σύμβολο της Πίστεως» και το «Πάτερ ημών» έχουν δημιουργήσει πλήρεις εικονογραφικές σειρές.
Η εικόνα κατά τον άγιον Ιωάννη τον Δαμασκηνό μας παιδαγωγεί, μας μορφώνει. Είναι η ιερή τέχνη που επινοήθηκε για να μας οδηγεί στη γνώση, για να μας ωφελεί, ευεργετεί και να μας σώζει. Οι εικόνες γίνονται οδηγοί και μορφώνουν μέσα μας τον Χριστό. Η απεικόνιση των μαρτυρίων των αγίων, της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, της Κολάσεως, του Παραδείσου μας ενθαρρύνουν και μας παρακινούν για την Χριστοποίησή μας. Βρίσκουμε στα Συναξάρια διηγήσεις που αφηγούνται ότι πολλοί άγιοι εισήλθαν στη ζωή της Εκκλησίας και άγιασαν μόνο με την επίδραση που άσκησε πάνω τους η θέα μιάς συγκεκριμένης εικόνας. Ο άγιος Δοσίθεος, όταν ήταν έφηβος, είδε την εικόνα της κολάσεως στους Αγίους Τόπους. Η ψυχή του γέμισε φόβο Θεού και κατάνυξη. Μετανόησε, έγινε μοναχός και μέσα σε πέντε χρόνια κάνοντας υπακοή, άσκηση και υπομονή αγίασε.
Υπήρχε κάποιος ασκητής, αφηγείται ο Αββάς Αιλιώτης, έγκλειστος που δοκιμαζόταν χρόνια πολλά από το δαιμόνιο της πορνείας. Κάποτε ο Γέροντας είπε στον διάβολο:«Γιατί με πολεμάς με τόσο μίσος; Φύγε από δώ, άφησέ με ήσυχο, γέρασες πιά μαζί μου».
Τότε το δαιμόνιο του είπε: «Ορκίσου μου ότι δεν θα πείς πουθενά αυτό που θα σου πώ και δεν θα σε ξαναπολεμήσω». Ο Γέροντας ορκίστηκε.
Τότε ο δαίμονας του λέει: «Μή ξαναπροσκυνήσεις αυτή την εικόνα, -και έδειχνε με το χέρι του την εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας- και δεν θα σε πολεμήσω ποτέ πιά, σ’ όλη σου τη ζωή».
Την επόμενη ημέρα ο ασκητής κάλεσε τον Αββά Θεόδωρο τον Αιλιώτη και του είπε τί έγινε.
Τότε ο Αββάς του είπε: «Καλά έκανες που ήλθες και εξομολογήθηκες. Η γνώμη μου είναι ότι για σένα είναι προτιμότερο να κάνεις το γύρω όλων των πορνείων της πόλης και να μην αφήσεις ούτε ένα που να μην μπείς, παρά να αρνηθείς να προσκυνάς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του».
Μόνο αυτή η ιστορία νομίζουμε θα ήταν αρκετή να δείξει τη μεγάλη σημασία των εικόνων.
πηγή: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Θαύματα Παναγίας Παραμυθίας και Παναγίας Παντανάσσης, Άγιον Όρος
[1]P.G. 94, 1336Β και P.G. 94, 1337ΒC.
[2]Γεν. 3, 24. 16, 11. 19, 1. Εβρ. 1, 14.
[3] P.G. 99, 336Α.
[4]P.G. 94, 1332D.
[5]Ο άγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ταυτίζει εννοιολογικά τούς όρους «προσκυνώ» και «ασπάζομαι». Γράφει: «Κυνείν γάρ τη ελλαδική αρχαία διαλέκτω τό ασπάζεσθαι και τό φιλείν σημαίνει, και τό τής πρός προθέσεως επίτασίν τινα δηλοί τού πόθου, ώσπερ φέρω και προσφέρω, κυρώ και προσκυρώ, κυνώ και προσκυνώ, ο εμφαίνει τόν ασπασμόν και τήν κατ’ επέκτασιν φιλίαν· ο γάρ τις φιλεί και προσκυνεί· και ο προσκυνεί, πάντως και φιλεί… προδήλως ασπασμός έστι τε και λέγεται, ως δηλοί τό προσψαύειν τοίς οικείοις χείλεσιν» Mansi 13, 1104 εξ.
[6]Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης αναφέρεται στήν έκφραση «Κατασπαζόμενοι» τής 6ης Οικ. Συνόδου ερμηνεύοντας την ως «προσκυνείν και προσπύσσεσθαι» ΑΝΤΡ 2, 380ΑΒ.