Ανέκδοτο μαρτύριο του Αγιορείτη Νεομάρτυρος Αθανασίου του Λήμνιου του ασκήσαντος στην Ιερά Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Ανδρέα († 1846)
20.08.2013
Ο νεομάρτυρας Αθανάσιος ο Λήμνιος, ένας από τους πλέον οψιμους νεομάρτυρες της Εκκλησίας, αφού το μαρτύριό του επισυνέβη δυόμισυ δεκαετίες μετά την Ελληνική Επανάσταση, κατέστη γνωστός από μία σύντομη νεομαρτυρολογική διήγηση που περιλαμβάνεται στον αγιορειτικό κώδικα αγ. Παντελεήμονος 608[1]. Πρόσφατα, ωστόσο, εντοπίσαμε ένα μετρίας εκτάσεως Μαρτύριό του, στο οποίο παρέχονται επιπλέον στοιχεία τόσο για τη ζωή του Αθανασίου κατά τη νεανική του ηλικία, την εξωμοσία του, τη μεταστροφή του στη χριστιανική πίστη και το μαρτυρικό του τέλος, όσο και για τα πρόσωπα τα οποία σχετίζονται με τη γνωστοποίηση του μαρτυρίου του και τη συγγραφή αυτού του νεομαρτυρολογικού κειμένου. Το Μαρτύριο αυτο καταλαμβάνει τις σελίδες 169-173 του κώδ. Αγ. Παντελεήμονος 716 (Λάμπρος 6223), του 19ου αιώνα[2], και κατακλείεται με το απολυτικιο του Νεομάρτυρος, πιθανότατα σύνθεση κάποιου από τους γνωστούς αγιορείτες υμνογράφους αυτής της περιόδου.
Σύμφωνα με το ανέκδοτο Μαρτύριό του, ο Αθανάσιος καταγόταν από τη Λήμνο. Έλαβε τη στοιχειώδη παιδεία της εποχής του στη γενέτειρά του και εν συνεχεία, κινούμενος από θείο ζήλο μετέβη στο Άγιον Όρος, στον παραγωγικό χώρο του οποίου ανήκε η Λήμνος ήδη από τη βυζαντινή εποχή[3], και εισήλθε στη Mεγίστη Λαύρα, τεθείς υπό την πνευματική καθοδήγηση κάποιου γέροντος. Kατά την περίοδο της οδυνηρής για το Άγιον Όρος περιόδου της Επαναστασεως του 1821[4], ο Αθανάσιος, όπως και άλλοι Αγιορείτες, αιχμαλωτίσθηκε και μεταφέρθηκε, μαζί με άλλα εβδομήντα «παιδία», αρχικά στη Θεσσαλονίκη[5] και εν συνεχεία στην Aίγυπτο, όπου και εξισλαμίσθηκε. Ο συντάκτης του Μαρτυρίου προσθέτει ότι μόνο ένας λαϊκός, που ονομαζόταν Ζαφείρης, δεν υπέκυψε στις πιέσεις να εξωμόσει και τελικά μαρτύρησε[6].
Στην Αίγυπτο, πιθανότατα στο Κάϊρο, που μνημονεύεται στο όραμα του Μαρτυρίου ως «μέγα Κάερον»[7], ο Αθανάσιος έζησε αρχικά ως δούλος, ενώ λίγο αργότερα νυμφεύθηκε μία γυναίκα που είχε επίσης εξωμόσει και απέκτησε αρκετά μεγάλη περιουσία. Η τριττή, όμως, θαυμαστή εμφάνιση και παρέμβαση του Mεγάλου Αθανασίου, η οποία συνοδεύτηκε και από μία οραση[8], η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της αποκαλυπτικής και χρησμολογικής γραμματείας της Τουρκοκρατίας[9], τον οδήγησε τελικά σε μετανοια και στην απόφαση, με την καταλυτική παρέμβαση και της συζύγου του, η οποία τον προέτρεψε να επιστρέψει στην πατρώα πίστη του[10], να εγκαταλείψει την οικογένεια και τα πλούτη που είχε αποκτήσει και να επιστρέψει με πλοίο στο Άγιον Όρος, όπου διέμεινε στο Kελλί του Αγίου Αντωνίου, «καλούμενον Σεράγιον πλησίον των Kαρυών». Πρόκειται για τη σημερινή Σκήτη του αγίου Ανδρέα, όπως μετονομάσθηκε μετά την αγορά του και την ανέγερση του νεότερου επιβλητικού καθολικού του από τους Ρώσους το 1849, το Βατοπεδινό Κελλί του αγίου Αντωνίου, το οποίο είχε ανασυστήσει ο εξόριστος πατριάρχης Σεραφείμ Β΄[11]. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιον πνευματικό, που είναι πιθανό να ταυτίζεται με τον ιερομόναχο Σάβα τον πνευματικό, ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος ελληνικής καταγωγής αγοραστής του εν λόγω Kελλίου[12], κατηχήθηκε, νήστευσε και έλαβε το άγιο χρίσμα, ανακτώντας πλέον τη χριστιανική του ιδιότητα. Υποδηλώνεται, μάλιστα, εδώ, με τη φράση «του ανέγνωσε τάς εξιλαστικάς ευχάς», το καθιερωμένο και αποδιδόμενο από τις πηγές στον πατριάρχη Μεθόδιο τυπικό της επανεισδοχής στους κόλπους της Εκκλησίας των αρνησιχρίστων[13], μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο δεν απαιτούσε την ομολογία της πίστεώς τους ενώπιον των Τούρκων. Η περίπτωση δηλαδή του Αθανασίου δεν εντάσσεται στην ευρύτατα διαδεδομένη κατά τους προγενέστερους αιώνες ενθουσιαστική παράδοση, που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα και από τους Κολλυβάδες κατα τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, της προετοιμασίας πρώην αρνησιχρίστων για το μαρτύριο[14], αλλά στην παράλληλη εκκλησιαστική παράδοση που εκπροσωπείται από εκκλησιαστικά πρόσωπα της ίδιας περιόδου, όπως ο πατριάρχης Καλλίνικος Γ´ από τη Ζαγορά[15].
Φεύγοντας από το Άγιον Όρος ο Αθανάσιος μετέβη αρχικά στις απελευθερωμένες πλέον περιοχές της Ελλάδος, αλλά τελικά εγκατασταθηκε στην τουρκοκρατούμενη ακόμη γενέτειρά του Λήμνο, λαμβάνοντας θάρρος από κάποια συνθήκη που υπογράφηκε μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης και του οθωμανικού κράτους και διασφάλιζε τη θρησκευτική ελευθερία των οθωμανL;hmniών υπηκόων, αναφορά που πιθανότατα υπονοεί τη σχετική συνθήκη που υπογράφηκε μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827 η ίσως μετά την ήττα και συνθηκολόγηση των Τούρκων στην Αδριανούπολη κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829[16]. Εκεί όμως οι Tούρκοι κάτοικοι του νησιού τον αναγνώρισαν και αναζητούσαν τρόπο για να τον φονεύσουν[17]. Προφασιζόμενοι λοιπόν κάποια εμπορική συνεργασία, τον έπνιξαν, ρίχνοντάς τον από το πλοίο στη θάλασσα του Ελλήσποντου.
Tά περιστατικά συγγραφής του Μαρτυρίου του νεομάρτυρος Αθανασίου και η διάσωση της μνήμης του σε δύο κώδικες της μονής Αγ. Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος, καθίστανται εν μέρει γνωστα από την επιγραφή του, όπου σημειώνεται ότι συντάχθηκε «προτροπή και εισηγήσει του πανοσιωτάτου Θωμά ιερομονάχου, διατελούντος εν τη Ιερά Mονή του ῾Ρωσσικού». Πρόκειται προφανώς για τον ιερομόναχο Θωμά Γερμανό, ο οποίος προσωνυμείται σε κάποια σημειώματα κωδίκων της μονής αγίου Παντελεήμονος ως «ο αγράμματος»[18] και εγκαταβίωνε, τουλάχιστον ως το 1860, στη μονή του αγίου Παντελεήμονος, η οποία κατά τα μέσα του 19ου αιώνα διακρινόταν για τη συνοικηση μοναχών ελληνικής και σλαβικής καταγωγής, αν και σε ένα κλίμα ανερχόμενου εθνικισμού[19]. Φαίνεται πως ο συντάκτης του Μαρτυρίου η ο ιερομόναχος Θωμάς Γερμανός είχε γνωρίσει το νεομάρτυρα Αθανάσιο κατά τη δεύτερη έλευσή του στο Άγιον Ορος, αφού τον επικαλείται ως πηγή του σε δύο σημεία[20].
Στη συγγραφή του Μαρτυρίου δεν είναι απίθανο να εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα, τα οποία διέμεναν στην εν λόγω Μονή κατά την περίοδο αυτή, όπως ο λόγιος ιερομόναχος Προκόπιος Δενδρινός[21] και ο διάκονος Βενιαμίν ο Συμιακός, συνθέτης της Ακολουθίας στην εφέστιο εικόνα του “Αξιόν εστι” και άλλων υμνογραφημάτων[22]. Δεν γνωρίζουμε επίσης αν στην ίδια Μονή εγκαταβιούσε και ο συνθέτης της Ακολουθίας του οσιομάρτυρος Παύλου του εν Τριπόλει, μοναχός Χριστοφόρος ο Λήμνιος[23], γεγονός που θα δικαιολογούσε αφενός το ενδιαφέρον του για ένα συμπατριώτη του νεομάρτυρα και αφετέρου τη σύνθεση του απολυτικίου του Αθανασίου ως κατακλείδα του Μαρτυρίου του.
Σημειώσεις:
[1] Εκδόθηκε από τον Απ. Γλαβίνα, «Ο εκ Λήμνου νεομάρτυς Αθανάσιος», ΓΠ 62 (1979) 326-328. Από το κείμενο αυτό αντλούν πληροφορίες οι π. Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης, Ακολουθία πάντων των εν τη νήσω Λήμνω Αγίων μετά Παρακλητικού Κανόνος, Λήμνος 2005, σ. 46-47· Θ. Παλαμηδά-Ευθυμιάδου, Η Ιερά Μητρόπολη Λήμνου κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας (1800-1912), Αλεξανδρούπολη 2007, σ. 203· μον. Mωϋσής Αγιορείτης, Οι Άγιοι του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 625· Ν. M. Vaporis, Witnesses for Christ. Orthodox Christian Neomartyrs of the Ottoman Period 1437-1860, New York 2000, σ. 364-365. Επανεκδόθηκε στο Συναξαριστής Nεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 753-754.
[2] Βλ. Σπ. Λάμπρος, Κατάλογος των εν ταίς Βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους Ελληνικών Κωδίκων, Amsterdam 1966 (φωτ. ανατ.), τ. ΙΙ, σ. 419.
[3] Βλ. σχετικά J. Haldon, «Limnos, Monastic Holdings and the Byzantine State, ca. 1261-1453», A. Bryer – H. Lowry (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society, Birmingham-Washington, D.C. 1986, σ. 161-212· H.W. Lowry, «The fate of Byzantine monastic properties under the Ottomans: examples from Mount Athos, Limnos and Trabzon», Α. Bryer – M. Ursinus (επιμ.), Manzikert to Lepanto. The Byzantine World and the Turks 1071-1571 [= Byzantinische Forschungen XVI (1991)], σ. 274-312.
[4] Βλ. τη σχετική εξιστόρηση του Δοσιθέου Κωνσταμονίτη, που εξέδωσε ο Ι. Μαμαλάκης, «Διήγησις περί Αγίου Όρους εν καιρώ της Επαναστάσεως του 1821», ΕΕΦΣΠΘ 7 (1957) 217-237· ο ίδιος, Το Άγιον Όρος (Αθως) διά μέσου των αιώνων, [Μακεδονική Βιβλιοθήκη 33], Θεσσαλονίκη 1971, σ. 425ε.
[5] Η πληροφορία αυτή δεν καταγράφεται στο συναξάριό του. Για τη φυλάκιση των αγιορειτών στη Θεσσαλονίκη και τα τραγικά γεγονότα που επακολούθησαν βλ. Ι. Μαμαλάκης, «Τα μαρτύρια των Αγιορειτών επί Μεχμέτ Εμίν Αβδουλάχ πασά 1822-1823», ΔΙΕΕΕ 17 (1963-1964) 39-153· ο ίδιος, «Δοσιθέου Κωνσταμονίτου Nέον Υπόμνημα των νεοφανών ιερομαρτύρων και οσιομαρτύρων», ΓΠ 46 (1963) 331-342· ο ίδιος, Το Άγιον Όρος (Αθως) διά μέσου των αιώνων, [Μακεδονική Βιβλιοθήκη 33], Θεσσαλονίκη 1971, σ. 435· Αθ. Καραθανάσης, Θεσσαλονίκη και Μακεδονία: 1800-1825. Μία εικοσιπενταετία εν μέσω θυέλλης, [Μακεδονική Βιβλιοθήκη 86], Θεσσαλονίκη 1996, σ. 29-30· ο ίδιος, Στην Θεσσαλονίκη: 1821 και 1822 (Λόγος πανηγυρικός), [Εθνική Βιβλιοθήκη 55], Θεσσαλονίκη 2008· Ευ. Χεκίμογλου, Το «Κοινόν της Πολιτείας» και οι περιπέτειές του. Ο χριστιανικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης πρίν, κατά και μετά την Επανάσταση του 1821 (Λόγος πανηγυρικός), [Εθνική Βιβλιοθήκη 54], Θεσσαλονίκη 2008, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
[6] Πρβλ. μον. Mωϋσής Αγιορείτης, ο.π., σ. 605, όπου, όμως (σ. 738 σημ. 894), σημειώνεται εσφαλμένα ότι αυτό καταγράφεται στον κώδ. Αγ. Παντελεήμονος 743. Από αγιορειτικές πηγές γνωρίζουμε ότι στη Θεσσαλονίκη μαρτύρησαν κατά την περίοδο αυτή δεκαέξι συνολικά «προεστώτες της Μεγ. Λαύρας, ηγούμενοι και προηγούμενοι». Βλ. Σ. Πασχαλίδης, «Μάρτυρες ΡΞΔ´, Οσιομάρτυρες ΙΣΤ´ Λαυριώτες», Το Αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης, τ. Β´, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 30-32, 114.
[7] Η ίδια γραφή απαντά και σε άλλους συγγραφείς. Βλ. Αθ. Χρυσοβέργης, Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος ο Γ´ ο εκ Ζαγοράς (1757). Ο βίος, η δράση και το συγγραφικό έργο του, Ζαγορά 1995, σ. 88· Αγ. Τσελίκας, Καλλινίκου Γ´ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Τα κατά και μετά την εξορίαν επισυμβάντα και έμμετροι επιστολαί, Αθήνα 2004, Βιβλίον Β, στ. 323, 383.
[8] Η όραση αυτή αναμιγνύει στοιχεία από την Αποκάλυψη (κεφ. 19,20· 20,10, 15) και τις αποκαλυπτικές ερμηνείες της Τουρκοκρατίας, οι οποίες αποτυπώνονται και στις σχετικές απεικονίσεις της τελικής Κρίσεως, που χρονολογούνται κατά την περίοδο αυτή. Βλ. σχετικά M. Garidis, Etudes sur le Jugement dernier post-byzantin d Xve à la fin du XIXe siècle. Iconographie – Esthetique, [ΕΜΣ – Επιστημονικαί Πραγματείαι. Σειρά Φιλολογική και Θεολογική 16], Θεσσαλονίκη 1986. Θα μπορούσαμε δε να εντοπίσουμε την πηγή της στο έργο Πίστις του ιερομονάχου Νεκταρίου Τέρπου (εκδ. 12η το 1818), όπου ο Μωάμεθ εμφανίζεται σε ένα κεφάλαιο («Εγκώμιον αληθινόν εις τους λαοπλάνους Μωάμεθ και Αλήν») ως η ενσάρκωση του Αντιχρίστου. Βλ. σχετικά Κ. Γαρίτσης, Ο Νεκτάριος Τέρπος και το έργο του. Εισαγωγή-Σχόλια-Κριτική έκδοση του έργου του Πίστις, Θήρα 2002, σ. 266, 442ε. Διαφορετικό περιεχόμενο έχει η εκτενής όραση του μοναχού Δανιήλ, που συνοδεύει το Μαρτύριο του νεομάρτυρος Αναστασίου του εκ Παραμυθίας. Βλ. Π. B. Πάσχος, «Ισλάμ και Nεομάρτυρες. Ο εκ Παραμυθίας νεομάρτυς Αναστασιος και ο ισμαηλίτης [Mουσά] Δανιήλ ο ομολογητής», EEΘΣΠA 30 (1995) 413-474.
[9] Για την αποκαλυπτική γραμματεία αυτής της περιόδου βλ. Αst. Argyriou, Les exégèses grecques de l’Apocalypse à l’époque turque (1453- 1821), Θεσσαλονίκη 1982· Α. Καριώτογλου, Ισλάμ και χριστιανική χρησμολογία, Αθήνα 2000· Ευ. Αμοιρίδου, «Αποκαλυπτική και Εσχατολογική Γραμματεία», Ιστορία της Ορθοδοξίας, τ. 6: Ορθοδόξων Βίος και Πολιτισμός (15ος-19ος αι.), Αθήνα 2010, σ. 404-425.
[10] Ασφαλώς, με τη φράση «νουθετήσας αυτήν να ζή ευσεβώς κρυφίως ως εδύνατο» του Μαρτυρίου υποδηλώνεται ο κρυπτοχριστιανικός βίος που ακολούθησε και η σύζυγος του Αθανασίου. Παρεμφερής είναι και ο χαρακτηρισμός της αγιολογικής διηγήσεως («τήν μέν σύζυγον ώκονόμησε θεαρέστως»). Για τη στάση των συζύγων και των οικογενειών των νεομαρτύρων βλ. το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Κ. Πιτσάκη, «Νομικά ζητήματα από τον βίο και την άθληση των Νεομαρτύρων», Ι. Μητρόπολις Μυτιλήνης, Ο Νεομάρτυς Θεόδωρος ο Βυζάντιος πολιούχος Μυτιλήνης. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Μυτιλήνη 2000, σ. 110.
[11] Βλ. σχετικά Γερ. Σμυρνάκης, Το Άγιον Όρος, Καρυές 1988 (φωτ. ανατ.), σ. 452-459. Χρ. Κτενάς, «Ο πατριάρχης Σεραφείμ ο Β΄ και το ενταύθα Κελλίον αυτού, το επικληθέν Σεράγιον», Γρηγόριος ο Παλαμάς 5 (1921) 134-137, 238-243· Σ. Πασχαλίδης, Το Υμναγιολογικό έργο των Κολλυβάδων…, ο.π., σ. 55· Π. Κουφόπουλος – Δ. Μυριανθεύς, «Το περιβάλλον και τα εξωμοναστηριακά κτίσματα», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, τ. Α´, σ. 217-218· Μον. Μωυσής Αγιορείτης, «Οι ιερές Σκήτες του Αγίου Όρους», Άγιον Όρος: Πνευματικότητα – Ορθοδοξία – Τέχνη, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 253-254.
[12] Bλ. Γ. Σμυρνάκης, ο.π., σ. 453.
[13] Εκδόθηκε αρχικά από τον J. Goar, Euchologion sive Rituale Graecorum, Graz 1960 (φωτ. ανατ.), στ. 689-692· αρχιμ. Σπυρ. Zερβός, Eυχολόγιον το Mέγα, Αθήναι 19924, σ. 591-597. Για το θέμα αυτό βλ. και M. Arranz, «La “Diataxis” du patriarche Méthode pour la réconciliation des apostats», OCP 56 (1990) 283-322, όπου η πλέον πρόσφατη έκδοση της Διατάξεως· D. Sahas, «Ritual of Conversion fron Islam to the Byzantine Church», GOTR 36 (1991) 57-69· Ι. Παναγιωτόπουλος, Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μεθόδιος Α´ ο Ομολογητής (843-847) και το έργο του, Αθήνα 2003, σ. 363-378.
[14] Βλ. σχετικά στη μελέτη μας, Το Υμναγιολογικό έργο των Κολλυβάδων…, ο.π., σ. 115-121.
[15] Βλ. Αθ. Xρυσοβέργης, Oι θεολογικές κατευθύνσεις του πατριάρχη Kαλλινίκου Γ΄ (1713-1791) και τα βασικά προβλήματα της εποχής του με βάση την επιστολογραφία του, Λάρισα 2000, σ. 150-152.
[16] Bλ. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ´, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 830ε.· ο ίδιος, ο.π., τ. Η´, σ. 310ε.· D. Stone, A military History of Russia. From Ivan the Terrible to the war in Chechnya, Westport 2006, σ. 114-115.
[17] Η Θ. Παλαμηδά-Ευθυμιάδου, ο.π., σ. 203, αντλώντας υλικό από τους Κώδικες της Μητροπόλεως Λήμνου, σημειώνει, χωρίς ειδικότερη παραπομπή, ότι ο Αθανάσιος «συνεισέφερε μάλιστα ως δωρητής για την καλή λειτουργία των σχολείων της Λήμνου». Για τις σχέσεις χριστιανών-μουλσουμάνων στη Λήμνο κατά την ύστερη Τουρκοκρατία βλ. Θ. Παλαμηδά-Ευθυμιάδου, ο.π., σ. 205-220. Για το ρόλο των Τούρκων, όπως αυτός διεκτραγωδείται στα νεομαρτυρολογικά κείμενα, βλ. Ι. Φουντούλης, Οι Τούρκοι κατακτηταί εν ταίς Ακολουθίαις των Λεσβίων Αγίων, [ανατ. Δελτίου Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών], Αθήναι 1962· Archim. Elpidophoros Lambryniades, «The Image of the Turks in the Vitae of the Neomartyrs of the Orthodox Church», Legacy of Achievent – Παρακαταθήκη Έργου. Metropolitan Methodios of Boston: Festal Volume on the 25th Anniversary of his Concecration to the Episcopate, Boston 2008, σ. 598-608.
[18] Αντιγράφει κατά τα μέσα του 19ου αιώνος στη μονή αγ. Παντελεήμονος τους κώδικες Αγ. Παντελεήμονος 170 (Λ 5677), 190 (Λ 5697), 867 (Λ 6374) και 876 (Λ 6383).
[19] Βλ. Αντ.-Αιμ. Ταχιάος, «Σχέσεις Ελλήνων και Ρώσων στον Αθω κατά τον 19ο αιώνα», Βυζάντιο – Σλάβοι – Άγιον Όρος. Αναδρομή σε αμοιβαίες σχέσεις και επιδράσεις, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 493-515.
[20] Βλ. στο κατωτέρω εκδιδόμενο Μαρτύριο, στ. 39, 70-71.
[21] Για τον Προκόπιο Δενδρινό βλ. Μ. Μανούσακας, «Η “Διδασκαλία Xριστιανική κατ᾽ ερωταπόκρισιν”, αγνοημένο αυτόγραφο έργο (1780) του Ιωάννου Μπενιζέλου», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 3 (1990) 7-96· Στ. Κεκρίδης, Εκκλησία και λογοκρισία στην Οθωμανική Aυτοκρατορία (1700-1850), Kαβάλα 1995, σ. 121-123· μον. Συμεών, «Αρχιμ. Προκόπιος Δενδρινός († 1848)», Πρωτάτον 84 (Οκτ.-Δεκ. 2001) 128-141· πρωτοπρ. Γ. Mεταλληνός, «Αναγκαια προσθήκη στα περί Προκοπίου Δενδρινού», Πρωτάτον 87 (Ιούλ.-Σεπτ. 2002) 255-259..
[22] Βλ. Π. Β. Πάσχος, «Υμνογραφία και υνογράφοι στο Άγιον Ορος», Άγιον Όρος: Φύση – Λατρεία – Tέχνη. Πρακτικά Συνεδρίων, τ. A΄, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 211. Διεξοδική καταγραφή των υμνογραφικών έργων του Βενιαμίν περιλαμβάνεται στο άρθρο του μον. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, «Ο “μακάριος και αοίδιμος Διδάσκαλος Θεοδώρητος” Λαυριώτης ο εξ Ιωαννίνων», ΓΠ τχ. 836 (Σεπτ.-Οκτ. 2010) 609 σημ. 59.
[23] Βλ. μον. Μωϋσής Αγιορείτης, Οι Άγιοι του Αγίου Όρους, ο.π., σ. 570· Ι. Αθανασόπουλος, «Η υμνολογία των πολιούχων αγίων της Τριπόλεως Δημητρίου και Παύλου των νεομαρτύρων», Νεομάρτυρες Πελοποννήσου. Πρακτικά στη μνήμη του νεομάρτυρα Δημητρίου, Τρίπολη 2008, σ. 327, όπου σημειώνεται ότι δεν μας είναι γνωστά κάποια στοιχεία γι᾽ αυτόν.
Πηγή: Αγιορείτικος Λόγος
Αναδημοσίευση από: Αγιορείτικες Μνήμες