Οι Άγιοι Νεομάρτυρες, Ηγεμόνας Κωνσταντίνος Μπρινκοβεάνου και οι συν αυτώ (μέρος 1ο)


14.05.2011

Η ιστορία των Ρουμάνων φθάνει στο αποκορύφωμα της κατά το τέλος του 17ου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του επομένου με την ισχυρή προσωπικότητα του ηγεμόνος της Ρουμανικής χώρας (Ουγγροβλαχίας), του Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου. Η ηγεμονία του άρχισε στις 29 Οκτωβρίου 1688 και έκλεισε κατά τρόπο τραγικό στις 15 Αυγούστου του έτους 1714. Στην περίοδο αυτή συνέβησαν πολλές σπουδαίες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές αλλαγές. Περισσότερα από 25 χρόνια, παρά τις παράλογες αξιώσεις και παρά τους αιματηρούς πολέμους των Τούρκων, ο ηγεμών Κωνσταντίνος επέτυχε να διατήρηση τον ηγεμονικό του θρόνο και να ανάδειξη την Ρουμανική χώρα ένα σπουδαίο διπλωματικό κέντρο στην Ευρώπη. Αυτός, αντί για τις πολεμικές αναμετρήσεις, στις όποιες κατέφευγαν οι πρόγονοι του ηγεμόνες, εγκαινίασε την διπλωματική οδό των διαπραγματεύσεων και την σύναψι διαπροσωπικών σχέσεων με τους αρχηγούς των μεγάλων κρατών του τότε κόσμου. Με την πολιτική του αυτή οξύνοια κατώρθωσε να κυβέρνηση συνετά επί ένα τέταρτο του αιώνος την Ρουμανική Χώρα και ο Ρουμανικός λαός ν΄αποτελή μια μεγάλη δύναμι, που είχε ισχυρή γνώμη για την τύχη του τότε κόσμου.

Ό Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο χωριό Μπρινκοβένι, το 1654, του πρώην Νομού Ρωμανάτς. από την ηλικία του ενός έτους έμεινε ορφανός από πατέρα, ο όποιος σκοτώθηκε τον Φεβρουάριο του 1655 σε μία εξέγερσι του λαού εναντίον του τότε Ηγεμόνος. Τον μεγάλωσαν ή μητέρα του και οι παππούδες του Πάουνα και Κωνσταντίνος Κατακουζηνός, στο πατρικό του σπίτι, στο Βουκουρέστι. Σπούδασε την Ελληνική και Λατινική γλώσσα. Μετά τον θάνατο των δύο αδερφών του, έμεινε κληρονόμος όλης της περιουσίας του πατέρα του και νυμφεύθηκε την Μαρίκα, ανεψιά του Αντωνίου Βόδα από το Ποπέστ. Το 1678, όταν ο θειος του Σερμπάνος Κατακουζηνός έγινε ηγεμών βοήθησε τον Κωνσταντίνο να φθάση στα υψηλότερα αξιώματα.

Επωφελούμενος, στην αρχή της Ηγεμονίας του, από την ειρήνη στην χώρα, έβαλε τα θεμέλια για την ίδρυσι της Μονής Χουρέζ, όπου κατασκεύασε την οικογενειακή του κατοικία και το παρεκκλήσιο του.

Αντιμετώπισε στην Χώρα του πολλές δυσκολίες και πιέσθηκε από τους Τούρκους να πληρώνη μεγαλύτερο φόρο. Απέκτησε και πολλούς εχθρούς, οι όποιοι τον κατηγόρησαν στους Τούρκους και επιτάχυναν τη σύλληψι του με τις έξης κατηγορίες:

α) ότι είχε μυστικές σχέσεις με το Βασιλέα της Βιέννης και τον Τσάρο της Ρωσίας, ακόμη και με τους άρχοντες της Πολωνίας και της Βενετίας,

β) ότι είχε αγοράσει μεγάλες εκτάσεις και οικίες στην Τρανσυλβανία, για να μένη με την οικογένεια του σε καιρό κινδύνου,

γ) ότι είχε πτωχεύσει ή Χώρα με τα μεγάλα χρέη, που είχε κάνει,

δ) ότι είχε γεμίσει το παλάτι του με πολύ χρυσάφι και είχε βάλει στις τράπεζες της Βενετίας χιλιάδες φλωριά,

ε) ότι έμενε τον περισσότερο καιρό στην Τιργκόβιστα και όχι στο Βουκουρέστι, για να φεύγη, οσάκις θέλει ευκολώτερα, και με άλλες πολλές.

Σύμφωνα με ένα χρονικό του τότε καιρού, στις 24 Μαρτίου 1714, την Μεγάλη Τρίτη, ήλθε στο Βουκουρέστι ο Μουσταφά Αγάς, συνοδευόμενος από 12 αρματωμέ νους στρατιώτες, που κρατούσαν γιαταγάνια και μπιστόλες.

Συναντήθηκε με τον Ηγεμόνα καί, σε στιγμές φιλικής συζητήσεως εσήκωσε το ρόπαλο στον ευσεβή Ηγεμόνα και τον απείλησε, λέγοντας του ότι ήλθε με βασιλική εντολή από την Υψηλή Πύλη να τον παραλαβή με όλη την οικογένεια του και να τον φέρη στην Κωνσταντινούπολη. Σε περίπτωσι που θα αρνηθή, έξω από τα σύνορα της Χώρας του περιμένουν 12.000 Τούρκοι, οι όποιοι θα την κάψουν από τη μία άκρη έως την άλλη! Πάρθηκαν μέτρα, για να μη απόδραση δήθεν στην Αυστρία, ενώ τα πράγματα του σπιτιού του καταληστεύθηκαν.

Στους συνεργάτες και στους αυλικούς του, που ήλθαν την Μεγάλη Πέμπτη, για να τον συνοδεύσουν στην Μονή Βακαρέστ για τις θρησκευτικές ακολουθίες, ανήγγειλε όσα έγιναν και πρότεινε το Στέφανο Κατακουζηνό ως διάδοχο του θρόνου του. Μεταξύ άλλων είπε και τα έξης: «Εάν αυτές οι δοκιμασίες είναι από τον Θεό για τις αμαρτίες μου, ας γίνη το θέλημα Του. Εάν όμως αποτελούν καρπό της ανθρώπινης κακίας για τον χαμό μου, ο Θεός να συγχώρηση τους εχθρούς μου, να τους διαφύλαξη με το παντοδύναμο χέρι Του και να τους δικάση με την Δικαία Του Κρίσι στην άλλη ζωή».

Άρχισε, κατόπιν, ή ανάβασις στον Γολγοθά. Οι Οθωμανοί στρατιώτες και ιππείς συνώδευαν αυστηρά την πομπή. Μετά την καρότσα, που είχε τον Κωνσταντίνο με την σύζυγο του, ακολουθούσαν και άλλες με τα τέσσαρα παιδιά του, όλους τους γαμπρούς του, την μεγαλύτερη νύμφη του, τον εγγονό του Κωνσταντίνο και τον θησαυροφύλακα Γιαννάκη Βακαρέσκου. Στον δρόμο, μέχρι τα σύνορα της Χώρας, τους ακολουθούσαν σιωπηλοί, δακρυσμένοι και ψυχικά πληγωμένοι, ίσως, και χιλιάδες κάτοικοι του Βουκουρεστίου! Έκλαιγαν για τον Ηγεμόνα και το οικτρό τέλος, που τους περίμενε!

Μετά από πικρό ταξείδι τριών βδομάδων, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη Αφού τους αφήρεσαν, ό,τι είχαν επάνω τους, σχεδόν γυμνούς τους έριξαν στις φυλακές και τους ανάγκαζαν να μαρτυρήσουν που έχουν όλη την περιουσία τους! Από τον Απρίλιο μέχρι το τέλος Ιουλίου τιμωρήθηκαν με τα πιο σκληρά και απερίγραπτα βασανιστήρια! Όταν τους επήραν από το Βουκουρέστι, έψαξαν λεπτομερώς και δεν βρήκαν παρά 4.050 τάλληρα, στο προσωπικό του δωμάτιο 12.000 φλωρία, ενώ στους άλλους χώρους του σπιτιού μόνο μερικά πολύτιμα αντικείμενα. Δεν μπορούσαν, με κανένα τρόπο, να πιστεύσουν ότι μόνο αυτά ήταν ή περιουσία του! Ο Σουλτάνος Αχμέτ ο Γ με τον Βεζύρη του τους εκράτησαν να «μεταποιήσουν» ακόμη και το Αίμα τους σε χρυσάφι. Ο Κωνσταντίνος δέχθηκε τα πιο φρικτά βασανιστήρια: τον έβαλαν στον τροχό, του φόρεσαν πυρωμένο στεφάνι από σίδερο στο κεφάλι, του έβαλαν πυρωμένο σίδερο στο στήθος και στις πλάτες και του έμπηξαν καρφιά στα χέρια και στα πόδια. Κατόπιν, ελπίζοντας ότι θα πληροφορηθούν για τα άλλα χρήματα, που κρύβουν, πρότειναν στον Κωνσταντίνο να τους δώση 20.000 χρυσά φλωριά, για να τον αφήσουν να επιστρέψη στην ηγεμονία του. Του επέτρεψαν να γράφη στην Χώρα του και στην Τρανσυλβανία, ελπίζοντας ότι απ΄ αυτή την αλληλογραφία θα έχουν νέες ειδήσεις για την μεγάλη περιουσία του, που νόμιζαν ότι είχε.

Από τα πολλά κολαστήρια δεν τους είχαν απομείνει τίποτε άλλο παρά ή ψυχή και ή ζωντανή πίστις στον Χριστό! Οι δήμιοι θέλησαν και τις ψυχές τους να αποσπάσουν από την Πίστι τους, αλλά αυτό δεν το κατόρθωσαν! Ο κριτής απηύθυνε στον ένδοξο Ηγεμόνα τον όρο, με τον όποιον θα μπορούσαν να σωθούν, ασπαζόμενοι δηλαδή τον Μωαμεθανισμό. Ο Κωνσταντίνος με τα παιδιά του παρέμειναν ακλόνητοι στην Πίστι τους και ήταν έτοιμοι για τον τόπο του μαρτυρίου με μία ζηλευτή γενναιοψυχία!

Συνεχίζεται…

Πηγή: 30 ΒΙΟΙ ΡΟΥΜΑΝΩΝ ΑΓΙΩΝ
Μετάφραση από τα Ρουμανικά υπό Δ.Μ.Γ.
Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη, 1992