Ο Άγιος Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς (μέρος 3ο /3)


15.05.2011

Συνεχίζοντας τη µυστική ασκητική βιοτή του ο Άγιος Γρηγόριος στο Λαυριώτικο ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα, την Πεντηκοστή του 1337 ανέγνωσε τις πραγματείες του Καλαβρού µοναχού Βαρλαάµ, οι οποίες είχαν λανθασμένες θεολογικές θέσεις περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύµατος και εκ του Υιού. Ο Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη κατηγορούσε και διέβαλλε τους ησυχαστές ως πλανεμένους και ομφαλοσκόπους. Ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Ισίδωρος Βουχειράς από τη Θεσσαλονίκη στέλνει στο ερημητήριο του αγίου Γρηγορίου τα λάθη τους και τις αιρετικές αποκλίσεις τους, παρακαλούμενος θερµά και προσκαλούμενος έµπιστα, προβλέποντας ότι νέα αίρεση θα συγκλονίσει την Εκκλησία. Εξήλθε του φίλτατου Αγίου Όρους στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε τη µελέτη των βαρλααµικών συγγραµάτων και με επιστολή του προσπάθησε να συνετίσει τον αταπείνωτο συγγραφέα τους, ο οποίος υποκρινόμενος απέφευγε τον δίκαιο και ορθό έλεγχο.

Ο φίλος της ειρήνης Γρηγόριος συνέχισε τους αγώνες του με το σπουδαίο έργο του «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», στο οποίο ο Βαρλαάµ απάντησε με το αντιησυχαστικό του έργο «Κατά Μασσαλιανών». Οι άγιοι Γρηγόριος και Ισίδωρος συνήργησαν για την έκδοση του περίφηµου Αγιορειτικού Τόµου (1340), του οποίου συντάκτης ήταν ο θείος Γρηγόριος και τον ὁποίο υπέγραφαν οι πρόκριτοι των Αγιορειτών καταδικάζοντας τον βαρλααµισµό. Στη Θεσσαλονίκη αναπαύθηκε η οσία αδελφή του Θεοδότη κι ο άγιος προσκαλούμενος από τη Σύνοδο µετέβη στην Κωνσταντινούπολη προς αντιμετώπιση του τολμηρού Βαρλαάµ.

Οι θέσεις του αγίου επιδοκιμάσθηκαν και επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του Ιουνίου του 1341. Ο Βαρλαάµ αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Δύση. Ο εμφύλιος πού ακολούθησε δημιούργησε ταραχές και στην Εκκλησία. Το έργο του Βαρλαάµ συνέχισε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο οποίος προστατευόταν από τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Ο άγιος Γρηγόριος στην προσπάθειά του να ειρηνεύσει τους αντιμαχόμενους έπεσε σε περιπέτειες και µάλιστα διώχθηκε και φυλακίστηκε από την Εκκλησία το 1344. Η άνοδος στον θρόνο του αυτοκράτορος Ιωάννου Καντακουζηνού και του πατριάρχου Ισιδώρου Βουχειρά και η Σύνοδος του 1347 δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο και µάλιστα εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Λόγῳ των εκεί όµως ακόµη πολιτικών ταραχών στο θρόνο του επίσηµα ανήλθε το 1350.

Πριν την ενθρόνιση του στη Θεσσαλονίκη µετέβη ξανά στο Άγιον Όρος και κατόπιν στη Λήµνο, πού ήταν αποίμαντη εκείνο τον καιρό και ανέλαβε έκτακτες ποιμαντικές µέριµνες. Η είσοδος του Καντακουζηνού στη Θεσσαλονίκη επέτρεψε και την στερέωση του Παλαµά, τον οποίο υποδέχθηκε ο πιστός λαός με µμεγάλες τιµές ως πνευµατοφόρο και ειρηνοδότη. Οι οµιλίες του έφεραν σε μετάνοια τους αντιπάλους του. Εµψύχωσε κι ενδυνάμωσε με συνάξεις τον ιερό κλήρο της πόλεως. Λειτουργούσε συχνά και κήρυττε πάντα άψογα. Οι σωζόµενες οµιλίες του ήταν παιδαγωγικές και ψυχωφελείς, αφορµές µετανοίας, αναιρετικές αµαρτιών, διδαχές εναρέτου βίου.

Σώζονται αναφορές θαυματουργιών του της περιόδου αυτής. Η αρχιερατική του διακονία ήταν πολυκύμαντη, γιατί νέες περιπέτειες από ετεροδιδασκαλίες δεν τον άφηναν ν’ αφοσιωθεί πλήρως στο πλούσιο ποιμαντικό του έργο απέναντι στο ποίµνιό του214 .

Μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη για ειρηνευτικούς σκοπούς, προς συμφιλίωση των αυτοκρατόρων Ματθαίου Καντακουζηνού και Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου, τον Μάρτιο του 1354, αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους στην Καλλίπολη. Μεταφέρθηκε στην Προύσα και τη Νίκαια και εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία ο πολύσοφος να έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες θεολογικές συνοµιλίες με τους Τούρκους. Την άνοιξη του 1355, με την καταβολή λύτρων, απελευθερώθηκε και µετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τους αντιαιρετικούς αγώνες, αυτή τη φορά κατά του Νικηφόρου Γρηγορά.

Οι λόγοι του «Κατά Γρηγορά» είναι τα τελευταία του γραπτά έργα. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη συνέχισε το ποιμαντικό του έργο, το οποίο εστέφθη με πολλές θαυματουργίες. Τα τελευταία του λόγια «πυκνώς και πολλάκις» ήταν «τα επουράνια εις τα επουράνια» .

Εκοιμήθη το φθινόπωρο του 1359216.

Η µνήµη του ετιμάτο στις 13 Νοεμβρίου µετά του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται και ως νέος Χρυσόστομος. Έτσι αναφέρεται στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και στον ιερό ναό των Αγίων Τριών της Καστοριάς. Το 1368 επί του φίλου και εξαίρετου εγκωμιαστού και βιογράφου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου καθιερώθηκε η µνήµη του τη Β΄ Κυριακή των Νηστειών. Αυτή καθιερώθηκε ως προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, γιατί ο άγιος θεωρήθηκε προστάτης της Ορθοδοξίας και ακραιφνής πρόμαχος της. Η µνήµη του τιμάται και στις 14 Νοεµβρίου.

Πλήθος τοιχογραφιών και φορητών εικόνων του αγίου σώζονται, αφού σύντομα µετά την κοίµησή του τιµήθηκε στη Θεσσαλονίκη, την Καστοριά, τη Βέροια και το Άγιον Όρος.

Πρώτος βιογράφος του, όπως αναφέραμε, στον οποίο βασίζονται και όλοι οι πολλοί κατοπινοί του είναι ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο οποίος είναι και ο πρώτος υμνογράφος του. Εγκώµιο έγραψε ο πατριάρχης Νείλος, ενώ κανόνες συνέθεσαν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι οποίοι θεωρούνται απωλεσθέντες, και ο Γεννάδιος Σχολάριος. Νέα πλήρη ακολουθία συνέθεσε ο µοναχός Γεράσιµος Μικραγιαννίτης. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τον πολυτιµηµένο άγιο με βάση τα πολύτιµα έργα του.

Τα τίµια και χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάγονται στον προς τιµή του μητροπολιτικό ιερό ναό της Θεσσαλονίκης, της οποίας είναι συµπολιούχος με τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δηµήτριο τον Μυροβλήτη.

πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοση Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Α’ Έκδοση, 2007

Ο Αγιώτατος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Νέος Χρυσόστομος ο Θαυματουργός. Τοιχογραφία Παρεκκλησίου Αγίων Αναργύρων Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου (14ος αι.).