Ο άγιος Σάββας ο Νέος


13.05.2011

Γεννήθηκε περί το 1283 στη Θεσσαλονίκη από ευσεβείς γονείς. Το κοσμικό του όνομα ήταν Στέφανος. Σε ηλικία 18 ετών έφυγε για το Αγιον Ορος και έγινε υποτακτικός ενός αυστηρού γέροντα, που ζούσε σε Βατοπαιδινό κελλί των Καρυών. Εκεί έγινε μοναχός και πήρε το όνομα Σάββας. Η μαρτυρική υπακοή του και η αυστηρή ασκητικότητά του σύντομα τον έκαναν πολύ γνωστό και προσφιλή μεταξύ των Αγιορειτών μοναχών.

 

Το 1308, μετά από τις επιδρομές των Καταλανών, αναγκάστηκε να αναχωρήσει για την Κύπρο. Εκεί, «θείω έρωτι τρωθείς», αποφάσισε να ζήσει τη «διά Χριστόν σαλότητα» ασκούσε την απόλυτη σιωπή, γύριζε γυμνός και άστεγος, έτρωγε μόνο όταν του έδινε κάτι κάποιος από ευσπλαγχνία. Η νήσος των Αγίων φιλοξένησε τον άγιο Σάββα έξι χρόνια. Κατόπιν πήγε στα Ιεροσόλυμα και στο Σινά ζώντας αυστηρή ασκητική ζωή σε σπήλαια και ερήμους, καταπλήσσοντας τους πάντες με την υπέρλογη σιωπή και την έλλογη μωρία του. Μετά από έντεκα χρόνια έφυγε από τα ασκητήρια της Παλαιστίνης και επέστρεψε στην Ελλάδα, σύμφωνα με κάποιο θείο όραμα, συνεχίζοντας τα υπερφυή ασκητικά του αγωνίσματα, κατά μίμηση των παλαιών ασκητών Πατέρων του 4ου αιώνα. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη και τελικά κατέληξε στη Μονή Βατοπαιδίου, τη μονή της μετανοίας του, περί το 1333, όπου εκεί έλυσε την υπερεικοσαετή σιωπή του και γνωρίστηκε με τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος έγραψε και το θαυμαστό βίο του.

Την εποχή του εμφύλιου πολέμου (1341-1347) οι Αγιορείτες πίεσαν αφόρητα τον Αγιο να λάβει μέρος σε μια ειρηνευτική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τερματισθεί ο εμφύλιος σπαραγμός. Υπάκουσε προλέγοντας όμως ότι η αποστολή θα αποβεί άκαρπη, πράγμα που επαληθεύτηκε.

Με την προσευχή του συνέβαλε στη νίκη της Ορθοδοξίας κατά των αιρετικών αντιησυχαστών, προλέγοντας μάλιστα και την καταδίκη του Γρηγορίου Ακινδύνου.

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, που συνδεόταν πνευματικά με τον όσιο Σάββα, τον πίεζε να γίνει πατριάρχης, αλλά αυτός από μεγάλη ταπείνωση απέφυγε την ανάρρησή του στον πατριαρχικό θρόνο. Τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του, τα πέρασε έγκλειστος στη μονή της Χώρας όπου κοιμήθηκε περί το 1349.