Ο ιεροµάρτυς Κοσμάς ο Αιτωλός [μέρος 1ο], (+ 24 Αυγούστου 1779)
15.05.2011
Ο μέγας ισαπόστολος, φωτιστής του υπόδουλου Γένους, θαυματουργός όσιος, ένδοξος και λαοφιλής ιεροµάρτυς, γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας το 1714. Συγκεκριμένα ανάμεσα στα χωριά Μεγάλο Δένδρο και Ταξιάρχης της ορεινής Τριχωνίδος, περιοχή που ονομάζεται Απόκουρο, από γονείς Ηπειρώτες: «Γονέων ευσεβών υιός, παρά των οποίων ανατραφείς, και παιδευθείς εν παιδεία, και νουθεσία Κυρίου, κατά τον Απόστολον».
Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη μονή της Παναγίας Σεγδίτσας Παρνασσίδος κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα και στη Λαμποτινά Ναυπακτίας με τον ιεροδιδάσκαλο Ανανία Δερβισάνο, όπου και δίδαξε. Κατόπιν συναντάται στην ονομαστή σχολή Βραγγιανών Αγράφων, την οποία είχε ιδρύσει ο συμπατριώτης του όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (†1682). Στη σχολή αυτή διδάχθηκε ανώτερα μαθήματα φιλοσοφίας, αρχαίων ελληνικών, θεολογικών, φυσικομαθηματικών, στοιχείων ιατρικής και άλλων εγκυκλοπαιδικών γνώσεων.
Στη συνέχεια ήλθε στο Άγιον Όρος. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη: «Επειδή κατά τους χρόνους εκείνους άρχισε με φήμην μεγάλην και το σχολείον του Βατοπαιδίου εις το Άγιον Όρος, μετέβη εις εκείνο με άλλους ειδικούς του συμμαθητάς ουκ ολίγους· εκεί ετελείωσε τα γραμματικά υποκάτω εις τον διδάσκαλον Παναγιώτην Παλαμάν μετά δε ταύτα παρέλαβε και την Λογικήν από τον διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιον τον εκ Μετζόβου, όστις εκεί εσχολάρχησε μετά τον σοφώτατον Ευγένιον· ήταν δε ακόμα λαϊκός Κώνστας καλούμενος· πλην και εις το σχήμα όντας των λαϊκών, εφαίνετο εστολισμένος με την σεμνότητα του μοναδικού σχήματος, και κατά πάντα ηγωνίζετο, και τον εαυτόν του εγύμναζε προς τελείαν άσκησιν· επειδή δε πάλιν κακή τύχη η περίφημος εκείνη σχολή αναχωρησάντων των διδασκάλων, ερημώθη, και κατήντησε να γένη ως το απ’ αρχής»500. Στην περίφημη αυτή Βατοπαιδινή Σχολή και κοντά σε σπουδαίους διδασκάλους επί μία περίπου εξαετία απέκτησε αρκετά καλή μόρφωση και προσωπική εκπαιδευτική αντίληψη.
Αργότερα, στις διδαχές του, αναφέρεται στη μόρφωση που απέκτησε: «Εγώ, χριστιανοί μου, έφθειρα την ζωήν μου εις την σπουδήν σαράντα-πενήντα χρόνους, εγώ εδιάβασα και περί ιερέων, και περί ασεβών και περί αθέων και περί αιρετικών, τα βάθη της σοφίας ερεύνησα».
Αλλού αναφέρει: «έμαθα πολλών λογιών γράμματα, εβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα και απ’ όλα τα έθνη και πολλά τα εδιάβασα».
Κατόπιν μετέβη στην ιερά μονή Φιλοθέου. Εκεί εκάρη μοναχός με το όνομα Κοσμάς και χειροτονήθηκε ιερεύς. Όπως λέγει ο ίδιος, «επήγα και εις το Άγιον Όρος και έκλαιγα διά τες αμαρτίες μου δεκαεπτά χρόνους». Από μικρός είχε μεγάλη αγάπη στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Μελετούσε το ευαγγέλιο και σκεπτόταν πως θα μπορούσε να βοηθήσει τους αδελφούς του κατά τον καλύτερο τρόπο. Προσευχόταν και συμβουλευόταν πνευματικούς και Γέροντες. Ένιωθε ότι έπρεπε να αφήσει το προσφιλές Άγιον Όρος, για να βοηθήσει τον χειμαζόμενο λαό. «Το Γένος κινδύνευε τον έσχατο κίνδυνο. Από την μια οι Τούρκοι, απ’ την άλλη ο διαφωτισμός –ο άθεος διαφωτισμός– της Γαλλίας. Η πίστις διαρκώς υποχωρούσε. Το ισλάμ εν θριάμβω. Η εληνική γλώσσα ηφανίζετο. Επαρχίες ολόκληρες είχαν ξεχάσει τα ρωμέϊκα και μιλούσαν άλλες τούρκικα, άλλες σλάβικα, άλλες αρβανίτικα, άλλες βλάχικα. Ήσαν και οι ξένες προπαγάνδες. Παπικοί μισσιονάριοι, λουθηροκαλβίνοι ψευδοϊεραπόστολοι εκμεταλευόμενοι την φτώχεια του λαού έμπηγαν τα γαμψά και μολυσμένα νύχια τους στις άχραντες και αμίαντες σάρκες της Εκκλησίας του Χριστού. Αντελήφθη ο Άγιος τον κίνδυνο. Τα απαισιόδοξα μηνύματα έφθαναν και στο Άγιον Όρος. Τα συνέλαβε. Έπρεπε να διακόψη την άσκησι στη Μονή. Τον περίμενε το Γένος του, η Εκκλησία του Χριστού. Μόρφωσιν είχε αποκτήσει πολλή, αρετές δυσκατόρθωτες για τους πολλούς είχε, ταπείνωσι διέθετε δυσθεώρητη, ζήλος ένθεος έκαιγε στην καρδιά του».
Στη μονή Φιλοθέου αισθάνθηκε κλήση από τον Θεό για την ανάληψη του μεγάλου έργου «της διαφωτίσεως και αναγεννήσεως των αδελφών Χριστιανών. Οι Έλληνες είχαν περιπέσει εις αμάθειαν εις ότι αφορά την θρησκείαν των, και αυτό είχεν ως αποτέλεσμα τας πολλαπλάς κακίας, και την κατά μεγάλους αριθμούς αλλαξοπιστίαν εκ της Ορθοδοξίας εις τον Μωαμεθανισμόν. Ο Κοσμάς ένοιωθε τούτο βαθύτατα. Εζήτησε λοιπόν και έλαβε την συγκατάθεσιν των γερόντων του όπως αναλάβη μία τοιαύτην αποστολήν. Αφήνοντας το Άγιον Όρος, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, συνήντησε τον Πατριάρχην Σεραφείμ (1757-1761) και έλαβε παρ’ αυτού γραπτήν άδειαν να κηρύξη ανά την Ελλάδα».
πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοση Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Α’ Έκδοση, 2007