Σημείωμα των Μεταφραστών
24.07.2012
Στις τοιχογραφίες του Καθεδρικού Ναού του Ευαγγελισμού στο Κρεμλίνο της Μόσχας (1564) παριστάνονται οι μορφές που συμβολίζουν τα μεγαλύτερα πνευματικά κατορθώματα της αρχαιότητας – ο Όμηρος, ο Αναξαγόρας, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Θουκυδίδης, ο Πτολεμαίος, ο Πλούταρχος, ο Ζήνωνας, ο Βιργίλιος. Είναι το σήμα της εποχής της δημιουργίας αυτού του εξαίσιου μνημείου της ρωσικής αρχιτεκτονικής, το σήμα της εποχής της Αναγεννήσεως, στην οποία κυριαρχεί η λατρεία της μεγάλης πολιτισμικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ελλάδας. Την σειρά των διασήμων Ελλήνων στοχαστών την κλείνει αιφνιδίως η μορφή του Μαξίμου του Γραικού, του μεγάλου στοχαστή της τότε Ρωσίας. Η παρουσία εδώ του οσίου Μαξίμου έχει τεράστια αισθησιακή έμφαση, πρώτα απ’ όλα εξ αιτίας της μεγάλης χρονολογικής αποστάσεώς της από τους αρχαίους στοχαστές. Αυτή την αισθησιακή έμφαση την δημιουργούν πρωτίστως οι αντιθέσεις: ο ελληνικός πολιτισμός και η Ρωσία, η αρχαιότητα και η σύγχρονη εποχή. Αλλά αυτές οι αντιθέσεις καθώς και ο ισχυρά τονισμένος νεωτερισμός, όχι λιγότερο δυνατά, τονίζουν και μία διαδοχή – την παράδοση, την σχέση της Ρωσίας με την ελληνική σοφία. Τον ζωντανό συνδετικό κρίκο μεταξύ του ελληνικού και του ρωσικού πολιτισμού αποτέλεσε κατά την θέληση της μοίρας, ή μάλλον κατά την θεία Πρόνοια, ο διάσημος στοχαστής της Παλαιάς Ρωσίας, ο μοναχός της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου όσιος Μάξιμος, ο οποίος εισχώρησε στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού με την αξιοπρόσεκτη επωνυμία «Γραικός», δηλαδή Έλληνας.
Όσον αφορά την δημοφιλία του παγκοσμίως, όσο και αν φανεί αυτό παράλογο, στην ίδια την Ελλάδα ο όσιος Μάξιμος βρέθηκε πολύ λιγότερο τυχερός από έναν άλλον αντιπρόσωπο του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό την εποχής της Αναγεννήσεως – τον μεγάλο ζωγράφο της Ισπανίας Ελ-Γκρέκο. Η κύρια αιτία αυτού του γεγονότος είναι πρώτα απ’ όλα οι ίδιες οι τύχες της Αναγεννήσεως σε τρεις μεγάλες πολιτισμικές περιοχές της Ευρώπης – τον καθ’ εαυτού ελληνικό κόσμο, που πρόσφατα έχασε τα τελευταία απομεινάρια της πολιτικής ανεξαρτησίας του και ζούσε την αναθεώρηση του ιστορικού και πολιτισμικού ρόλου του σε σχέση με την Ευρώπη, την ανθούσα λατινική Δύση και την σλαβική Ανατολή που μόλις άρχισε να επαναφέρει την ιστορική και πολιτισμική παρουσία της στην Ευρώπη μετά την πολύχρονη διακοπή της. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαία η τόσο δυνατή παρουσία του δυτικού στοιχείου στον ρωσικό πολιτισμό. Το αρχιτεκτονικό σύνολο του Κρεμλίνου της Μόσχας, που συχνά θεωρείται τυπικό δείγμα της ρωσικής αρχιτεκτονικής, ήταν δημιούργημα κυρίως Ιταλών αρχιτεκτόνων. Ακόμη και η ίδια η ιδέα της αυτοκρατορίας στην Ρωσία, την μνημειακή έκφραση της οποίας αποτέλεσε το Κρεμλίνο, η ιδέα της Μόσχας ως της Τρίτης Ρώμης, επίσης έχει γίνει επακόλουθο της αναθεωρήσεως της ρωσικής ιστορίας στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ιστορίας· και πιο συγκεκριμένα της ελληνορωμαϊκής παραδόσεως: η καθ’ εαυτού Ρώμη – η Νέα Ρώμη της «ελληνικής αυτοκρατορίας», δηλαδή η Βασιλεύουσα-Κωνσταντινούπολη – η Τρίτη Ρώμη, η πρωτεύουσα της χώρας που ακριβώς κατά την τότε εποχή δέχτηκε το εξελληνισμένο όνομα «Ρωσία». Ακόμη και η ίδια η βιοτική πορεία και το πολιτισμικό περιβάλλον του οσίου Μαξίμου, η τόσο χαρακτηριστική για έναν Έλληνα ουμανιστή της Αναγεννήσεως διαμονή του στην Ιταλία και η συμμετοχή του στην πνευματική ζωή αυτής της χώρας (νά αρκεστούμε εδώ μόνο στην αναφορά για την περίοδο της ζωής του στην Φλωρεντία καθώς και στα ονόματα του Αλδου Μανουτίου, του Πίκκο ντέ Μιράντολα και του Σαβοναρόλα) υπήρξαν το χαρακτηριστικό για την εποχή της Αναγεννήσεως φαινόμενο. Όπως ο Ελ-Γκρέκο στην Ισπανία, έτσι και ο Μάξιμος ο Γραικός φέρνει στην Ρωσία παραδόσεις του βυζαντινού πολιτισμού του εμπλουτισμένου χάρη στην γνωριμία με την αναγεννησιακή Ιταλία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο όσιος Μάξιμος, αφού ήλθε στην Ρωσία και έζησε αρκετό χρόνο σε αυτήν την χώρα, υπαγόρευε τα έργα του στους Ρώσους μεταφραστές στην μεσάζουσα γλώσσα – την λατινική. Ήταν το παράλογο και της εν λόγω εποχής και των μεταγενέστερων χρόνων: η μεταβυζαντινή ελληνική ορθοδοξία συνομιλεί με την ρωσική ορθοδοξία στην γλώσσα ενός ξένου πολιτισμικού κόσμου. Και όμως, τα έργα του Μαξίμου του Γραικού, όπως και τα έργα των αρχιτεκτόνων του Κρεμλίνου της Μόσχας, δεν υπήρξαν μόνο χαρακτηριστικά αλλά και τα σημαντικότερα φαινόμενα του ρωσικού πολιτισμού της εποχής.
Τα λεχθέντα για την γνωριμία με τον ελληνικό –όχι μόνο με τον αρχαίο αλλά και σε μερικές περιπτώσεις με τον βυζαντινό και ακόμα και με τον μεταβυζαντινό– πολιτισμό στην Ρωσία διά μέσου του δυτικού, λατινόγλωσσου και όχι μόνο, πολιτισμού, δεν ισχύει μόνο για την εποχή της Αναγεννήσεως αλλά και για άλλες μεταγενέστερες εποχές μέχρι και το σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Να επισημάνουμε επ’ ευκαιρία ότι το ίδιο φαινόμενο και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό παρατηρείται και στην περίπτωση της αντίστροφης σχέσεως, δηλαδή στην γνωριμία με τον ρωσικό πολιτισμό στην Ελλάδα. Και όμως, κατά την γνωριμία της Ρωσίας με την πνευματική κληρονομιά του ελληνικού κόσμου (αρχαίου αλλά και χριστιανικού και βυζαντινού), την εποχή του Μαξίμου του Γραικού, δεν συντελείτο συγκρότηση αλλά ανασυγκρότηση. Την χριστιανική πίστη και μαζί της ολόκληρο τον χριστιανικό πολιτισμό η Ρωσία δέχθηκε κατά την αρχική, την λεγόμενη κιεβική και ευρύτερα την «προ-μογγολική» περίοδο της πολιτικής ιστορίας της χωρίς καμμία μεσολάβηση της Δύσεως, αλλά είτε απευθείας από το Βυζάντιο είτε διά των νότιων Σλάβων οι οποίοι πάλι ανήκουν στον πολιτισμικό χώρο του Βυζαντίου.
Το σκιαγραφημένο μέχρι τώρα ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο των επαφών του ρωσικού πολιτισμού με τον ελληνικό έχει την πιο άμεση σχέση με το έργο, το αποτέλεσμα του οποίου ο καλοπροαίρετος Έλληνας αναγνώστης κρατάει στα χέρια του. Ακριβώς για τον καλοπροαίρετο Έλληνα αναγνώστη προορίζεται η παρούσα έκδοση. Ετοιμάζοντάς την ο μεταφραστής, προσπάθησε όσο γινόταν πιο πιστά, αλλά ταυτόχρονα και όσο γινόταν πιο απλά, να αποδώσει τα έργα του οσίου Μαξίμου στην γλώσσα των απογόνων εκείνων των ανθρώπων, στο περιβάλλον των οποίων έμαθε να αντιλαμβάνεται και έπειτα και να ερμηνεύει τον γύρω του κόσμο ο μεγάλος αυτός αγωνιστής της ορθόδοξης πίστεως και του ορθόδοξου πολιτισμού. Ο ευγενικός σκοπός αυτής της εκδόσεως, που σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, η οποία υπήρξε η «μικρή» πατρίδα του οσίου και αποτέλεσε το πνευματικό περιβάλλον που διαμόρφωσε τελικά την κοσμοθεωρία του, είναι η «επιστροφή» των έργων του διάσημου Έλληνα και Ρώσου στοχαστή του 16ου αιώνα από την χώρα του μεγάλου αγώνα του στην «μεγάλη» πατρίδα του, στην Ελλάδα.
Ο Έλληνας αναγνώστης, για τον οποίον πραγματοποιήθηκε η παρούσα έκδοση, πρέπει να έχει υπ’ όψιν πρωτίστως τα εξής σημαντικά στοιχεία:
Η παρούσα μετάφραση δεν έγινε από τα πρωτότυπα κείμενα του ιδίου του Μαξίμου του Γραικού. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η γλώσσα στην οποία έγραφε ο όσιος Μάξιμος ήταν αρκετά διαφορετική από την σύγχρονη ρωσική λογοτεχνική γλώσσα. Οι απαρχές της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνικής γλώσσας ανάγονται περίπου στο μεταίχμιο του 18ου και του 19ου αιώνα, δηλαδή περίπου στις αρχές του λεγόμενου «χρυσού αιώνα» της ρωσικής λογοτεχνίας. Το αποκορύφωμα του «χρυσού αιώνα» της ρωσικής λογοτεχνίας υπήρξε το έργο του Α. Πούσκιν. Όλα τα έργα που δημιουργήθηκαν πριν από τον Πούσκιν και τους άμεσους προκατόχους του (νά θυμηθούμε εδώ ιδιαίτερα τις κλασικές μεταφράσεις των ομηρικών επών – της Ιλιάδας από τον Ν. Γκνέντιτς και της Οδύσσειας από τον «δάσκαλο» του Πούσκιν, τον Β. Ζουκόφσκι) ο σύγχρονος Ρώσος αναγνώστης τα αντιλαμβάνεται ως κάτι επιτηδευμένο, ως μέχρι κάποιον βαθμό αρχαϊκό. Και όλη η γραμματεία της «πρό του Μεγάλου Πέτρου εποχής», δηλαδή από την κιεβική Ρωσία μέχρι και τον 17ο αιώνα, παρά την τεράστια ποικιλομορφία των έργων της υπάγεται σε έναν κοινό όρο: της «παλαιάς ρωσικής» γραμματείας.
Να επισημάνουμε επί πλέον ότι η γλώσσα της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής γραμματείας στην Ρωσία της «πρό του Μεγάλου Πέτρου εποχής» ποτέ δεν υπήρξε η ρωσική. Οι Ακολουθίες γίνονταν στην εκκλησιαστική σλαβονική ή παλαιοσλαβική γλώσσα, δηλαδή στην γλώσσα των μεταφράσεων που εποίησαν τον 11ο αιώνα οι λεγόμενοι «Θεσσαλονικείς αδελφοί» Κύριλλος και Μεθόδιος, οι δημιουργοί της κυριλλικής αλφαβήτου. Αυτή η γλώσσα, η γλώσσα της γραμματείας και των λογίων, κατά την φύση της μοιάζει πιο πολύ στις σλαβικές διαλέκτους, τις οποίες ομιλούσαν κατά τον 9ο αιώνα στην Βουλγαρία, την Μακεδονία και την Μοραβία. Προς τα τέλη του 10ου αιώνα η γλώσσα αυτή διαδόθηκε μαζί με τον Χριστιανισμό στην Ρωσία, όπου έγινε η γλώσσα της Εκκλησίας καθώς και της «υψηλής» φιλολογίας. Σε αυτήν την γλώσσα συντάχθηκαν οι ομιλίες, οι Βίοι των αγίων, τα Πατερικά, τα Χρονικά και άλλα έργα της παλαιάς ρωσικής γραμματολογίας.
Έχοντας νοτιοσλαβική, δηλαδή βαλκανική προέλευση, η παλαιοσλαβική γλώσσα δεν ταυτίστηκε πλήρως ποτέ με την καθομιλούμενη γλώσσα της Ρωσίας. Εξ άλλου, στην αρχή αυτές οι δύο γλώσσες δεν διέφεραν πολύ μεταξύ τους, αλλά κατά τον 16ο αιώνα απομακρύνθηκαν η μία από την άλλη ριζικά. Επί πλέον, το λόγιο ύφος του 16ου αιώνα ζητούσε από τους συγγραφείς «πλεξίματα των λέξεων», δηλαδή τις πολύ επιτηδευμένες και αρκετά δύσκολες για κατανόηση εκφράσεις.
Τα έργα του οσίου Μαξίμου γράφηκαν στα εκκλησιαστικά σλαβονικά. Η γλώσσα τους είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και ασαφής – γεγονός που πολλές φορές επισήμαιναν οι ειδικοί της Ιστορίας της ρωσικής γλώσσας. Οι αιτίες αυτής της περιπλοκότητας ήταν διάφορες. Φυσικά, εν μέρει αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι ο τρόπος σκέψεως του οσίου Μαξίμου περιέχει πολύ έντονο ξενόγλωσσο (ελληνικό) στοιχείο. Εξ αιτίας των δυσκολιών της κατανοήσεως του έργου του Μαξίμου του Γραικού στους νεώτερους χρόνους προέκυψε η ανάγκη της μεταφράσεώς του προς την «σύγχρονη» ρωσική γλώσσα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, από τις εκδόσεις της Λαύρας της Αγίας Τριάδος και του Οσίου Σεργίου βγήκαν στο φως οι τρεις τόμοι των έργων του, οι οποίοι αποτέλεσαν την βάση της παρούσης ελληνικής εκδόσεως. Εδώ επίσης πρέπει να επισημάνουμε ότι τα κείμενα της εκδόσεως της Αγίας Λαύρας πάλι γράφηκαν σε γλώσσα που διαφέρει (καί μερικές φορές σημαντικά) από την σύγχρονη ρωσική γλώσσα. Αυτό προέκυψε αφενός από την ιδιαίτερη συντηρητικότητα των κειμένων του εκκλησιαστικού και θεολογικού περιεχομένου, που απεικονίζουν επίσης την ιδιόμορφη ιστορική κατάσταση της Ρωσίας του 16ου αιώνα, και αφετέρου από την κατάσταση της ίδιας της ρωσικής γλώσσας γενικώς, που υπήρχε ήδη πριν από έναν αιώνα. Δυνάμει των λεχθέντων, ακόμη και η ρωσική μετάφραση των αρχών του 20ού αιώνα παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες για τον σύγχρονο Ρώσο αναγνώστη.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην σειρά των Απάντων του οσίου Μαξίμου, μετά τον τρίτο τόμο θα εκδοθούν τα έργα του Μαξίμου του Γραικού τα οποία δεν είχαν συμπεριληφθεί στους προαναφερθέντες τρεις τόμους. Πρόκειται για τα έργα που δημοσιεύθηκαν αργότερα, είτε μεμονωμένα είτε ως μέρη άλλων συλλογών, και ποτέ δεν μεταφράστηκαν στην σύγχρονη ρωσική γλώσσα. Οι τόμοι αυτοί –πού θα είναι μάλλον δύο, ο τέταρτος και ο πέμπτος της σειράς των Απάντων– θα είναι δίγλωσσοι και θα περιέχουν εκτός από τα ελληνικά κείμενα και τα κείμενα στην σύγχρονη ρωσική γλώσσα των έργων του Μαξίμου του Γραικού. Επομένως, η σειρά των Απάντων θα αποτελεί την πιο πλήρη συλλογή των έργων του Μαξίμου του Γραικού, φυσικά σε απόδοση και όχι σε κριτική έκδοση των κειμένων. Είναι αυτονόητο ότι αυτά που ειπώθηκαν προηγουμένως για τις ιδιαιτερότητες της ρωσικής μεταφράσεως των αρχών του 20ού αιώνα δεν ισχύουν για τα ρωσικά κείμενα τα οποία θα συμπεριλαμβάνονται στο συμπληρωματικό μέρος των Απάντων.
Η μετάφραση των έργων του Μαξίμου του Γραικού προς την σύγχρονη ρωσική γλώσσα δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Πίσω από τα σύνολα των λέξεων όχι σπάνια χάνεται το νόημά τους, ενώ για την μετάφραση των εκφράσεων όπως «μεγάλος και ένδοξος», «ομόνοια και ομοφροσύνη», «μάταιος και ματαιόδοξος», στις οποίες αρέσκεται τόσο πολύ ο όσιος Μάξιμος, μερικές φορές είναι δύσκολο να βρεθούν συνώνυμα. Μιάν άλλη δυσκολία παρουσιάζει η μετάφραση των πάλι αγαπημένων από τον όσιο Μάξιμο σύνθετων και πολυσύνθετων ονομάτων. Για το συμπληρωματικό μέρος, με δική μας επίγνωση, έχουμε διαλέξει τον δρόμο μιάς σχετικής διευκολύνσεως. Οι εξαιρετικά μακρές φράσεις χωρίστηκαν σε πιο σύντομες, τα συντακτικά σχήματα απλοποιήθηκαν. Είναι αυτονόητο ότι παρόλα αυτά προσπαθήσαμε, όσο γινόταν δυνατό, να τηρήσουμε το ακριβές νόημα των εκφράσεων. Στα πλαίσια του δυνατού προσπαθήσαμε να αποδώσουμε και το χρώμα των έργων του οσίου Μαξίμου – το ύφος, την ιδιότυπη λογική και τον έντονο αισθησιασμό του.
Επίσης, πρέπει να πούμε ότι οι αρχές τις οποίες ακολουθήσαμε ως μεταφραστές των Απάντων του Μαξίμου του Γραικού στην σύγχρονη ρωσική γλώσσα, κυρίως του συμπληρωματικού μέρους, ισχύουν και για την ελληνική μετάφρασή τους. Η ελληνική μετάφραση αποφεύγει επίσης την βαρειά συντακτική περιπλοκότητα που χαρακτηρίζει το πρωτότυπο κείμενο του Μαξίμου του Γραικού και σε περισσότερες περιπτώσεις παρέμεινε πιστή στην μετάφραση της εκδόσεως της Λαύρας του Οσίου Σεργίου. Η διευκόλυνση στην κατανόηση του κειμένου του οσίου Μαξίμου δεν αφορά μόνο τα συντακτικά σχήματα –αυτά τα συντακτικά σχήματα του πρωτοτύπου, και εν μέρει των ρωσικών μεταφράσεων, κατά το πλείστον συμπίπτουν με τα αντίστοιχα ελληνικά της εποχής του Μαξίμου του Γραικού–, αλλά και τα οικεία για την λόγια ελληνική γλώσσα της εποχής σύνθετα και πολυσύνθετα ονόματα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις μεταφράστηκαν προς την σύγχρονη ελληνική γλώσσα περιγραφικά.
Για να μην καταχρώμεθα της προσοχής του αναγνώστη, να σημειώσουμε εδώ ακόμη άλλη μία πολύ χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα που αφορά την πολιτισμική και ιστορική άποψη της ελληνικής γλώσσας και τις σχέσεις της με την ρωσική: Ο μεταφραστής των έργων του οσίου Μαξίμου στην ελληνική γλώσσα είναι πρώτα απ’ όλα κλασικός φιλόλογος που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις μεταφράσεις προς την ρωσική γλώσσα των μνημείων της ύστερης αρχαίας (ή πρώιμης βυζαντινής) ποιήσεως. Μία από τις κυριότερες αρχές του ήταν η εύρεση στην ρωσική γλώσσα των κυριολεκτικών ανταποκρίσεων των ελληνικών λέξεων. Η προϋπόθεση αυτής της μεθόδου ήταν το εξής αξιοσημείωτο περιστατικό που επισήμαναν –καί όχι μία φορά– οι δάσκαλοι και φίλοι του, οι διάσημοι Ρώσοι ελληνιστές Μ. Γκασπάρωφ και ιδιαίτερα ο Σ. Αβέριντσεφ: η ρωσική γλώσσα «εκπαιδεύτηκε» από την ελληνική. Πρόκειται για το εξαίσιο φαινόμενο, η ουσία του οποίου συνίσταται στο ότι η παλαιά ρωσική γραμματεία σε πολύ σημαντικό βαθμό ήταν «μεταφρασμένη» από τα μνημεία της ελληνικής γραμματείας. Να αρκεστούμε στην αναφορά της Χρονογραφίας του Ιωάννη Μαλάλα, των Αθλων του Διγενή, μίας ολόκληρης σειράς των ρωσικών «Αλεξανδριάδων» ή της Ιστορίας του Ιουδαϊκού πολέμου του Ιωσήφ Φλαβίου. Η εργασία στην αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή η μετάφραση των έργων του οσίου Μαξίμου από την ρωσική γλώσσα στην ελληνική, έγινε για τον μεταφραστή η ανακάλυψη ενός ανεξάντλητου θησαυροφυλακίου λέξεων και νοημάτων: η γλώσσα του οσίου Μαξίμου αποδείχθηκε εξαιρετικά πλούσια από τις περιεκτικές και φανταχτερές πολυσύνθετες λέξεις, τα «πρωτότυπα» των οποίων γεννήθηκαν στην Αρχαία Ελλάδα, εξελίχθησαν στο Βυζάντιο και κυριολεκτικά ζωοποίησαν την ρωσική γλώσσα. Αυτό το φαινόμενο άλλη μία φορά δείχνει το πόσο δυνατές ήταν οι άμεσες ελληνικές επιρροές στον πνευματικό πολιτισμό της Ρωσίας. Μία από τις έντονες εμφανίσεις αυτής της πολιτισμικής συμβιώσεως ήταν το έργο του Μαξίμου του Γραικού, του θαυμάσιου αυτού συνδετικού κρίκου που κατά τον πιο φυσικό τρόπο συνέδεσε τους πολιτισμούς της Ελλάδας και της Ρωσίας.
Μάξιμος Τσυμπένκο
Κλασικός φιλόλογος, ιστορικός-ελληνιστής, καθηγητής φιλοσοφίας
τού Πολυτεχνείου Κιέβου και της Θεολογικής Ακαδημίας Κιέβου
Τιμόθεος Γκιμόν
Ιστορικός-σλαβολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου
Παγκόσμιας Ιστορίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.