Βίος Αγίου Μαξίμου του Γραικού (5) [ Απολογιτικός αγώνας Αγίου Μαξίμου ]


20.06.2012

Απολογητικός αγώνας του Αγίου Μαξίμου κατά αλλοθρήσκων και ετεροδόξων

Ο άγιος Μάξιμος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της δράσεώς του στην Ρωσία στην οξεία πολεμική κατά των αλλοθρήσκων (Ιουδαϊσμός, ειδωλολατρική πλάνη, Ισλαμισμός) και των ετεροδόξων (Λατινισμός, Αρμενικός μονοφυσιτισμός).

Η αίρεση των Ιουδαϊζόντων εμφανίζεται στο Νόβγκοροντ[1]. Η διδασκαλία της ήταν ένα μείγμα ορθολογισμού, δεισιδαιμονίας και αντιεκκλησιαστικού πνεύματος. Δεν δέχονταν την πίστη στην Αγία Τριάδα, στην θεότητα και την μεσσιακή ιδιότητα του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός είναι μόνον άνθρωπος, υιός του Θεού κατά χάριν, όπως ο Μωυσής και οι προφήτες. Απέρριπταν την Καινή Διαθήκη, την Ιερά Παράδοση, την χριστιανική λατρεία, τα μυστήρια, την Θεοτόκο και τους αγίους, τις εικόνες και όλα τα χριστιανικά σύμβολα –ιδιαιτέρως τον Τίμιο Σταυρό– και την ιεραρχία της Εκκλησίας. Αποδέχονταν την περιτομή, ορισμένα απόκρυφα και «φιλοσοφικά» βιβλία με μυστηριώδες περιεχόμενο, την αστρολογία, κ.λπ. Η αίρεση αυτή αποτελεί μια εισβολή του κινήματος του δυτικού ανθρωπισμού στην Ρωσία.

Τα περισσότερα μέλη της αιρέσεως δεν ήταν Εβραίοι, αλλά Ορθόδοξοι χριστιανοί, μεταξύ των οποίων και αρκετοί διάκονοι και ιερείς. Αυτοί, ενώ ήταν μέλη της Εκκλησίας, πίστευαν κρυφά στις διδασκαλίες της αιρέσεως, η οποία με αυτόν τον τρόπο διαδιδόταν ανεξέλεκτα και μάλιστα στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας και γινόταν αποδεκτή και στην αυλή του μεγάλου ηγεμόνα της Μόσχας.

Ο άγιος Μάξιμος με πέντε Λόγους του αναιρεί τις διάφορες αιρετικές αντιλήψεις των Ιουδαϊζόντων[2]. Την θεότητα και την μεσσιακή ιδιότητα του Χριστού και την αναγκαιότητα του πάθους του θεμελιώνει κυρίως στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Η θαυμαστή μετάδοση σε όλον τον κόσμο του χριστιανικού μηνύματος από δώδεκα αγράμματους ανθρώπους, χωρίς βία, η μεταστροφή των ειδωλολατρών στην ορθή πίστη, στα έργα της ευσέβειας και της δικαιοσύνης, φανερώνουν την παντοδυναμία του Χριστού. Και το άξιο μεγαλυτέρου θαυμασμού ήταν η αφοσίωση προς τον Χριστό των μαρτύρων κάθε ηλικίας και γένους, οι οποίοι υπέμειναν φρικτά βασανιστήρια και τον θάνατο, τα οποία τους προκαλούσαν οι διάφοροι Χριστομάχοι. Αυτά παραμένουν ανεξήγητα, αν ο Χριστός δεν ήταν παντοδύναμος. Αναφερόμενος δε στον Τίμιο Σταυρό λέγει: «Με ποιό τρόπο ο σταυρός, που προηγουμένως ήταν καταφρονημένο, καταραμένο και μισητό εργαλείο της εκτελέσεως του θανάτου, έγινε τώρα αντικείμενο της πολυπόθητης και τιμιότατης προσκυνήσεως και της λατρείας; Αυτό όμως είναι αυτονόητο, επειδή δίδει ζωή και αναρίθμητα αγαθά, αφού το σημείο του σταυρού ανασταίνει νεκρούς, ιατρεύει κάθε ασθένεια, διώχνει μακριά ολόκληρα τάγματα ολεθρίων δαιμόνων, είναι αήττητο όπλο στις μάχες… Ποιός του χάρισε αυτή την αήττητη δύναμη; Κανένας άλλος παρά μόνο Αυτός, ο παντοδύναμος Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος πέθανε επάνω του με την σάρκα Του ως άνθρωπος, του οποίου το θεσπέσιο όνομα, όταν προφέρεται, διώχνει αμέσως κάθε κακό με το σημείο του Σταυρού»[3].

Όταν το 1520 έγινε σύνοδος «κατά του Ισαάκ του Ιουδαίου μάγου και απατεώνα»[4], ο οποίος παραπλάνησε τους πιστούς με τις ιουδαϊκές διδασκαλίες του, ο άγιος Μάξιμος με σύντομη συγγραφή συμβουλεύει τα μέλη της να οπλισθούν με ζήλο, ο οποίος αρμόζει σε ορθόδοξους ιεράρχες, και να παραδώσουν στην πολιτική εξουσία προς τιμωρία αυτόν, ο οποίος αναστάτωσε το ποίμνιο του Χριστού, ώστε να εμποδίσουν και όσους άλλους σκεφθούν να ταράξουν την ορθόδοξη χώρα μας. Ο άγιος Μάξιμος αντιμετωπίζει με μεγάλη αυστηρότητα τους αιρετικούς, εφόσον συμβουλεύει την παράδοσή τους στην πολιτική εξουσία.

Σε οκτώ κεφάλαια ενός Λόγου του ο άγιος Μάξιμος ανασκευάζει το βιβλίο κάποιου Εβραίου Σαμουήλ, ο οποίος προβάλλει την άποψη ότι ο ιουδαϊκός λαός είναι λαός του Θεού. Την άποψη αυτή χρησιμοποιούσαν οι Ιουδαΐζοντες για να τονίσουν την αξία του ιουδαϊσμού. Στον λόγο του αποδεικνύει ότι καταχρηστικά οι Ιουδαίοι λέγονται λαός του Θεού και ότι το βιβλίο περιέχει πολλά ψέματα, τα οποία δεν συμβιβάζονται με την Παλαιά Διαθήκη. «Τότε θα είστε άνθρωποι του Θεού και σωσμένοι από αυτόν, όταν, αφού απομακρυνθείτε τελείως από την κακή πίστη σας, το πείσμα και την ανυπακοή σας, θα αναφωνήσετε με πίστη και αγάπη “ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου” και θα αρχίσετε να ζείτε σύμφωνα με τις εντολές Του, αφού βαπτισθείτε στο όνομα της Αγίας Τριάδος»[5].

Οι Ιουδαΐζοντες απέρριπταν την προσκύνηση των εικόνων. Ο άγιος Μάξιμος διατυπώνει την ορθόδοξη διδασκαλία για τις εικόνες. Λατρεία απονέμενεται μόνο στον Τριαδικό Θεό, προσκύνηση σχετική και τιμητική στις εικόνες. Είναι αγαθό και θεάρεστο έργο η τιμή προς τις εικόνες, οι οποίες μοιάζουν με τα πρωτότυπα. Οι απαγορευτικοί λόγοι του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη δεν αναφέρονται στην χρήση των εικόνων, αλλά στην κατασκευή των ειδώλων. «Εμείς όμως ούτε είδωλα κατασκευάζουμε ούτε μοσχάρια, αλλά λατρεύουμε τον αληθινό Θεό και τους αγίους Tου· όποιος αγαπά τον βασιλιά δεν περιφρονεί το σκήπτρο του»[6]. Οι εικόνες είναι ιερά αντικείμενα και μέσα για την σωτηρία των χριστιανών.

Ο Μάξιμος με έναν Λόγο του απαντά στους Ιουδαΐζοντες που δεν τιμούσαν την Θεοτόκο, αλλά απαντά συνάμα και σε αυτούς που έλεγαν ότι η Θεοτόκος ήταν αγία και υπερένδοξη μόνο κατά τον χρόνο της κυοφορίας της, ενώ μετά την γέννηση του Κυρίου ήταν απλώς μια γυναίκα, όπως οι άλλες. Αποδεικνύει την ασύγ­κριτη υπεροχή της Θεοτόκου από όλες τις γυναίκες, λόγω των αρετών, με βάση τις προφητείες και προτυπώσεις της Παλαιάς Δια­θήκης και αποδοκιμάζει την γνώμη αυτών, οι οποίοι τολμούν μαζί με τους εικονομάχους να μειώσουν την αξία της. Αν η γυναίκα ενός γήινου βασιλιά ονομάζεται και τιμάται ως βασίλισσα, επειδή γέννησε τα παιδιά του, πώς η Θεοτόκος που γέννησε των πάντων Βασιλέα, τον Χριστό, είναι μόνο μια γυναίκα, όπως οι άλλες;

Ως γνήσιος Αγιορείτης μοναχός ο Θεοτοκόφιλος άγιος Μάξιμος παραθέτει τα γεγονότα της κοιμήσεως και μεταστάσεως της Θεοτόκου, τις προεικονίσεις της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες αναφέρονται στο πρόσωπό Της, για να αναδείξει την ασύγκριτη υπεροχή Της. Αναλύοντας τον ειρμό της τρίτης ωδής του β΄ ήχου «εξήνθησεν η έρημος ωσεί κρίνον Κύριε, η των εθνών στειρεύουσα εκκλησία τη παρουσία σου», γράφει: «Γιατί δεν είπε ότι η έρημος άνθισε σαν ρόδο, αλλά σαν το κρίνο; Αφού και το ρόδο είναι πολύ ευωδιαστό και ωραίο στην όψη. Γιατί το κρίνο, εκτός από την πολύ ευχάριστη ευωδία του, έχει και τα τρία φύλλα, τα οποία συμβολίζουν τις τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, εις το όνομα των οποίων τελείται το θείο λουτρό –εννοώ το σωτήριο βάπτισμα– στο οποίο και με το οποίο η πρώην έρημος, δηλαδή η αποτελουμένη από εθνικούς εκκλησία, εξαγνίσθηκε και άνθισε, δηλαδή ανανεώθηκε, σαν το άνθος, το οποίο ονομάζεται κρίνος… Απομακρυνθείτε απ’ αυτήν την ασέβεια εναντίον της Παναγίας Θεομήτορος και από την φοβερή εναντίον της βλασφημία, ώστε και αυτή να σας πλησιάσει και να σας διατηρήσει αβλαβείς από κάθε δόλο του πονηρού»[7].

Ανάμεσα στα έργα του αγίου Μαξίμου σώζεται στην σλαβονική γλώσσα, αλλά και στην αρχαία ελληνική, ένα ηρωελεγειακό έπος με τίτλο Λόγος επικριτικός κατά της ελληνικής πλάνης[8]. Το ποιητικό αυτό κείμενο, γραμμένο στην γλώσσα του Ομήρου, συνοδεύεται από μια σύντομη επιστολή σε κάποιον Μακρόβιο, ο οποίος χαρακτηρίζεται «πολυθρύλητος εραστής κάθε ιερής σοφίας». Επίσης στην σλαβονική γλώσσα σώζεται ένα σύντομο έργο με τον τίτλο Λόγος περί Πλάτωνος, στο οποίο γράφει περί αμαρτίας και τιμωρίας[9].

Σκοπός των λόγων αυτών είναι «νά αποτραβήξει μερικούς από την υπερβολική ερωτομανία τους για τις ελληνικές (ειδωλολατρικές) φλυαρίες, από την οποία πάσχουν». Το έργο Λόγος επικριτικός κατά της ελληνικής πλάνης γράφτηκε το 1552-53 στην Μόσχα. Αποτελεί συνέχεια ποιητικού έργου Κατά Ιουδαίων, όπως σημειώνει ο ίδιος στους δύο πρώτους στίχους της ραψωδίας «Κατά της ελληνικής πλάνης»[10], το οποίο μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε. Στο έργο του αυτό φαίνεται η πλούσια θύραθεν παιδεία, αλλά και η δυνατή ορθόδοξη πίστη του. Σε αυτό συνδέεται το κάλλος του αρχαιοελληνικού λόγου με το κάλλος των παναγίων δογμάτων της Ορθοδοξίας[11].

Ασφαλώς, ο ρωσικός λαός δεν κινδύνευε από την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Τα έργα γράφτηκαν για μερικούς, οι οποίοι κινδύνευαν να επηρεαστούν από την εισαγωγή των ιδεών της Ιταλικής Αναγεννήσεως στην Ρωσία. Στο πρώτο έργο η πολεμική του αγίου Μαξίμου στρέφεται κατά της μυθολογικής θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων και της επιδράσεως της ελληνικής φιλοσοφίας, λόγω της γοητείας που ασκούσε. Θυμόταν και ο ίδιος, πόσο είχε παρασυρθεί, όταν βρισκόταν στην Ιταλία, από τις ιδέες αυτές. Η Ιταλική Αναγέννηση, όπως είδαμε, δημιούργησε μια συμπάθεια προς την αρχαία Ελλάδα και μια τάση επιστροφής στην αρχαιοελληνική θρησκεία. Απηχήσεις, αδύνατες και σποραδικές, της απόπειρας του Πλήθωνος για την υποκατάσταση της χριστιανικής θρησκείας από την αρχαία ελληνική ή απόηχος των συζητήσεων μεταξύ Πλατωνικών και Αριστοτελικών θα έφθαναν σε κύκλους ανθρώπων ανώτερης μορφώσεως της ρωσικής κοινωνίας. Σε παλιές συλλογές και χρονογραφίες περιλαμβάνονταν μυθολογικές διηγήσεις ή αποφθέγματα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Σε μερικούς ναούς της Μόσχας υπήρχαν ζωγραφισμένες μορφές Ελλήνων φιλοσόφων, οι οποίοι κρατούσαν ειλητάρια με φιλοσοφικά ρητά. Σε μερικούς κύκλους, και κληρικών ακόμη, επικρατούσε η μόδα επιδείξεως ελληνογνωσίας, είτε με αφηγήσεις από την ελληνική μυθολογία, είτε με την αναφορά ομηρικών ηρώων και στίχων, είτε με εγκωμιασμό του ύφους της κλασικής ελληνικής γλώσσας[12].

Στο έργο Λόγος επικριτικός κατά της ελληνικής πλάνης ο άγιος Μάξιμος ελέγχει τους μύθους στους οποίους στηριζόταν η ειδωλολατρική θρησκεία. Αναφέρεται στα αισχρά έργα των θεών (Δία, Απόλλωνος, Αφροδίτης) και στις φιλονικείες τους. Η ελληνική θρησκεία είναι μυθική, ειδωλολατρική, αμαρτωλή και επικίνδυνη. Η υπεροχή του Χριστιανισμού αποδεικνύεται από την ειρηνική και ανιδιοτελή διάδοσή του, από την εμμονή στην πίστη στον Χριστό παρά τους σκληρούς διωγμούς, από την εξάπλωση της χριστιανικής θρησκείας με το κήρυγμα αμορφώτων ανθρώπων, και από το ύψος της ηθικής του Χριστιανισμού. Πίσω από όλα αυτά υπάρχει ο Σταυρός και το πάθος του Κυρίου, κεντρικό ιστορικό οντολογικό γεγονός της χριστιανικής πίστεως, το οποίο δεν μπορούσαν να κατανοήσουν οι ειδωλολάτρες[13].

Εκθέτει συνοπτικά τα σπουδαιότερα δόγματα του Χριστιανισμού και την κρίση των ανθρώπων κατά την Δευτέρα Παρουσία ενώπιον του Χριστού, των οποίων τα σώματα θα αναστηθούν και θα ενωθούν με τις ψυχές. Μετά την κρίση οι ασεβείς θα καταδικαστούν και οι ευσεβείς θα λάμπουν αιώνια από το θείο φως ζώντας μαζί με τον Θεό. Πολλοί περιφρονούν τα Ευαγγέλια, γιατί είναι γραμμένα χωρίς αττική ευγλωττία, αλλά σε απλή γλώσσα, «μέ λέξεις ευτελείς και κοινότατες… Η τελειότητα της σοφίας δεν συν­ίσταται στην μεγάλη ευφράδεια και καλλιέπεια και την αγόρευση από στήθους πλήθους ρητών από αρχαίους ενδόξους άνδρες. Όχι! Επειδή όλα αυτά αφανίζονται γρήγορα με το τέλος της παρούσας ζωής, όπως και όλες οι άλλες εφήμερες ομορφιές»[14]. Σκοπός του σοφού είναι «νά έχει προσήλωση σ’ έναν υψηλό σκοπό και σεμνό ήθος και εύφημο βίο, το να κοσμείται δηλαδή με ευνομία και σωφροσύνη και ιερή πραότητα και ταπεινοφροσύνη»[15].

Ο άγιος Μάξιμος ομολογεί στα έργα του ότι σπούδασε την φιλοσοφία, έστω και αν εμφανίζεται αδιάφορος προς αυτήν[16]. Δεν δεχόταν όμως τον τίτλο του «φιλοσόφου», τον οποίο του απέδιδαν, λόγω του ταπεινού φρονήματός του. Όταν ο φίλος του Ρώσος πρίγκιπας Ανδρέας Κούρμπσκυ (A.M. Kourbskij) τον αποκαλούσε φιλόσοφο, ο άγιος Μάξιμος απαντούσε: «Δεν είμαι φιλόσοφος, είμαι απλώς ένας μοναχός»[17]. Διακρίνεται όμως στα έργα του η φιλοσοφική του σκέψη. Αυτή τον αναδεικνύει σπουδαίο φιλόσοφο. Ως φιλόσοφο τον αναγνωρίζουν και στην εποχή του αλλά και μεταγενέστεροι θεολόγοι, φιλόσοφοι, και ιστορικοί[18]. Γι’ αυτό οι συντάκτες των έργων του τοποθετούν δίπλα στο όνομά του την λέξη «φιλόσοφος» (Μάξιμος ο φιλόσοφος). Ως φιλόσοφος ο άγιος Μάξιμος διακρίνεται για το δημιουργικό του πνεύμα και όχι ως δημιουργός ενός φιλοσοφικού συστήματος. Δεν είναι ο φιλόσοφος της αρχαίας ελληνικής σοφίας, αλλά ο φιλόσοφος του Αγίου Πνεύματος, ο λάτρης της αληθινής Σοφίας, του Θεού Λόγου.

Η θέση του για την ελληνική φιλοσοφία και γενικά την θύραθεν παιδεία ταυτίζεται με αυτή των προγενεστέρων Πατέρων της Εκκλησίας[19]. Η φιλοσοφία χρησιμοποιείται ως όργανο και μέσο εκφράσεως των αληθειών της πίστεως. Οι όροι, οι λέξεις, εμπλουτίζονται με χριστιανικό περιεχόμενο. Απορρίπτεται η θεο­λογία της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας. Ασφαλώς, μια γνώση της σοβαρής κοινής επιστήμης είναι καλή, αλλά είναι κατάλληλη μόνο για την απόκτηση της πρακτικής, για καλή ομιλία, αλλά και για να αποκτήσει μία οξυδέρκεια η διάνοια και όχι για να απορίπτονται τα θεία δόγματα. Από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους μπορούμε να αντλήσουμε μόνο καθετί που συντελεί στην πνευματική ολοκλήρωσή μας, «ευτέχνως κάθε αρετή και κάθε ευρυθμία συμπεριφοράς»[20].

Όποιος γνωρίζει τα ορθόδοξα δόγματα είναι περιττό και ανόητο να ασχολείται με την μάθηση της φιλοσοφίας. Η πλήρης αποδοχή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας σημαίνει αποδοχή της αθεΐας. Από τους αρχαίους φιλοσόφους παίρνουμε ό,τι βοηθά σε εμπέδωση της ευσέβειας και της χριστιανικής πίστεως[21].

Στον απολογητικό αγώνα του κατά των ετεροθρήσκων περιέλαβε ο άγιος Μάξιμος και την «πλάνην των Αγαρηνών», όπως ονομάζει τον Μουσουλμανισμό. Οι Ρώσοι, και γενικότερα οι Σλάβοι, είναι αντίθετοι προς τον μουσουλμανικό κόσμο. Το γεγονός της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεωρήθηκε πλήγμα κατά του Χριστιανισμού και αύξησε το μίσος κατά του Ισλάμ. Η εχθρότητά τους έφτασε στο ύψιστο σημείο λόγω της υποδουλώσεώς τους για μεγάλο χρονικό διάστημα στους Τατάρους. Οι Ρώσοι πληροφορούνται για τον Μωάμεθ και το Ισλάμ κυρίως από μεταφράσεις έργων των βυζαντινών συγγραφέων: Χρονογραφία Γεωργίου μοναχού, έργα (διαλέξεις) αγίου Γρηγορίου Παλαμά)[22].

Ο άγιος Μάξιμος ανέλαβε την διαφώτιση του λαού και την στήριξη των χριστιανικών του πεποιθήσεων με την επιχειρηματολογία του κατά του Ισλάμ. Πρέπει να επισημανθεί ότι έζησε στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα τις φοβερές δοκιμασίες των ομοφύλων του. Είχε παρευρεθεί μάλιστα και στο μαρτύριο ενός νεομάρτυρος[23]. Θέλει με την ζωηρή περιγραφή των συμφορών της κάποτε ένδοξης πατρίδας του να διεγείρει το θρησκευτικό συναίσθημα και να συγκινήσει τους ομόδοξους Ρώσους αναγνώστες του. Η κοινή γνώμη θα ήταν ευνοϊκή και υπέρ της απελευθερώσεως των καταπιεζομένων Ελλήνων.

Ο άγιος Μάξιμος έγραψε τρεις λόγους κατά των Αγαρηνών και του Μωάμεθ[24]. Στον πρώτο λόγο, ο οποίος είναι και εκτενέστερος, θεωρεί ότι ο Ισλαμισμός περιέχει διδασκαλίες του Ιουδαϊσμού και του Αρειανισμού. Tήν συγγένεια με τον Ιουδαϊσμό αποδεικνύουν ο μονοθεϊσμός, η απόρριψη των εικόνων, οι διατάξεις περί καθαρών και ακαθάρτων, οι μεσσιακές προσδοκίες, η εκδικητικότητα και το μίσος κατά των εχθρών και απίστων. Από τον Αρειανισμό, τον οποίο διδάχθηκε ο Μωάμεθ από έναν αιρετικό μοναχό, πήρε την απόρριψη της θεότητας του Ιησού Χριστού και την διδασκαλία ότι είναι μόνο άνθρωπος, δηλαδή κτίσμα του Θεού. Αυτός ο μοναχός έπεισε και την γυναίκα του Μωάμεθ για την προφητική του αποστολή. Ο άγιος Μάξιμος θεωρεί, όπως και οι προηγούμενοι από αυτόν Πατέρες, τον Μωάμεθ ως «πρόδρομο του Αντιχρίστου»[25]. Λαμβάνοντας υπόψη του ότι στο Κοράνι ο Μωάμεθ «άθελα επαινεί το άγιο Ευαγγέλιο αποκαλώντας το ως δίκαιο», του απευθύνει την ερώτηση: «Αν θεωρείς, ότι το θείο και προσκυνούμενο ευαγγέλιο του Χριστού κατέβηκε από τον ουρανό και παραδέχεσαι, ότι είναι δίκαιο και αληθές, γιατί τότε αντιστέκεσαι σ’ αυτό, όταν τόσο σαφώς μαρτυρεί την θεότητα του Χριστού;»[26] Στηριζόμενος δε στην Αγία Γραφή αποδεικνύει την θεότητα του Χριστού και τα άλλα δόγματα της Εκκλησίας φανερώνοντας έτσι την πλανεμένη αν όχι και δαιμονική διδασκαλία του Μωάμεθ.

Κατά τον 16ο αιώνα η λατινική επιρροή ήταν μεγάλη. Αυτό φαίνεται από την διάδοση της λατινικής γλώσσας. Η επίδραση του Βυζαντίου υποχώρησε και η γνώση της ελληνικής γλώσσας ατόνισε. Στην Μόσχα δεν βρισκόταν γνώστης της ελληνικής, κατάλληλος για να μεταφράσει, και αυτός ήταν ο λόγος της προσ­κλήσεως του αγίου Μαξίμου[27]. Όπως είδαμε, αυτός αγνοώντας την εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα μετέφραζε με την βοήθεια λατινομαθών.

Στην ορθόδοξη Ρωσία υπήρχε μια μακρά γραπτή πολεμική κατά των πλανών της Ρωμαιοκαθολικής ή Λατινικής Εκκλησίας. Οι πρώτοι Έλληνες μητροπολίτες έγραψαν για τις δογματικές διαφορές της Ορθοδόξου και Λατινικής Εκκλησίας. Πολλά αντιλατινικά έργα των Πατέρων, ιδιαίτερα βυζαντινών, είχαν μεταφρασθεί. Εξάλλου ο άγιος Μάξιμος γνώριζε τις απόπειρες των παπών να παρασύρουν την Ρωσία στην Ουνία. Φρόντιζε δε κατά τις συναντήσεις του με τον μεγάλο ηγεμόνα να τον ενημερώνει για τους κινδύνους, τους οποίους διέτρεχε η Ορθοδοξία στην Ρωσία. Με τα συγγράμματά του αναφερόταν στις διάφορες αιρετικές δογματικές διδασκαλίες και καινοτομίες της Δυτικής Εκκλησίας. Αφορμή για την αντιλατινική δράση του έδωσε ο ιδιαίτερος και έμπιστος ιατρός του μεγάλου ηγεμόνα Nikolai «Nemchin» (ο «Γερμανός») ή Bulev[28], ο οποίος ζούσε στην Μόσχα και που, όπως είδαμε, διέδιδε την αστρολογία με μεγάλη επιτυχία. Αυτός προσπαθούσε να πείσει ότι οι διαφορές, οι οποίες υπήρχαν μεταξύ της Ορθοδόξου και Λατινικής Εκκλησίας, ήταν τόσο ασήμαντες που δεν έπρεπε να αποτελούν εμπόδιο στην ένωση των δύο Εκκλησιών. Τόνιζε όχι τις διαφορές αλλά τα θεμελιώδη δόγματα στα οποία υπήρχε συμφωνία, τα «ενούντα». Απέφευγε να επιτίθεται κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και με επιστολές που έστελλε σε διάφορα σπουδαία πρόσωπα της εποχής με τον ήρεμο, μετριοπαθή και ήπιο τόνο των επιχειρημάτων του εύρισκε απήχηση στους εκκλησιαστικούς κύκλους.

Ο άγιος Μάξιμος παρακινήθηκε από τον σοβαρό και φιλομαθέστατο φίλο του Θεόδωρο Κάρποφ να εκφράσει την γνώμη του για τις ενωτικές προσπάθειες του Νικολάου. Μετά από ανταλλαγή επιστολών γράφει μια μεγάλης εκτάσεως πραγματεία[29] για την κυριότερη δογματική καινοτομία των Λατίνων, δηλαδή της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «καί εκ του Υιού» (filioque). Συνολικά ο άγιος Μάξιμος γράφει επτά επιστολές[30], στις οποίες αναιρεί τις διάφορες αιρετικές διδασκαλίες (περί Αγίου Πνεύματος, καθαρτηρίου πυρός, αζύμων, της νηστείας του Σαββάτου, της αγαμίας του κλήρου). Κυρίως στρέφεται στην αναίρεση τριών «μεγάλων λατινικών αιρέσεων», όπως τις ονομάζει, της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, του καθαρτηρίου πυρός και της χρήσεως των αζύμων. Αν αρθούν αυτές οι τρεις μεγάλες διαφορές, τότε υπάρχει ελπίδα ενώσεως. Όπως αναφέρει, δεν ασχολείται, αλλά εκούσια παραλείπει, ως γνωστά στους ορθοδόξους, τον έλεγχο των υπολοίπων εγκληματικών καινοτομιών, οι οποίες αναφέρονται στα μυστήρια, την ιερωσύνη και τους άλλους εκκλησιαστικούς θεσμούς, τα οποία είναι αντίθετα προς τους αποστολικούς κανόνες και διατάξεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Θεωρεί επίσης την φιλαρχία των παπών ως εμπόδιο για την ένωση των δύο Εκκλησιών.

Τα συγγράμματα του αγίου Μαξίμου κατά των Λατίνων έχουν δογματικό περιεχόμενο. Ο κύριος άξονας των επιχειρημάτων του είναι το σταθερό και αμετάβλητο των δογμάτων και η αδυναμία του ανθρωπίνου νου να εξερευνά τα θεία μυστήρια, τα οποία είναι απρόσιτα. Όποιος νοθεύει τα δόγματα, οδηγείται στην απώλεια της σωτηρίας και της αιώνιας ζωής. Η πίστη του στα δόγματα της Εκκλησίας ήταν εμπειρική και όχι διανοητική[31].

Ο Ιησουίτης καθηγητής Bernhard Schultze σε ογκώδες έργο του αναφερόμενο στον άγιο Μάξιμο ως θεολόγο, τον χαρακτηρίζει «Παλαμίτην», ακολουθώντας την στάση της Δυτικής Εκκλησίας[32]. Είναι γνωστό ότι οι θεολόγοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δυσφήμησαν και συκοφάντησαν τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ως καινοτόμο και αιρετικό, γι’ αυτό και χαρακτήρισαν την διδασκαλία του «Παλαμισμό» ή «Παλαμική θεολογία», δηλαδή ότι εκφράζει προσωπική αντίληψη, ατομικές απόψεις, και όχι την διδασκαλία της Εκκλησίας. Για να δυσφημήσει λοιπόν το έργο του αγίου Μαξίμου, τον χαρακτήρισε ακόλουθο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, ο ανωτέρω καθηγητής έπλεξε εγκώμιο στον άγιο Μάξιμο!

Ανάμεσα στις αντιαιρετικές συγγραφές του αγίου Μαξίμου υπάρχει και ένας Λόγος κατά της Αρμενικής κακοδοξίας. Στην Ρωσία υπήρχαν εγκατεστημένοι Αρμένιοι. Αλλοι από αυτούς ήταν έμποροι, ενώ υπήρχαν και μερικοί ιατροί. Η ρωσική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε για τις υπηρεσίες της όσους ήταν διερμηνείς ή μεταφραστές. Όπως φαίνεται, οι Αρμένιοι προπαγάνδιζαν την αίρεση του μονοφυσιτισμού, στην οποία ανήκαν. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι η αρμενική κακοδοξία αποτελείται από πολλές αιρέσεις, αναφέρεται όμως σε τρείς, τις οποίες θεωρεί ως κατεξοχήν ασεβείς και τις αναιρεί.

Στα συγγράμματα του αγίου Μαξίμου, κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του, ανήκουν και αρκετά έργα ερμηνευτικά σε χωρία των Πατέρων και της Αγίας Γραφής –κυρίως των Ψαλμών του Δαβίδ– για τα οποία του ζητούσαν διασαφητικές εξηγήσεις. Σπουδαίο μέρος της συγγραφικής του παραγωγής καταλαμβάνει και η διδακτική αλληλογραφία του προς διάφορα πρόσωπα, τα οποία του διατύπωναν ποικίλες ερωτήσεις και ζητούσαν την ορθόδοξη διδασκαλία. Ο άγιος Μάξιμος είχε γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, ήταν «συνεργός Θεού»[33]. Βιώνοντας την Πατερική Παράδοση στο Άγιον Όρος είχε γίνει ο ίδιος φως που θα μπορούσε να φωτίσει. Ζούσε το μυστήριο της εν Χριστώ εκστατικής αγάπης, γι’ αυτό μπορούσε –περιφρονώντας τις προσωπικές κακουχίες– φυλακισμένος και αλυσοδεμένος, να μην λογαριάζει τον εαυτό του, αλλά το πώς θα εκπληρώσει την αποστολή του ως διδάσκαλος της αληθινής πίστεως, υπακούοντας στην ιεραποστολική του συνείδηση.

 

 

Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

 



[1]. Γεωργίου Φλορόφσκυ, ό.π., σσ. 32-38.

[2]. Maksim Grek, Sochinenija, τόμ. 1, Καζάν 1859. Λόγοι 2, 3, 4, 23 καί 24.

[3]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος II, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 50.

[4]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος III, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 51.

[5]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος IV, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 56.

[6]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος ΧXIII, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 490.

[7]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος ΧXIV, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 507.

[8]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Τά Ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997, σ. 114-141.

[9]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Μαξίμου τού Γραικού Λόγος περί Πλάτωνος, Άγιον Όρος 1999, σ. 65-66.

[10]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Τά Ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997, σ. 115. «Αφού μέ τήν βοήθεια τού Θεού ελέγξαμε στά προηγούμενα τήν ιουδαϊκή λύσσα κατά τού Χριστού, έλα τώρα νά στραφούμε, ψυχή μου, πρός τήν καταφροσύνη καί τήν αθυροστομία τών Ελλήνων (ειδωλολατρών)».

[11]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 179.

[12]. Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 174.

[13]. Βλ. «Λόγος επικριτικός κατά τής ελληνικής πλάνης», στό Κωνσταντινου Τσιλιγιαννη, Τά ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997, σσ. 114-141.

[14]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος V, τόμ. 1, Καζάν 1859, σσ. 73-74.

[15]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος V, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 74.

[16]. Αleksej Ivanov, Literaturnoe nasledie Maksima Greka (Η λογοτεχνική κληρονομιά τού Μάξιμου Γραικού), Λένινγκραντ 1969, σ. 28.

[17]. Nina Sinicyna, Maksim Grek v Rossii, Μόσχα 1977, σ. 146.

[18]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Μαξίμου τού Γραικού Λόγος περί Πλάτωνος, Άγιον Όρος 1999, σ. 10.

[19]. Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, ό.π., σ. 238. «Αι θύραθεν επιστήμαι αναγνωρίζονται καί υπό τού Μαξίμου ως αναγκαίαι καί ωφέλιμοι».

[20]. Βλ. «Λόγος επικριτικός κατά τής ελληνικής πλάνης», στό Κωνσταντινου Τσιλιγιαννη, Τά ηρωελεγειακά έπη τού Αγίου Μαξίμου τού Γραικού, Άγιον Όρος 1997, σ. 135.

[21]. Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, ό.π., σ. 238.

[22]. Γιά περισσότερα βλ. Ε. Σ. Σδράκα, Η κατά τού Ισλάμ πολεμική τών Βυζαντινών Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961.

[23]. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Μαξίμου τού Γραικού διήγηση γιά κάποιο νεομάρτυρα, Αρτα 1996.

[24]. Maksim Grek, Sochinenija, τόμ. 1, Καζάν 1859. Λόγοι 6, 7 καί 8.

[25]. Βλ. Θεοδώρου Ζήση, Διαθρησκειακές Συναντήσεις, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 52-119.

[26]. Maksim Grek, Sochinenija, Λόγος VI, τόμ. 1, Καζάν 1859, σ. 94.

[27]. Vladimir Ikonnikov, ό.π., σ. 1.

[28]. Γεωργίου Φλορόφσκυ, ό.π., σ. 31.

[29]. Λόγος κατά Λατίνων, περί τού ότι δέν πρέπει ούτε νά προσθέσουμε, ούτε νά αφαιρέσουμε τίποτε στήν θεία ομολογία τής άμωμης χριστιανικής πίστεως.

[30]. 1) Εγκωμιαστικός Λόγος στούς αγίους αποστόλους Πέτρο καί Παύλο, στόν οποίο γίνεται έλεγχος τών τριών πολύ μεγάλων λατινικών αιρέσεων. 2) Λόγος κατά τής ψεύτικης συγγραφής τού Νικολάου τού Γερμανού γιά τήν ένωση τών ορθοδόξων μέ τούς λατίνους. 3) Λόγος κατά Νικολάου τού Λατίνου περί τής εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος. 4) Λόγος δεύτερος κατά τών λατίνων περί τού ότι δέν πρέπει ούτε νά προσθέσουμε, ούτε νά αφαιρέσουμε τίποτε στήν θεία ομολογία τής άμωμης χριστιανικής πίστεως. 5) Επιστολή στόν κύριο Θεόδωρο Ιβάνοβιτς Κάρποφ. 6) Επιστολή στόν πολυμαθή Νικόλαο τόν Γερμανό. 7) Λόγος πού αποκαλύπτει εν μέρει τήν λατινική κακοπιστία.

[31]. Βλ. Iωάννου Καλογήρου, ό.π., σ. 232. «Εις τόν αγώνα του καθωδηγείτο πράγματι σταθερώς ο νεώτερος ούτος ορθόδοξος Ομολογητής υπό τού βεβαιοτάτου ορθοδόξου αισθητηρίου οργάνου του, τή επενεργεία τής ως πνευματικού ιζήματος εις αυτόν εναποτεθειμένης ορθοδόξου παραδόσεως, ως θεολογικής καί εκκλησιαστικής δυναμικότητος».

[32]. Βλ. Iωάννου Καλογήρου, ό.π., όπου γίνεται κριτική τού έργου τού B. Schultze.

[33]. Βλ. Α΄ Κορ. 3,9.