Ένα πνευματικό φυτώριο
02.03.2013
Οι αγρυπνίες του Αγίου Ελισαίου σταθήκανε πνευματικό φυτώριο. Μέσα στο ταπεινό αυτό εκκλησάκι, στους Αγέρηδες, το ιδιωτικό, το ανύπαρκτο τώρα πιά, αφού το γκρέμισε η σκαπάνη της οικονομικής σκοπιμότητος, o Όσιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και μία πλειάδα ταπεινών ορθοδόξων Χριστιανών, ειχανε οργανώσει αυτές τις αγρυπνίες.
Λειτουργός ο ακούραστος παπα-Πλανάς, δεξιός ψάλτης ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κι αριστερός ψάλτης ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Και γύρω τους ένα εκκλησίασμα από ταπεινούς Χριστιανούς, που δεν κουραζόντανε, ούτε από τις μακρυές ακολουθίες, ούτε από την αγρυπνία, ούτε από την ορθοστασία. Ούτε τα βλέφαρά τους κλείνανε, ούτε τα γόνατά τους λυγίζανε.
Οι ταπεινοί αυτοί Χριστιανοί, ούτε συλλόγους είχανε σκαρώσει, ούτε λόγους βγάζανε, ούτε συχνάζανε στα γραφεία των εφημερίδων, απαιτώντας προσωπική προβολή και παινέματα των δημοσιογράφων, ούτε καλούσανε κανέναν ισχυρό να ‘ρθη, να τους καμάρωση και να τους ενίσχυση.
Δεν κάνανε κοινωνικό Χριστιανισμό, ούτε είχε ψηλώσει ο voυs τους, ώστε να θέλουνε να βολέψουνε τα στραβά του κόσμου, σαν κείνους τους πιο θεόστραβους άπ’ όλους, που παρασταίνουνε τον εκλεχτό του Θεού, τον προωρισμένο ν’ αποκαταστήση την δικαιοσύνη του, στον ξεστρατισμένο κόσμο. Είτανε άνθρωποι απλοί, ταπεινοί Χριστιανοί, που πιστεύανε στον θεάνθρωπο Χριστό, στην Παναγία Θεοτόκο και στους αγίους Του. Και πιστοί στο Λόγο Του, δεν νοιαζότανε για τα κρίματα των αλλονών, αλλά για τα δικά τους. Κι΄ αυτές τις δικές τους πληγές πασχίζανε να επουλώσουνε με νηστείες, με προσευχή, με καθημερινή παρουσία στον Οίκο Του, μ΄ αδιάκοπο διάβασμα του Λόγου Του, του Ευαγγελικού και των βίων των αγίων, που βρίσκανε μέσα στα συναξάρια.
Ούτε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ούτε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ούτε ο Μωραϊτίδης, ούτε κανένας από κείνους, που αγρυπνούσανε στον Άγιο Ελισαίο, δεν σπαταλούσανε την ώρα της προσευχής, βγάζοντας λόγους, τάχα για να σώσουνε τους άλλους, ενώ στην ουσία αν το κάνανε δεν θα σώζανε κανέναν με τα λόγια, άλλα μονάχα θα προβάλλανε τον εαυτό τους.
Σαν γνήσιοι ορθόδοξοι είχανε αφήσει στους φραγκίζοντες και προτεσταντίζοντες τις ευσεβείς φλυαρίες και κείνοι ζούσανε την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, που είναι μυστήριο και κλείνει μέσα της όσα κανένα κήρυγμα δεν μπορεί να κλείση. Γιατί όλα τα λέει η λειτουργία, το Λυχνικό, το Ψαλτήρι κι’ η ορθόδοξη υμνογραφία. Όλα, πέρα για πέρα. Και τόσο πολύ, που και μία προσταφαίρεσι δεν είναι δυνατή και νοητή.
Ο παπα-Νικόλας ο Πλάνας στάθηκε η πιο ολοκληρωμένη λειτουργική έκφρασι μέσα στην ορθόδοξη Ελλάδα του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα και των πρώτων εικοσιπέντε χρόνων του τωρινού. Λειτουργική στάθηκε ολάκερη η ζωή του. Ξημερώματα άρχιζε και μεσημέρι τελείωνε. Γιατί τάλεγε όλα, γιατι μνημόνευε εκατοντάδες νεκρούς και ζωντανούς. Και το εκκλησίασμα ούτε αβάσταχτες εύρισκε αυτές τις ακολουθίες, ούτε κατά πονετικές, ούτε εμπόδιο στις δουλειές του. Φτωχοί και πολλοί μεροκαματιάρηδες ήτανε αυτοί που εκκλησιαζόντανε στον Άγιο Ελισαίο, ή στον Άγιο Γιάννη τον Κυνηγό, της οδού Βουλιαγμένης, όπου χρόνια λειτουργούσεν ο παπα-Νικόλας ο Πλάνας. Άνθρωποι της ανάγκης, θεόφτωχοι, κοπιώντες και πεφορτισμένοι. Κι’ όμως δεν κουραζόντανε για ένα και μόνο λόγο: Δεν ήτανε ξένοι προς τα μυστήρια και τις ακολουθίες. Τις διαβάζανε, ξέρανε όλα άπ’ έξω και γευότανε τη λειτουργία ή τις ακολουθίες των αγρυπνιών, όταν τις τελούσε ένας ιερέας ταπεινός και καθαρός την καρδίαν. Αυτός ο κόσμος γευότανε όσα έλεγε ο λειτουργός όσα ψέλνανε οι ψαλτάδες. Τα σιγόλεγε και τα σιγόψελνε και το εκκλησίασμα και κάθε λέξη και κάθε φράση και κάθε μουσικός φθόγγος ήτανε βίωμα. Δεν ακούγανε λόγια αδιάφορα γι’ αυτούς ή μουσική κοσμική ή εικόνες φράγκικες, θεατρικές και γλυκανάλατες. Ό,τι ακούγανε σκορπούσε γαλήνη στην ψυχή και στο πνεύμα τους και τα μάτια τους δεχότανε σαν ίαμα τ’ άγια εικονίσματα της βυζαντινής αγιογραφίας. Όξω και μακρυά άπ’ τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, δεν βρίσκανε ούτε λύτρωση, ούτε ανάπαυση. Ο πόθος τους για χριστιανική δικαιοσύνη, όπως το βλέπουμε τόσες φορές στο έργο του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη, δεν έκρυψε ποτέ την οργή της εκδίκησης. Η αγάπη που τους θέρμαινε δεν ήτανε η ανήσυχη κι’ εναγώνια αγάπη του κόσμου, αλλά η ατάραχη και ειρηνική αγάπη του Χριστού.
Αυτοί οι επιζώντες, όπως και μερικοί άλλοι, καθώς και κείνοι που κοιμηθήκανε εν Κυρίω από τους αγρυπνητές του προφήτη Ελισαίου, ξέρουνε πως η λογική του κόσμου δεν έχει θέση στο χριστιανικό περίβολο, όπως δεν έχει θέση κι’ η μεθοδολογία του κόσμου. Γιατί αυτά κρίνοντάς τα με τα μέτρα τους και βλέποντάς τα με τα κοντόθωρα μάτια τους δεν μπορούνε να καταλάβουνε πως ο Χριστιανισμός είναι η πιο μεγάλη περιπέτεια, η πιο μεγάλη υπερβολή και το πιο απίστευτο άπ’ όλα τα πιο απίστευτα του κόσμου. Για τούτο κι’ η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας είναι η ορθοδοξία ανόθευτη άπ’ όλες τις κοσμικόφρονες επιδράσεις του δυτικού κόσμου.
Πηγή: Εφημερίδα «Η Βραδυνή», 8 Ιουνίου 1960.
Αναδημοσίευση από: Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς «Πειραική Εκκλησία», Έτος 18ο, Αριθμός Φύλλου 202, Μάρτιος 2009.