Επίσημη Καταγγελία της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αλβανίας
18.12.2012
Σε μια ιδιαίτερα βαρυσήμαντη καταγγελία προχώρησε η Αυτοκέφαλος Αρχιεπισκοπή της Εκκλησίας της Αλβανίας, σχετικά με τον τρόπο διενέργειας της πρόσφατης απογραφής στη χώρα.
Συγκεκριμένα, καταγγέλλονται οι μέθοδοι που ακολούθησε το αλβανικό κράτος, που είχαν ως αποτέλεσμα τον αριθμητικό υποβιβασμό τόσο του συνόλου των Χριστιανών της Αλβανίας, όσο και των Ορθοδόξων ειδικότερα. Η Αλβανική Εκκλησία εκτιμά πως πίσω από τη συγκεκριμένη μεθόδευση υποκρύπτονται σκοπιμότητες που στοχεύουν στην ίδια την υπόσταση της χριστιανικής θρησκείας στη χώρα. Η σοβαρότητα της καταγγελίας καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι η πάντοτε μετρημένη και προσεκτική Αρχιεπισκοπή Τιράνων μιλά ευθέως για «ψέματα». Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στη ανακοίνωση, πάντως, είναι απόλυτα τεκμηριωμένα και δύσκολα επιδέχονται διάψευση. Το βαρυσήμαντο κείμενο της καταγγελίας έχει ως εξής:
ΟΡΘΟ∆ΟΞΟΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
ΕΠΙΣΗΜΗ ∆ΗΛΩΣΗ
Τα στοιχεία της Απογραφής του 2011 για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς της Αλβανίας είναι εντελώς ανακριβή και απαράδεκτα
1. Τα πρόσφατα στοιχεία τα οποία δηµοσίευσε η INSTAT από την τελευταία Απογραφή, του 2011, σχετικά µέ τη θρησκευτική διαστρωµάτωση του πληθυσµού της Αλβανίας, αναφέρουν ως ποσοστό των Ορθοδόξων Χριστιανών το 6,75%.
Πρόκειται για ένα ολοφάνερο λάθος η, ακριβέστερα, ψέµµα. Η διαδικασία της απογραφής για την καταγραφή του θρησκεύµατος δεν ανταποκρίνεται στη στοιχειώδη αντικειµενική µέθοδο που ακολουθείται από τις Ευρωπαϊκές χώρες.
Και τελικά προσβάλλει όχι µόνο τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, που από την αρχή του Αλβανικού κράτους υπήρξε η πολυπληθέστερη χριστιανική κονότητα, αλλά και όλους τους Χριστιανούς, τους οποίους περιορίζει κατά µεγάλο ποσοστό (από 31% σε 17%), και τελικά σκιάζει τη γενική εικόνα των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Αλβανία.
Η πρότασή µας στους αρµοδίους ήταν, η ερώτηση περί θρησκεύµατος να είναι υποχρεωτική, όπως οι άλλες ερωτήσεις, σαφής και άµεση, ώστε να µπορούν να διατυπωθούν βέβαια συµπεράσµατα. Συγκεκριµένα:
Είµαι:
• Μουσουλµάνος Σουννίτης
• Μουσουλµάνος Μπεκτασί
• Χριστιανός Ορθόδοξος
• Χριστιανός Καθολικός
• Χριστιανός Ευαγγελικός
• Οπαδός άλλης θρησκείας. Ποίας;
• Άθεος
∆ιάφοροι πολιτικοί, αλλά και θρησκευτικοί κύκλοι τάχθηκαν εναντίον αυτού του ερωτήµατος και καλλιεργήθηκε ένας διάχυτος φόβος µήπως το θρήσκευµα συνδεθεί µέ δήλωση εθνικότητος. Οι Ορθόδοξοι δεν διατυπώσαµε καµµιά αντίρρηση, περιορισθήκαµε µόνο να τονίσουµε την υποχρέωση αντικειµενικότητος και σοβαρότητος κατά τη διεξαγωγή της απογραφής. Τελικά, το ερώτηµα περί θρησκεύµατος έγινε προαιρετικό, ασαφές και δύσκολο για τους απλούς πολίτες, ιδιαίτερα τους περιορισµένης µορφώσεως. Όπως φαίνεται, για να είναι δυνατόν να καθοδηγούνται οι απαντήσεις και να καταχωρούνται αυθαίρετα.
Το οριστικό έντυπο απογραφής γράφει:
40. Ανήκετε η όχι σε κάποια θρησκεία;
“Ελεύθερη δήλωση, όχι υποχρεωτική.
1. Ανήκω: Προσδιορίσετε:
2. ∆εν ανήκω σε κανένα θρήσκευµα, αλλά είµαι πιστός.
3. ∆εν ανήκω σε κανένα θρήσκευµα, αλλά δεν είµαι πιστός.
4. Προτιµώ να µήν απαντήσω.”
Είναι προφανής η παραπειστική ερώτηση υπ᾽ αρ.2. ∆εν υπάρχει στον κόσµο θρήσκευµα µέ το όνοµα «πιστός» (besimtar). Πιστός, δηλαδή οπαδός, ποίου ακριβώς θρησκεύµατος; Τα αποτελέσµατα, πάντως, δόθηκαν µέ ακριβή προσδιορισµό θρησκεύµατος: Μουσουλµάνοι 56,70%, Καθολικοί 10.03%, Ορθόδοξοι 6.75, Μπεκτασί 2.09%, Ευαγγελικοί 0.07%, Άλλοι Χριστιανοί 0.1%, Αθεοι 2.52%. «Πιστοί µή προσδιορισθέντες» 5.49%, Οπαδοί άλλης θρησκείας 0.02%. ∆εν απήντησαν 13.79%.
2. Τις δύο τελευταίες Κυριακές, 9 και 16 ∆εκεµβρίου 2012, στους Ορθοδόξους που εκκλησιάσθηκαν στα Τίρανα, το ∆υρράχιο, το Μπεράτι, την Κορυτσά, Αυλώνα και άλλες πόλεις, µοιράσαµε δελτία, για να δηλώσουν,
α) αν τους επισκέφθηκαν για να τους καταγράψουν•
β) αν ερωτήθηκαν για το θρήσκευµα•
γ) αν είχαν άλλες παρατηρήσεις.
Τα αποτελέσµατα υπήρξαν καταλυτικά: Απήντησαν 7.118 πρόσωπα (µέ ονοµατεπώνυµο και διεύθυνση). 4.643 (65.23%) από αυτούς, δεν τους επισκέφθηκαν καθόλου οι απογραφείς ή τους επισκέφθηκαν µέν αλλά δεν τους ετέθη ερώτηµα περί θρησκεύµατος. Μόνο 2.469 άτοµα (34.68%) δήλωσαν κατά την απογραφή το θρήσκευµα. Επίσης, 56 δήλωσαν ότι οι απογραφείς σηµείωσαν το θρήσκευµα µέ µολύβι η σε άλλο τετράδιο, και άλλοι 12 ότι τους αρνήθηκαν να σηµειώσουν το θρήσκευµα η το σηµείωσαν µετά από πολλή επιµονή. ∆ιαθέτουµε πολλές µαρτυρίες ότι κατά τη διαδικασία της συλλογής των στοιχείων, πολλοί απογραφείς, αντί του επισήµου εντύπου, χρησιµοποιούσαν τετράδιο και ότι οι πολίτες δεν υπέγραψαν.
3. Κατά τη διάρκεια των 100 ετών του Αλβανικού Κράτους, έχουν πραγµατοποιηθεί δύο µόνο απογραφές, που περιλάµβαναν την ερώτηση περί θρησκεύµατος. Σύµφωνα µέ τη στατιστική του 1927, τα δεδοµένα είναι:
Μουσουλµάνοι (από κοινού Σουννίτες και Μπεκτασί) 67.5%, Ορθόδοξοι 22.3%,
Καθολικοί 10%.
Ενώ στην άλλη απογραφή, που έγινε από τις Ιταλικές αρχές το 1942, τα αποτελέσµατα είναι: Μουσουλµάνοι 68.9% (εκ των οποίων Σουννίτες 54.17% και Μπεκτασί 14.73%) και Χριστιανοί 31% (εκ των οποίων Ορθόδοξοι 20.7% και Καθολικοί 10.3%).
Μετά τον παρατεταµένο αντιθρησκευτικό διωγµό και την έλευση της ∆ηµοκρατίας το 1991, είναι ολοφάνερη στη χώρα η ανασυγκρότηση όλων των παραδοσιακών θρησκευτικών κοινοτήτων και προφανής η άνθιση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της ᾽Αλβανίας. Είναι, λοιπόν, πολύ περίεργο και ύποπτο, το ότι ορισµένοι κύκλοι επεδίωξαν µέ διάφορα τεχνάσµατα να παρουσιάσουν ότι οι Ορθόδοξοι µειώθηκαν κατά τα 2/3.
Σύµφωνα µέ τα εκκλησιαστικά δεδοµένα που διαθέτουµε (καταλόγους βαπτίσεων προ και µετά τον διωγµό και καταλόγους των 460 Ορθοδόξων ενοριών του πληθυσµού της Αλβανίας), οι Ορθόδοξοι υπερβαίνουν το 24% . Ευλόγως, λοιπόν, µπορεί να τεθεί το ερώτηµα, που είναι το 17% που απέκρυψε η απογραφή;
Όλα τα δεδοµένα συνηγορούν ότι κάτω από τα ποσοστά της απογραφής που προσδιορίζονται “∆εν απήντησαν” (“Nuk u pergjigjen 13.79%”) και “Πιστοί µη προσδιορισθέντες” (“Besimtare te pa karakterizuar 5.49%) στεγάζονται στη συντριπτική πλειοψηφία Χριστιανοί Ορθόδοξοι: α) Όσοι αποφάσισαν οικειοθελώς να απέχουν της απογραφής, π.χ. η πλειοψηφία της ελληνικής µειονότητος, των Βλαχοφώνων, Μαυροβουνίων και άλλων µειονοτήτων. β) Όσοι απέφυγαν να δηλώσουν ευθέως το θρήσκευµα, ύστερα από τη διάχυτη ψυχολογική πίεση που δηµιούργησαν ορισµένοι ακραίοι κύκλοι και τις απειλές σχετικά µέ την ελεύθερη δήλωση θρησκεύµατος και εθνικότητος. γ) Όλοι εκείνοι, τους οποίους οι απογραφείς απέφυγαν να επισκεφθούν (χιλιάδες άτοµα που το βεβαίωσαν, αλλά και ολόκληρα Ορθόδοξα χωριά και συνοικίες. δ) Εκείνοι, τους οποίους οι απογραφείς επεσκέφθηκαν, αλλά δεν τους ρώτησαν για το θρήσκευµα, η, όταν δήλωσαν Ορθόδοξοι, αυθαίρετα τους κατέταξαν σε µιά αόριστη κατηγορία.
Και ενώ το ερώτηµα για το θρήσκευµα καθορίσθηκε προαιρετικό (µαζί µε την εθνικότητα), τελικά έγινε κεντρικό χαρακτηριστικό της συγκεκριµένης απογραφής. (Είναι αξιοσηµείωτο ότι η ίδια η απογραφή, στο ερώτηµα «εθνικότητα» αναφέρει: Στην αρχή: Αλβανοί 82.58%, και στο τέλος: δεν απήντησαν 13.97%). Σύµφωνα µέ το Συµβούλιο της Ευρώπης («Third Οpinion of the Council of Europe on Albania» adopted 23.11.2011), η διαδικασία της απογραφής στο θέµα της εθνικότητος δεν ανταποκρίνεται στα καθιερωµένα διεθνή πρότυπα και πρέπει να χρησιµοποιηθεί µέ τη «µεγίστη προσοχή» (with the outmost caution) και να µη στηριχθούν αποκλειστικά στα στοιχεία αυτά αποφάσεις των πολιτικών αρχών.
Κατόπιν των ανωτέρω, δηλώνουµε ότι: Καταγγέλλουµε την αντιεπιστηµονική µέθοδο που ακολουθήθηκε στο ευαίσθητο θέµα της καταγραφής του θρησκεύµατος. ∆ιαµαρτυρόµαστε για την τεράστια παραποίηση κάθε δεοντολογίας. ∆εν αναγνωρίζουµε τα ποσοστά τα οποία δίνει για την τελευταία απογραφή, του 2011, η INSTAT. Τέτοιοι σχεδιασµοί και χειρισµοί είναι ενδεχόµενο να υπονοµεύσουν ακόµα και την αρµονική θρηκευτική συνύπαρξη, για την οποία αγωνιζόµαστε.
Η αναζήτηση της αλήθειας είναι θεµελιώδης για µια πολιτισµένη κοινωνία, ιδιαίτερα σε θέµατα τόσο ευαίσθητα, όπως το θρήσκευµα των πολιτών. Και µόνο η αλήθεια µπορεί να βοηθήσει την Αλβανία στην πορεία της προς την Ενωµένη Ευρώπη και γενικότερα την πρόοδο στον πρώτο αιώνα.
Το Κληρικολαϊκό Εκκλησιαστικό Συµβούλιο της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας.
(Στο θεσµικό αυτό όργανο της Εκκλησίας µετέχουν όλα τα µέλη της Ιεράς Συνόδου καθώς και Πρεσβύτεροι και Λαϊκοί -άνδρες, γυναίκες και νέοι-, εκπρόσωποι της Αρχιεπισκοπής και των Μητροπόλεων).