Γέρων Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης – 2
15.04.2013
Η εξορία
Το 1924 γίνεται η ημερολογιακή μεταρρύθμιση και στην εορτή του Ευαγγελισμού λειτουργεί για πρώτη φορά με το νέο ημερολόγιο στο Μετόχι της Αναλήψεως. Αυτό γεννά έντονη αντίδραση στην Μονή, ώστε, όταν επιστρέφει, να του απαγορευθεί από μια ομάδα μοναχών η είσοδος στον ναό για έξι μήνες. Αυτός ήρεμα υπομένει χωρίς να υποχωρεί στις θέσεις του, μια και πιστεύει ότι το θέμα προκαλείται από κάποιους «οίτινες εκ δοκησισοφίας παραπλανηθέντες και αδιακρίτως εμόμένουν μετά πεισμονής εν οίς ουκ έόδει και νομίζοντες ότι έχουν το δικαίωμα να κρίνωσι και να επικρίνωσι…».
Το ημερολογιακό θέμα αφ’ ενός, που οφείλετο στον αδιάκριτο ζήλο ορισμένων, και ο έντονος τοπικισμός αφ’ ετέρου, που με κανένα τρόπο δεν ήθελε μοναχούς από άλλα μέρη πλην της δικής τους περιοχής, της Μικράς Ασίας, όπως επίσης η αφιλοχρηματία και ελεημοσύνη του γέροντος και κυρίως η ακατανόητη για τους πατέρες πνευματική του ζωή, τον κατέστησαν «βαρύν και βλεπόμενον» (Σοφ. Σολ. Β΄ 14) με αποτέλεσμα, ύστερα από μια ενδεκαετή ηγουμενική περιπέτεια, να συκοφαντείται μέσα από το μοναστήρι του για οικονομική κακοδιαχείριση, και με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος, στα τέλη του Ιουνίου του 1931, να εξορίζεται για έξι μήνες στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου.
Αυτός, κατά το πρότυπο του Κυρίου «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός άμωμος εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ουκ ανοίγει το στόμα αυτού». Πράγματι όμως «την γενεάν αυτού τις διηγήσεται;» (Ησ. νγ΄ 7). Οι πατέρες της Μονής Κουτλουμουσίου του συμπεριφέρονται με απεριόριστη αγάπη και τον αναγνωρίζουν ως άγιο. Εκείνος ομολογεί πως υποφέρει για τις αμαρτίες του.
Η Ιερά Κοινότητα εμμέσως αναγνωρίζοντας την αθωότητά του διακόπτει την εξορία του και στους τέσσερις μήνες τον αποστέλλει στην «Ανάληψη» «ως πεπειραμένον πνευματικόν ίνα διά του καλού αυτού παραδείγματος πολλάς ψυχάς παραστήση τω Χριστώ σεσωσμένας». Η άδικη τιμωρία του οδηγεί στον κατά Θεόν δοξασμό του· στην φανέρωση και αξιοποίηση των ταλάντων του, στο ξεδίπλωμα των αρετών και της χάριτός του. Εκεί πλέον κάνει την δεύτερη μεγάλη αποταγή του. Ζεί για 26 ολόκληρα χρόνια, από 60 μέχρι 86 ετών, ως αγιορείτης εκτός Αγίου Όρους, χωρίς ποτέ ξανά να επιστρέψει σε αυτό. Κάνει τον τόπο της εξορίας του χώρο της διακονίας του και μεταφέρει το γνήσιο Άγιον Όρος στον λόφο της «Αναλήψεως», γίνεται ο ίδιος όρος άγιο στο οποίο οι άλλοι προσέρχονται.
Όταν μάλιστα το 1937, ο κατά σάρκα αδελφός του, μοναχός Μάξιμος Σιμωνοπετρίτης μεσολαβεί για να επιστρέψει πάλι, αποκατεστημένος και δικαιωμένος πλέον, ως ηγούμενος στην Μονή, εκείνος ευγενικά αποποιείται την τιμή με μια ιδιαίτερα σεμνή τηλεγραφική απάντηση: «αναμετρών ευσυνειδήτως διττάς δυνάμεις συνορώ ανεπαρκείς μάλλον. Δεν απειθώ. Αδυνατώ υποψηφιότητα διότι καθιστώ εμαυτόν βαρυτέρως υπεύθυνον. Γράφω. Ιερώνυμος.» Αυτό το τηλεγράφημα ακολουθείται από μια αναλυτική επιστολή μνημειώδη για την ταπείνωση και το ήθος της, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει:
«Εις απάντησίν μου ταύτην προέβην ουχί βεβιασμένως και εν συναρπαγή αλλά μετά πολλήν μελέτην και εξέτασιν του εαυτού μου, καλώς και επακριβώς αναλογιζόμενος την τε υποχρέωσιν και ευθύνην, και το βάρος της ευθύνης ην υπέχω αποδεχόμενος την αδελφικήν υπόδειξιν και σύστασίν σας, και της οποίας τον όγκον και το βάρος μή δυνάμενος να σηκώσω εις τους διττώς ασθενείς ώμους μου, εάν αποδεχθώ και αναλάβω, θα εμπέσω εις περισσότερον κρίμα και έσομαι καταγέλαστος. Όπερ δεν είναι φρόνιμον, καθόσον εγώ βλέπω και ανομολογώ. Και την μέν Ι. ημών Μετάνοιαν ουδόλως θα ωφελήσω, εμέ δε τα μέγιστα θα ζημιώσω, μή δυνάμενος να αντεπεξέλθω κατά το χρέος μου και καθήκον προς όσα η θέσις και η μεγάλη τωόντι διακονία απαιτεί και προσεπιβάλλεται εις τον αναδεχόμενον το πράγμα. Οίδα ο λέγω. Επαναλαμβάνω και ανομολογώ ότι δεν είμαι ο κατάλληλος, και δεν αναδέχομαι, διότι δεν δύναμαι να σηκώσω το βάρος του υπουργήματος, και παρακαλώ να μή παρεξηγηθώ ως αντιπειθαρχικός διότι δι’ εμέ η απείθεια είναι ανιαρά και επίμεμπτος. Το να με ανακαλέσητε από το εδώ διακόνημα, παρ’ υμίν κείται. Αλλά και εις την Μονήν ερχόμενος δεν θα δυνηθώ να αναλάβω ηγουμενείαν δι’ ους λόγους αναφέρω ανωτέρω. Εις δε την Σεβαστήν επιστολήν Σας, μοί δίδεται να εννοήσω ότι η εδώ υπηρεσία μου δεν ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα της Μονής, ουδέ την ικανοποιεί. Εις αυτό αποκρίνομαι ταπεινώς χωρίς ποτέ να καυχηθώ. Πέπεισμαι και είναι βέβαιον ότι ουδέν άλλο εργάζομαι ειμή την υπακοήν και αυτήν την αξιοπρέπειαν της Μονής, εξυπηρετών αυτήν, θεία χάριτι συμβάλλων ως ετάχθην κατά δύναμιν εις την ωφέλειαν και σωτηρίαν των προσερχομένων αδελφών μας χριστιανών, το οποίον βεβαίως δεν είναι μικρόν συμφέρον και περιουσία εις την Μονήν, η σωτηρία δηλαδή τόσων ψυχών, ως είπεν ο Κύριος, και η πληροφορία είναι φανερά. Η δε εδώ αποστολή μου είναι αυτό τούτο και ουδέν άλλο. Και δι’ όσα μέν αναφέρετε εις την επιστολήν, να μοί αποδοθή το δίκαιον και λοιπά, ευχαριστώ θερμώς. Αλλά δι’ εμέ, τον ελάχιστον μεταξύ των αδελφών, δίκαιον και εάν με αγαπάτε, καθώς τούτο γίνεται φανερόν, είναι να θελήσητε όχι να με επιφορτήσητε, αλλά να με απαλλάξητε από το βάρος το οποίον δεν δύναμαι να σηκώσω…»
Επίγειος Άγγελος
Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε πλέον τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρι Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του.
Αυτά που προσφέρει είναι παράδειγμα, παραμυθία και μοναχική παρακαταθήκη. Η ελεημοσύνη του είναι παροιμιώδης. Πρόσφερε αδιακρίτως σε όποιον του ζητούσε. Ανοιγε το συρτάρι και ό,τι έπιανε έδινε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον πλησιάσει κάποιος και να φύγει με άδεια χέρια. Ο ίδιος υπερβολικά λιτοδίαιτος, αυστηρός νηστευτής, υποδειγματικά ολιγαρκής και αυτάρκης. «Πτωχός εκ πτωχών γονέων», όπως του άρεσε να λέει για τον εαυτό του. Όταν εκοιμήθη, βρέθηκαν μόνον επτά δραχμές στο συρτάρι του!
Ακολουθούσε ανυποχώρητα το ασκητικό πρόγραμμα που για δεκαετίες έζησε στο Άγιον Όρος, με κάθε του υπερβολή και ακρότητα μέσα στην Αθήνα. Καθ’ όλες τις ενδείξεις δεν κοιμόταν σε κρεββάτι, απέφευγε και τις πιο κρύες μέρες να ανάψει την θερμάστρα, αγρυπνούσε κάθε βράδυ στον ναό ή στο κελλί του, στην θεία λειτουργία μέχρι τα βαθειά του γεράματα απέφευγε να καθίσει, παρά το βάρος των ασχολιών του συμμετείχε σε όλες τις ακολουθίες από την αρχή είτε λειτουργώντας, είτε ψάλλοντας, είτε κηρύττοντας.
Αλλά και τα καλοκαίρια, μέσα στην αφόρητη πολλές φορές ζέστη της Αθήνας, δεν αποχωριζόταν εύκολα το κελλάκι του. Αυτός ήταν ο τόπος του. Εδώ κατέθετε τους θησαυρούς των προσευχών του, εδώ φανέρωνε τα πετράδια των σοφών λόγων του, εδώ αξιοποιούσε την αγάπη της καρδιάς του. Συχνά τον παρακαλούσαν να βγεί λίγο στην αυλή να δροσισθεί. Κι εκείνος με αδιαπραγμάτευτη σιγουριά εξουδετέρωνε κάθε περιθώριο υποχωρήσεως λέγοντας κοφτά: «Δροσιά για τον μοναχό είναι το κελλί του».
Δίπλα σ’ αυτά, αυτές οι βαθειές αρετές της μυστικής εσωτερικής ζωής του που την μεταμόρφωναν σε μυστήριο· σιωπή στην πρόκληση, υπομονή στον διωγμό και την συκοφαντία, απαντοχή στους περιορισμούς, αδιατάρακτη προσοχή, απουσία φόβου, αδιάλειπτη προσευχή, συνεχής ταπείνωση. Η κακία, η ταραχή, ο φόβος, ο θυμός και η εκδίκηση του ήταν άγνωστα και ως λέξεις ακόμα.
Όλο αυτό το δυναμικό το αντλούσε μέσα από την βίωση και την εντρύφηση της ασκητικής μοναχικής παραδόσεως. Αν και διώχθηκε άδικα από τους αδελφούς του μοναχούς, η αγάπη του γι’ αυτούς και τον μοναχισμό έμεινε αδιάπτωτη και ανόθευτη.
Η μητέρα του εκοιμήθη ως μοναχή Μελάνη. Ο αδελφός του ήταν Σιμωνοπετρίτης με το όνομα Μάξιμος, οι δε τρεις αδελφές του έγιναν επίσης μοναχές, Μαγδαληνή, Μελάνη και Κασσιανή. Δεν είναι όμως μόνον η φυσική του οικογένεια που φόρεσαν τα ράσα· είναι και η καινούργια πνευματική του οικογένεια που αγκάλιασε το μοναχικό σχήμα. Ως ηγούμενος προέβη στις κουρές αρκετών μοναχών, το δε πέρασμά του από την «Ανάληψη» και ως επισκέπτου τα πρώτα χρόνια (1908-1920), και ως ηγουμένου αργότερα (1920-1931), και ως οικονόμου στην συνέχεια (1931-1957), ξύπνησε, καλλιέργησε και ενεργοποίησε πλήθος μοναχικών κλήσεων, μια που, όπως λέγεται, ο ίδιος έκανε περίπου τριακόσιες κουρές ευλαβών γυναικών, πράξη για την οποία παρεξηγήθηκε και κατ’ επανάληψιν συκοφαντήθηκε και διώχθηκε. Μεταξύ αυτών δέχθηκαν να ασπαστούν τον μονήρη βίο το ζεύγος Μωραϊτίδη και να ενδυθούν το μοναχικό τριβώνιο.
Ο π. Ιερώνυμος δεν ήταν μόνο «γέροντας»· ήταν και πατέρας. Η αγάπη του προς τον μοναχισμό δεν τον εμπόδιζε καθόλου να διακρίνει τα προβλήματα της καθημερινότητος. Κοντά του έβρισκαν καταφύγιο μικροί και μεγάλοι, άπιστοι και ευλαβείς, μορφωμένοι και αγράμματοι, σημαίνοντες και άσημοι, άνθρωποι με φυσικές αρετές και άλλοι μπερδεμένοι με τους λογισμούς και τα πάθη τους. Όλοι μουτζουρωμένες εικόνες του Θεού, που αυτός ως καλός συντηρητής έπρεπε να καθαρίσει. Να τους μεταβάλει σε εικόνες που θα δείχνουν τον Θεό και θα βλέπουν τον Θεό. Αυτή ήταν η αποστολή του.
Μέσα στην Αθήνα διατήρησε στον εαυτό του την μοναχική ζωή και στους άλλους, στην δυσκολότερη ίσως εποχή, ενέπνευσε τον μοναχικό πόθο. Παράλληλα όμως αγκάλιασε και τον ανθρώπινο πόνο και την ανάγκη. Συνδύασε την ησυχία με την δράση, τον μοναχισμό με την προς τον αδελφό διακονία, τον δικό του αγώνα με την σωτηρία των αδελφών του. Γι’ αυτό και στην εποχή του ήταν ο πνευματικός της Αθήνας.
Σαν πνευματικός δεν αποδείκνυε· αποκάλυπτε. Δεν μιλούσε με επιχειρήματα· σε ειρήνευε και σε «πληροφορούσε» με αγάπη. Η δική του βεβαιότητα και ειρήνη γινόταν δική σου βεβαίωση και ειρήνευση. Η αγάπη του ήταν συμπαθής και ανθρώπινη, αλλά δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Ένοιωθες ότι η προσευχή του ήταν ενεργός. Δεν ήταν απαρίθμηση λέξεων για σένα, δεν ήταν τόσο το ανθρώπινο αίτημα, όσο η διαρκώς διαπιστούμενη απάντηση του Θεού στην ζωή σου. Δεν συγχωρούσε μόνον τις δικές σου αμαρτίες αλλά και τις φορτωνόταν. Ο λόγος του δεν ήταν η δική του διδασκαλία ή συμβουλή σε σένα, αλλά το ξύπνημα της δικής σου ανάγκης, το ξέσπασμα της δικής σου ανάσας. Με τις λιγότερες λέξεις, με την ελάχιστη παρέμβαση, ξυπνούσε αναξιοποίητες δυνατότητες και ανέσταινε άγνωστες προοπτικές στην ζωή των πνευματικών τέκνων του. Δεν φανέρωνε μόνον τον δρόμο τους, αλλά υποδηλωνόταν και η δική του κατάσταση. Δεν ήταν καλός οδηγός· ήταν αληθινός συνοδοιπόρος.
Αυτό που άφησε πίσω του ως εικόνα και αίσθηση του προσώπου του περιγράφεται θαυμάσια από τον λόγιο βιογράφο του αγιορείτη Γέροντα Μωϋσή:
«Ο Γέροντας ήταν πολύ απλός. Κοντός στο ανάστημα. Παρά τ’ ότι ήταν λίγο ευτραφής φαινόταν εξαϋλωμένος και το βλέμμα σου τον διαπερνούσε. Το πρόσωπό του ήταν συνήθως φωτεινό και αυστηρό, σοβαρό και με καλωσύνη. Ποτέ δεν αποχωριζόταν τον καλογερικό του σκούφο. Οι αχνές ρυτίδες του προσώπου του είχαν μια φυσικότητα. Τα μάτια του βαθουλωτά, κυττούσαν συνήθως χαμηλά και είχαν σπάνια φωτεινότητα. Δυσκολευόσουν αρκετά να τον δείς κατάματα. Συχνά φορούσε απλά ματογυάλια. Το βλέμμα του είχε επιείκεια, ζεστασιά και σε πρόσεχε με μια ακριβή αγάπη. Το χαμόγελό του είχε μια ιδιαίτερη ωραιότητα. Τα γένια του άσπρα, και στην μέση χωρίζανε λίγο. Συνήθως ήταν ωχρός. Ένας απλός ιερομόναχος, με καθαρά ρούχα και υποδήματα. Με έντονα τα ιδιαίτερα πατρικά χαρίσματα, αγαθότητα, ηρεμία, διάκριση και συμπάθεια. Ο χαρακτήρας του προσώπου του γενικά, υπογραμμισμένος από την λευκότητα των διάχυτων μαλλιών του, η απλότητα των ενδυμάτων και των λόγων του, η χάρη των νοημάτων του από θερμές φράσεις γίνονταν βιβλίο βοηθείας στους αναγκεμένους. «Στολισμός γάρ ανδρός και βήμα ποδός και γέλως οδόντων αναγγελεί τα περί αυτού». Βλέποντάς τον να ζή μέσα σε μια συνεχόμενη και αδιατάρακτη πραότητα και γαλήνη, αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, τον απλό γέροντα, αναφωνούσες στα μύχια σου· «Καλόν το πορεύεσθαι οπίσω Κυρίου…» (Μωϋσέως μοναχού, «Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης – Ο Γέρων της Αναλήψεως», Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, 1982, σσ. 226-7).
Ο πατήρ Ιερώνυμος έζησε ως επίγειος άγγελος, ουράνιος άνθρωπος.