Ιερώνυμος Μ. Βαρλαάμ (5 Μαρτίου 1849 – 28 Απριλίου 1915)


29.05.2012

Ο Ιερώνυμος Μ. Βαρλαάμ, πρώτος υιός του Μάρκου και της Ελένης Βαρλαάμ, γεννήθηκε στις 8/1/18491. Βαπτίστηκε (στις 5/3/1849) Ρωμαιοκαθολικός όπως ο πατέρας του, της Ορθοδόξου μητέρας του «συναινούσης εις τούτο», και έλαβε το όνομα του πάππου του, ιατρού Ιερωνύμου Βαρλαάμ.

Ieronymos Varlaam (1849-1915)

Είναι γνωστός ως ένας από τους σημαντικότερους λογίους και διδασκάλους της παλαιάς Λάρνακας αλλά και της Κύπρου γενικώτερα. Από πολύ νωρίς ήταν φανερή η κλίση του στα Γράμματα και η εξαιρετική επίδοση του σ’ αυτά. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Αλληλοδιδακτικο Σχολείο Αγίου Λαζάρου και στη συνέχεια φοίτησε στην τότε Ελληνική Σχολή Λάρνακος η Σχολαρχείον, οπου υπήρξε μαθητής του εξαίρετου φιλόλογου Σχολάρχου, Διακόνου Χρύσανθου Ιωαννίδη (1860-1880), του μετέπειτα Μητροπολίτου Κυρήνειας (1880-1889) και Κιτίου (1889-1890), με τον οποίο συνδέθηκε δια στενής και διαρκούς φιλίας. Λίγο αργότερα φοίτησε και στο Instituto Italiano in Cipro, όπου κατά το σχολικό έτος 1866/1867 έλαβε το πρώτο βραβείο για την επίδοση του και την άριστη διαγωγή του. Η φιλομάθεια του και η δυνατή κλήση του προς τα Ελληνικά Γράμματα του έδωσαν πολλά εφόδια, γι’ αυτό και άρχισε από πολύ νωρίς να εξασκεί το διδασκαλικό επάγγελμα. Από το 1872 τουλάχιστον (πιθανώτατα και από πιο νωρίς) ήταν ήδη οικοδιδάσκαλος σε διάφορες πλούσιες οικογένειες της Λάρνακας.

Ο Ιερώνυμος Μ. Βαρλαάμ ήταν άνθρωπος με πλούσιο εσωτερικό κόσμο και δυνατά συναισθήματα. Ήταν παιδί μιας οικογένειας της οποίας τα μέλη αλληλοαγαπώντο με μια εξαιρετικά δυνατή αγάπη. Αυτή όμως η αγάπη θα γίνει δίκοπο μαχαίρι γι’ αυτόν, και θα διαμορφώσει τον κλειστό και μελαγχολικό χαρακτήρα του όταν σε διαδοχικούς θανάτους θα χάσει τους προσφιλείς του.

Τα πρώτα 23 χρόνια του ήταν χρόνια ευτυχίας και οικογενειακής γαλήνης. Το πρώτο κτύπημα που δέχθηκε η ευαίσθητη ψυχή του ήταν ο θάνατος του αδελφού του Αντωνίου (Τονή) ο οποίος δολοφονήθηκε, για άγνωστους λόγους, σε ηλικία 20 χρονών, στις 12/8/1872, όταν είχε πάει έξω από την πόλη για να συναντήσει δυο φίλους του για να κυνηγήσουν. Ο Αντώνιος παρέμενε «αγνοούμενος» για αρκετούς μήνες, μέχρι τον Απρίλιο του 1873, οπότε βρέθηκε θαμμένος έξω από την πόλη. Η δολοφονία παρέμεινε για πάντα μυστήριο, και κανένας από τους υπόπτους δεν καταδικάστηκε, ελλείψει αποδείξεων.

Στο τέλος Φεβρουαρίου του 1873, ο Ιερώνυμος μετέβη στην Αλεξάνδρεια για να εργαστεί, έχοντας και την κρυφή ελπίδα μήπως εκεί βρει και τον αδελφό του, αφού διάφορες φήμες έλεγαν οτι κάποιος τον είχε δει να επιβιβάζεται σε πλοίο για την Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια εργάστηκε σε διάφορους εμπορικούς Οίκους της ευρωπαικής παροικίας. Εκεί έμαθε, από γράμμα της μητέρας του την ανεύρεση του νεκρού αδελφού του. Τον Οκτώβριο του 1873 επέστρεψε στη Λάρνακα.

Αμέσως μετά την επιστροφή του προσλήφθηκε ως καθηγητής των Ελληνικών στη Σχολή των Λατίνων στη Λάρνακα,τη γνωστή και ως Σχολή Terra Santa. Εν τω μεταξύ ασχολείτο συνεχώς με τή μελέτη της αρχαίας Ελληνικής και Ιταλικής φιλολογίας.

Αρχές φθινοπώρου του 1877, σέ ηλικία 28 χρονών, μετέβη στήν Αθήνα για νά συμπληρώσει τίς γυμνασιακές του σπουδές και στή συνέχεια νά φοιτήσει στή Φιλοσοφική Σχολή του εκεί Πανεπιστημίου, εκπληρώνοντας παλαιό αλλά μέχρι τότε απραγματοποίητο για οικονομικούς λόγους όνειρό του. Έκρυψε ομως την αλήθεια από τον γέροντα και άρρωστο πατέρα του Μάρκο (ο οποίος ήταν ήδη 85 χρονών) λέγοντας του οτι θά πήγαινε σέ πλησιόχωρη εξοχή για νά εργαστεί ως οικοδιδάσκαλος. Κατά τή φοίτηση του στο Πανεπιστήμιο συνδέθηκε ιδιαίτερα μέ τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Εμμανουήλ Γαλάνη, μέ τον οποίο αργότερα διατηρούσε αλληλογραφία, καθώς και μέ τον Αθανάσιο Σακελλάριο.

Τον Φεβρουάριο του 1878, ενώ σπούδαζε στήν Αθήνα, πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του. Ο Μάρκος Βαρλαάμ, προαισθανόμενος το θάνατο του, ζητούσε επιμόνως, πλήν ματαίως, τον υιό του Ιερώνυμο. Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε τον Ιερώνυμο που, ευαίσθητος και συναισθηματικος, δέν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του που έλειπε μακρυά κατά τίς τελευταίες στιγμές του πατέρα του.

Ο θάνατος του πατέρα και η κακή οικονομική κατάσταση της οικογένειας του της οποίας ήταν τώρα ο προστάτης, δεν επέτρεψαν στον Ιερώνυμο νά ολοκληρώσει τίς σπουδές του στήν Αθήνα. Το 1879 αναγκάστηκε να διακόψει τη φοίτηση του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αφού συμπλήρωσε δύο χρόνια καρποφόρων σπουδών, και επέστρεψε στη Λάρνακα, όπου διορίστηκε πάλι καθηγητής των Ελληνικών στη Σχολή των Λατίνων Terra Santa. Στον καθηγητή του Εμμ. Γαλάνη έγραφε, ότι σπανίως εξήρχετο της οικίας του «καταγινομενος εις ενδελεχή μελέτη των αθανάτων Ελλήνων συγγραφέων»

Ο Ιερώνυμος Μ. Βαρλαάμ, αν και Ρωμαιοκαθολικός, δεν είχε καθόλου εκλατινισθεί, όπως π.χ. ο αδελφος και η αδελφή του πατέρα του, Antonio και Orsola. Αντίθετα, ήταν απροκάλυπτα ελληνολάτρης και ορθοδοξόφιλος. Έγραφε χαρακτηριστικά στον καθηγητή Εμμ. Γαλάνη στην Αθήνα: «Ημείς, ως σας ειχον ειπεί εν καιρώ της εν Αθήναις διατριβής μου, είμεθα Κερκυραίοι και Έλληνες την καταγωγήν». Έκφραση της ελληνικής του συνείδησης είναι και τα όσα έγραφε σε άλλη επιστολή του στον ίδιο καθηγητή, ένα χρόνο μετά την Αγγλική κατοχή, για τους νέους κυρίαρχους της Κύπρου: «Απαξιώ νά σας γράψω τι περί της νέας Κυβερνήσεως της ταλαίνης Κύπρου, ήτις, απεσπασμένη της φιλοστόργου αυτής μητρός Ελλάδος, επέπρωτο νά στενάζη αιωνίως υπό τον ζυγόν απεχθών και ιδιοτρόπων τυράννων. Η Τουρκοαγγλική Κυβέρνησις αγνοεί, λέγει, τίνα νόμον νά εισαγάγη, όπως ευαρεστήση τοις ουδέποτε ευχαριστηθείσι Κυπρίοις εις την Κυβέρνησιν των κατά καιρούς κατακτητών της».

Όσον αφορά το εκκλησιαστικό θέμα, θεωρούσε οτι δεν υπήρχαν πραγματικές διαφορές μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Έγραφε σχετικά στην Αγγελική Βαρλαάμ-Γονέμη στην Κέρκυρα: «Εγώ τουλάχιστον ουδεμίαν διορώ [διαβλέπω] διαφοράν μεταξύ Ορθοδόξου και Λατινικής Εκκλησίας η προεδρείας λόγους. Πέποιθα δε ότι πας ο εις Χριστόν πιστεύων είναι Χριστιανός και κατά τα εργά αυτού σωθήσεται η κολασθήσεται».

Λόγω των πεποιθήσεων αυτών αλλά κυρίως λόγω της έλληνολατρείας του δεν μπορούσε να συγχωρήσει το θρησκευτικό φανατισμό και τον μισελληνισμό των τότε Λατίνων κληρικών και μοναχών, και δεν έκρυβε την προς αυτούς αντίθεση του η οποία σε κάποιες περιπτώσεις είχε φθάσει στα άκρα, με διακοπή των σχέσεων του με αυτούς. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό το ότι κι εκείνοι τον θεωρούσαν «Γραικόν μάλλον η Λατίνον».

Το 1880 η αντίθεση αυτή του Ιερωνύμου είχε φθάσει πραγματικά στα άκρα, με αφορμή την εκδίωξη όλων των Ελληνοπαίδων από τη Σχολή Terra Santa. Τότε διαφωνώντας έντονα υπέβαλε την παραίτηση του. Σε επιστολή του προς την Αγγελική Βαρλαάμ-Γονέμη στην Κέρκυρα περιέγραφε ως εξής το γεγονός: «Προ εξ ετών [το 1880] εγώ είχον εγκαταλείψει την διδασκαλικήν θέσιν μου, καίτοι ουδεμίαν άλλην είχον ετοίμην, και τούτο χάριν των Ελληνοπαίδων, ους οι [Λατίνοι] πατέρες, ένεκεν δυσαρέσκειας κατά τίνων μη παραστάντων εις τας εξετάσεις, ήθελον να άποπέμψωσι της Σχολής, όπερ και έπραξαν. Εγώ τότε, αγανακτών κατά του αντιχριστιανικού τούτου έργου, έδωσα αμέσως την παραίτησίν μου, μη δυνάμενος να ανεχθώ τούτο».

Φαίνεται όμως οτι τα εχθρικά αισθήματα ήσαν αμοιβαία, γι’ αυτό και όταν ο Ιερώνυμος εξεδήλωσε την πρόθεση του να παραιτηθή για τον πιο πάνω λόγο οι Λατίνοι κληρικοί και μοναχοί που διηύθυναν την Σχολή,τον έπαυσαν αμέσως και διόρισαν άλλον στη θέση του. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα σχετικά έγραφε σε επιστολή του προς ελληνομαθή φίλον του Λατίνον κληρικό στη Λευκωσία: «Φαίνεται ότι προς τοις άλλοις και η μνησικακία ενδιαιτάται εν τοις Λατινικοίς Μοναστηρίοις.,.Αλλά και πόθεν αύτη [η μνησικακία των] προς εμέ; Διότι αγογγύστως εν τω τελευταίω έτει, προσποιούμενος τον βλάκα, τον αναίσθητον, τον αφιλότιμον, κατέπινον τα μέχρι στεφάνης δηλητηριώδη ποτήρια προς ουδένα άλλον ανακοινούμενος ους υπέφερον εξευτελισμούς η προς εμαυτόν και μόνον; ‘Η διοτι είδον παραγκωνιζοόενον εμαυτόν χάριν κόλακος χαμερπούς…. μειδιών δε και ευμενώς εξεφραζόμην περί των δημίων μου τοις ερωτώσι με την αιτίαν της υπ’ άλλου αντικαταστάσεως μου; Διοτι μη προειδοποιηθείς περί της παύσεως μου, απεπέμφθην, έτη όλα υπηρετήσας, και αυτού εστερημένος του οβολού. ‘Η διότι, καλώς γινώσκων τα όσα ετεκταίνοντο κατ’ εμού εν τω ιερώ εκείνω ενδιαιτήματι… εσιώπων…»

Τον ίδιο χρόνο, 1880, ο Σχολάρχης Λάρνακος και παλαιός δάσκαλος του Ιερωνύμου Χρύσανθος Ιωαννίδης, εξελέγη Μητροπολίτης Κυρήνειας (1880-1889) και εγκαταστάθηκε στην Ι. Μονή Αγίου Παντελεήμονος Μύρτου, σε πτέρυγα της οποίας εστεγάζετο τότε η Μητρόπολις Κυρήνειας. Από τον πρώτο εκείνο χρόνο της αρχιερατείας του ο Χρύσανθος ίδρυσε Σχολή και κάλεσε τον Ιερώνυμο να την αναλάβει. Ο Ιερώνυμος δέχθηκε την πρόσκληση και μετέβη στη Μύρτου όπου δίδαξε στη Σχολή αυτή για δύο χρονια (1880/81 και 1881/82).

Οι σχέσεις του Ιερωνύμου με τον Ορθόδοξο και λόγιο εκείνο Μητροπολίτη περιγράφονται από τον ίδιο σε επιστολή του προς την Αγγελική Βαρλαάμ-Γονέμη στην Κέρκυρα: «Ολίγας ημέρας μετά την παύσιν μου [από τη Σχολή των Λατίνων], προσεκαλούμην εις την Μητρόπολιν Κυρηνείας υπό του Επισκόπου ταύτης, Ορθοδόξου εννοείται, όπου και εδίδαξα εις την ενταύθα σχολήν επί δύο έτη, προτιμηθείς πολλών άλλων Ορθοδόξων ως ελληνικοτέρα τούτων φρονών. Ο επίσκοπος ούτος, Μητροπολίτης Κυρηνείας Χρύσανθος, ος και εχρημάτισε διδάσκαλος μου, και μεθ’ ου συνέτρωγον και συνεμελέτων μέχρι μεσονυκτίου, δύναται να πληροφορηση υμάς περί εμού και περί των προς τον Ελληνισμόν αισθημάτων μου.

Μετά δύο δ’ έτη κατηρχόμην πάλιν εις Λάρνακα, προς μεγίστην του εναρέτου τούτου Μητροπολίτου λύπην, ος θερμώς με παρεκάλει να μη εγκαταλείψω την υπ’ αυτού νεοσύστατον σχολήν, μηδ’ αποστερήσω αυτόν της ευχαριστήσεως του να έχη παρ’ αυτώ ένα, ον φιλοστόργως ηγάπα…»

Η διετής θητεία του Ιερωνύμου στη Σχολή της Μύρτου άφησε άριστες εντυπώσεις. Όπως έγραφε στον αδελφό του Πέτρο στη Λάρνακα: «Άπαντες οι χωρικοί λίαν λυπούνται οτι δεν σκοπεύω να μείνω πλέον, και τούτο διότι και εκ τίνων πλησιοχώρων εν οις υπήρχον σχολεία, απέπεμψαν τους διδασκάλους, συμφωνήσαντες μετά των εν Μύρτω χωρικών να στέλλωσι τα τέκνα των εις το σχολεόον μου».

Ο Κυρηνείας Χρύσανθος Ιωαννίδης, λόγω της ήπιας στάσης του έναντι των Άγγλων (ήταν εκ χαρακτήρος φιλειρηνικός, γλυκύς και μειλίχιος, σεμνός και ευγενής) αντιμετώπισε πολεμικήν από εκπροσώπους της αδιάλλακτης έναντι των Άγγλων πολιτικής, πίσω από τους οποίους βρισκόταν ο τότε Διάκονος και ιεροδιδάσκαλος Κύριλλος Παπαδοπουλλος (ο μετέπειτα Κυρηνείας 1889-1893, Κιτίου 1893-1909 και Αρχιεπίσκοπος 1909-1916). Επιπλέον, ο Χρύσανθος κατηγορήθηκε και για το διορισμό του Ρωμαιοκαθολικού Ιερωνύμου Βαρλαάμ στη Σχολή της Μύρτου, αλλά το θέμα δεν φαίνεται να είχε συνέχεια όταν οι παράγοντες της περιοχής γνώρισαν από κοντά τον Ιερώνυμο.

Ο Χρύσανθος Ιωαννίδης διατήρησε αλληλογραφία με τον Ιερώνυμο μέχρι το 1889 οπότε μετετέθη στη Μητρόπολη Κιτίου. Στο Αρχείο Ιερ. Μ. Βαρλαάμ σώζονται 31 επιστολές του, στις οποίες είναι έκδηλη η βαθειά αγάπη και εκτίμηση του Ορθοδόξου εκείνου Επισκόπου προς τον τύποις μεν Ρωμαιοκαθολικό αλλά στην ουσία ελληλολάτρη και ορθοδοξόφιλο Ιερώνυμο Βαρλαάμ.

Πριν ακόμη λήξει το δεύτερο σχολικό έτος στη Σχολή της Μύρτου, έγιναν στον Ιερώνυμο προτάσεις από τους Λατίνους πατέρες να επανέλθει στη Σχολή τους στη Λάρνακα. Του πρότειναν επίσης θέση στη Σχολή τους στη Λευκωσία. Ο Ιερώνυμος απέρριψε και τις δύο προτάσεις. Φαίνεται οτι η απουσία του στοίχισε στη Σχολή τους γι’ αυτό και έδειχναν έτοιμοι να δεχθούν τον όρο του (να γίνουν πάλι δεκτοί και οι Ελληνοπαίδες), αλλά εξακολουθούσε να αντιδρά σ’ αυτό ο Λατίνος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ως προιστάμενος της εν Κύπρω Λατινικής Εκκλησίας.

Με τη λήξη του δευτέρου σχολικού έτους (καλοκαίρι 1882) επανήλθε στη Λάρνακα, και ανέλαβε θέση γραμματέα στον ακμάζοντα εμπορικό Οίκο των Αδελφών Δημητρίου όπου εργάστηκε για δύο χρόνια.

Τον Μάρτιο του 1884 επανήλθε, τελικά, στη διδασκαλική θέση του αφού έγινε δεκτός από τους Λατίνους ο όρος του για επάνοδο των Ελληνοπαίδων στη Σχολή. Τη θέση αυτή του Ελληνοδιδασκάλου εκράτησε, με κάποια μικρή διακοπή στο ενδιάμεσο, μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Δίδασκε επίσης τρεις φορές την εβδομάδα και στο Ελληνικό Παρθεναγωγείο, καθώς και σε ιδιαίτερα μαθήματα.

Σ’ όλα αυτά τα χρόνια αναδείχθηκε πραγματικός μύστης των Ελληνικών Γραμμάτων, μελετώντας με πάθος τους αρχαίους κλασσικούς και συγγράφοντας διάφορες μελέτες. Έγραφε χαρακτηριστικά σε επιστολή του προς τον Αθανάσιο Σακελλάριο στην Αθήνα: «Εγώ ουδέποτε παύω καταγινόμενος εν τη θεία των Πλατώνων και Ομήρων γλώσση, εν τη βασιλίδι ταύτη των γλωσσών..»

Στις 29/6/1884 πέθανε η μητέρα του Ελένη Μ. Βαρλαάμ, αφού υπέφερε για δυο χρόνια με καρκίνο. Η κηδεία της έγινε στον ι. ναο Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, χοροστατούντος του Μητροπολίτου Κιτίου Κυπριανού Οικονομίδη (1868-1886), παρουσία ιερέων και πλήθους κόσμου. Η συμμετοχή του Κιτίου Κυπριανού στο πένθος της οικογένειας έγινε αιτία να αναπτυχθεί μεταξύ αυτού και του Ιερωνύμου αμοιβαία αγάπη και εκτίμηση.

Ο θάνατος της υπεραγαπημένης μητέρας υπήρξε καίριο ψυχικό τραύμα για τον Ιερώνυμο. Έγινε ακόμη αιτία για να εγκαινιάσει την Ιερεμιάδα του, το προσωπικό του Ημερολόγιο στο οποίο, κρυφά από τους γύρω του, άφηνε τον εαυτό του να εκφράζει τα συναισθήματα του. Μετά το θάνατο της μητέρας έμεινε μόνος στο πατρικο σπίτι: οι γονείς είχαν πεθάνει, η αδελφή του Μαρίτσα είχε προ πολλού κάμει δική της οικογένεια, ο Αντώνιος είχε προ ετών δολοφονηθή, ένώ ο μικρότερος αδελφός του Πέτρος βρισκόταν εγκατεστημένος στη Λευκωσία όπου δίδασκε Ελληνικά, Ιταλικά και Αγγλικά στην εκεί Σχολή των Λατίνων.

Με το θάνατο της μητέρας του ο Ιερώνυμος κλείστηκε ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, ασχολούμενος με τη μελέτη και τη συγγραφή. Όλη του η αγάπη ήταν συγκεντρωμένη τώρα στον μικρότερο αδελφό του Πέτρο,για τον οποίο έκαμνε μεγάλα ονειρα: να τον σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.τ.τ., όνειρο όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, διότι ο Πέτρος εν τω μεταξύ νυμφεύθηκε, το 1885, με την επίσης Ρωμαιοκαθολική Λεωνή Ιωάννου με την οποία και απέκτησε δυο παιδιά: τον Μάρκο (αρχές 1886) και τον δεύτερο υιό του (τέλος 1886) που προοριζόταν να ονομαστεί Αντώνιος (το ονόμα του δολοφονημένου αδελφού).

Λίγες όμως εβδομάδες μετά τη γέννηση του δεύτερου υιού του ο Πέτρος αρρώστησε,στην αρχή με λαιμόπονο και μετά με ρευματισμούς που μετεβλήθησαν σε περικαρδίτιδα.

Στις 25/1/1887 ο Πέτρος ξεψυχούσε στην αγκαλιά του Ιερωνύμου. Ήταν ουσιαστικά ο τελευταίος από τους δικούς του που του είχε απομείνει, αφού με την αδελφή του Μαρίτσα (που είχε κάμει δική της οικογένεια με τον Πρόξενο της Αυστρίας G. Pascotini) δεν φαίνεται να διατηρούσε ιδιαίτερα στενές σχέσεις. Γι’ αυτό ο θάνατος του Πέτρου υπήρξε το καίριο ψυχικό τραύμα για τον Ιερώνυμο, που κλείστηκε πια τελείως στον εαυτό του, μονολογώντας και.θρηνώντας στις 326 σελίδες της Ιερεμιάδος του.

Έγραφε σχετικά στην Αγγελική Βαρλαάμ-Γονέμη στην Κέρκυρα, στις 2/5/1887: «Προ δέκα και τεσσάρων περίπου ετών το αμείλικτον του θανάτου δρέπανον εστέρει με πεφιλημένου εικοσαετούς αδελφού· προ οκτώ ετών φιλοστοργοτάτου και σεβαστού πατρός, προ τεσσάρων περίπου ετών φιλοστοργοτάτης, ην ελάτρευον, μητρός, και προ τεσσάρων μηνών πεφιλημένου αδελφού, αναξέσας ούτω τας μολις ουλωθείσας πληγάς μου, δια της καιριωτάτης πασών, ήτις έσται ανίατος, και όσον ούπω καταβιβάσει με εις τον τάφον…»

 

«Αι απώλειαι τόσων φιλτάτων τοσούτον την φυχήν μου κατεπίκραναν και την υγείαν μου έφθειραν…»

Μετά το θάνατο του Πέτρου ο Ιερώνυμος ανέλαβε τη χήρα και τα δυο ορφανά του υπό την προστασία του. Τον δεύτερο υιό τον βάπτισε λίγες μέρες μετά και τον ονόμασε Πέτρο (αντί Αντώνιο όπως ήταν η αρχική σκέψη). Το 1893 ο μικρός Πέτρος πέθανε, σε ηλικία μόλις 7 χρονών. (Τον μικρό Μάρκο τον σπούδασε αργότερα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών).

Εν τω μεταξύ οι σχέσεις του με τους Λατίνους πατέρες χειροτέρευαν ολοένα και περισσότερο. Έγραφε σχετικά στις 10/3/1888 στην Αγγελική Βαρλαάμ-Γονέμη στην Κέρκυρα: «Το επάγγελμα μου μοι κατήντησε πλέον δυσφόρητον δια πολλούς λόγους και μάλιστα, διότι καθημερινώς πλείστας υπό των ευσεβών Πατέρων υφίσταμαι προσβολάς, πλαγίας, δια τον λόγον οτι εγώ είμαι γραικός μάλλον η λατίνος, ως λέγουσι… Δυστυχώς ήρξαντο και πάλιν αι κατ’ εμού δυσαρέσκειαι των Πατέρων, διότι οι Ελληνοπαίδες προοδεύουσι μάλλον των Λατίνων και ως αίτιος τούτου θεωρούμαι εγώ και ουχί η φυσική αυτών ευφυία. Δεν δύναμαι να σας παραστήσω την αγανάκτησιν και απελπισίαν υφ’ ων τώρα κατέχομαι δια τας αδίκους ταύτας υποθέσεις…»

 

Είχε υπό την άμεση ευθύνη του τη διδασκαλία σε τέσσερις τάξεις του Δημοτικού της Σχολής, και σε δύο κατ’ αρχάς και σε τρεις αργότερα τάξεις του ανώτερου (Γυμνασιακού) κύκλου, με πέραν των 100 μαθητών, με συνέπεια να υποβάλλεται σε «υπεράνθρωπους κόπους μετ’ αυταπαρνήσεως εργαζόμενος», «ει και γλίσχρως αμοιβόμενος». Επανειλημμένα, πλην μάταια, ζητούσε να του ποσλάβουν βοηθόν. Την εχθρότητα τους οι πατέρες της Terra Santa Λάρνακος εκδήλωσαν και έναντι των δύο μικρών ορφανών του Πέτρου, τα οποία είχαν αρχίσει να φοιτούν στη Σχολή, με αποτέλεσμα ο Ιερώνυμος να τα αποσύρει από εκεί και να τα στείλει στη Σχολή του Αγίου Λαζάρου «όπου φιλοστόργου υπό των διδασκάλων ετύγχανον περιποιήσεως και φροντίδος». Η αμοιβαία αντιπάθεια Ιερωνύμου και Λατίνων πατέρων κορυφώθηκε το 1893 με τον θάνατο του μικρού Πέτρου, πιθανόν από ηλίαση λογω της απόστασης που είχαν οι δυο μικροί να διανύσουν καθημερινά, από ‘Αγιον Ιωάννη σε Άγιο Λάζαρο: ο Ιερώνυμος θεωρούσε τους Λατίνους πατέρες έμμεσους φονείς του μικρού ανηψιού του, αφού με την εχθρική συμπεριφορά τους ανάγκασαν τα δυο παιδιά να φύγουν από τη Σχολή τους και να πηγαίνουν σε μακρινό σχολείο, εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες.

 

Με τη λήξη του σχολικού έτους 1895/96 ο Ιερώνυμος παραιτήθηκε (κατά τους πατέρες) η «απεπέμφθη» (κατά τον ίδιο) από τη Σχολή τους, ύστερα από 25 χρόνια υπηρεσίας.

 

Δεν γνωρίζουμε αν επανήλθε πλέον στη διδασκαλική θέση του στη Σχολή των Λατίνων, ύστερα από την τόση εχθρότητα που δημιουργήθηκε μεταξύ τους. Εξακολουθούσε όμως να διδάσκει δύο η τρεις μέρες της εβδομάδας στο Ελληνικό Παρθεναγωγείο και σε ιδιαίτερα μαθήματα.

Το 1899 ο Ιερώνυμος πήγε στο Lugnano in Teverina της επαρχίας Umbria της Ιταλίας, όπου φιλοξενήθηκε για ενα χρόνο στους εκεί συγγενείς του Κόμητες Brunoni (παιδιά της πρώτης του εξαδέλφης Έλενας Saint Amand, κορης της Όρσολα Βαρλαάμ). Οι αδελφοί Brunoni είχαν εγκαταλείψει την Κύπρο το 1886 και εγκαταστάθηκαν στο Lugnano της Ιταλίας οπου αποθανών στενός συγγενής τους τους είχε αφήσει μεγάλη περιουσία. Φεύγοντας από την Κύπρο, άφησαν το πατρικό τους σπίτι στη Λάρνακα (Χρυσοπολιτίσσης 38), στην εν λευκώ διαχείριση του Ιερωνύμου.

Επιστρέφοντας από την Ιταλία πέρασε πρώτα από την Κέρκυρα για να γνωρίσει προσωπικά τη συγγενή του, Κόμησσα Αγγελική Βαρλαάμ-Γονέμη, τελευταία γόνο της οικογένειας στην Κέρκυρα. Στα προηγούμενα χρόνια της είχε γράψει επανειλημμένα αλλά ποτέ δεν είχε πάρει απάντηση. Η Αγγελική ήταν πλουσιώτατη και στο αρχοντικό της διατηρούσε υπηρετικό προσωπικό. Τώρα ήταν χήρα, ηλικιωμένη (περίπου 71 ετών) και με μειωμένη την όραση. Ο Ιερώνυμος επέδωσε στους υπηρέτες την κάρτα του ζητώντας να γίνει δεκτός. Η απάντηση όμως ήλθε αρνητική και ο Ιερώνυμος έφυγε άπρακτος, πιστεύοντας οτι η Αγγελική Βαρλαάμ ουδέποτε πληροφορήθηκε την επίσκεψη του, κι οτι το προσωπικό της εκμεταλλευόταν την περιουσία της κρατώντας μακρυά οποιονδήποτε πιθανό κληρονομό.

 

Μετά την επιστροφή του από την Ιταλία και την Κέρκυρα στο τέλος του 1899 η αρχές του 1900, ο Ιερώνυμος φαίνεται να είχε ξεπεράσει τη μελαγχολία και την απαισιοδοξία που του προκάλεσαν οι διαδοχικοί θάνατοι των προσφιλών του, και το 1903, σε ηλικία 55 χρονών, απεφάσισε να νυμφευθή. Νυμφεύθηκε την Μαρία Θ. Πιερίδου, κόρην της εξαδέλφης του Ελέγκως Πιερίδου (η οποία ήταν κορη της Κατίνας Πέτρου-Φώτσιου, αδελφής της μητέρας του), αν και ήταν κατά 33 χρόνια νεώτερη του. Ο γάμος έγινε στις 28/8/1903 στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, αφού οι Λατίνοι ιερείς απαίτησαν από τον Ιερώνυμο να υποσχεθή οτι θα εβάπτιζε Ρωμαιοκαθολικά τα παιδιά που θα αποκτούσε με την Ορθόδοξη σύζυγό του.

 

Επειδή η αντίθεση του προς τους Λατίνους ιερείς εξακολουθούσε αμείωτη, απεφάσισε τελικά να τηρήσει την υπόσχεση αυτή μόνο ως προς το πρώτο παιδί που θα αποκτούσε. Και, πραγματικά, από τα τέσσερα παιδιά που απέκτησε μόνο το πρώτο βάπτισε Ρωμαιοκαθολικό,τα δε άλλα τρία βάπτισε Ορθόδοξα.

 

Τα παιδιά του ήταν: η Έλενα (ημ. γεννήσεως 1/11/1903. Ρωμαιοκαθολική), η Παυλίνα (1905), η Θεανώ (1907) και ο Μάρκος (1908).

 

Στα τελευταία χρόνια του ο Ιερώνυμος εγκατέλειψε το διδασκαλικό επάγγελμα (λόγω ψυχικής κόπωσης, αφού δίδασκε για μια ολόκληρη σχεδόν τεσσαρακονταετία), και εργαζόταν στον εμπορικό Οίκο Ιωάννου Πιερίδη. Ήταν ήδη άνθρωπος αξιοσέβαστος, με μεγάλο κύρος στον κόσμο των Γραμμάτων, και η κοινωνία της Λάρνακας τον εκτιμούσε βαθύτατα.

 

Τον Απρίλιο του 1915 αρρώστησε βαρειά. Τότε ζήτησε από τη σύζυγο του Μαρία να μεταβεί στη Μητρόπολη Κιτίου και να πληροφορήσει τους εκεί αρμοδίους οτι ήθελε, πριν πεθάνει, να βαπτιστεί Ορθόδοξος. Οι αρμόδιοι όμως της Μητρόπολης απάντησαν αρνητικά, λέγοντας στη σύζυγο του Μαρία: «Έπρεπε να το είχε σκεφτεί όταν ήταν καλά», φοβούμενοι μήπως κατηγορηθούν οτι τον έκαμαν Ορθόδοξο εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ήταν ετοιμοθάνατος. Πέθανε, τελικά, στις 28/11 Μαΐου 1915, σε ηλικία 67 χρονών, αφήνοντας νεαρή χήρα και τέσσερα ανήλικα παιδιά.

 

Η ταφή έγινε στο Ρωμαιοκαθολικό Κοιμητήριο Λάρνακος, αλλά η πάροδος του χρόνου έσβυσε κάθε σημάδι που υπήρχε για να δείχνει που ήταν ο τάφος του. Η χήρα και τα τέσσερα μικρά παιδιά αντιμετώπιζαν πρόβλημα επιβίωσης αφού δεν είχαν συγκεκριμμένους πόρους ζωής, γι’ αυτό και δεν φρόντισαν να κτίσουν καλλιμάρμαρο τάφο που να αντέχει στη φθορά του χρόνου.

 

   

***

 

Ο Ιερώνυμος Μ. Βαρλαάμ υπήρξεν «εις των διαπρεπέστερων λογίων της εποχής», και «εις εκ των σπανίων μυστών της αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας». Κατά την σχεδόν τεσσαρακονταετία της εκπαιδευτικής προσφοράς του αναδείχθηκε αληθινός μύστης των Ελληνικών Γραμμάτων. Υπήρξε άριστος φιλόλογος, βαθύς γνώστης των αρχαίων κλασσικών και ικανότατος συγγραφέας, συνθέτοντας σε γλαφυρό ύφος στίχους στην ομηρική διάλεκτο, ποιήματα, επιταφίους λόγους, επιγράμματα στο αρχαίο ιδίωμα, πινδαρικές ωδές, πεζό λόγο στην αττική διάλεκτο, μεταφράσεις αρχαίων κλασσικών αλλά και ξένων συγγραφέων.

 

Η αρχαία Ελληνική ήταν το μεγάλο πάθος του. Σε γράμμα του προς τον Αθ. Σακελλάριο στην Αθήνα, το 1891, χαρακτήριζε την Ελληνική γλώσσα «αθάνατον», «θείαν», «βασιλίδα των γλωσσών», «ωκεανόν» και «γλώσσαν των θεών του Ολύμπου», προς την οποία έτρεφε «αφοσίωσιν και λατρείαν», και με την οποία «ουδέποτε έπαυε καταγινόμενος».

 

Εκτός της αρχαίας Ελληνικής την οποία γνώριζε σ’ όλες της τις παραλλαγές, ήταν άριστος γνώστης και της Ιταλικής και Γαλλικής, και σε αρκετό βαθμό της Λατινικής και Αγγλικής.

 

Πολλές φορές προτάθηκαν σ’ αυτόν ανώτερες διδασκαλικές θέσεις, όπως η θέση διευθυντού στις ακμάζουσες τότε Σχολές των Λατίνων στη Λάρνακα και στη Λευκωσία, καθώς και ανώτατες, όπως η έδρα Καθηγητού των Ελληνικών Γραμμάτων σε Πανεπιστήμιο της Ιταλίας, η, κατά μια άλλη πληροφορία, η έδρα Καθηγητού της Ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά αρνείτο επίμονα να δεχθεί οποιανδήποτε από αυτές. Κι αυτό γιατί ήταν ανεπίδεικτος και μετριόφρων εκ χαρακτήρος, αλλά και τύπος εσωστρεφής και φιλομόναχος,γι’ αυτό και προτιμούσε να μελετά και να συγγράφει εν αφανεία, περιφρονώντας τιμητικές θέσεις και αξιώματα.

 

Ο Ιερώνυμος Μ. Βαρλαάμ είχε πολλούς μαθητές, μεταξύ των οποίων και ο ποιητής Δημήτρης Λιπέρτης ο οποίος, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, αφιέρωσε σ’ αυτόν την πρώτη του ποιητική συλλογή, τη Χαλαρωμένη Λύρα. Στο Αρχείο Ιερ. Μ. Βαρλαάμ σώζονται μάλιστα και 17 επιστολές του τότε νεαρού Λιπέρτη, που αποτελούν μοναδικά κείμενα της ηλικίας αυτής (1886-1893) του ποιητή.

 

Επιχειρώντας μια γενική σκιαγράφηση του Ιερωνύμου Μ. Βαρλαάμ ως ανθρώπου, θα ελέγαμε τα εξής: Ο Ιερώνυμος Βαρλαάμ ήταν άνθρωπος ο οποίος έρρεπε προς το απόλυτο. Γι’ αυτό η αγάπη και η προσκόλληση του στα Ιδανικά του ήταν απόλυτη: αγάπησε με πάθος την Ελληνική Παιδεία στην οποία δόθηκε ολοκληρωτικά, αγάπησε απόλυτα την εντιμότητα και την ευθύτητα, και τα χαρακτηριστικά του αυτά ουδέποτε γνώρισαν συμβιβασμό, υπήρξε απόλυτα αφιλοκερδής, γι’ αυτό, ενώ του δόθηκαν ευκαιρίες πλουτισμού , απέθανε σχετικά πτωχος, αγαπούσε πολύ δυνατά τους γονείς του και τους αδελφούς του, και γι’ αυτό οι διαδοχικοί θάνατοι τους τον κατέθλιψαν τόσο ώστε να κλειστεί στον εαυτό του μελετώντας και συγγράφοντας, αποποιούμενος ανώτερες καθηγητικές θέσεις που του προσφέρονταν ήταν, ακόμη, άνθρωπος που παρέμενε απόλυτα πιστός στη φιλία του με προσωπα που αγαπούσε και εκτιμούσε· ήταν, ακόμη, άνθρωπος πολύ δυνατών συναισθημάτων (και τούτο φαίνεται ιδιαίτερα στο προσωπικό του Ημερολογιο Ιερεμίας) τα οποία όμως είχε τη δύναμη να ελέγχει απόλυτα ώστε να μην εκδηλώνονται προς τα έξω- τέλος, η επιμέλεια του και η αφοσίωση του στο καθήκον αποτελούσαν βασικό χαρακτηριστικό του.

 

***

 

Απο τις πολυάριθμες εργασίες του εξεδόθησαν σε βιβλία οι εξής:

 

1. Ο Βολεσλάος η ο κλέπτης των ανακτόρων (Μετάφρασις εκ του Ιταλικού), Λάρνακι 1892.

 

2. Η μνηστή του Μαρωνίτου (Μυθιστορία, μεταφρασθείσα εκ του Ιταλικού), Λάρνακι 1893.

 

3. Αλληλογραφία εις αττικήν γλώσσαν διαμειφθείσα μεταξύ Ι.Μ. Βαρλαάμ και ενός καθηγητού. Επιγράμματα. Άσμα κυπριακόν Χρηστοφή και Εμινές,εν Λεμησσώ 1895.

 

4. Επιτάφιοι δύο: Εις τον αοίδιμον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Βικέντιον Βράκχον και εις την πολύκλαυστον Αλεξάνδραν, Μεγάλην Δούκισσαν της Ρωσσίας,εν Λεμησσώ 1895.

 

5. Ο ΚΟΣΜΟΣ (Δεκαπενθήμερον φιλολογικόν περιοδικόν σύγγραμμα). Εξεδόθησαν 36 τεύχη των 16 σελίδων: Έν Λευκωσία Φεβρ. 1909 – Φεβρ. 1911.

 

Πλείστες άλλες εργασίες του είναι δημοσιευμένες σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής: εφημερίδες Έ ν ω σ ι ς και Έ θ ν ο ς της Λάρνακας, περιοδικό Ζήνων της Λευκωσίας, Πο ι κ ί λ α ι σελίδες επέχουσαι τόπον Ημερολογίου (1914) κ.ά.

 

Πιθανώτατα έχουν δημοσιευθεί και άλλες εργασίες σε άλλα έντυπα, αλλά χρειάζεται να γίνει σχετική έρευνα.

 

Έκαμε επίσης πολλές μεταφράσεις έργων ξένης, κυρίως Ιταλικής, λογοτεχνίας, που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα, κυρίως στο δικό του περιοδικό Ο Κόσμος. Μελετητές επεσήμαναν 88 τέτοιες δικές του μεταφραστικές εργασίες.

 

Ασχολήθηκε, επίσης, με τη συλλογή γλωσσικού και λαογραφικού υλικού το οποίο χρησιμοποίησε ο Αθ. Σακελλάριος στον Β’ τόμο των Κυπριακών του, στήν εισαγωγή του οποίου κάμνει και σχετική εύφημη μνεία. Υπήρξε συνεργάτης και των αξιόλογων εφημερίδων της Τεργέστης, Κλειώ και Νέα Ημέρα, και άλλων περιοδικών.

 

Έκτος από τίς πιο πάνω εργασίες, πού είναι δημοσιευμένες, υπάρχουν και πολλές άλλες που παραμένουν ανέκδοτες:

 

1. Στο Αρχείο του υπάρχουν 53 πυκνογραμμένα χειρόγραφα τετράδια με διάφορες εργασίες του (μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων κλασσικών, μεταφράσεις από την Ιταλική και άλλη ξένη λογοτεχνία, γραμματικές και συντακτικές αναλύσεις, φιλολογικά θέματα, ποιήματα, ελεγεία, θεατρικά έργα δικά του και ξένα σε αρχαιοελληνική απόδοση, λαογραφικό υλικό, κ.ά). Πλείστα όμως άλλα χάθηκαν όπως μαρτυρεί ο (μέ πολλά κενά πού έχει) αύξων αριθμός που έχουν μερικά από τα τετράδια και που φθάνει μέχρι τουλάχιστον το 165.

 

2. Μεγάλο χειρόγραφο βιβλίο Ζωολογίας και Φυτολογίας με πλήθος σχετικές ζωγραφιές του ιδίου.

 

3. Το πιο σημαντικό ίσως έργο του ήταν η συγγραφή ογκωδεστάτου Λεξικού των συνωνύμων της Ελληνικής γλώσσης, μετηνεγμένων εις την Λατινικήν, Γαλλικήν, Ιταλικήν και Αγγλικήν γλώσσαν, το οποίο όμως έμεινε ανέκδοτο (πιθανώτατα λόγω του πολύ μεγάλου κόστους εκδόσεως του). «Την αξίαν του Λεξικού εκείνου εξήρεν ο σύλλογος των καθηγητών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι δε καθηγηταί του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Χατζηδάκης και Νικόλαος Πολίτης εξήνεγκον ωσαύτως αρίστην γνώμην και αμφότεροι απεκάλεσαν τον συγγραφέα διακεκριμένον και σοφόν διδάσκαλον ».

 

4. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πλείστα άλλα έργα του έχουν, δυστυχώς, χαθεί η καταστραφεί κατά τα, για τη χήρα και τα μικρά παιδιά του, δύσκολα οικονομικώς χρόνια που ακολούθησαν το θάνατό του και την, αργότερα, μετακόμιση της οικογένειας στη Λευκωσία για μια σχεδόν δεκαετία (1931-1939).

 

Χαμένη είναι, δυστυχώς, και η παράφραση στή νεώτερη Ελληνική γλώσσα που έκαμε το 1908,της κωμωδίας «Πλούτος» του Αριστοφάνη, και η οποία ανεβάστηκε επί σκηνής στη Λευκωσία αφήνοντας εποχή: «Η διδασκαλία του “Πλούτου” γενομένη ενώπιον υπερτετρακοσίων ακροατών, εσημείωσε αληθή φιλολογικόν θρίαμβον. Η Ελληνική κοινότης Λευκωσίας έσται ευγνώμων προν τον ελλόγιμον κ. Ιερων. Βαρλαάμ, γενόμενον αυτή πρόξενον υψηλής πνευματικής απολαύσεως, οίας δεν απήλαυσεν έτι ουδεμία νεωτέρα ελληνική κοινότης, ουδέ της των Αθηνών αυτών εξαιρουμένης», έγραφαν τότε οι Κυπριακές εφημερίδες (εφημ. Κυπριακός Φύλαξ, ημ. 2 και 9/8/1908, και Νέον Έθνος 16/8/1908).

 

Όσες από τις ανέκδοτες εργασίες του διασώθηκαν, βρίσκονται στο Αρχείο του.

 

Παραθέτουμε στη συνέχεια δυο νεκρολογίες που δημοσιεύθηκαν λίγες μέρες μετά το θάνατο του. Στή μία αναφέρεται ως «Ιταλός την καταγωγήν»: λανθασμένη εντύπωση που υπήρχε λογω της ιδιότητας του ως Ρωμαιοκαθολικού, αλλά και της Ιταλικής υπηκοότητας που είχε αποκτήσει ο πατέρας του Μάρκος Βαρλαάμ ο οποίος και την κληροδοτησε στα παιδιά του.

 

 

 

Εφημερίδα ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 2/15 Μαΐου 1915

«ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΒΑΡΛΑΑΜ»

 

»Εξεδήμησε προς Κύριον την παρελθούσαν Τρίτην εν Λάρνακι και εκηδεύθη μετά μεγάλων τιμών εν τω ναώ των Καθολικών, παρισταμένου και του ημετέρου Πανοσιολ. Άρχιμανδρίτου του Κιτιακού θρόνου κ. Μελετίου, ο διακεκριμένος λόγιος Ιερώνυμος Βαρλαάμ, όστις βαθύς ων μύστης της Ελληνικής και Ιταλικής φιλολογίας και κάτοχος της Γαλλικής και Αγγλικής γλώσσης μεγάλως υπηρέτησε τα Ελληνικά και Ιταλικά γράμματα.

 

»Μαθητεύσας ο αοίδιμος παρά τω αειμνήστω Θεμιστοκλεί Θεοχαρίδη αξηκολούθησε τας σπουδάς του εις την Ελληνικήν γλώσσαν εν Αθήναις, αλλά πράγματι συνεπλήρωσε ταύτας βραδύτερον δι’ εμβριθών και ενδελεχών μελετών καταστάς εις των σπανίων μυστών της αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας.

 

»’Επιδοθείς μετά ταύτα εις την μελέτην της Ιταλικής φιλολογίας διεκρίθη και εν ταύτη ουχ ήττον η εις την Ελλιηνικήν, και διά τούτο, όταν προ τίνων ετών μετέβη εις Ρώμην και ιγένετο γνωστός εκ των έργων του, τω προσεφέρθη θέσις καθηγητού των Ελληνικών γραμμάτων εις τι των Ιταλικών Πανεπιστημίων, την οποίαν εν τούτοις δεν απεδέχθη μη θέλων νά απομα-κρυνθή της προσφιλούς του πατρίδος, της Κύπρου, αλλ’ ούτε να εγκαταλείψη τας προσφιλείς του μελέτας και την συγγραφήν περισπούδαστων έργων, ων εν το μάλλον όντως βαρυσήμαντον, το Λεξικόν των συνωνύμων της Ελληνικής γλώσσης, μετηνεγμένων εις την Αγγλικήν, Ιταλικήν και Γαλλικήν, περί την συγγραφήν του οποίου ηργάζετο από εικοσιπενταετίας και πλέον, συμπληρώσας τούτο…, μόνον εγκαταλείπει κειμήλιον και Ιεράν κληρονομίαν εις τα τέκνα του και τον κόσμον των γραμμάτων.

 

»Πολυτίμους υπηρεσίας παρέσχεν ο αοίδιμος ανήρ ως διδάσκαλος της Ελληνικής εν τη εν Λάρνακι σχολή των Καθολικών, ως επίσης ως γραμματεύς του Τραπεζικού καταστήματος Ι.Πιερίδου, όπου.., εξετιμήθη δια τε την υψηλήν μόρφωσιν, τας αρετάς και την ευσυνειδησίαν του.

 

»Σύν τοις άλλοις έργοις του διακεκριμένην επίσης θέσιν κατέχει το περισπούδαστον Ελληνικόν περιοδικόν “Κόσμος”, όπερ εξέδωσεν επί τινα χρόνον προ τίνων ετών, και εν ώ περιέλαβε μετ’ αξιολόγου ερμηνείας περισπούδαστα τεμάχια της Ελληνικής και Ιταλικής φιλολογίας.

 

»Έπί τω θανάτω του αοιδίμου ανδρός βαθείαν λύπην αισθάνεται ουχί μόνον η αξιότιμος οικογένεια του, αλλά και άπας ο κόσμος των γραμμάτων, πλήν πάντες παρηγορίαν υψίστην δύνανται να εύρωσιν εν τή μελέτη των έργων του και ιδία του σχεδόν συμπληρωθέντος, ως γράφομεν ανωτέρω, λεξικού του, περί ου, γνωρίσαντες μέρη αυτού, λίαν ευφήμως ομίλησαν διακεκριμένοι εν Αθήναις λόγιοι, ως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου κ.Ν. Πολίτης, όστις διά τούτο απεκάλεσε τον αείμνηστον άνδρα “σοφόν διδάσκαλον”».

 

 

Εφημερίδα ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΦΥΛΑΞ,

1/5/1915 [1/14 Μαΐου 1915]

 

«Εν Λάρνακι εξεμέτρησε το ζην ο ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΒΑΡΛΑΑΜ άγων το 67ον έτος της ηλικίας και καταλιπών απαρηγόρητον χήραν και απροστάτευτα ορφανά.

 

»Ο μεταστάς Ιταλός την καταγωγήν εγεννήθη εν Λάρνακι εκ γονέων εγκρίτων, εξεπαιδεύθη δε εις τα Ελληνικά Σχολεία κυρίως και την Ελληνικήν γλώσσαν έθετο υπέρ την εθνικήν αυτού γλώσσαν.

 

»Η γείτων πόλις ουδέποτε ελησμόνησε τον ενθουσιώδη Ιταλοέλληνα, όστις την προσωπικήν του εύτολμίαν ετοίμως αντέτασσεν υπέρ των Ελλήνων συμπολιτών κατά των Τουρκικών υπερβασιών και αγνός Ιταλός πατριώτης και καθολικός υπερημύνετο κατά πάσης προπαγανδικής ενεργείας παρά τή Ελληνική Ορθοδόξω κοινότητι, μεγάλα ζημιώσας εαυτόν οικονομικώς, και πολλά παθών διά την άκραν ηθικήν καθαρότητα του.

 

»Ήτο αυτόχρημα λάτρης των Ελληνικών γραμμάτων και κατέγεινε τοσούτον εντελεχώς εις την μελέτην της Ελληνικής γλώσσης και της Ελληνικής φιλολογίας, ώστε απέβη αληθής μύστης αυτής, έγραφε δε την Ελληνικήν καλλιεπώς και ορθοεπώς όσον ολίγοι Έλληνες πεπαιδευμένοι, και τοσούτον δεξιός έγένετο χειριστής της τε αρχαίας και της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης, ώστε επεχείρησε και εξετέλεσε λίαν επιτυχώς και εμμέτρους μεταφράσεις αρχαίων δραμάτων και κωμωδιών από της αρχαίας εις την νεωτέραν Ελληνικήν. Το Κοινόν Λευκωσίας δεν θά λησμονήση την κατά παράφρασιν έμμετρον του αοιδίμου ανδρός διδασκαλίαν του “Πλούτου” του Αριστοφάνους από της σκηνής του Γυμναστηρίου “Τα Παγκύπρια” δίς γενομένην και πληρώσασαν ευφροσύνης και γέλωτας το παμπληθές θέατρον.

 

»Εις εφημερίδας και περιοδικά υπάρχουσιν εγκατεσπαρμένοι πλείσται και ωραίαι πνευματικαί συμβολαί του, εγένετο δε και εκδότης ωραίου περιοδικού σοβαρού και εμβριθούς, “Ο Κόσμος”.

 

»Επί μακρά έτη ησχολήθη εις την σύνταξιν τετραγλώσσου Λεξικού ογκωδεστάτου, προϊόντος πολλής και βαθείας μελέτης και πολυμόχθου εργασίας, όπερ επεδοκίμασαν οι κορυφαίοι εν τοις γράμμασιν εν Αθήναις, απέβη όμως ανέφικτος η έκδοσις αυτού διά το ογκώδες και άγαν δαπανηρόν.

 

»Ο Ιερώνυμος Βαρλαάμ, υπέροχος αληθώς χαρακτήρ και υπέροχος αξία πνευματική, εγένετο υπερμέτρως μετριόφρων και ανεπίδεικτος, ώστε μόνον η γενέθλιος πόλις του και οι εκ του σύνεγγυς αυτόν γνωρίσαντες να εκτιμώσιν αυτόν κατ’ αξίαν και να θρηνώσι την άπώλειαν αυτού ως απώλειαν πολυτίμου ανδρός, υπέροχου πολίτου, ενθουσιώδους φιλέλληνος και αφωσιωμένου ιεροφάντου της Ελληνικής παιδείας και αγωγής.

 

»Ελάχιστον φόρον τιμής απονέμομεν εις τον πολύτιμον φίλον και πολύκλαυστον άνδρα επιχειρούντες εν ούτως βραχείαις και ατέχνοις γραμμαίς να σκιαγραφήσωμεν τας αφανείς αλλά μεγάλας αρετάς του, ας μόνον οι συμπολίται του ανεπόλησαν και ανεμέτρησαν μετ’ ειλικρινούς τιμής και βαθέος πένθους περιβάλοντες την σεπτήν σορόν του.

 

»Η μνήμη αυτού έστω αΐδιος και η τρος αυτόν ευγνωμοσύνη της ελληνικής κοινότητος αιωνία, μετά τον Θεόν προστατεύουσα τα ανήλικα ορφανά του».

 

 

Πηγή: Ιερομ. Σωφρονίου Γ. Μιχαηλίδη, Η εις Κέρκυραν και Κύπρον οικογένεια Βαρλαάμ – Συμβολή στη μελέτη των ιστορικών δεσμών Κύπρου και Επτανήσου, § Ιερώνυμος Μ. Βαρλαάμ, Λάρνακα – Κύπρος 2011