Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και το Άγιον Όρος [A΄]


20.12.2012

Οι σχέσεις της Κύπρου με το Άγιον Όρος κατατίθενται μέσω της ιεράς παραδόσεως από τον πρώτο κιόλας αιώνα, σχεδόν αμέσως μετά την ίδρυσιν της αγίας μας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας την ημέραν της Πεντηκοστής, όταν η Παναγία μας, επιθυμούσα να επισκεφθεί τον άγιο Λάζαρο στο Κίτι, το πλοιάριο στο οποίο επέβαινε παρασύρθηκε από την θαλασσοταραχή και άραξε στο Άγιον Όρος. Αυτό τον τόπο ζήτησε η Παναγία μας από τον Υιόν της, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ως τόπον αγιασμού των ψυχών εκείνων που θα ήθελαν απερίσπαστα να λατρεύουν τον Θεό.

Η κατάθεσις αυτής της ιεράς παραδόσεως διασφαλίζεται και επικυρώνεται από την ιστορίαν διαχρονικά, αφού πλειάδα αγίων εξ Αγίου Όρους -επιλεκτικά αναφέρομε τους αγίους Αθανάσιον Αθωνίτην, Σάββαν Βατοπαιδινόν τον δια Χριστόν Σαλόν, Γρηγόριον Σιναΐτην κ.α.- διέμειναν για κάποιο διάστημα στην Κύπρο. Αλλά και κύπριοι εγκαταβίωσαν σε μονές, σκήτες η καλύβες του Αγίου Όρους, όχι μόνον πρόσφατα -οι οποίοι και μας είναι γνωστοί- αλλά και παλαιότερα.

Δεν είναι όμως μόνο σε αυτό το επίπεδο που φαίνεται η σχέσις. Υπάρχουν και άλλοι τομείς όπως η ανταλλαγή αλληλογραφίας, η εκζήτησις πνευματικών νουθεσιών, οι εκκλήσεις για μεταφοράν αγίων λειψάνων η της αγίας Ζώνης της Παναγίας μας, η αγιογράφησις ναών από κυπρίους αγιορείτες, η οικονομική αλληλοϋποστήριξις, τα χειρόγραφα, η πνευματική δόσις και πολλοί άλλοι τομείς, οι οποίοι φυσικά χρήζουν μελέτης και ερεύνης. Έτσι, πολλές πληροφορίες θα δουν το φως της δημοσιότητος και θα φωτίσουν έτι περισσότερον τις σχέσεις μεταξύ του Αγίου Όρους και της Κύπρου.

Η ημετέρα ταπεινότης ανέλαβε την ευθύνην, εν όψει του παρόντος επιστημονικού συμποσίου «Άγιον Όρος και Κύπρος», να εξερευνήσει τον ιδιαίτερον αυτόν τομέα της σχέσεως του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού με το Άγιον Όρος. Ξεκινώντας την προσπάθεια αυτή, υπήρχαν στην κατοχή μας κάποια έγγραφα προερχόμενα εκ της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου. Το πρώτο είναι μία επιστολή την οποίαν απέστειλε ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός στην Μονή Βατοπαιδίου το 1813. Το δεύτερο είναι ένα μουσικό κείμενο μέσα σε κάποιο κώδικα της αυτής Μονής. Στην εισαγωγή που προτάσσεται του μουσικού κειμένου, αναφέρεται ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Το τρίτο είναι ένα ποίημα που συνέθεσε βατοπαιδινός μοναχός το 1820.

Παρά το μικρό χρονικό διάστημα που είχαμε μπροστά μας αφ᾽ ότου μας ανετέθη το θέμα, εν τούτοις επιχειρήσαμε εκ του μακρόθεν μίαν έρευνα στα αρχεία των Μονών του Αγίου Όρους, ελπίζοντες στην ανεύρεση επιπροσθέτων πληροφοριών. Αρκετά από τα μοναστήρια απάντησαν, πλην όμως αρνητικά. Το μοναδικό επιπρόσθετο τεκμήριο που μας απεστάλη είναι και αυτό εκ της μονής Βατοπαιδίου, ένας μουσικός χειρόγραφος κώδικας που ανήκε στον Θεοδώρητον, διάκονον του «μακαριωτάτου ημών δεσπότου κυρίου Κυπριανού».

Η εξέταση των στοιχείων που έχουμε στα χέρια μας έριξε φως σε μία μεγάλη περίοδο της ζωής του Κυπριανού, την παραμονή του στην Μολδοβλαχία, μας έδωσε δε και κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες για την περίοδο κατά την οποία διακονούσε το λογικόν ποίμνιο του Χριστού ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου.

Το πρώτο στοιχείο είναι η κάτωθι επιστολή:

«Πανοσιώτατοι επίτροποι της ιεράς βασιλικής και μεγίστης λαύρας του Βατοπεδίου, υιοί εν Πν<εύματ>ι αγίω αγαπητοί και περιπόθητοι της ημών μετριότητος, την φίλην ημίν υμετέραν πανοσιότητα πατρικώς ευχόμενοι, αρχιερατικώς ευλογούμεν υπερήδιστα προσαγορεύοντες.

Του κυρ Διονυσίου, μαθητού των εν αγίω Πνεύματι τέκνων αγαπητών της ημών μετριότητος κυρ Ιωαννικίου και Μελετίου, ευοδωθέντος εις Κύπρον, και τα υμέτερα γράμματα εγχειρίσαντος ημίν, αναγνώσαντες και ευαγγελισάμενοι τα αίσια της υγιείας σας, πάσης ηδονής και θυμηδίας ενεπλήσθημεν.

Ημείς, υιοί περιπόθητοι, περιπλακέντες εις τύρβας τας κοσμικάς, μάλιστα εν τοιούτοις δυστυχεστάτοις αιώσι, χρήζομεν της παρά του αγίου Θεού ισχυράς βοηθείας και αντιλήψεως, αν είναι να αποβή το τέλος ημίν αγαθόν, και να μη επιχαρώσιν εφ  ἡμᾶς τα έθνη τα αλλόφυλα και βάρβαρα. Ο δε Θεός συνηθίζει να δυσωπήται δια προσευχών αγίων ανδρών, των ιδίων αυτού θεραπόντων, οίτινες τω Όρει της αρετής προσεπέβησαν. Διο και αξιούμεν την υμετέραν πανοσιότητα ίνα μνημονεύητε και ημών εν τε ταις γενομέναις ιεραίς τελεταίς και παννυχίοις στάσεσί τε και αγρυπνίαις, όπως ο Κύριος ελεήση και ημάς τους εν τοις πολιτικοίς συμφυρομένους, και υπέρ των λογικών ημών προβάτων προσπαλαίοντας, όπως αποσπώμεν αυτούς των καταδυναστευόντων λύκων. Τούτο πρώτον και ύστατον αξιούμεν υμάς.

Ημείς δε ότι χρέος έχομεν απαραίτητον να δίδωμεν χείρα βοηθείας εν τοις τοιούτοις ιεροίς χώροις, υιοί περιπόθητοι, καλώτατα οίδαμεν. Πλην μη όντος του τρόπου κατά το παρόν, ημών αδυνατούντων προς πάντα δια τας βασιλικάς συνεχείς απαιτήσεις, ουδέν ηδυνήθημεν εξαποστείλαι βοήθημα τη αγία Μονή, και ας έχωμεν την παρ  ὑμῶν συγγνώμην.

Ο κυρ Διονύσιος επολιτεύθη ενταύθα φρονίμως και καλογερικώς, και εις εκείνο οπού εχρειάσθη την ημετέραν προστασίαν δεν ελείψαμεν αόκνως να τω συνδράμωμεν όλαις δυνάμεσι.

Και ταύτα μεν εν τοσούτω. Η δε του Θεού χάρις συν τη παρ  ημών ευχή και ευλογία είη μετά πάντων ημών.

Εν Λευκοσίας (sic) της Κύπρου. 1813, Σεπτεμβρίου 21η.

† Ο Κύπρου Κυπριανός ευχέτης σας».

Εκ του περιεχομένου της επιστολής κατανοούμε ότι οι επίτροποι της μονής Βατοπαιδίου απέστελλαν τα γράμματά τους δια χειρός του κυρ Διονυσίου. Το ότι αποστέλλονταν τα γράμματα από τους επιτρόπους και όχι από τον ηγούμενο της Μονής, είναι διότι δεν υπήρχε ηγούμενος. Η διοίκηση της Μονής και των πλείστων εκ των Μονών δεν γινόταν από ηγούμενον, αλλά από επιτρόπους – προϊσταμένους, κάτι που συναντάτο μέχρι πρότινος στο Άγιον Όρος. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι πλείστες των Μονών εντός και εκτός Αγίου Όρους μετέτρεψαν το κοινοβιακό σύστημα, το οποίο είχε παγιωθεί στους κόλπους της Εκκλησίας από τους πρώτους κιόλας αιώνες της ακμής της μετά τους διωγμούς και διατηρήθηκε καθ᾽ όλην την περίοδο της Ρωμηοσύνης, σε ένα διαφορετικό σύστημα το οποίο ονομάστηκε ιδιόρρυθμο. Αυτό, κατά τους πρώτους αιώνες της εφαρμογής του, εξυπηρέτησε τα μέγιστα, τόσο τους μοναχούς όσο και την Εκκλησία. Προϊόντος του χρόνου εξέκλινε του αρχικού του σκοπού και απετέλεσε παρατυπία, γι᾽ αυτό τον λόγο σχεδόν όλα τα μοναστήρια επανασυστάθηκαν ως κοινόβια τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνος.

Έτσι λοιπόν, αντί να απευθυνθεί στον ηγούμενο, απευθύνεται στους επιτρόπους. Η προς αυτούς προσφώνηση είναι πολύ οικεία. «Υιοί εν Πνεύματι αγίω αγαπητοί και περιπόθητοι». Εάν ήταν σχήμα λόγου η τυποποιημένη προσφώνησις δεν θα ήταν πλήρης οικειότητος και αγάπης. Την αγάπη αυτή την εκδηλώνει και δεύτερη φορά, όταν μετά που τους έχει αποκαλέσει «αγαπητούς», κατόπιν εκφωνεί, «την φίλην ημίν υμετέραν πανοσιότητα». Επικυρώνει δε την ιδιαίτερήν του αυτήν αγάπη, κατακλείοντας την προσφώνησιν με την φράσιν «υπερήδιστα προσαγορεύοντες».

Όλην αυτήν την αγαπητικήν έκχυσιν της καρδίας του δεν την διατυπώνει σε όλα τα γραπτά του κείμενα. Σε περιορισμένο βαθμό την καταθέτει κυρίως στις εγκυκλίους όπου απευθύνεται προς το ποίμνιό του, και σε μεμονωμένες περιπτώσεις επιστολών. Αυτή η οικειότητα και αγάπη δεν θα μπορούσε να υπάρχει, εάν τα πρόσωπα προς τα οποία απευθυνόταν δεν ήταν γνώριμα, μάλιστα δε όχι εξ αποστάσεως αλλ᾽ εκ του σύνεγγυς συναναστροφής. Αυτό δεν καταφαίνεται μόνον εκ της προσφωνήσεως όπως ανωτέρω διεσαφηνίσθη, αλλά και εκ των ονομάτων που ολίγον κατωτέρω κατατίθενται: «Του κυρ Διονυσίου, μαθητού των εν αγίω Πνεύματι τέκνων αγαπητών της ημών μετριότητος κυρ Ιωαννικίου και Μελετίου». Ο Διονύσιος εγχειρίζει τα γράμματα στον αρχιεπίσκοπο και η απάντησις του αρχιεπισκόπου αποστέλλεται στο Βατοπαίδι.

Ο κατονομασμός υπό του αρχιεπισκόπου των δύο πατέρων, οι οποίοι φαίνεται να είναι δύο εκ των επιτρόπων, καταδεικνύει την προσωπική γνωριμία που θα πρέπει να είχαν με αυτόν. Η δε «πάσα ηδονή και θυμηδία» των οποίων ενεπλήσθη αναγινώσκων «τα αίσια της υγιείας τους», επιβεβαιώνει για άλλη μία φορά τη αγάπην του προς αυτούς. Αυτό το γεγονός μας δημιουργεί κάποια ερωτήματα. Πότε και που γνωρίστηκαν; Πως συνδέθηκαν πνευματικά; Από που προήλθεν αυτή η αγάπη;

Οι πληροφορίες για τους βατοπαιδινούς πατέρες είναι ανύπαρκτες στα αρχεία και το μοναχολόγιον της μονής Βατοπαιδίου. Ερευνώντες όμως άλλα βιβλία και έγγραφα, εξάγομεν αρκετές και σημαντικές πληροφορίες περί των αναφερομένων στην επιστολή πατέρων.

Περί του Ιωαννικίου μαθαίνομεν εκ της ερεύνης ότι το 1805 διατελούσε έξαρχος της μονής Βατοπαιδίου στην μονή της Γκόλιας στο Ιάσιον, ενός των μετοχίων της μονής Βατοπαιδίου στην Μολδοβλαχία[1]. Καταχωρείται ως συνδρομητής μουσικού βιβλίου, εκ δε της σημειώσεως αυτής φαίνεται ότι ήταν πελοποννήσιος την καταγωγή και μουσικολογιώτατος, καθώς και ότι γνώριζε την παλαιάν παρασημαντική μέθοδο της βυζαντινής μουσικής. Ήταν ο διδάσκαλος στην βυζαντινή μουσική του μοναχού Ματθαίου Βατοπαιδινού. Ο Ιωαννίκιος, μαθητής του Πέτρου Βυζαντίου, έμαθε την βυζαντινή μουσική στην Κωνσταντινούπολιν. Εκεί διέτριβεν ο διδάσκαλός του Πέτρος ο Βυζάντιος, εξ ου και το επώνυμον, μεταξύ των ετών 1771-1800, ο οποίος διαδοχικά ανέβηκε την κλίμακα της ψαλτικής τέχνης γενόμενος πρώτον δομέστικος (1771-1789), έπειτα λαμπαδάριος (1789-1800) και τέλος πρωτοψάλτης (1800-1805). Εκεί στην Κωνσταντινούπολιν ο Πέτρος είχε την διεύθυνσιν της Πατριαρχικής Μουσικής Σχολής. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι έμαθε την βυζαντινή μουσική στην Κωνσταντινούπολιν και επανέκαμψε στην Μολδοβλαχίαν, όπου και μετέδωσε στον Κυπριανόν την ψαλτικήν τέχνην.

Υπάρχει και η παραμικροτάτη υποψία ότι ο Ιωαννίκιος με τον Κυπριανό μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολιν και μαθήτευσαν και οι δύο μαζί στον Πέτρον τον Βυζάντιον. Μας οδηγεί σ᾽ αυτή την υποψίαν το γεγονός ότι όλα τα μουσικά χειρόγραφα αγοράσθηκαν μετά το 1791, όταν ο Χαράλαμπος έλαβε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη, αφού σε όλα υπάρχει η υπογραφή του ως αρχιμανδρίτου. Παρατηρούμε δε το εξής παράδοξο: ενώ σε όλα τα μουσικά βιβλία με την υπογραφή του Χαραλάμπους η αναφορά είναι η ίδια, δηλ. «Χαραλάμπους αρχιμανδρίτου», σε κάποια ο γραφικός χαρακτήρας διαφέρει, ομοιάζει δε με τον γραφικό χαρακτήρα της υπογραφής στα δύο μοναδικά μουσικά χειρόγραφα που φέρουν την υπογραφή του Κυπριανού ως ιερομονάχου και μαχαιριώτου. Εξ άλλου, το γεγονός ότι δεν υπάρχει αναφορά σε τόπον, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο γραφέας ενός εκ των μουσικών τόμων είναι ο Απόστολος Κώνστας ο οποίος έδρασε κατά κύριον λόγον στην Κωνσταντινούπολιν, και ενός άλλου ο Μπαλάσιος, ιερέας και νομοφύλακας στην Κωνσταντινούπολιν, τείνουν να έπικυρώσουν την υποψίαν μας. Έχουμε την πεποίθησιν ότι το γεγονός της εκζητήσεως εκ μέρους των Χαραλάμπους και Κυπριανού αντιγραφής μουσικών βιβλίων από γνωστούς μουσικούς και καλλιγράφους, προϋπέθετε την ενεργόν εμπλοκήν των πρώτων στα μουσικά ώστε να είναι γνωστοί, ίσως και συστημένοι στους δευτέρους.

Πιθανόν λοιπόν ο Κυπριανός να κατέβηκε στην Κωνσταντινούπολιν μαζί με τον Χαράλαμπον όταν ο δεύτερος επέστρεψε στην Κύπρο το 1794, μάλλον το 1792, αφού αυτή είναι η τελευταία ημερομηνία που αναγράφεται σε κάποιο κειμήλιο (εκτός του μουσικού κώδικος με ημερομηνίαν 1794, για τον οποίον βλ. κατωτέρω). Πρώτον μεν για να τον συνοδεύσει και να τον βοηθήσει με τα πράγματά του, και δεύτερον για να μπορέσει θαλασσοπορών να επιστρέψει στην Κύπρον, αφού η Κωνσταντινούπολις ήταν λιμάνι και υπήρχε η διακίνησις πλοίων. Ίσως δε στην Κωνσταντινούπολιν να παρέμεινε στο βατοπαιδινό μετόχι όπου υπήρχε ο έξαρχος και εκπρόσωπος της Μονής, ο οποίος διαχειριζόταν ποικίλων υποθέσεων θέματα.

Εάν είναι έτσι τα πράγματα, τότε, επιστρέφοντας ο Χαράλαμπος από την Κύπρο θα συναντήθηκε εκεί με τον Κυπριανό. Είναι πολύ σημαντικό να παρατηρήσουμε τις ημερομηνίες. Η συστατική επιστολή του ηγουμένου Ιωαννικίου έχει ημερομηνία Μάρτιο του 1794, και ο μουσικός κώδικας που αντιγράφει ο Απόστολος Κώνστας κατ᾽ αίτησιν του ιεροψάλτου Χαραλάμπους της μονής Μαχαιρά, όπως ο ίδιος καταχωρεί στον κολοφώνα, έχει ημερομηνίαν 21 Ιουνίου 1794. Γνωρίζουμε ότι ο Απόστολος Κώνστας δεν ήταν μόνο καλλιγράφος αλλά και ταχυγράφος. Μπορούσε να τελειώσει έναν μουσικό κώδικα μέσα σε εννέα η σε είκοσι μέρες. Έτσι, φαίνεται ότι περί τον Μάιον μήναν οι δύο μαχαιριώτες Χαράλαμπος και Γρηγόριος μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολιν. Εκεί, μαζί με τον Κυπριανόν παρουσιάστηκαν στον πατριάρχην όπου, αφού έδειξαν το παλαιόν εκείνο σιγίλλιον του 1760, ζήτησαν να λάβουν νέον, ανακαινισμένον, επικυρούν τα προνόμια της Μονής τους.

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο οικουμενικός πατριάρχης Γεράσιμος ήταν κύπριος, και όπως αναφέρει μέσα στο σιγίλλιο που εξεδόθη το 1795, γνώριζε ο ίδιος προσωπικά την κατάστασιν της Μονής Μαχαιρά. Δεδομένου δε ότι οι βατοπαιδινοί πατέρες πολλάκις εξασφάλισαν σιγίλλια, ειδικά για τα βατοπαιδινά μοναστήρια στην Μολδοβλαχία, είναι πιθανόν να συνέδραμαν στην προσπάθεια των μαχαιριωτών.

Επειδή η ετοιμασία του σιγιλλίου προϋπέθετε χρόνον, κατέθεσαν την παράκλησίν τους και αποχώρησαν. Έπρεπε όμως να βρίσκονται κοντά, ώστε μόλις τους ειδοποιήσουν ότι είναι έτοιμο, να το παραλάβουν. Έτσι, ο μεν Χαράλαμπος, ως έχων διοικητικές ευθύνες, μετέβη με τον Γρηγόριον στην Μολδοβλαχίαν, ο δε Κυπριανός, ως έχων περισσότερην άνεσιν, ίσως να παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολιν συνεχίζοντας τις ψαλτικές του σπουδές. Η διαμονή του Κυπριανού στην Κωνσταντινούπολιν εν όψει της ετοιμασίας και παραλαβής του σιγιλλίου, θα μπορούσε να είχε συνδυαστεί με μίαν επίσκεψιν στο Άγιον Όρος. Ο δε Χαράλαμπος, ευρισκόμενος στην Μολδοβλαχία, μερίμνησε ώστε να εκδοθεί και από τον Μιχαήλ Σούτσο, που εκπροσωπούσε την πολιτεία, χρυσόβουλλο το οποίο, εκτός των άλλων, να επικυρώνει τα προνόμια της Μονής κατά τον ίδιο τρόπο με το πατριαρχικό σιγίλλιο. Και επειδή υπάρχει έθος τα εκκλησιαστικά να ακολουθούν τα πολιτειακά, ερχόμενοι σε συνεννόηση οι δύο μαχαιριώτες πατέρες, φρόντισαν ώστε η ημερομηνία στα δύο έγγραφα να ταυτίζεται. Έτσι εξηγείται η ίδια ημερομηνία, ιγ΄ Φεβρουαρίου 1795, που αναγράφεται και στα δύο.

Η μουσικοφιλία του Κυπριανού φαίνεται και από το δεύτερο στοιχείο-έγγραφο, που βρίσκεται σε μουσικό κώδικα της μονής Βατοπαιδίου, και στον οποίον το προταχθέν κείμενο εξηγεί το μουσικό μέλος ως ακολούθως: «Πολυέλεος ψαλλόμενος εις τας εορτάς της Υπεραγίας Θεοτόκου της ιεράς και θείας μονής της επιλεγομένης μαχαιράδος, συντεθείς νεωστὶ παρά Χουρμουζίου διδασκάλου της νέας μεθόδου της μουσικής, και αποσταλθείς παρ’ αυτού εκ της βασιλευούσης τω μακαριωτάτω και αγιωτάτω αρχιεπισκόπω νέας ιουστινιανής και πάσης κύπρου κυρίω κυρίω Κυπριανώ ως μελεδωνώ και ιδιαιτέρω προστάτη της βασιλικής ταύτης μονής». Ώστε λοιπόν ως αρχιεπίσκοπος ο Κυπριανός ενδιαφέρθηκε για την προαγωγή της εκκλησιαστικής μουσικής, παραγγέλλοντας την συγγραφή μουσικών κειμένων σε διαπρεπείς διδασκάλους. Το ανωτέρω γεγονός επιβεβαιώνεται και εκ σημειώσεως τινός του μοναχού Ματθαίου Βατοπαιδινού: «Έτερος πολυέλεος μελοποιηθείς μεν παρά χουρμουζίου διδασκάλου, αποσταλείς δε τω Μακαριωτάτω Αγίω Κύπρου Κυρίω Κυπριανώ, ωρισμένως εν λέξεσιν ανηκούσαις μόνον, τη κατά την Κύπρον Ιερά μονή της μαχαιράδος, ας εγώ ύστερον μετέβαλον εις άλλας ελευθέρας, ανηκούσας εν πάση εορτή της κεχαριτωμένης ΘΕΟΤΟΚΟΥ».

Συνεχίζοντας τις πληροφορίες για τον Ιωαννίκιο, φαίνεται ότι είτε τη προτροπή του, είτε χάριν προσκυνήματος εις τους θεοβαδίστους τόπους της Ιερουσαλήμ, ο Ματθαίος κατήλθε στην Κύπρο. Εκεί επισκέφθηκε τον Μαχαιρά όπου μελέτησε και αντέγραψε τον πολυέλεον, το μουσικόν εκείνο κείμενο που παρήγγειλε ο Κυπριανός και το διέσωσε σε ιδιόγραφο μουσικό κώδικα που βρίσκεται στην Μονή Βατοπαιδίου. Στην Κύπρο ευρισκόμενος συνάντησε τον Κυπριανό και εκ της συναντήσεώς του με αυτόν, αναχωρώντας εκ της Κύπρου το 1820, έγραψε το κατωτέρω ποίημα, το τρίτο στοιχείο-έγγραφο που μας δίδει πληροφορίες για την σχέση του Κυπριανού με το Άγιον Όρος.

 «Ω άναξ των ανάκτων, προνοητά απάντων,

 Υιέ μονογενές·

 έπιδε εξ αγίου σου κατοικητηρίου

 με όμμα ευμενές.

 Προς ον αυτός προέγνως, προ χρόνων και επέγνως,

 ο πάντα προειδώς·

 ότι αυτός υπάρχει, άξιος ίνα άρχη,

 ως πάντων πρακτικός·

 εις τούτον τον αιώνα, τον πάνδεινον χειμώνα,

 πλήρη δεινών πολλών.

 Γέμοντα δυστυχίας, και συμφοράς παντοίας,

 παντοδαπών κακών·

 με το μακρόθυμόν του και χριστομίμητόν του,

 έλεος εις πολλούς·

 άπαντας θεραπεύει, πανσόφως ιατρεύει,

 πλουσίους και πτωχούς·

 αυτός δε μόνον πάσχει, δια την ποίμνην ταύτην

 με αχ παντοτεινόν·

 πως να την διασώση, και να την ελυτρώση,

 εκ πάντων των δεινών.

 Είθε δε πληρωθείη, ο πόθος του να γένοι,

 καθώς υπερμαχεί·

 να παύση τρικυμία, των δεινών η παντοία,

 ειρήνη να γενή·

 ναι, ω Θεέ παντάρχα, απάντων ειρηνάρχα,

 ελέους η πηγή·

 δια των δεινών το πέρας, με του σταυρού το κέρας,

 τη κραταιά αρχή.

 Εις τας λαμπράς ημέρας, Κυπριανού τας νέας,

 δείξον μεταβολάς·

 ίνα δοξάζωμέν σε, και μεγαλύνωμέν σε,

 μετά φωνής λαμπράς.

 Φρούρει τον σον προστάτην, ως άξιόν σου λάτρην,

 συν τους περί αυτόν·

 σεμνούς μητροπολίτας, και πάντας τους πολίτας,

 αφορώντας εις αυτόν.

 Εις δε το νέον έτος, φρούρει ερειρισμένον,

 ισχύων και φρουρών·

 έπιδε σον ποιμένα, τον εκλεκτόν σου ένα,

 με όμμα ιλαρόν».

Εκ του ύφους του ποιήματος καταδηλώνεται η συνάντησις του μοναχού Ματθαίου με τον αρχιεπίσκοπον Κυπριανόν, και η βαθιά εντύπωσις που άφησε στον πρώτον η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας και η εν γένει παρουσία του δευτέρου.

[συνεχίζεται]

*Ομιλία εκφωνηθείσα στο Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο: Κύπρος και Άγιον Όρος, Λευκωσία, 15-16 Δεκεμβρίου 2012