Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και το Άγιον Όρος [Γ΄]


27.12.2012

Η γενική αναφορά του Κυπριανού «εις όσους περιήλθομεν τόπους και ξένας επαρχίας» φανερώνει την διακίνησίν τους εις την γεωγραφικήν περιοχήν που προαναφέραμε. Οι δε χειρόγραφες σημειώσεις στα αφιερώματα των Χαραλάμπους και Κυπριανού στις οποίες αναφέρεται το Ιάσιον επανειλημμένως, δείχνουν τον τόπον της μονίμου εγκαταστάσεώς τους εκεί. Όπως και προηγουμένως αναφέραμε, ένας μοναχός πάντοτε κατευθύνεται προς κάποιο μοναστήρι για προσωρινή η μόνιμη διαμονή. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και οι δύο μαχαιριώτες πατέρες κατά πάσαν πιθανότητα κατευθύνθηκαν προς βατοπαιδινό μοναστήρι στο Ιάσιο και εκεί διέμεναν, από εκεί δε πραγματοποιούσαν τις εξορμήσεις τους προς επιτέλεσιν του σκοπού τους. Εξ άλλου στο μοναστήρι θα είχαν εξασφαλισμένες, εκτός της διαμονής και διατροφής, ασφάλειαν και εργασίαν, το οποίο συνεπάγεται διαφύλαξιν των προσωπικών τους αντικειμένων και των χρημάτων που θα μάζευαν, καθώς και οικονομικήν υποστήριξιν. Επιπροσθέτως, θα βρίσκονταν σε εκκλησιαστικό χώρο, πνευματικό, όπου θα μπορούσαν να προσεύχονται, να λειτουργούνται και να λειτουργούν, να έχουν την δυνατότητα της πνευματικής χαράς όπως στο μοναστήρι τους τον Μαχαιρά, βιβλιοθήκη για να μελετούν, και ανθρώπους με κοινά γι᾽ αυτούς θέματα και ζωήν.

Υπάρχει η πιθανότητα η καλύτερα η υποψία, ότι ο Ιωαννίκιος τους συνόδευσε στα βατοπαιδινά μοναστήρια. Όπως είδαμε, το 1805 υπάρχει μαρτυρία ότι βρισκόταν στο Ιάσιο. Σίγουρα βρισκόταν εκεί πριν το 1805, πόσο πριν όμως και αν είχε πάει μαζί με τους πατέρες η αργότερα, αυτό δεν είναι δυνατόν να το γνωρίζουμε.

Η υπόθεσις ότι οι Χαράλαμπος και Κυπριανός μετέβησαν στην Μολδοβλαχία μέσω της μονής Βατοπαιδίου, εξηγεί και το γεγονός της σχέσεώς τους με τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο. Γνωρίζουμε ότι ο Σούτσος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εύνοια κυρίως στον Κυπριανό, αλλά και στον Χαράλαμπο. Πως όμως γνωρίστηκαν; Επειδή οι πατέρες που διέμεναν στα βατοπαιδινά μοναστήρια είχαν διάφορα θέματα διοικητικής, οικονομικής και κτηματολογικής φύσεως, απευθύνονταν στους τοπικούς αυθέντες και ηγεμόνες για να τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητες που αναφύονταν. Έτσι τους ήταν γνωστοί, και επειδή οι τελευταίοι ήταν φιλόχριστοι, αγαπούσαν την Εκκλησία και παντοιοτρόπως την βοηθούσαν, το ίδιο και τους μοναχούς. Γι᾽ αυτό και είχαν την άνεσιν να τους επισκέπτονται, να τους συναντούν και να εκζητούν τα δίκαια της Μονής τους. Μέσα στην σχετική βιβλιογραφία υπάρχουν επιστολές και προς τους ηγεμόνες. Πρόδηλον είναι ότι οι βατοπαιδινοί πατέρες θα σύστησαν τους μαχαιριώτες στους ηγεμόνες. Το ήθος δε, η σεμνοπρέπεια και η εν γένει διαγωγή των πρώτων, έγινε αιτία να εκτιμηθούν, τόσον ο Κυπριανός όσον και ο Χαράλαμπος. Γι᾽ αυτό και ο πρώτος προωθείται στον δεύτερο βαθμό της ιερωσύνης, επιμορφώνεται στην αυθεντική Ακαδημία προφανώς ως προστατευόμενος του ηγεμόνα, και αναλαμβάνει την πνευματικήν καθοδήγησιν της αυλής. Ο δεύτερος, ο Χαράλαμπος, προάγεται στην ιερατικήν του τάξιν λαμβάνοντας το οφφίκιον του αρχιμανδρίτου το 1791. Προφανώς, και τα δύο ευλογημένα αυτά γεγονότα, δηλ. η εις πρεσβύτερον χειροτονία του Κυπριανού και η εις αρχιμανδρίτην χειροθεσία του Χαραλάμπους, έλαβαν χώρα κατ᾽ αυτό το έτος.

Η προαγωγή του Χαραλάμπους δεν ήταν τυχαία ούτε και επιφανειακή, διότι διασώζεται μαζί με την υπογραφή του και η σφραγίδα του. Συνήθως τα εκκλησιαστικά πρόσωπα που έφεραν σφραγίδα είχαν και κάποια εξουσία, κυρίως διοικητική. Έτσι, είναι πιθανόν ότι η προαγωγή του Χαραλάμπους σε αρχιμανδρίτη συνοδεύτηκε και με την εγκαθίδρυσή του σε μίαν εκκλησιαστικήν θέσιν. Η μοναδική αναφορά του ονόματος Χαράλαμπος που μπορέσαμε να εντοπίσουμε σε παρόμοιαν θέσιν, σχετίζεται με την μονή Βατοπαιδίου και υπάρχει στην επιστολήν του Ιωαννικίου του 1805. Εκεί αναφέρεται κάποιος Χαράλαμπος συνέξαρχός του, ο οποίος γνωρίζει θέματα που αφορούν διοικητικές υποθέσεις της μονής Βατοπαιδίου στο Ιάσιον. Λαμβανομένου υπ᾽ όψιν ότι ακόμη και οι διοικητικές θέσεις μπορούσαν να πληρωθούν όχι μόνον από βατοπαιδινούς μοναχούς αλλά και ξένους, οι οποίοι υπέγραφαν το κοντράκτον -την συμφωνίαν εργασίας- με το Βατοπαίδι, τότε πολύ πιθανόν ο αναφερόμενος Χαράλαμπος να είναι το αυτόν πρόσωπον μετά του ιερομονάχου Χαραλάμπους Μαχαιριώτου. Αν συνέβη αυτό, τότε οι ίδιοι οι βατοπαιδινοί πατέρες τον ενέκριναν, τον συνέστησαν και τον προώθησαν ως γνωστόν σε αυτούς και αγαπητόν. Εξάλλου, εκτός από ένα ζέον κατασκευής του 1785, όλα τα άλλα αντικείμενα και βιβλία τα οποία φέρουν το όνομα του Χαραλάμπους, παραγγέλθηκαν κατά τα χρόνια 1791-1795, αφ᾽ ότου έγινε δηλ. ο Χαράλαμπος αρχιμανδρίτης και μέχρι την πρώτη καθοδό του στην Κύπρο. Από αυτό εξάγουμε το συμπέρασμα ότι μετά το 1791 είχε περισσότερη οικονομική άνεσιν, κάτι που δείχνει ότι πιθανόν έπαιρνε μισθό από κάποια εκκλησιαστική θέσιν που κατείχε.

Εάν η ανωτέρω υπόθεσή μας ευσταθεί, τότε αλλάζουν άρδην τα όσα μέχρι σήμερα πιστεύαμε για την περίοδο της απουσίας των δύο μαχαιριωτών πατέρων από την Κύπρο. Έως τώρα επιστεύετο ότι αναχωρώντας το 1783 κατευθύνθηκαν απ᾽ ευθείας προς την Μολδοβλαχία, όπου, ο μεν Κυπριανός παρέμεινε συνεχώς για 19 ολόκληρα χρόνια μέχρι το 1802, ο δε Χαράλαμπος σε κάποια στιγμή επέστρεψε στο μοναστήρι του, μετέβη ξανά στην Μολδοβλαχία το 1794 μετά του ιερομονάχου Γρηγορίου κομίζοντας και το γράμμα του ηγουμένου προς την Εκκλησίαν και τον λαόν της Μολδοβλαχίας, επανέκαμψε δε οριστικά και αυτός στην Κύπρο το 1802 μετά του Κυπριανού. Όπως φαίνεται όμως οι δύο πατέρες ούτε πήγαν απ᾽ ευθείας στην Μολδοβλαχία, ούτε και παρέμεναν συνεχώς εκεί όλα αυτά τα χρόνια, αλλά μετακινούνταν σε όλη την γεωγραφική περιοχή μεταξύ Κύπρου – Μολδοβλαχίας. Υπ᾽ αυτήν την προοπτική, θα πρέπει να επισκέφθηκαν κι άλλες φορές την Κύπρο και το μοναστήρι τους, είτε και οι δύο μαζί είτε ο ένας εκ των δύο, μόνη δε η περίπτωσις του Χαραλάμπους το 1794 διασώζεται λόγω της επιστολής του ηγουμένου. Ίσως αυτή η περίπτωσις να ήταν και η πρώτη.

Η επιστολή την οποίαν έγραψε ο ηγούμενος Μαχαιρά Ιωαννίκιος το 1794, διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο ώστε να κινήσει τα φιλεύσπλαγχνα αισθήματα του αυθέντου και ηγεμόνος Ιωάννου Μιχαήλ Κωνσταντίνου Σούτζου βοεβόδα της Μολδοβλαχίας, ώστε να εκδώσει το 1795 το γνωστό χρυσόβουλλο, με το οποίο έδιδε εντολή να επιχορηγείται κατ᾽ έτος στην μονή Μαχαιρά σημαντικό ποσόν προς ενίσχυσιν οικονομικήν της Μονής.

Αλλά και για τον χρόνο της οριστικής τους επανακάμψεως στην Κύπρο, εάν ισχύει η υπόθεσίς μας, τότε και εδώ τα πράγματα αλλάζουν όσον αφορά τον Χαράλαμπο, αφού για τους άλλους δύο πατέρες έχουμε ιστορικές πληροφορίες. Ο μεν Κυπριανός λοιπόν παρέμεινε στην Κύπρο το 1802, αφού έκτοτε μαρτυρείται η παρουσία και δράση του σ᾽ αυτήν, ο δε ιερομόναχος Γρηγόριος δεν επέστρεψε ξανά ζωντανός, αλλά παρέμεινε στην Μολδοβλαχία μέχρι τον θάνατό του το 1838. Μετά τον θάνατό του, ο ηγούμενος Μαχαιρά Μελέτιος απέστειλε συγγενή του κεκοιμημένου τον οποίον εφοδίασε με πληρεξούσιο, και μετέφερε πίσω στην Μονή όλα τα υπάρχοντα του Γρηγορίου. Για τον Χαράλαμπο όμως δεν έχουμε καμμία μαρτυρία μετά το 1802. Είναι λοιπόν πιθανόν η παραμονή του στην Μολδοβλαχία μετά που επέστρεψε εκεί το 1794, να παρατάθηκε και μετά το 1802, με ενδιάμεσες ίσως επισκέψεις στην Κύπρο. Μία τέτοια επίσκεψη έλαβε χώρα το 1802, μετά την οποία ο Κυπριανός, όπως θα δούμε παρακάτω, υποχρεώθηκε να παραμείνει για πάντα στην Κύπρο, ο Χαράλαμπος όμως προφανώς επέστρεψε ξανά στην Μολδοβλαχία, όπου και συνέχισε να ασκεί καθήκοντα εξάρχου σε μετόχι της μονής Βατοπαιδίου, μάλλον στην Μονή της Γκόλιας. Εκεί τον συναντούμε το 1805 όπως αναφέρεται στην επιστολή του Ιωαννικίου. Πιστεύουμε ότι ο Χαράλαμπος επέστρεψε μόνιμα στην Κύπρο πολύ αργότερα, αφού σε γραπτά κείμενα αναφέρεται μόλις το 1819. Αυτό είναι πολύ παράδοξο, δεδομένου ότι αν ήταν στην Κύπρο κατά τα χρόνια της αρχιερατείας του Κυπριανού, ασφαλώς θα είχε αναμιχθεί ενεργά στις διάφορες υποθέσεις της αρχιεπικοπής όπως συνέβη και με τον μεγάλο οικονόμο της Αρχιεπισκοπής παπα Σάββα, επίσης κατά σάρκα συγγενή του αρχιεπισκόπου.

Στο σημείο αυτό μπορεί να τεθεί το ερώτημα, γιατί τότε έφεραν τα πράγματά τους το 1802 αφού δεν είχαν σκοπό να παραμείνουν για πάντα στην Κύπρο. Φρονούμε όμως ότι δεν συνέβη αυτό. Η μόνη μαρτυρία που έχουμε γι᾽ αυτό είναι του Γεωργίου, που επαναλαμβάνεται από τον Χάκκεττ, οι οποίοι αναφέρουν ότι οι Κυπριανός και Χαράλαμπος, επιστρέφοντας εκ της Μολδοβλαχίας, αφιέρωσαν στην Μονή τους διάφορα πολύτιμα ιερά σκεύη και άλλα κειμήλια. Ωστόσο έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: α) Οι μαρτυρίες αυτές χρονικά απέχουν σημαντικά από τα γεγονότα, και εφ᾽ όσον δεν τεκμηριώνονται, παραμένουν κι αυτές στην σφαίρα της εικασίας. Θα μπορούσαν δηλαδή τα αφιερώματα των δύο πατέρων να είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο σε κάποια μεταγενέστερη ημερομηνία. β) Θα μπορούσε να είχε συμβεί αυτό που αναφέρουν οι Γεωργίου και Χάκκεττ, σε περιορισμένο όμως βαθμό. Θα ήταν δυνατόν δηλαδή οι Χαράλαμπος και Κυπριανός σε κάθε επίσκεψή τους στην Κύπρο να έφερναν και ένα μέρος των προσωπικών τους αντικειμένων και αφιερωμάτων.

Βεβαίως όλα τα ανωτέρω παραμένουν στην σφαίρα της υποθέσεως, αφού δεν υπάρχουν πληροφορίες η άλλα στοιχεία. Εμμέσως όμως ενισχύεται η υπόθεσίς μας περί πολλαπλών επισκέψεων των δύο μαχαιριωτών πατέρων στην Κύπρο, και από ένα άλλο στοιχείο. Ο πρωταρχικός σκοπός της αναχωρήσεώς τους από την Κύπρο ήταν η διεξαγωγή εράνων για οικονομική ενίσχυση της Μονής τους. Οι οικονομικές ανάγκες της τελευταίας ήταν τρέχουσες και επείγουσες, και συνεπώς δεν θα ήταν δυνατόν να παρέδωσαν τα συγκομισθέντα χρήματα μετά από 19 χρόνια, αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε κατά την χρονική αυτή περίοδο να είχαν αποστείλει με κάποιο τρόπο χρήματα προς την Μονή τους. Οι μόνοι τρόποι αποστολής χρημάτων που υπήρχαν τότε ήταν είτε μέσω ενός εμπίστου προσώπου, είτε μέσω πόλιτζας, είτε με προσωπικήν τους επίσκεψιν και μεταφοράν.

Η πρώτη περίπτωσις φαίνεται αδύνατη. Που θα έβρισκαν έμπιστο άνθρωπο στα ξένα, μόνοι, έρημοι και άγνωστοι; Εξ άλλου όπως είδαμε και προηγουμένως, δεν υπήρχε απ᾽ ευθείας σύνδεσις της Κύπρου με την Μολδοβλαχίαν, αλλά οι συγκοινωνίες και οι διακινήσεις γίνονταν μέσω Κωνσταντινουπόλεως και Σμύρνης. Οι διακινήσεις εμπορικών πλοίων από την Κύπρο μέσω του λιμανιού της Σμύρνης, είχαν ως προορισμό την Γαλλία, την Μικρά Ασία (Καραμανία) και άλλους προορισμούς εντός της Μεσογείου. Έτσι, θα ήταν δύσκολο να βρουν έμπιστο άνθρωπο που να διακινείται στις ίδιες με αυτούς περιοχές, για να του εμπιστευθούν αντικείμενα αξίας η χρήματα.

Η δεύτερη περίπτωσις ήταν συνηθισμένο φαινόμενο την εποχήν εκείνη. Οι πόλιτζες ήταν ως συναλλαγματικές, ως γραμμάτια τα οποία εξαργυρώνονταν στους δικαιούχους στους τόπους αποστολής. Αυτή ήταν μία εύκολη και ασφαλής διακίνησις χρημάτων.

Η τρίτη περίπτωσις ήταν κι αυτή συνηθισμένο φαινόμενο και φυσιολογικό. Καθένας μετέφερε την περιουσία του προσωπικά και με ασφάλεια. Δεν έλειπαν φυσικά και οι περιπτώσεις ληστείας κατά την μεταφορά. Παρά ταύτα όμως οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν κι αυτόν τον τρόπο. Πιστεύουμε ότι και οι μαχαιριώτες πατέρες αυτόν εφάρμοζαν. Αυτό μπορεί κανείς να συμπεράνει διαβάζοντας στην επιστολή του Γαβριήλ Ζαχαρίου προς τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, όπου αναφέρει ότι ο Κυπριανός «απαρχής έκαμεν το κονάκιν κοντά μου». Αυτό σημαίνει ότι εγκαταστάθηκε κοντά του. Πότε όμως ξεκίνησε αυτό; Το «απαρχής» θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι επιστρέφοντας από την Μολδοβλαχία στην Κύπρο ο Κυπριανός γνωρίστηκε και φίλεψε με τον Γαβριήλ και ο τελευταίος τον φιλοξενούσε στο σπίτι του. Εξ άλλου ήταν εμπλεκόμενος με το εμπόριο, και ίσως να βοηθούσε και ναυτιλιακά τον Κυπριανό. Θα μπορούσε όμως η λέξις «απαρχής» να εισχωρεί και πιο βαθειά στον χρόνο, άρα η πιθανότητα να πηγαινοέρχονταν δεν είναι μακράν της αλήθειας.

Εάν ισχύουν τα ανωτέρω, τότε ο Κυπριανός είναι πολύ πιθανόν ότι το 1802 δεν ήλθε στην Κύπρο με σκοπό να παραμείνει για πάντα σε αυτήν, αλλά, παραμένοντας στην Λάρνακα, με την βοήθεια του Γαβριήλ Ζαχαρίου προετοίμαζε το επόμενό του ταξίδι για την Μολδοβλαχία. Παρατείνοντας όμως ο Κυπριανός την παραμονή του στην Λάρνακα μέχρι τον Μάϊο του 1803, τον πρόλαβε το διοριστήριο για το Φιλάνι που του έστειλε ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, κάτι που τον υποχρέωσε να αλλάξει τα σχέδιά του και να παραμείνει στην Κύπρο.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε για ποιό λόγο ο αρχιεπίσκοπος προέβη σε αυτή την ενέργεια. Πιστεύουμε ότι δύο λόγοι τον παρακίνησαν να πράξει έτσι. Ο πρώτος είναι ότι ο Χρύσανθος, κατά το χρονικό διάστημα που ο Κυπριανός βρισκόταν στην Κύπρο, τον χειροθέτησε οικονόμο. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε από το ότι για πρώτη φορά αναφέρεται ως οικονόμος στην επιστολή του Γαβριήλ Ζαχαρίου το 1803. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Χρύσανθος προσέβλεπε στην αξιοποίηση των πολλαπλών ικανοτήτων του Κυπριανού. Ήδη γνωρίζονταν από την εποχή που ο Κυπριανός φοιτούσε στο Ελληνομουσείο, και είχε υπόψιν του ο αρχιεπίσκοπος τα σπάνια χαρίσματα και τις αρετές του. Ακόμη περισσότερο μετά την δεκαεννεαετή παραμονή του στην Μολδοβλαχία, κατά την οποίαν έτυχε λαμπράς και ζηλευτής μορφώσεως. Έτσι, τον αναγκάζει με το διοριστήριο να παραμείνει στην Κύπρο.

Προσφάτως ευρέθη και απεστάλη εις ημάς ένα νέον βατοπαιδινόν τεκμήριον. Πρόκειται για ένα μουσικόν χειρόγραφον κώδικα ο οποίος έχει μέσα τις εξής χειρόγραφες σημειώσεις: «ι(η) παρού(υ)σα ψαλτική ει(ι)ναι του Θεοδωρί(η)του διάκου του μακαριωτάτου ι(η)μω(ω)ν δεσπότου κυρίου κ(Κ)υπριανού(υ)» και δύο φύλλα μετά, στο πάνω μέρος της σελίδας που αρχίζει το μουσικόν κείμενο: «κ  τόδε Θεοδωρί(η)του ιεροδ.». Αυτός ο Θεοδώρητος ήταν κύπριος τω γένει, κατά σάρκα συγγενής και συγκεκριμένα ανηψιός των ιερομονάχων Θεοδωρήτου και Ιωαννικίου, πατέρων της μονής Βατοπαιδίου οι οποίοι κατάγονταν από τον Πεδουλά. Ο Κυπριανός πρέπει να γνώριζε τον Θεοδώρητο εκ νεαράς ηλικίας, καθότι ως οικονόμος είχε αναλάβει «τον τερουκτέν του χορίου πεδουλά». Έτσι, όταν έγινε αρχιεπίσκοπος και χρειάστηκε ανθρώπους για να τον βοηθήσουν στα εκκλησιαστικά, χειροτόνησε τον Θεοδώρητο διάκονό του. Ο Θεοδώρητος παρέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του διάκονος. Το συμπεραίνουμε αυτό από το ότι τόσο σε μουσικά βιβλία ως συνδρομητής όσο και σε έγγραφα των επομένων δεκετιών, καταχωρείται ως διάκονος. Από το γεγονός ότι το όνομά του συγκαταλέγεται μεταξύ των φιλομούσων συνδρομητών μουσικών βιβλίων, όπως και το ότι έχει υπό την κατοχή του το χειρόγραφο μουσικό βιβλίο του βατοπαιδινού κώδικος, θεωρούμε ότι πρέπει να γνώριζε την βυζαντινή μουσική και να είχε αγάπη προς αυτήν, μάλιστα την νέαν παρασημαντικήν, αφού ο κώδικας είναι γραμμένος στην νέαν μέθοδον. Ίσως λοιπόν να τον έστειλε ο Κυπριανός στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει την νέα μέθοδο της ψαλτικής τέχνης. Είναι δε πιθανόν όταν βρισκόταν στην Βασιλεύουσα να τον πρόλαβαν τα γεγονότα του 1821 γι᾽ αυτό και γλύτωσε τον θάνατο, περιπλανώμενος δε σε διάφορους τόπους να κατέληξε στο Βατοπαίδι όπου το 1846 εγκατεστάθη οριστικά και μόνιμα. Μετά τον θάνατό του έμειναν εκεί όλα τα υπάρχοντά του, γι᾽ αυτό και διασώθηκαν εκεί.

Συνοψίζοντας τις πιο πάνω αναφορές και τα συμπεράσματα που προέκυψαν, έχουμε να πούμε ότι:

Ο Κυπριανός με τον Χαράλαμπο αναχωρούν από τον Μαχαιρά προς το Άγιον Όρος και συγκεκριμένα το Βατοπαίδι, διότι υπάρχουν σχέσεις με αυτό και γνωστοί. Εκεί συνδέονται και γνωρίζονται με πατέρες, μεταξύ των οποίων ο Ιωαννίκιος και ο Μελέτιος. Ακολούθως μεταβαίνουν στην Μολδοβλαχία και εγκαθίστανται στο Ιάσιον, σε μετόχι της μονής Βατοπαιδίου. Αυτό χρησιμοποιούν ως ορμητήριον για την διακίνησίν τους εντός της γεωγραφικής περιοχής της Μολδοβλαχίας, Ουγγροβλαχίας και Βεσσαραβίας, όπου διαμένουν στα βατοπαιδινά μοναστήρια και σκήτες διενεργώντας ζητείες. Παράλληλα αναλαμβάνουν καθήκοντα, ο μεν Χαράλαμπος διοιηκητικά στο μοναστήρι του Ιασίου, ο δε Κυπριανός πνευματικά στην αυλήν. Κατά διαστήματα αποστέλλουν χρηματικά ποσά στην μονή Μαχαιρά είτε μέσω πόλιτζας είτε προσωπικώς, επισκεπτόμενοι την Κύπρον. Ο Κυπριανός επιστρέφει μόνιμα στην Κύπρο το 1802 και το 1810 εκλέγεται, χειροτονείται και ενθρονίζεται αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Το 1813 επισκέπτεται την Κύπρον ο κυρ Διονύσιος Βατοπαιδινός, μαθητής των γνωστών και αγαπητών του Ιωαννικίου και Μελετίου, εγχειρίζει γράμματα των τελευταίων στον Κυπριανό και διαμένει στην Κύπρο ενεργώντας ζητείες. Ο Κυπριανός απαντά στα γράμματα με επιστολήν του που μας είναι γνωστή, καταθέτοντας την αδυναμία του να βοηθήσει οικονομικά την Μονήν. Κατά τα έτη 1818-1820, επισκέπτεται την Κύπρο ο βατοπαιδινός μοναχός Ματθαίος, παρακινούμενος από τον διδάσκαλό του στα μουσικά Ιωαννίκιον, τον πνευματικόν φίλον του Κυπριανού. Ο Ματθαίος μένει εντυπωσιασμένος από τον άνδρα, τον αρχιεπίσκοπον Κυπριανόν, και συνθέτει ένα ποίημα – προσευχή μάλλον προς τον Χριστόν υπέρ του Κυπριανού. Μεσολαβούν τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821 και ο Θεοδώρητος, διάκονος του Κυπριανού, με την ψαλτική στο χέρι, διαβαίνει από τόπο σε τόπο μέχρι που τελικά εγκαθίσταται στο Βατοπαίδι, όπου και η κατάθεσις των στοιχείων αυτών, διασώζει και εξασφαλίζει την σχέσιν του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού με την μονήν Βατοπαιδίου και κατ᾽ επέκτασιν με το Άγιον Όρος.