Αλφαβητικά κεφάλαια. Κεφάλαιο ΣΤ’
27.05.2011
Τι ζητά ο Θεός από τον χριστιανό; Τι έπαθε ο άνθρωπος, και τι παθαίνει από τον διάβολο, και το αγνοεί. Όλοι οι άνθρωποι πού νοσούν ψυχικά το αγνοούν· και πρέπει πρώτα να γνωρίσουν οι ίδιοι τις ασθένειες τους ώστε να ζητήσουν τον γιατρό. Με ποιο τρόπο ο πονηρός παρουσιάζει την ενέργεια του ως δόλωμα, και για ποια αιτία δεν είναι όλοι οι χριστιανοί ενάρετοι.
Ο Θεός ζητά από τον χριστιανό, πρώτον, να ομολογήσει τα αμαρτήματα του, ώστε με την ενθύμηση των προηγουμένων αμαρτημάτων να έχει πάντοτε ταπεινό το φρόνημα, και να μην υπερηφανεύεται προς τους συνδούλους του. Δεύτερον, να εξομολογείται καθημερινά στον Θεό για όσα αμάρτησε ή με τη θέληση ή χωρίς τη θέληση ή εν γνώσει ή εν αγνοία. Διότι είναι αδύνατο στον άνθρωπο να περάσει μέρα ή νύχτα αναμάρτητα, χωρίς να πέσει σε μικρό ή μεγάλο αμάρτημα, διότι η αμαρτία ενεργείται ή με την πράξη ή με τον λόγο ή με τη διάνοια. Αυτός λοιπόν που συνεχώς αμαρτάνει, είναι συνεχώς υπόλογος. Και κάθε υπόλογος είναι αδικαιολόγητος, και σώζεται μόνο με το έλεος. Τρίτον, επειδή η αμαρτία διαπράττεται από ασθενή διάνοια -και γι’ αυτό η ψυχή έχει την ανάγκη της θεϊκής δύναμης-, πρέπει να παρακαλούμε και να ικετεύουμε εκτενώς τον Θεό, να χαρίσει στην ψυχή νοερή δύναμη, η οποία λέγεται χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου μυστική, που ενισχύει την ψυχή στην οποία έρχεται, και τη φωτίζει, ώστε να βλέπει το κακό ως κακό και το καλό ως καλό. Και με το φωτισμό αυτής της χάριτος και τη δύναμη της, διαβαίνει μέσα από τις παγίδες του παρόντος πονηρού αιώνος χωρίς να βλάπτεται. Το μυστήριο του πάθους του ανθρώπου είναι μεγάλο και αξεπέραστο, και τέτοιο, πού ούτε έγινε άλλο ούτε θα γίνει. Διότι είναι τέτοιο, πού χρειάστηκε την ίδια την παρουσία του Θεού για να διορθωθεί και να θεραπευτεί· και αγνοώντας το οι άνθρωποι, γίνονται σκληρόκαρδοι λόγω της αναισθησίας τους. Αυτός πού γνωρίζει το πάθος, το αισθάνεται· αυτός πού το αισθάνεται, πονά πολύ αυτός πού πονά, αναζητεί πώς να γιατρευτεί, και κάνει με ζήλο κάθε προσπάθεια για τη θεραπεία του σώματος.
Τι λοιπόν είναι το πάθος; Ο διάβολος προσεγγίζει κατά κάποιο παράδοξο και δυσνόητο τρόπο την ψυχή, συνεχώς και αδιακόπως, και νύχτα και μέρα σαλεύει και ανακατεύει όλες τις ορμές και τα κινήματα και τα διανοήματα, και τα οδηγεί οπού του αρέσει, κι έτσι όλους τους παρασύρει στη δική του υπηρεσία και βούληση, και οι άνθρωποι το αγνοούμε. Και το φοβερότατο είναι ότι εκμεταλλευόμενος αυτήν τη συνήθεια και κάνοντας μας εμπαθείς και πονηρούς, μας πείθει να λέμε και να ομολογούμε ότι αυτή η ασθένεια χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, μερικούς μάλιστα τους κάνει να θεωρούν ως κατορθώματα τους όσα ενεργεί αυτός πάνω τους, και επιπλέον να καυχώνται γι’ αυτά. Και αυτό είναι η νέκρωση της ψυχής. Διότι αυτός πού καυχάται για την κακία, είναι σαν αναίσθητος και νεκρός. Κινδυνεύει λοιπόν το γένος των ανθρώπων από το γεγονός αυτό να κατακριθεί μαζί με τον διάβολο και τους δαίμονες, και το αγνοεί. Η ασθένεια γίνεται αντιληπτή αν προϋπήρχε υγεία· όταν όμως υπάρχει πάντοτε ασθένεια, είναι δύσκολο, κάποιος μέσα στη συνεχή ασθένεια, να φανταστεί τι είναι υγεία. Εξ αυτού λοιπόν ασθενώντας συνεχώς η ψυχή, πολιορκούμενη από το θυμό και την επιθυμία και τις πολλές άλλες και διάφορες αρρώστιες πού ακολουθούν τα γενικά αυτά πάθη, και αγνοώντας η ταλαίπωρη το νοητό τύραννο, πού με αυτά την εξουσιάζει και τη λεηλατεί νύχτα και μέρα, χωρίς να βλέπει και νομίζοντας ότι δεν πάσχει όσα πάσχει από κάποιον άλλον, άλλα από τον εαυτό της, πότε άραγε θα γίνει καλά; Διότι αυτός που δεν θέλει να γίνει υγιής, πώς θα θεραπευτεί, εφόσον δεν γνωρίζει τι είναι υγεία, περιφρονεί αυτόν που διηγείται για το νοητό τύραννο, δυσπιστεί και διαφωνεί με αυτόν, και αποκρύπτει ότι δεν θέλει να γίνει καλά; Διότι δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή κάποια άλλη μέθοδος γιατρειάς και θεραπείας κάποιου, πλην μιας και μοναδικής. Και ούτε άγγελος ούτε απεσταλμένος ούτε σοφός ούτε γραμματικός ούτε συζητητής του αιώνος τούτου, μπόρεσε απ’ την αρχή του κόσμου να νικήσει αυτήν τη νόσο ή μπορεί να την θεραπεύσει· γι’ αυτήν χρειάστηκε να γίνει ο Θεός άνθρωπος, ώστε αφού ενωθεί η ανθρώπινη φύση με τη θεότητα, με το ισχυρό και πάρα πολύ δυνατό φάρμακο και ανατρεπτικό βοήθημα κάθε ακράτειας και φθοράς και θανάτου, να ακυρωθεί κάθε φθορά, και η ανίκητη δύναμη της να αναδείξει τον πάσχοντα ανέπαφο η και απρόσιτο στο νοητό φθορέα.
Από την παράβαση του πρώτου ανθρώπου παρεκτράπηκαν οι φυσικές δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης, ο νους, η διάνοια, η δοξασία, η φαντασία και η αίσθηση, οι όποιες συνιστούν το τρίμερες της ψυχής, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Και γι’ αυτό το λόγο μπορεί μεν να συλλογίζεται ο άνθρωπος, δυσκολεύεται όμως να συλλογίζεται ορθά. Μπορεί μεν να επιθυμεί, όμως ανόητες επιθυμίες. Μπορεί μεν να οργίζεται, θυμώνει όμως παράλογα. Και γι’ αυτό τα νοήματα του και τα διανοήματα, οι δοξασίες και οι φαντασίες και όσα αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις, είναι ανάπηρα και στραβά και σφαλερά.
Η επήρεια του πονηρού σε μας είναι διπλή. Όπως δηλαδή ένα γεράκι, ενώ πετάει για τροφή, δελεάζεται στον αέρα απ’ αυτόν πού απλώνει το δίχτυ για να το συλλάβει, αφού τοποθετήσει πάνω το δίχτυ και κάτω το δόλωμα· εν συνεχεία το γεράκι ορμώντας στην τροφή, μπλέκεται στο δίχτυ και συλλαμβάνεται, και αφού του ράψουν τα μάτια γίνεται υποχείριο στον κυνηγό χωρίς να το θέλει· κατά τον ίδιο τρόπο και ο διάβολος γνωρίζοντας ότι η οπτική δύναμη των ανθρώπων είναι ασταθής, βάζει μπροστά ως τροφή την ηδονή και την αμαρτία, που είναι το λεπτό και αόρατο χέρι του, σαν δίχτυ -γιατί χωρίς την αμαρτία, δεν μπορεί να συλλάβει την ψυχή του ανθρώπου-, και όταν δελεάσει την ψυχή να γευτεί την ηδονή, τότε αμέσως τη συλλαμβάνει στο δίχτυ του, και πρώτα-πρώτα ράβει τα μάτια της για να μη δει το φως και το δρόμο δια του οποίου θα διαφύγει, μέχρις ότου την καταστήσει δική του και υπάκουη μόνο σ’ αυτόν. Και μετά απ’ αυτό, αυτή ούτε θέλει να διαφύγει από τον κύριο της τον όποιο συνήθισε, κολακευόμενη από αυτόν και χορταίνοντας με τις δικές του τροφές, έως ότου καταστράφηκε από τις ακάθαρτες τροφές. Κι όταν καταλάβει ότι αυτή διεφθάρη, την λιώνει με πείνα και με όλα τα κακά, και την εξολοθρεύει. Άλλα ο μεν κυνηγός δεν έχει τη δύναμη να ελκύσει το γεράκι προς την τροφή, δηλαδή το δόλωμα, ο διάβολος όμως μπορεί να κινήσει και αυτές τις ορέξεις της ψυχής, αν βρει ψυχή γυμνή από τη χάρη του Χρίστου. Γι’ αυτό προείπαμε ότι είναι διπλή η επήρεια του προς εμάς. Όμως η ψυχή που του υποτάχθηκε με αυτό τον τρόπο και τόσο πολύ, δεν μπορεί πλέον να κάνει τίποτε, παρά μόνο να αντιληφθεί ότι βρίσκεται σε κακή κατάσταση και ότι το θέλημα της είναι δέσμιο, και ωσάν από τα βάθη του Άδη να καλέσει τον Θεό πού κατέβηκε έως τον κατώτατο Άδη, να έρθει και να τη σώσει. Αυτό μόνο μπορεί, να λύσει όμως τον εαυτό της και να διαφύγει δεν μπορεί, όπως δεν μπορεί ούτε και αυτός πού βρίσκεται δέσμιος στη φυλακή. Μπορεί όμως να επικαλεσθεί το όνομα του Ιησού, και αφού αισθανθεί βοήθεια και συνδρομή, τότε μπορεί να ορμήσει να φύγει, αφού δυναμώθηκε με την επίκληση του Χριστού, γιατί αυτός είναι ο ελευθερωτής των ψυχών. Και όταν φύγει, θα προστρέξει σ’ έναν από τους οικονόμους της χάριτος, για να μην τη βρει αφύλακτη ο πονηρός και την αρπάξει πάλι· από αυτόν και θα διαπαιδαγωγηθεί μέχρις ότου μπορέσει να αναλάβει την πανοπλία του Θεού και με αυτήν να αντισταθεί προς τα τεχνάσματα του διαβόλου, προς τις αρχές, προς τις εξουσίες, προς τους κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνεύματα της πονηρίας. Γιατί εναντίον τέτοιων και τόσων πολλών εχθρών, ψυχή που είναι συνδεδεμένη με τη σάρκα δεν μπορεί να αντιστρατευθεί γυμνή, αν δεν ενδυθεί με την πανοπλία του Θεού, όπως ακριβώς ο στρατιώτης, κι αν ακόμη είναι πολύ γενναίος, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει άοπλος και γυμνός τα τόξα και τα μαχαίρια και τα σιδερένια ακόντια των εχθρών διότι αυτός θα σκοτωθεί αμέσως. Γι’ αυτό το λόγο όσοι τα αγνοούν αυτά, πέφτουν σαν πρόβατα στη σφαγή.
Όπως ακριβώς λοιπόν το σώμα του ανθρώπου είναι πολυμερές και γι’ αυτό το συγκρατεί η ψυχή και δεν το αφήνει να διασκορπιστεί, ενώ μετά την αναχώρηση της διαλύεται, εφόσον διαλύονται όλοι οι σύνδεσμοι, και αυτό που πριν από το θάνατο ήταν καλά κατασκευασμένο και συναρμολογημένο γίνεται τώρα παραλυμένο και διασκορπισμένο, το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή μετά την αναχώρηση της θείας χάριτος, η οποία ήταν ενωμένη μαζί της πριν από την παράβαση του προπάτορα, όπως η ψυχή με το σώμα· και διασκορπίστηκαν από εκείνη τη στιγμή τα άπειρα διανοήματα της ψυχής, τα όποια προηγουμένως κρατούσε καλά συναρμολογημένα σε ένα, δηλαδή στην αλήθεια, η θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία η θεοποιός κολυμβήθρα του αγίου βαπτίσματος χορηγεί πάλι στις ψυχές όσων μυήθηκαν στο μυστήριο αυτό, το όποιο αγνοείται από όλη την ελληνική σοφία. Γιατί όπως ακριβώς ο άνθρωπος δέχεται ότι η ψυχή του είναι αυτή που συνέχει το πολυμερές του σώμα, την αρμονία και την σύνθεση του ολόκληρη, κατά τον ίδιο τρόπο οφείλει και ο βαπτισμένος χριστιανός να θεωρεί ότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία απέκτησε δια του βαπτίσματος και της ανακαινίσεως, συγκρατεί και συνέχει και συντηρεί αδιασκόρπιστα τα κινήματα και τα διανοήματα της ψυχής, που είναι άπειρα και ποικίλα. Αυτή η συγκράτηση και λέγεται και θεωρείται ζωή της ψυχής, που προέρχεται από τον Θεό. Άλλα όπως ακριβώς μερικοί άνθρωποι λησμονώντας τη φύση τους, ζουν σαν να αγνοούν ότι το σώμα τους είναι πολυμερές και ποικίλο, και γι’ αυτόν το λόγο πολύπαθες και συγκρατούμενο από την παρουσία της ψυχής, και, όταν υγιαίνουν και ευτυχούν και ευημερούν, επαίρονται αλαζονικά και φουσκώνουν, έτσι υποφέρουν από κάποιο όμοιο πάθος και μερικοί που αξιώθηκαν τη θεία χάρη. Κι αν δεν είναι σε εγρήγορση όσον αφορά στη χωρίς λήθη γνώση του μεγάλου αυτού μυστηρίου, κλίνουν προς την αλαζονεία, και πέφτοντας στο κρίμα της διαβολικής έπαρσης, μένουν γυμνοί από τη θεία χάρη, κι είναι πιο αξιοθρήνητοι άπ’ ό,τι πριν από το βάπτισμα. Όσοι όμως αντιληφθούν τη ζημία, χύνουν πολλά και πικρά δάκρυα, ώστε να ενδυθούν πάλι αυτήν, και με δυσκολία μόλις και πετυχαίνουν κάποτε αυτό το μέγα έλεος.
Είναι αναγκαίο όμως να μάθουμε κι εκείνο, ότι ο Θεός επειδή είναι αγαθός και φιλάνθρωπος, μετά τη γύμνωση του ανθρώπου μέσα στον παράδεισο δεν άφησε την ανθρώπινη φύση στερημένη ολοκληρωτικά από ενάρετες συνήθειες, αλλά βρίσκονται και ανάμεσα στους μη χριστιανούς άλλοι μεν πού έχουν πραότητα, άλλοι δε ευσπλαχνία, άλλοι πού έχουν αγάπη, και άλλοι κάποιο άλλο από τα ψυχικά αγαθά. Και αυτό το έκανε ο αγαθός Θεός, ώστε έχοντας η φύση βοήθεια άπ’ αυτές, να μην κουράζεται πολύ για την απόκτηση των άλλων αρετών, τις όποιες στερείται. Το να φθάσει όμως ένας αβάπτιστος στην τελειότητα των αρετών, είναι και αδύνατο και ακατόρθωτο. Επειδή λοιπόν μερικοί από τους χριστιανούς πού αγνοούν το μυστήριο της χάριτος του αγίου και ζωοποιού Πνεύματος πού χορηγείται κατά το θειο βάπτισμα στις ψυχές των βαπτιζομένων, όμως κατέχουν κάποιες από τις αρετές, όπως είπαμε, ως βοήθεια και χειραγωγία της ασθενικής φύσης, δεν προσπαθούν όμως εξαιτίας της αγνοίας τους να οικοδομήσουν μέσα τους με τη δύναμη της θείας χάριτος και, τις άλλες αρετές, τις όποιες στερούνται, άλλα βλέποντας μόνον τις αρετές που έλαβαν από τη φύση, υπερηφανεύονται απέναντι σε όσους τις στερούνται, μη βλέποντας τις αρετές εκείνων τις όποιες αυτοί δεν έλαβαν, γι’ αυτή την αιτία ο οικτίρμων και ελεήμων Θεός δεν δίνει τη χάρη στους τυφλωμένους απ’ την αλαζονεία να αποκτήσουν τις θείες αρετές, ώστε να μην υποστούν την ίδια καταδίκη με τον διάβολο. Γιατί μην έχοντας τις αρετές, θα κολαστούν ως μη ενάρετοι, αν όμως αποκτήσουν δια μέσου της χάριτος τις αρετές και επαρθούν ως ενάρετοι και καυχηθούν σαν να μην τις έλαβαν άνωθεν, αλλά τις κατέχουν με τη δική τους δύναμη -αν βέβαια και τις κατέχουν-, όπως ο διάβολος θα καταδικαστούν μαζί του. Επομένως κάθε ενάρετος χριστιανός, κάθε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, βλέπει μέσα του τη χάρη του Αγίου Πνεύματος να διαμένει και να ενεργεί τις αρετές. Διότι πνευματικός είναι αυτός, μέσα στον όποιον ενεργεί το Άγιο Πνεύμα.
πηγή: Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου. Αλφαβητικά κεφάλαια, εκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιο Όρος 2011, σ. 99-111.