Ομιλία πρώτη στη σεπτή Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
05.08.2012
Ο κυβερνήτης του κόσμου βρίσκεται παντού και η βασιλεία του απλώνεται πέρα ως πέρα γιαυτό ο ερχομός της βασιλείας του δεν εννοείται ως κίνηση από μια κατεύθυνση προς άλλη, αλλά ως φανέρωση της με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο λόγος που έλεγε ότι θα έρθει δυναμικά αλλά η δύναμη αυτή δε συναντά αδιάκριτα τον καθένα, παρά μόνο προορίζεται για όσους μένουν στο πλευρό του Κυρίου, δηλαδή για όσους παραμένουν σταθεροί στην πίστη του, για όσους μοιάζουν με τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τους ανεβάζει κι αυτούς ο Λόγος του Θεού προηγουμένως στο ψηλό βουνό, δηλαδή στο ξεπέρασμα των ορίων της φυσικής μας μηδαμινότητας. Και τούτο είν’ η αιτία πού, καθώς κάποιος είπε, ο Θεός δημιουργεί την εντύπωση ότι βρίσκεται πάνω στο βουνό και ότι αφενός κατεβαίνει από τη δική του ψηλή θέση, και αφετέρου μας ανεβάζει από τη δική μας χαμηλότατη: για να χωρέσει εξάπαντος στα όρια της φύσης πού χαρακτηρίζεται από τη γέννηση, αυτός που είναι αχώρητος οπουδήποτε. Και αυτή η εντύπωση δεν είναι καθόλου υποδεέστερη της λογικής απόδειξης, αλλά, αντίθετα, πολύ ικανοποιητικότερη και σπουδαιότερη, αφού πηγάζει από τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Λοιπόν, ούτε δημιουργείται ούτε χάνεται, ούτε περιγράφεται ούτε υποπίπτει στις αισθήσεις το φως της μεταμόρφωσης του Κυρίου, παρόλο που γίνεται ορατό με τα σωματικά μάτια, για μερικές στιγμές του χρόνου μόνο, πάνω στη χαμηλή βουνοκορφή, αλλά μεταβαίνει αμέσως από τη σάρκα στο πνεύμα, σύμφωνα με τα λόγια “μετέβησαν οι του Κυρίου μύσται τη εναλλαγή των αισθήσεων, ην αυτοίς το Πνεύμα ενήργησε” και έτσι είδαν, όπου και για όσο χρόνο τους το πρόσφερε η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, το φως εκείνο το αφανέρωτο, οι μαθητές. Αυτή τήν πραγματικότητα αγνοώντας οι σύγχρονοί μας υβριστές του Αγίου Πνεύματος, νόμισαν ότι οι επίλεκτοι απόστολοι είδαν το φώς της μεταμόρφωσης του Κυρίου με την κτιστή δύναμη των αισθήσεών τους. Αύτη τους η αντίληψη υποβιβάζει σε κτίσμα όχι μόνο εκείνο το φως που είναι η δόξα και η βασιλεία του Θεού, αλλά και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος με την οποία αποκαλύπτονται τα σχετικά με το Θεό στους άξιους για κάτι τέτοιο. Αυτοί οι βλάσφημοι ή δεν άκουσαν ή δεν εμπιστεύτηκαν τον Παύλο πού λέει· «Α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν, ημίν δε απεκάλυψεν ο Θεός διά του Πνεύματος αυτού· το γαρ Πνεύμα ερευνά και τα βάθη του Θεού» (Β’ Κορ. 2,9 έξ.).
Όταν, λοιπόν, έφτασε η όγδοη μέρα, καθώς έχει λε¬χθεί από τον ευαγγελιστή, πήρε μαζί του ο Κύριος τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί. Πάντα, προκειμένου να προσευχηθεί ο Χριστός χρησιμοποιούσε μια από τις δυό λύσεις. Ή έφευγε μακριά από τους αποστόλους κι έμενε ολομόναχος· αυτή την τακτική την χρησιμοποίησε τότε που έθρεψε πέντε χιλιάδες άνδρες με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους με τα πέντε ψωμιά και τα δυό ψάρια, οπότε, αφού τους έδιωξε όλους και φόρτωσε τους μαθητές του στο καΐκι, αυτός ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί ολομόναχος. Ή, αφού έπαιρνε μαζί του λίγους από τους μαθητές, αυτούς που διακρίνονταν ανάμεσα στους υπόλοιπους, προχωρούσε να προσευχηθεί· αυτή την τακτική εφάρμοσε τότε που πλησίαζε το σωτήριο πάθος του, οπότε, λέγοντας στους άλλους μαθητές “καθίσατε ώδε έως προσεύξομαι” (Μαρκ. 14, 32), πήρε μαζί του μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Αυτούς, λοιπόν, μόνο πήρε μαζί του και σ’ αυτή την περίπτωση και τους ανέβασε στη βουνοκορφή ιδιαιτέρως και μεταμορφώθηκε μπροστά στα μάτια τους. Αλλά τί εννοεί ο ευαγγελιστής με τον όρο “μετεμορφώθη”; Λέει ο θεολόγος Χρυσόστομος: Ακράνοιξε λιγάκι τη θεότητα κι έδειξε στους ήδη μυημένους το Θεό που ενυπάρχει σ’ αυτή. Γιατί, καθώς αναφέρει ο Λουκάς, όση ώρα προσευχόταν ο Χριστός άλλαξε η μορφή του· κι άστραψε σαν τον ήλιο, όπως επεξηγεί ο Ματθαίος. Και παρομοίασε τη λάμψη ο ευαγγελιστής με τον ήλιο όχι για να υπαγορεύσει την αντίληψη εκείνου του φωτός ως κτίσματος υποκείμενου στις αισθήσεις —κρατήσου μακριά από την ανικανότητα του νου όσων αδυνατούν να κατανοήσουν οτιδήποτε βρίσκεται σε σφαίρα ψηλότερη από την αισθητική αντίληψη!—, μα για να μάθουμε πώς ό,τι είναι για τους ψυχικούς ανθρώπους, αυτούς που βλέπουν μόνο με τα μάτια του σώματος, ο ήλιος, τέτοιο είναι και για τους πνευματικούς ανθρώπους, αυτούς που βλέπουν με τα μάτια της καρδιάς, ο Χριστός επειδή είναι Θεός. Και ακόμα, έδωσε αυτή την παρομοίωση ο ευαγγελιστής για να μάθουμε πως όσοι εξοικειώνονται με το θείο, δεν έχουν ανάγκη από άλλο φως· γιατί για όσους κληρονομούν την αιωνιότητα αυτός μόνο είναι το φως, κανένα άλλο· άλλωστε τί θα χρησίμευε ένα δεύτερο φως σ’ αυτούς που διαθέτουν το πιο φωτεινό απ’ όλα τα φώτα;
Λοιπόν, καθώς προσευχόταν, κι ενώ ήσαν παρόντες οι πιο σπουδαίοι προφήτες, έλαμψε ο Κύριος με τρόπο που άφησε να διακρίνουν οι διαλεχτοί μαθητές του εκείνο το μυστικό φως. Ο σκοπός του ήταν να δείξει ότι η προσευχή ήταν που πρόσφερε το θαυμάσιο εκείνο θέαμα, και να μας βοηθήσει να μάθουμε ότι με την προσέγγιση του Θεού, που πετυχαίνεται με την αρετή, και με τη νοητή ένωση μαζί του, πλησιάζει και φανερώνεται και διανέμεται εκείνη η λαμπρότητα σ’ όλους όσοι απευθύνονται ασταμάτητα στο Θεό με την εύστοχη επιτέλεση των αγαθών έργων και την ειλικρινή προσευχή. Γιατί, καθώς έχει λεχθεί, το αληθινό και θελκτικότατο κάλλος που χαρακτηρίζει τη θεία φύση μπορεί να διακριθεί μόνο από όποιον έχει καθαρισμένο το νου του. Όποιος όμως αντικρύσει την ακτινοβολία και την ομορφιά του, μετέχει σ’ ένα μέρος του, αποκτά κάτι σαν λαχταριστή γυαλάδα, ζωντανεύει το χρώμα της όψης του. Αυτός είναι ο λόγος που και του Μωυσή άστραψε το πρόσωπο ενώ μιλούσε με το Θεό στο Σινά. Βλέπετε ότι και ο Μωυσής μεταμορφώθηκε όταν ανέβηκε στο όρος Σινά, και έτσι μεταμορφωμένος είδε τη δόξα του Κυρίου; Ο Μωυσής, όμως, τη μεταμόρφωση την υπέστη, δεν την ενέργησε· σύμφωνα με το χωρίο που λέει· “Εκεί με οδηγεί το απαλό φεγγοβόλημα της αλήθειας, να δω και να υποστώ τη λαμπρότητα του Θεού”. Αντίθετα ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός τη λαμπρότητα τη διέθετε ο ίδιος· γιαυτό και δεν του χρειαζόταν η προσευχή που φωτίζει το σώμα με το θείο φως· προσευχήθηκε μονάχα για να υποδείξει πως μπορεί να προσελκυστεί από τους αγίους η λαμπρότητα του Θεού, και πως μπορεί να τους φανερωθεί. Γιατί “οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών” (Ματθ. 13,43), και έτσι, καθώς όλοι θα έχουν μεταβληθεί σε θείο φως, μια και θα ‘ναι γεννήματα του θείου φωτός, θα αντικρύσουν το Χριστό που θα αστράφτει με το υπέρλαμπρο μυστικό φως· το Χριστό που η προερχόμενη από τη θεία του φύση δόξα φανερώθηκε στο Θαβώρ εξίσου και στο ανθρώπινο σώμα του για να φανεί η ενιαία θεανθρώπινή του υπόσταση. Έτσι και με τέτοιο φως έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο.
Υπάρχουν, όμως, και κείνοι που μας κατατυραννούν με την αρχαιοελληνική λογική και την εγκόσμια σοφία, όσοι δεν δείχνουν την απαραίτητη υπακοή στους εκφραστές των προσταγμάτων του Αγίου Πνεύματος, αλλά προτιμούν να διαφωνούν. Αυτοί, λοιπόν, επειδή είναι πεσμένοι κάτω και δεν μπορούν να αντιληφθούν τίποτε πέρα από τα γήινα, όταν ακούουν να γίνεται λόγος για το φως που είδαν οι μαθητές με τα μάτια τους πάνω στο βουνό της μεταμόρφωσης του Κυρίου, το εκλαμβάνουν αμέσως ως αισθητό και κτιστό, και υποβιβάζουν σ’ αυτό το επίπεδο το άυλο και ανέσπερο και αΐδιο εκείνο φως που υπερβαίνει όχι μόνο την αισθητική αντίληψη, άλλα και τη νόηση. Παρόλο που ο ίδιος ο Κύριος που έλαμψε μ’ αυτό το είχε από πρωτύτερα χαρακτηρίσει άκτιστο ονομάζοντάς το βασιλεία του Θεού· και η βασιλεία του Θεού δεν είναι δούλη και κτιστή· αντίθετα είναι η μόνη που δεν υπακούει σε άλλον κυβερνήτη, η μόνη αήττητη, η μόνη που δεν υπόκειται στα δεσμά του χρόνου και του γυρίσματος των καιρών και δεν είναι δίκαιο, λένε, να υποταχθεί ή να καταλειφθεί από το κύλισμα και την εναλλαγή των εποχών η βασιλεία του Θεού. Πιστεύουμε, άλλωστε, ότι αυτήν ακριβώς είναι που θα κληρονομήσουν όσοι μετέχουν στη σωτηρία.
Αλλά μήπως επειδή ο Κύριος έλαμψε στη μεταμόρφωσή του και εμφάνισε τη δόξα και τη λαμπρότητα και το φως εκείνο που θα έχει και όταν θα ξανάρθει με τη μορφή που τον είδαν οι μαθητές του στο βουνό επάνω, σημαίνει ότι απόκτησε και θα έχει πια για πάντα κάτι που προηγουμένως δεν είχε; Φύγετε μακριά από μια τέτοια βλασφημία· όποιος διατυπώνει ένα τέτοιο ισχυρισμό, θα υποχρεωθεί να παραδεχτεί ότι ο Χριστός έχει τρεις φύσεις, τη θεία, την ανθρώπινη και εκείνη που εκδηλώθηκε με το φως. Όμως δεν φανέρωσε κάποια άλλη διαφορετική φύση, παρά μόνο εμφάνισε τη λαμπρότητα που πάντα διέθετε. Και είχε τη λαμπρότητα της θείας φύσης σκεπασμένη κάτω από την ανθρώπινη σάρκα· κατά συνέπεια το φως της μεταμόρφωσης είναι ιδίωμα της θεότητας, δηλαδή άκτιστο. Σύμφωνα, άλλωστε, με τους θεολόγους, ο Χριστός μεταμορφώθηκε όχι με το να αποκτήσει κάτι καινούργιο που δεν διέθετε προηγουμένως, ούτε με το να μεταβληθεί σε κάτι που δεν ήταν, αλλά με το να παρουσιαστεί στους μαθητές του όπως πραγματικά ήταν, ανοίγοντας τους τα μάτια να τον δουν και καθιστώντας την αμβλυωπία τους οξυδέρκεια.
Το καταλαβαίνετε ότι τα φυσικά μάτια είναι τυφλά για το φως εκείνο; Λοιπόν, και το φως δεν είναι αισθητό, και όσοι το είδαν δεν το είδαν απλώς με τα μάτια του σώματος, αλλά με τα μάτια που προετοιμάστηκαν κατάλληλα από το Άγιο Πνεύμα. Δηλαδή μεταλλάχτηκαν και έτσι μόνο είδαν τη μεταλλαγή που υπέστη η μεικτή φύση μας, όχι βέβαια τη μεταλλαγή εκείνης της στιγμής, αλλά αυτή που έπαθε από τότε που την προσέλαβε ο Χριστός, οπότε και θεώθηκε καθώς ενώθηκε με το Λόγο του Θεού. Την ίδια διαδικασία ακολούθησε και η επίγνωση της θεότητας του υιού της από τη Θεοτόκο που τον συνέλαβε μες στην παρθενία και τον γέννησε με τρόπο υπερφυσικό, σαρκοφόρο Θεό· αυτή τη διαδικασία και η επίγνωση από το Συμεών όταν τον κράτησε ως βρέφος στα χέρια του, και από τη γερόντισσα Άννα όταν τον συνάντησε στο Ναό· φαινόταν, σ’ όσους είχαν καθαρά τα μάτια της καρδίας, σαν μέσα από γυάλινο περικάλυμμα, η θεία δύναμη να φεγγοβολά.
Και γιατί ο Κύριος ξεχωρίζει από τους μαθητές του τους κορυφαίους και τους ανεβάζει στη βουνοκορφή, ιδιαίτερα αυτούς μόνο; Προφανώς για να τους δείξει κάτι σπουδαίο και μυστικό. Πώς λοιπόν, θα ‘ταν σπουδαίο και μυστικό το θέαμα του φωτός που υποπίπτει στις αισθήσεις, θέαμα του οποίου και αυτοί οι διαλεγμένοι και όσοι έμειναν κάτω εξίσου είχαν εμπειρία; Και σε τί θα τους χρειαζόταν η δύναμη του Αγίου Πνεύματος και η αύξηση ή μεταλλαγή της δράσης τους προκειμένου να δουν εκείνο το φως, αν ήταν αισθητό και κτιστό; Και πώς θα μπορούσε να ‘ναι δόξα και βασιλεία του Πατρός και του Πνεύματος το αισθητό φως; Και πώς μες σε τέτοια δόξα και βασιλεία θα έρθει στη μέλλουσα κρίση ο Χριστός, όταν δε θα υπάρχει λόγος ύπαρξης αέρα ή φωτός ή χώρου και των ομοίων, αλλά αντί όλων αυτών, σύμφωνα με τον Απόστολο, θα ‘ναι για μας τα πάντα ο Θεός; Και προπάντων θα ‘ναι για μας ο Θεός φως; Λοιπόν, είναι φανερό ότι το φως της μεταμόρφωσης είναι το φως της θεότητας. Άλλωστε, και ο πιο θεολογικός από τους ευαγγελιστές, ο Ιωάννης, αποφαίνεται στην Αποκάλυψη ότι η μελλοντική και μόνιμη εκείνη πόλη “ου χρείαν έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης, ίνα φαίνωσιν εν αυτή· η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον” (Αποκ. 21,23). Επομένως, και σ’ αυτή την περίπτωση, δε μας έχει υποδείξει ολοφάνερα το μεταμορφωμένο με θεία δύναμη στο Θαβώρ Χριστό, ο οποίος έχει για λυχνάρι το σώμα του και για φως τη δόξα της θεότητας που παρουσιάστηκε πάνω στη βουνοκορφή σ’ όσους τον ακολούθησαν; Αλλά και για τους ένοικους εκείνης της πόλης ο ίδιος ευαγγελιστής λέει ότι “ουχ έξουσι χρείαν φωτός λύχνου, και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτίσει επ’ αυτούς, και νυξ ουκ έσται έτι” (Αποκ. 22,5). Τί, λοιπόν, είναι αυτό το φως που ποτέ και με καμιά δύναμη δε μεταβάλλεται ούτε αυξομειώνεται; Τί είναι αυτό το αναλλοίωτο, το άσβηστο φως; Δεν είναι άραγε το φως της θεότητας;
Αλλά και ο Μωυσής και ο Ηλίας, και ιδίως ο Μωυσής που ήταν πεθαμένος, ψυχή χωρίς σώμα, πώς φάνηκαν και δοξάστηκαν με αισθητό φως; γιατί και αυτοί παρουσιάστηκαν μέσα στη δόξα και μιλούσαν εκείνη την ώρα για την ολοκλήρωση του έργου του Χριστού, που θα συνετελείτο στην Ιερουσαλήμ. Και τέλος, πώς κατάλαβαν οι Απόστολοι το Μωυσή και τον Ηλία. που βέβαια δεν τους είχαν ξανασυναντήσει, αν όχι με την αποκαλυπτική δύναμη εκείνου του φωτός;
Όμως, για να μη συνεχίσω να καταπονώ τη σκέψη σας για πολύ ακόμη, θα αφήσω τα υπόλοιπα από τα λόγια του ευαγγελικού χωρίου να τα ακούσουμε και να τα αφομοιώσουμε την ώρα της ιερής και θείας λειτουργίας· σημασία έχει να το κάνουμε με πίστη, όπως διδαχθήκα¬με από κείνους που φώτισε ο Χριστός, γιατί μόνο αυτοί κατανόησαν επαρκώς την ευαγγελική αλήθεια. “Τα γάρ μυστήριά μου εμοί και τοις εμοίς” (Ησαΐας 24, 16), λέει με το στόμα του Προφήτη ο Θεός.
Λοιπόν, πιστεύοντας σωστά, όπως διδαχθήκαμε, και εννοώντας το μυστήριο της μεταμόρφωσης του Κυρίου, ας προχωρήσουμε προς τη λάμψη εκείνου του φωτός· και επιζητώντας την ομορφιά της αναλλοίωτης δόξας, ας καθαρίσουμε τα μάτια της ψυχής μας από τους γήινους μολυσμούς με την περιφρόνηση κάθε ηδονικού και φαντασμαγορικού, που όμως δεν είναι σταθερό και που κι αν μας φαίνεται ευχάριστο, όμως προξενεί οδύνη αιώνια· κάθε ηδονικού που κι αν τέρπει το σώμα, όμως ντύνει τη ψυχή με κείνο το βρώμικο φόρεμα της αμαρτίας, εξαιτίας του οποίου, αφού δεθεί χέρια και πόδια όποιος δεν είναι ντυμένος με το ένδυμα της αφθαρσίας, ξαποστέλλεται στο σκοτάδι το τόσο απομακρυσμένο από τη χάρη του Θεού. Απ’ αυτό το σκοτάδι μακάρι όλοι ανεξαίρετα να γλιτώνουμε με την έλλαμψη και την επίγνωση του άυλου και αΐδιου φωτός της μεταμόρφωσης του Κυρίου. Κι ας είναι δοξασμένο τ’ όνομα του και του άναρχου Πατρός του και του ζωοποιού Πνεύματος που η αίγλη τους είναι μοναδική και η θεότητα και η δόξα και η βασιλεία και η δύναμη, τώρα και πάντα και στο ατέλειωτο κλωθογύρισμα των καιρών. Αμήν.
( «Μεταμόρφωση» Έκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ -απόσπασμα- σ. 207-216)