Η Οικουμενικότητα κατά τον Ιερό Χρυσόστομο [Β]


15.12.2012

5. Η ανεξικακία ως οδός οικουμενικότητας

… H διάσπαση της ενότητας του λαού του Θεού είναι το πραγματικό περιεχόμενο της πτώσεως. Μεταφέρει ουσιαστικά εν τη ιστορία το αμάρτημα των προπατόρων… Ο άνθρωπος υποδουλώνεται στην τεχνική του διαβόλου, όταν η ανάμνηση διατηρεί τη λογική της πτώσεως. Διαιωνίζεται τότε πλέον η διάσπαση ως «φυσική», ενώ η ενότητα, για να απορριφθεί, συνδέεται με προκαθορισμένες τάξεις πραγμάτων μέσα στην ιστορία. Ουσιώδη στοιχεία της πτώσεως μετατρέπονται σε «αλήθεια» για να δικαιολογηθεί η διάσπαση της ενότητας, δηλαδή η περαιτέρω εμμονή στην κατάσταση της πτώσεως. Η ανεξικακία είναι αυτή που ανασηκώνει τον πεπτωκότα άνθρωπο και τερματίζει τα έργα του διαβόλου…

Ο άνθρωπος, ως κύριος από Θεού των πραγμάτων, οφείλει να τερματίζει την προκατάληψη που είναι και ο κύριος εχθρός της οικουμενικότητας. Η ανεξικακία διαλύει το εμπόριο της έχθρας, αντικαθιστά την «εγκυρότητα της πτώσεως» με την «εγκυρότητα της υπομονής»: «Ταύτα συνεχώς λέγοντες, ου παυσόμεθα· ίσως γαρ οι τήμερον μη ακούσαντες, αύριον ακούσονται, οι δε την αύριον μη προσέχοντες, την μετ’ εκείνην πεισθήσονται» (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ιωάν., ομιλ. ΞΖ΄, 3, ΕΠΕ 14, 302 – MPG 59, 374). Επομένως, για τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, η συν-δυνατότητα της σωτηρίας είναι…η ελπίδα της Εκκλησίας, όχι για τη μεταστροφή της φύσεως, αλλά για την απομάκρυνση της κακίας. Απομάκρυνση της κακίας σημαίνει επαναφορά της ενότητας. «Ουδέν γαρ τω Θεώ περισπούδαστον, ως το ηνώσθαι και συνδέδεσθαι ημάς αλλήλοις» (Εις Ματθ., ομιλ. ΙΣΤ΄, 8, ΕΠΕ 9, 564 – MPG 54, 616).

Και ποιο το βραβείο της ενότητας; «Παλιν αμήν λέγω υμίν ότι εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς. ου γαρ εισι δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18, 19-20). Και σχολιάζει ο άγιος: «Οράς πώς και ετέρωθεν παραλύει τας έχθρας, και τας μικροψυχίας αναιρεί και προς αλλήλους συνάγει… και τα μεγάλα ενταύθα της συμφωνίας τίθησιν έπαθλα» (Εις Ματθ., ομιλ. Ξ΄, 2, ΕΠΕ 11, 408 – MPG 58, 586).

Οι τοπικές δομές κατά την εποχή εκείνη, οι κρατικές ή άλλες δομές σήμερα, ενδογενώς ετερογενείς μεταξύ τους, όπως είναι οι Καθολικοί ή οι Διαμαρτυρόμενοι, μπορούν –  ακολουθώντας το λόγο του Χρυσοστόμου, ο οποίος ζει την οικουμενικότητα ως ροπή της Χάριτος, να συνδράμουν στην ενότητα της Εκκλησίας με επίγνωση… Η Εκκλησία της χάριτος είναι η Εκκλησία που περιθάλπει τους εχθρούς της… Αυτή είναι η πραγματικότητα της ανάμειξης του Πνεύματος στη διαδικασία της ιστορίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα της καινής κτίσης ενός κόσμου καθολικά ελεύθερου, της πραγματικής ενότητας, όπου εξαφανίζονται οι ανταγωνιστικές σχέσεις της ύπαρξης. Η αγωνία της μη οικουμενικότητας είναι επί της ουσίας η αγωνία του περιορισμένου χώρου μπροστά στην καθολικότητα του Λόγου.

6. Ο δρόμος της αγάπης

…Ο αγαθός άνθρωπος καλείται συνεχώς να αποκαθαίρει την  κοινωνική διαδικασία από τα κατάλοιπα της κακίας, από την αποξένωση… Η αγάπη, υπερβαίνοντας την κακία, τη στέρηση του «άλλου», μπορεί να υπερβεί τις αμφιβολίες που προκαλούν εθνοφυλετικοί προσδιορισμοί, που απολιθώνουν την ελευθερία, η οποία συνιστά εγγενώς οικουμενικότητα. Κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, η πολεμική κατά των αιρετικών της εποχής εκείνης, των διασπαστών της οικουμενικότητας, πρέπει να γίνεται με αγάπη. «Και γαρ όπλων τάξιν ημίν ο λόγος επέχει, φράττων μεν ομού τους οικείους, βάλλων δε τους εναντίους· βάλλων, ου ίνα κατενέγκη αλλά κειμένους αναστήση. Τοιούτον γαρ της μάχης ταύτης το είδος· επί τη σωτηρία των πολεμούντων τρόπαιον ίστησιν» (Εις το Ουδέποτε αφ’ εαυτού ο Υιός, 1, ΕΠΕ 27, 574 – MPG 56, 248).

Εάν προσεγγίσουμε το χωρίο αυτό με δυαδικό τρόπο, αντιλαμβανόμαστε ότι η αγάπη έχει εντός της δύο έννοιες: Τη διάσωση των αιρετικών και τον τερματισμό της αίρεσης… Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, το θετικό ή το αρνητικό, το καλό ή το κακό, αναφέρονται στην ανθρώπινη περατότητα και δεν είναι χαρακτηριστικά της ουσίας του Θεού, η οποία είναι α-κατάληπτη, α-μέθεκτη, ά-πειρη. Βλέποντας την ενέργεια του Θεού-αγάπη, δεν μπορούμε να τη συγχέουμε με την αλήθεια, ούτε είναι δυνατό να την απογυμνώσουμε από κάθε αξίωση «αυστηρότητας»…

Μιλώντας για τον οικουμενισμό της αγάπης, τον κατανοούμε ως κατάσταση υποψίας και μπορούμε εύκολα να τον χαρακτηρίσουμε ως συγκρητισμό, ισοπεδωτικό οικουμενισμό κ.ο.κ., ενώ αφήνουμε σε εκκρεμότητα τη φύση του, που είναι «προσέγγιση»… Η θέαση των πραγμάτων είναι θέαση αγάπης, είναι θέαση οικουμενική. Όμως η θέαση δεν συμφωνεί κατ’ ανάγκην με το εξωτερικό γεγονός, λ.χ. της αίρεσης. Δεν είναι σύμφωνη. Φυσικά, το γεγονός αυτό δεν μετατρέπει την κατάσταση θέασης, που είναι οικουμενική. Γι’ αυτό, επίσης, μπορεί να θεωρεί τους κακούς ως μέλη του σώματός μας, ως μέλη «εν ασθενεία»… Επομένως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την οικουμενικότητα ως προσπάθεια σύνθεσης διαφορετικών καταστάσεων-οντοτήτων, αλλά ως αποκατάσταση της ενότητας των διεστώτων και θεραπείας της ασθένειας της διαίρεσης… Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά εν Χριστώ, εν Εκκλησία, ακολουθώντας το δρόμο της αγάπης.

Η εκτατική ιδιότητα της αγάπης είναι αναιρετική της αμαρτίας-ασθένειας, όχι του ανθρώπου. Για τούτο και η αγάπη είναι προτρεπτική της κοινής σωτηρίας. Ο παρεκτρεπόμενος άνθρωπος, ενώ παύει να είναι ένας από μας, είναι ταυτόχρονα ένας από μας. Σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Λέγοντας ο απόστολος Παύλος “μη συναναμίγνυσθε αυτώ”, ουκ απέστησεν αυτού της επιμελείας τους ακούοντας, αλλά και σφόδρα αυτοίς αντιλαβέσθαι παρεκελεύσατο, προσθείς και ειπών, “και μη ως εχθρόν ηγείσθε, αλλ’ ως αφελφόν”. Εχωρίσθης αυτού της συνουσίας, αλλά μη χωρισθής της κηδεμονίας· απέκοψας αυτόν της συνόδου, μη αποκόψης αυτόν της αγάπης» (Εις την ρήσιν «Έχοντες το αυτό πνεύμα», ομιλ. Β΄, 9, ΕΠΕ 27, 340-342 – MPG 51, 289). Η αγάπη, η αγαθότητα παρουσιάζεται εδώ όχι μόνον ως συναίσθηση αυτού που έχει σημασία για τα μέλη της ευχαριστιακής σύναξης, αλλά και ως συναίσθηση αυτού που έχει σημασία για τον άλλον ο οποίος, παρά το ότι δεν μετέχει της ευχαριστιακής σύναξης, είναι αδελφός.

Απόσπασμα από τη συμβολή στον τόμο «Χρυσοστομικό Συμπόσιο. Η προσωπικότητα και η Θεολογία αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου», εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σ. 128-133.