Περὶ συμμετοχῆς τῶν πιστῶν εἰς τὴν Θ. Κοινωνίαν
01.02.2012
Κατά τὰς τελευταίας δεκαετίας ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι πολλοὶ πιστοί, ἐν ὄψει τῶν ἁγίων ἡμερῶν τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων, συνωθοῦνται τὴν παραμονὴν αὐτῶν πρὸ τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, διαγκωνιζόμενοι νὰ λάβουν τὴν Θείαν Κοινωνίαν καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ ἔχουν παρακολουθήσει τὸ Μυστήριον, ἴσως δὲ κάποιοι καὶ χωρίς τὴν δέουσαν προετοιμασίαν. Γεγονός εἶναι ἀκόμη ὅτι οἱ πλεῖστοι τούτων τὸν ὑπόλοιπον χρόνον ἀπέχουν τῆς Θείας Μεταλήψεως, προφανῶς ἀπὸ ἄγνοια τῶν “κεκανονισμένων” ἤ παραπληροφόρησιν.
Διὰ νὰ ἐκλείψῃ ἡ διαμορφωθεῖσα αὐτὴ λατρευτικὴ ἀταξία ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔκρινε σκόπιμον νὰ θέσῃ ὑπ’ ὄψιν ὑμῶν καὶ δι’ ὑμῶν εἰς τὸν Κλῆρον καὶ εἰς ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς καθ’ ὑμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τὰ κατωτέρω :Βασικὴ πεποίθησις κάθε Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ εἶναι, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν ἦλθεν εἰς τὴν γῆν μας διὰ νὰ μᾶς δώσῃ μόνον τὴν ὑπέροχον διδασκαλίαν Του, ἀλλὰ διὰ νὰ προσφέρῃ τὴν θυσίαν τοῦ Σώματός Του καὶ τοῦ αἵματός Του. Ἡ θυσία Του αὐτὴ μάλιστα πρέπει νὰ διαιωνίζεται, ὥστε οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτὸν νὰ κοινωνοῦν αὐτὸ τὸ σῶμα Του καὶ τὸ αἷμα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάληξις τῆς θείας διδασκαλίας Του καὶ ὁ πυρὴν τῆς Ἐκκλησίας Του.
Διὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα ἔχουμε τὴν μαρτυρίαν τῶν Εὐαγγελιστῶν καὶ Ἀποστόλων Του. Τόσον οἱ τρεῖς πρῶτοι Εὐαγγελισταί (Ματθαῖος Κεφ 26, Μᾶρκος Κεφ. 14, Λουκᾶς Κεφ. 22), ὅσον καὶ ὁ Παῦλος στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴν (Κεφ. 11) διηγοῦνται λεπτομερῶς τὸ γεγονός τῆς ἱδρύσεως καί τῆς παραδόσεως τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Μυστηρίου κατὰ τὴν ἑσπέραν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.
Μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτῶν προβάλλουν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου σαφεῖς καί ἡ ἐντολή Του κατηγορηματική. Οἱ μαθηταὶ θὰ πρέπει νὰ τελοῦν τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας ἤ κλάσεως τοῦ ἄρτου ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια Του : «λάβετε, φάγετε … κ.τ.λ.» εἰς ἀνάμνησιν τῆς λυτρωτικῆς Του θυσίας, καὶ νὰ κοινωνοῦν τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του. Ἡ παραγγελία αὐτὴ τοῦ Σωτῆρος δὲν σημαίνει τήν τέλεσιν μιᾶς ἀλληγορικῆς ἢ εἰκονικῆς πράξεως, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοὶ αἱρετικοί, ἀλλὰ δηλώνει τό ἱερὸν μυστήριον τῆς μεταβολῆς καί μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ἡ ὁποία λαμβάνει χώραν, κατὰ τοὺς Πατέρας, «ἀληθῶς καὶ οὐσιωδῶς», ὁ δὲ Χριστός εἶναι πράγματι παρών, προσφέρων καί προσφερόμενος, θυσιάζων καί θυσιαζόμενος.
Ἐκτενὴς ἀνάπτυξις τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ ἔγινε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριον, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν παράδοσίν του τὴν ἑσπέραν ἐκείνην. Τὸ ὑποδήλωσε διὰ τῶν παραβολῶν τοῦ Μεγάλου Δείπνου καὶ τῆς Ἀμπέλου, πρὸ πάντων ὅμως διὰ τῆς Διδασκαλίας Του κατὰ τὴν ἐπαύριον τοῦ μεγάλου θαύματος τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων (Ἰωάννης Κεφ. 6), ὅπου ἐπὶ λέξει εἶπεν : «ἐγὼ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς • ἐὰν τίς φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὅν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μου ἐστίν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (στίχ. 51). Τὸ τελευταῖο τοῦτο τὸ ἐπαναλαμβάνει τρεῖς φορὲς ὁ Κύριος τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
Αὐτὴ τὴν σαφῆ ἐντολὴν καὶ παράδοσιν, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἐνεπιστεύθη εἰς τοὺς μαθητὰς Του, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία τὴν διαφύλαξιν πιστῶς καὶ τὴν μετέδωσεν εἰς τὰς ἑπομένας γενεὰς ἀπαραχάρακτον. Κατὰ τὴν μεταποστολικὴν ἐποχὴν οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων τονίζουν, τόσον τὴν διδασκαλίαν αὐτὴν, ὅσον καὶ τὴν πρᾶξιν τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας καὶ «ἡ Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων» καὶ ὁ μάρτυς Ἰουστίνος τονίζουν τὴν ἀλήθειαν, ὅτι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον κοινωνοῦμε, εἶναι «τροφὴ καὶ ποτό» καὶ πρέπει νὰ τὰ μεταλαμβάνουμε, διότι μᾶς ἐνώνουν μετὰ τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος καὶ μᾶς χαρίζουν τὴν αἰώνιον ζωὴν. Τὴν ἀνάγκην τῆς μεταλήψεως αὐτῆς, τῆς Θείας Κοινωνίας, ἐπαναλαμβάνει καὶ τὸν ἑπόμενον αἰῶνα, τόσον ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς ,ὅσον καὶ ὁ Κυπριανὸς Καρχηδόνος.
Πολὺ περισσότερον ὅμως ἐπιμένουν ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ οἱ τρεῖς μεγάλοι Ἱεράρχαι Βασίλειος, Γρηγόριος καὶ Χρυσόστομος, οἱ ὁποῖοι διὰ πολλῶν παραδειγμάτων ἐπισημαίνουν τὴν σπουδαιότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ μοναδικοῦ μυστηρίου τῆς θείας «μετουσίας». Τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνουν οἱ Ἅγιοι Κύριλλος Ἱεροσολύμων καὶ Μάξιμος Ὁμολογητής, καθὼς καὶ ὁ Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν συγκλονιστικὲς ἐκφράσεις. Βραδύτερον δὲ οἱ δυὸ κορυφαῖοι Βυζαντινοὶ θεολόγοι, Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ Νικόλαος Καβάσιλας τονίζουν ὅτι τὸ Μυστήριόν της Θείας Κοινωνίας εἶναι ἀληθὴς βρῶσις καὶ πόσις, διὰ τῆς ὁποίας ἑνωνόμεθα μετὰ τοῦ Χριστοῦ, γινόμενοι σύσσωμοι Αὐτοῦ.
Τὴν μεγάλην αὐτὴν ἀλήθειαν ἀνακαλύπτουν καὶ πάλιν ἐν καιρῷ Τουρκοκρατίας οἱ δύο φωτισμένοι ἅγιοι Μακάριος Νοταρᾶς καὶ Νικόδημος Ἁγιορείτης καὶ τὴν ἀναπτύσσουν εἰς τὸ βιβλίον τους «Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων του Χριστοῦ Μυστηρίων» (1783), παραθέτοντας πολλὰς μαρτυρίας ἁγίων Πατέρων. Καὶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐπὶ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε´, τοῦ Ἐθνομάρτυρος, ἐπιβεβαίωσεν τὰς θέσεις αὐτὰς τὸ 1819, τονίζον ὅτι ἔχουν χρέος «οἱ εὐσεβεῖς ἐν ἑκάστῃ ἱερᾷ μυσταγωγίᾳ νὰ προσέρχωνται καὶ νὰ μεταλαμβάνωσι…».
Τὴν αὐτὴν γραμμὴν ἀκολούθησαν καί οἱ Θεολόγοι ποιηταὶ τοῦ Βυζαντίου ὑμνολογοῦντες τὴν συμμετοχὴν τῶν πιστῶν εἰς τὴν ὄντως θείαν κοινωνίαν.
Τέλος ἄξιο ἰδιαιτέρας προσοχῆς εἶναι ὅτι καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν τὸν μεγάλον σκοπὸν τῆς Λειτουργίας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὄντως κοινωνία καί συμμετοχὴ τῶν πιστῶν εἰς τὸ Μυστήριον, ἡ συχνὴ μετὰ ζέσεως Θεία Κοινωνία. Εἰδικότερον οἱ “Ἀποστολικοὶ Κανόνες”, ἐκφρασταὶ τοῦ λειτουργικοῦ ἤθους τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὴν Πενθέκτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, προτρέπουν τοὺς πιστοὺς εἰς συχνὴν Θείαν Κοινωνίαν.
Ὁ δὲ σημαντικώτερος τούτων, ὁ 9ος Ἀποστολικὸς κανὼν, ὁρίζει ρητά : «πάντας τοὺς εἰσιόντας πιστούς, καὶ τῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ παραμένοντας δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ ἁγίᾳ μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀφορίζεσθαι χρῆ».
Συναφὴς πρὸς αὐτὸν εἶναι καὶ ὁ 2ος κανὼν τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (4ος αἴ.), ὁ ὁποῖος λέγει : «πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατὰ τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας καὶ παρακαλέσαντες, τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης…».
Ἡ κανονικὴ λοιπὸν παράδοσις καὶ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μία φωνὴ ὁμιλοῦσα, συνιστᾶ καὶ προτρέπει τοὺς πιστοὺς εἰς συχνὴν Θείαν Κοινωνίαν. Τὰ λειτουργικὰ κελεύσματα καί καλέσματα «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος», «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε», ἰσχύουν διηνεκῶς καὶ κανονικῶς εἰς τὴν Εὐχαριστιακὴν σύναξιν τῶν πιστῶν.
Βασιζόμενοι συνεπῶς εἰς τὴν μεγάλην ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ὅλην ἐμπειρία τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας αἰσθανόμεθα χρέος νὰ τονίσωμε τὴν σπουδαιότητα καὶ πρωταρχικότητα τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Μυστηρίου, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιδιώκεται νὰ ἑνωθῇ ὁ πιστὸς μετὰ τοῦ Χριστοῦ, νὰ ζήσῃ τὴν ζωὴν τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰώνιον ζωὴν, ὅπως τὸ ἐτόνισε ὁ ἴδιος ὁ Λυτρωτὴς μας.
Διὰ τοὺς ἀνωτέρω λόγους ἡ Θεία Εὐχαριστία θεωρεῖται καὶ εἶναι ἡ πηγὴ καὶ τὸ κέντρον τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς, ἡ φανέρωσις τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ καί ὡς κοινωνία τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Μὲ τὴν συμμετοχὴν τῶν πιστῶν εἰς αὐτὴν καὶ τὴν μετάληψιν τῶν Τιμίων Δώρων δίδεται ἡ δυνατότης εἰς τοὺς συνειδητά μετέχοντας νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας καὶ νὰ σωθοῦν. Νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν νίκην τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου, νὰ βιώσουν τὴν Ἀνάστασιν, νὰ προγευθοῦν τὰ ἔσχατα, τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τῆς συστάσεώς Της ἕως σήμερον προσέφερε καὶ προσφέρει ἀδιαλείπτως πρὸς τοὺς πιστοὺς τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν, τὸ μυστήριον τῶν μυστηρίων, τὴν δόξαν τοῦ Ἁγίου θυσιαστηρίου.
Μόνη προϋπόθεσις διὰ τὴν οὐσιαστικὴν συμμετοχὴν ἡμῶν τῶν πιστῶν εἰς τὸ μέγα αὐτὸ Μυστήριον εἶναι ἡ κατάλληλος προετοιμασία μας, διὰ τῆς πνευματικῆς μελέτης καί καταλλαγῆς, τῆς προσευχῆς καί τῆς ἐξομολογήσεως, τῆς συμφιλιώσεώς μας μὲ ὅσους μᾶς χωρίζουν, τῆς βοηθείας πρὸς τοὺς ἀναξιοπαθοῦντας ἀδελφοὺς μας. Ἰδιαιτέραν προσοχὴν ὅμως πρέπει νὰ δείξωμεν ὥστε κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θείας Μεταλήψεως νὰ λείψῃ ἡ ἀταξία, ἡ βιασύνη κατὰ τὴν προσέλευσιν, ἡ ἀνευλάβεια, ὁ ἐκνευρισμός καὶ αἱ διεκδικήσεις τῆς προτεραιότητος. Ὅλα αὐτὰ ἀλλοιώνουν τόν μυστηριακόν χαρακτῆρα τῆς ἱερᾶς αὐτῆς στιγμῆς.
Ἀδελφοί μας,
Περισσότερον ὅμως ἀπαξιώνει τὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴν μας, ἡ ἐπικρατήσασα συνήθεια νὰ μεταλαμβάνωμε τῶν Τιμίων Δώρων μόνον ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τῶν Μεγάλων Ἑορτῶν τοῦ Πάσχα καί τῶν Χριστουγέννων ἤ κάποιων ἄλλων, ἐλαχίστων, ἡμερῶν τοῦ ἔτους. Ἡ ἀπώλεια εἶναι προφανής.
Ἀπότοκος τῆς συνηθείας αὐτῆς εἶναι τὸ σύνηθες δυστυχῶς φαινόμενον, ὁ λειτουργός ἱερεὺς νά ἐξέρχεται τοῦ ἱεροῦ Βήματος ἐκφωνῶν «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» καὶ νὰ μὴ προσέρχεται κανεὶς νὰ κοινωνήσῃ.
Διὰ τὴν Ἐκκλησίαν μας εἶναι παραφροσύνη καί πνευματικὴ ἀταξία ἡ τέλεσις τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας, χωρὶς τὴν συμμετοχὴν τῶν πιστῶν εἰς τὴν ἁγίαν Μετάληψιν.
Ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται διὰ νὰ κοινωνήσουμε! Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία καί πρᾶξις καὶ αὐτὴ ἡ διδασκαλία καὶ πρᾶξις ὑπῆρχεν ἀνέκαθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ αὐτὴν ὀφείλουμε νὰ ἐφαρμόζουμε.