Αλληγορική μέθοδος: Η ιστορία της


03.02.2013

[Συνεχίζοντας την αναφορά στη Σχολή της Αλεξάνδρειας, παρουσιάζουμε την ανάπτυξη του συναφούς θέματος της αλληγορίας]

Ήδη από την εποχή του Ομήρου εμφανίζονται προσπάθειες αλληγορικής ερμηνείας και κατανόησης των φυσικών φαινομένων, αλλά και των ηθικών εκτροπών που ο προαναφερθείς και άλλοι ποιητές απέδιδαν στους θεούς. Τα κείμενα του παρελθόντος είτε έπρεπε να παραμεριστούν ως ανήθικα είτε έπρεπε να προσεγγιστούν με έναν διαφορετικό τρόπο.

ΣΠΗΛΑΙΟ ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΠΛΑΤΩΝ

Η ερμηνευτική αυτή μέθοδος είχε ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα, έδινε τη δυνατότητα στους σοφούς να μεταφέρουν την παλαιά σοφία με ωφέλιμο τρόπο στους συγχρόνους τους, αλλά και ένα σοβαρό μειονέκτημα, τους επέτρεπε να ερμηνεύουν το κάθε τι κατά το δοκούν.

Έτσι σιγά σιγά έφθασαν να αναζητούν κάτω από κάθε κείμενο, την «ὑπόνοιαν», την κρυμμένη έννοια, την αφανή αλήθεια, η οποία περνούσε απαρατήρητη από το μη ικανό νου. Για τους κλασικούς συγγραφείς ο μύθος είναι το ένδυμα κάτω από το οποίο κρύβεται η αλήθεια, την οποία σκοπεύουν να αποκαλύψουν.

Για να καταλάβουμε τι εννοούμε αναφερόμενοι στην αλληγορία, θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε την ταύτιση του Δία με τον πλανήτη Ουρανό, του Απόλλωνα με τον Ήλιο, της καταστροφής του Φαέθοντα με ένα ηλιοβασίλεμα, του Διονύσου με τον οίνο. Τα πάθη του Διονύσου συνδυάζονται με την πορεία και τις διαδικασίες της παραγωγής του κρασιού. Ενώ παράλληλα οι αρχαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν αριθμητικούς συμβολισμούς, ευφάνταστες ετυμολογικές αναλύσεις αλλά και αξιοποίηση «επιστημονικών» στοιχείων της εποχής.

Η «αλληγορία» ως μέθοδος προσέγγισης της πραγματικότητας περιλαμβάνει δύο διαδικασίες: τη συγγραφή κειμένων γραμμένων αλληγορικά και τη αλληγορική ερμηνεία άλλων προγενεστέρων, ώστε να αποκαλυφθεί το πραγματικό τους νόημα.

Κατά την προσωκρατική περίοδο η αλληγορία υπήρξε μία δυνατότητα που απελευθέρωνε τους σοφούς και τους αναγνώστες τους από την παράνοια και την ανηθικότητα του μύθου και τους προσέφερε μία πιο επιστημονική προσέγγιση.

Ανάμεσα στους σοφούς που χρησιμοποίησαν την αλληγορία ή το έργο τους ερμηνεύτηκε από τους κατοπινούς αλληγορικά είναι και οι ποιητές Ησίοδος, Αλκμάν και Θέογνις, αλλά και ο Φερεκύδης και ο ραψωδός Θεαγένης, ο ιστοριογράφος Εκαταίος ο Μιλήσιος, οι φιλόσοφοι Ξενοφάνης, Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας, Δημόκριτος, καθώς και ο γιατρός Αλκμαίων.

Η ερμηνευτική αυτή μέθοδος δεν χάθηκε με την παρέλευση της κλασικής εποχής, αλλά επιβίωσε και κατά την ελληνιστική περίοδο, καθώς υπήρχε μεγάλη ανάγκη να εκλογικευτούν πολλά από τα παλαιότερα κείμενα. Μάλιστα έλαβε νέα ώθηση από τη στωική έννοια του σοφού, στον οποίο αποδίδονταν όλα τα αγαθά και τα καλά, ενώ συχνά οι πράξεις του ερμηνεύονταν αλληγορικά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορική πορεία της αλληγορίας παρουσιάζει η περίπτωση του Ιουδαίου σοφού και ερμηνευτή των Γραφών, Φίλωνα, ο οποίος μας παρέδωσε πλήθος αλληγορικών κειμένων. Σε αυτά προσπαθεί να παρουσιάσει τον ιουδαϊκό νόμο στους συγχρόνους του μη Ιουδαίους και Ιουδαίους, οι οποίοι πλέον δεν τον γνώριζαν  Η προσπάθεια αυτή του αλεξανδρινού σοφού ήταν επιτυχής και τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή όχι μόνο κατά την εποχή του, αλλά και στους κατοπινούς αιώνες.

Κάποια από αυτά είναι τα εξής: «Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας τῶν μετὰ τὴν ἑξαήμερον τὸ πρῶτον», «Περὶ τῶν Χερουβὶμ καὶ τῆς φλογίνης ρομφαίας καὶ τοῦ κτισθέντος πρώτου ἐξ ἀνθρώπου Κάιν», «Περὶ γενέσεως Ἄβελ καὶ ὧν αὐτὸς τε καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Κάιν ἱερουργοῦσιν», «Περὶ τῶν μετονομαζομένων καὶ ὧν ἔνεκα μετονομάζονται», «Περὶ ἀρετῶν ἃς σὺν ἄλλαις ἀνέγραψε Μωυσὴς ἤτοι περὶ ἀνδρείας καὶ εὐσεβείας καὶ φιλανθρωπίας καὶ μετανοίας», αν και αλληγορικά στοιχεία υπάρχουν σε όλα τα κείμενα του Φίλωνος.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση της ιστορίας της αλληγορίας θα πρέπει να πούμε ότι η κατηχητική σχολή της Αλεξάνδρειας, χρησιμοποίησε ιδιαίτερα το Φίλωνα και την ερμηνευτική μέθοδο της αλληγορίας καταφεύγοντας σε πολλές αλληγορικές προσεγγίσεις, κάποιες από τις οποίες (π.χ. διάφορες ερμηνείες του Ωριγένη, αλλά και του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα και των Ψευδοκλημεντείων) καλό είναι να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό, καθώς δεν στηρίζονται στην παράδοση της Εκκλησίας και είναι πιθανό να οδηγήσουν σε ερμηνευτικές ακρότητες και σε παρανοήσεις της ακρίβειας και της αλήθειας του Ευαγγελίου.