Γνωστικιστές – Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων


25.10.2012

1. Τα κηρύγματά μας, αδελφοί χριστιανοί, αναφέρονται στα ιερά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Μελετούμε δε τους αγίους Πατέρες κατά χρονολογική σειρά, γιατί έτσι θα μάθουμε και θα εκτιμήσουμε περισσότερο την διδασκαλία τους. Στην μελέτη μας βρισκόμαστε στο τέλος του πρώτου χριστιανικού αιώνα, που είχαν εμφανιστεί στην Εκκλησία μας οι Γνωστικοί. Αυτοί δίδασκαν μιά διδασκαλία, που ήταν μπέρδεμα και ανακάτεμα – «συγκρητισμός» λέγεται το φαινόμενο αυτό – από διάφορα στοιχεία, από τον ιουδαϊσμό, τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό και από ανατολίτικα θρησκεύματα. Έλεγαν αλλόκοτα και περίεργα πράγματα οι Γνωστικοί. Για παράδειγμα, ένας ονόματι Δοσίθεος έλεγε ότι αυτός είναι ο Χριστός, για τον οποίο προφήτευσε ο Μωυσής· και ένας άλλος ονόματι Μένανδρος έλεγε και αυτός ότι στάλθηκε για να γίνει ο σωτήρας του κόσμου. Γενάρχης των Γνωστικών θεωρείται ο Σίμων ο Μάγος, για τον οποίο μιλάει η Καινή Διαθήκη. Ασκούσε το επάγγελμα του μάγου και χαρακτήριζε τον εαυτό του ως «δύναμη Θεού την καλουμένη μεγάλη» (βλ. Πράξ. 8,9-29). Αυτούς δεν μπορούμε να τους πούμε αιρετικούς, γιατί οι αιρετικοί είναι χριστιανοί· διαβάζουν την Αγία Γραφή, αλλά την παρερμηνεύουν και διατυπώνουν μία κακοδοξία ενάντια προς την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ένας τέτοιος στην εποχή που μιλάμε, στα τέλη δηλαδή του πρώτου χριστιανικού αιώνα, ήταν ο Κήρινθος. Αυτός ήταν ένας ηδονιστής, φιλοσώματος, «πάνυ σαρκικός» και γι᾽ αυτό ερμήνευσε σαρκικά την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Την χιλιετή βασιλεία του Χριστού, για την οποία μιλάει η Αποκάλυψη (κεφ. 20), αυτός ερμήνευσε ότι πρόκειται γιά επίγεια βασιλεία. Ήταν ο πρώτος χιλιαστής. Έλεγε και άλλα ο Κήρινθος, που τα έπαιρνε από τον Γνωστικισμό και έτσι έκανε ένα χριστιανίζοντα Γνωστικισμό, που αυτός ο Κήρινθος τον εμφάνιζε για καθαρό χριστιανισμό. Σάς τα λέγω αυτά, χριστιανοί μου, γιατί πρέπει να γνωρίζουμε και τα διάφορα ξένα και αιρετικά ρεύματα, που εμφανίζονταν σε διάφορες εποχές και τα οποία αντιμετώπιζαν με σοφία Θεού οι άγιοι Πατέρες, για να διαφυλάξουν τους χριστιανούς από την πλάνη.

2. Στο κήρυγμά μου σήμερα αδελφοί, θα σάς παρουσιάσω ένα παλαιό ιερό κείμενο, που στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε ποιός το έγραψε. Το κείμενο αυτό καλείται «Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων» ή πιο απλά και σύντομα το καλούμε «Διδαχή». Το έργο αυτό ανακαλύφθηκε στα Ιεροσόλυμα το έτος 1883 από τον Μητροπολίτη Νικομηδείας Φιλόθεο. Η ανακάλυψή του έκανε εντύπωση στους χριστιανούς όλου του κόσμου.

Το σπουδαίο αυτό έργο, αγαπητοί μου, η Διδαχή, αποτελείται από δέκα έξι κεφάλαια που χωρίζονται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος (κεφ. 1-6), για το οποίο θα σάς μιλήσω σήμερα, είναι μιά διδασκαλία περί των δύο οδών.

3. Δύο είναι οι οδοί που μπορεί να ακολουθήσει ο άνθρωπος στην ζωή του, μάς λέει η Διδαχή. Η μιά είναι η «οδός της ζωής» και η άλλη είναι η «οδός του θανάτου». Δεν μπορούμε να βαδίζουμε και τις δύο οδούς, γιατί υπάρχει διαφορά μεγάλη μεταξύ αυτών, λέει το κείμενο (1,1). Άλλα είναι τα παραγγέλματα της μιας οδού και άλλα τα παραγγέλματα της άλλης. Πολλοί σημερινοί χριστιανοί προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα και ακολουθούν και τον Χριστό και τον Διάβολο, και την Εκκλησία και τον κόσμο. Αλλά ο Κύριός μας μάς είπε ότι δεν μπορούμε να δουλεύουμε σε δυό κυρίους (βλ. Ματθ. 6,24). Ας πάρουμε, χριστιανοί μου, χωριστά τις δύο οδούς για να δούμε τα παραγγέλματά τους.

4. Η οδός της ζωής, μάς λέει η Διδαχή, έχει εβδομήντα παραγγέλματα. Αλλά όλες αυτές οι εβδομήντα εντολές ξεκινούν από δύο βασικές. Αν εφαρμόσουμε αυτές τις δύο εντολές, τα εφαρμόσαμε όλα. Και αυτές οι δύο μεγάλες και κύριες εντολές είναι: Αγάπη στον Θεό και αγάπη στον πλησίον (1,2· βλ. και Ματθ. 22,37-39). Η αγάπη στον πλησίον εκφράζεται και με την άλλη εντολή της Διδαχής, αυτήν που μάς είπε και ο Κύριός μας: Να μην κάνουμε στους άλλους ό,τι δεν θέλουμε να μάς κάνουν αυτοί (1,1· βλ. Ματθ. 7,12). Αυτό όμως υποδηλώνει ότι πρέπει να κάνουμε στους άλλους ανθρώπους ό,τι θα θέλαμε και αυτοί να κάνουν σε εμάς. Αυτόν τον κανόνα ζωής τον λέμε «χρυσό κανόνα», γιατί φτιάχνει μιά όμορφη κοινωνία.

5. Ιδιαίτερα ἡ Διδαχή τονίζει την αγάπη που πρέπει να έχουμε στους εχθρούς μας. Για τους εχθρούς μας, λέει, πρέπει να λέγουμε καλά λόγια, πρέπει να προσευχόμαστε γι᾽ αυτούς και ακόμα μάς λέει ότι πρέπει και να νηστεύουμε γι᾽ αυτούς! Αν συμπεριφερόμαστε έτσι στους εχθρούς μας, τότε αυτοί θα γίνουν φίλοι μας και δεν θα έχουμε ποτέ εχθρό, μάς λέει η Διδαχή (1,3).

6. Πρέπει να είμαστε πράοι και μακρόθυμοι, μάς λέει πάλι η Διδαχή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα σιωπάμε όταν βλέπουμε μιά αδικία. Πρέπει να έχουμε διάκριση και να γνωρίζουμε πότε πρέπει να σιωπάμε και να δείχνουμε ανοχή και πότε πρέπει να διαμαρτυρόμαστε. Η Διδαχή λέει: «Ους μεν ελέγξεις, ους δε ελεήσεις» (2,7)!

7. Άλλη έντολή της Διδαχής περί της οδού της ζωής είναι η ελεημοσύνη. Δεν πρέπει να είμαστε πρόθυμοι μεν στο να λαμβάνουμε, φειδωλοί δε στο να δίνουμε (4,5). Η Διδαχή μάλιστα λέει «ουαί τω λαμβάνοντι» (1,5)! Και αν μεν κάποιος λαμβάνει γιατί έχει ἀνάγκη, τότε καλά κάνει. Αν όμως λαμβάνει χωρίς να έχει ἀνάγκη, τότε αυτός, λέει η Διδαχή, «δώσει δίκην, ίνα τί έλαβε και εις τί» (1,5).

Η ελεημοσύνη είναι μία κοινωνία με τον πτωχό αδελφό. Τον πτωχό πρέπει να τον κάνουμε συμμέτοχο των υλικών αγαθών μας: «Ουκ αποστραφήση τον ενδεόμενον, συγκοινωνήσεις δε πάντα τω αδελφώ σου» (4,8). Έτσι πρέπει να κάνουμε, αγαπητοί μου, γιατί με τους πτωχούς αδελφούς γινόμαστε κοινωνοί στα άφθαρτα και αιώνια αγαθά, αφού κοινωνούμε μαζί τους το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας. Και αφού, λοιπόν, συμμετέχουμε μαζί τους στα αιώνια αγαθά, πολύ περισσότερο πρέπει να γευόμαστε μαζί τους τα υλικά αγαθά. Η Διδαχή μάς λέει: «Ει γαρ εν τω αθανάτω κοινωνοί εστε, πόσω μάλλον εν τοις θνητοίς;» (4,8). Και ακόμη περισσότερο, η Διδαχή μάς λέει ότι η ελεημοσύνη σβήνει αμαρτήματα! «Εάν δε έχης διά των χειρών σου, δώσεις λύτρωσιν αμαρτιών σου» (4,6). Όμως πρέπει να εξετάζουμε αν πραγματικά έχει ανάγκη εκείνος που μάς ζητάει ελεημοσύνη, γιατί πολλοί εκμεταλλεύονται τα φιλάνθρωπα αισθήματα των ευσεβών χριστιανών. Πρέπει να ξέρουμε σε ποιόν δίνουμε. Γι᾽ αυτό η Διδαχή μάς λέει: «Ιδρωσάτω η ελεημοσύνη εις χείρας σου, μέχρις αν γνως τίνι δως» (1,6).

8. Άλλη εντολή της οδού της ζωής είναι να αποφεύγουμε τις σαρκικές επιθυμίες, γιατί αυτές οδηγούν στην αμαρτία (1,4. 3,3). Πραγματικά, όταν στην καρδιά υπάρχει ζωηρά η αμαρτωλή επιθυμία, βρίσκει ως διέξοδο την πράξη. Το άνθος όμως της αγνότητας φύεται σε ταπεινές ψυχές, γι᾽ αυτό η Διδαχή μάς συμβουλεύει να μην είμαστε «υψηλόφθαλμοι» (3,3) και να συναναστρεφόμαστε τους ταπεινούς και όχι τους υπερηφάνους: «Ου κολληθήσεται η ψυχή σου μετά υψηλών, αλλά μετά δικαίων και ταπεινών αναστραφήση» (3,9. 2,6).

Τέλος, είναι ωραία αυτή η εντολή της Διδαχής: «Τέκνον μου, ου ποιήσεις σχίσμα, ειρηνεύσεις δε μαχομένους» (4,3)! Ο χριστιανός πραγματικά πρέπει να ειρηνεύει τους μαχομένους και όχι να διαιρεί τους ενωμένους.

Με πολλές ευχές,

† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας

(www.synodoiporia.blogspot.com)