Η Αγία Γραφή και η σχέση της με την Εκκλησία μέσα από την Ιερά Παράδοση
09.10.2012
Ο ζωντανός διάλογος της Εκκλησίας με τον Χριστό πραγματοποιείται κυρίως με την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Η Αγία Γραφή είναι μια από τις μορφές στις οποίες διατηρείται η Αποκάλυψη εκπληρούσα το έργο της ως συνεχιζόμενη κλήση του Θεού. Είναι η γραπτή έκφραση της Αποκάλυψης που εκπληρώθηκε εν Χριστώ. Η Άγια Γραφή παρουσιάζει τον Χριστό στη μορφή του δυναμικού λόγου Του και του ομοίως δυναμικού λόγου των αγίων Αποστόλων για τις σωτηριώδεις πράξεις Του, που διαρκώς επενεργούν αποτελεσματικά. Η Αγία Γραφή όμως περιγράφει και τον τρόπο που ο Θεός προετοίμασε τη σωτηρία μας «εν Χριστώ» και τον τρόπο που ο Χριστός συνεχίζει να εργάζεται, με την επέκταση της δύναμής Του, για την ομοίωσή μας μαζί Του μέχρι το τέλος του κόσμου. Μέσα από τον λόγο της Αγίας Γραφής ο Χριστός συνεχίζει να μας μιλά, να μας προκαλεί ν’ απαντήσουμε με πράξεις, να εργάζεται έτσι μέσα μας. Εμείς αισθανόμαστε με το λόγο της Γραφής ότι ο Χριστός συνεχίζει να εργάζεται μέσα μας διά του Αγίου Πνεύματός Του: «και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 20). Η Αγία Γραφή είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού που ερμήνευσε τον εαυτό Του με λόγους, είναι ο Υιός του Θεού πού εργάζεται την προσέγγισή Του με τους ανθρώπους για την ανύψωσή τους κοντά Του, μέχρι την ενσάρκωση, την ανάσταση και την ανάληψή Του ως ανθρώπου. Ο Χριστός ενεργεί πάνω μας μ’ αυτούς τους λόγους, με τους οποίους ερμηνεύει τον εαυτό Του, για να οδηγήσει και εμάς στην κατάσταση που αυτός έφτασε. Η Γραφή περιγράφει αυτό που συνεχίζει να κάνει μαζί μας ο Υιός του Θεού, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, επομένως η Γραφή ερμηνεύει το παρόν έργο του Χριστού. Παραμένοντας πάντα ζωντανός και πάντα ο ίδιος, ο Χριστός ερμηνεύεται με τους ίδιους λόγους, ως εκείνος που θέλει να κάνει και μας καθ’ ομοίωσή Του.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφερόμενος στις δύο εκφράσεις του Αποστόλου Παύλου: «εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησεν» (Α’ Κορ. 10, 11) και «ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ’ ημάς εν Χριστώ Ιησού» (Εφεσ. 2, 7) λέει: «Επεί ουν οι κατά πρόθεσιν επ’ ενεργεία του γενέσθαι τον Θεόν άνθρωπον προορισθέντες αιώνες εις ημάς το τέλος ειλήφασιν, ενεργήσαντος κατ’ αλήθειαν του Θεού την εαυτού τελείαν ενανθρώπησιν και πληρώσαντος, τους άλλους εκδέχεσθαι χρη λοιπόν αιώνας επελευσομένους επ’ ενεργεία της των ανθρώπων μυστικής και απορρήτου θεώσεως, καθ’ ους τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος αυτού εις ημάς δείξει ο Θεός, ενεργήσας τελείως εν τοις αξίοις την θέωσιν». Αλλά ο πλούτος που θα μας δείξει ο Θεός στους μέλλοντες αιώνες, όλη η προς ημάς αγαθότητά Του που συμπεριλαμβάνεται «εν Χριστώ» περιγράφεται στην Αγία Γραφή. Με τον τρόπο αυτό η Αγία Γραφή δεν είναι μόνο ένα βιβλίο, που με τη βοήθειά του διατηρούμε στη μνήμη μας όλα όσα έκανε ο Θεός για την προετοιμασία της ενσάρκωσης και με την ενσάρκωση του Υιού Του, αλλά και ένα βιβλίο που μας λέει αυτό που κάνει και θα κάνει ο Ενσαρκωμένος και Αναστημένος Υιός του Θεού μέχρι το τέλος των αιώνων για να οδηγήσει και μας στην Ανάσταση. Στην Αγία Γραφή περιγράφεται όχι μόνο η καθοδική ενέργεια του Θεού σ’ εμάς μέχρι και την ενσάρκωσή Του, αλλά και η αρχή της ανύψωσής μας στη θέωση, που έγινε με την Ανάσταση, καθώς και η αρχή της επέκτασης της ενέργειάς Του από την κατάσταση της Ανάστασης στην πρώτη Εκκλησία, ως πρότυπο της ενέργειάς Του μέχρι το τέλος του κόσμου. «Στον αναστάντα εκ νεκρών και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός» Χριστό, ο Θεός μας έδειξε αυτό που θα δώσει και σε μας στους αιώνες που ακολουθούν μετά την Ανάστασή Του — θεμέλιο της αιώνιας ζωής. Γιατί εν Χριστώ ή μαζί μ’ Αυτόν «συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοις επουράνιοις» (Εφεσ. 2, (5) και εμάς. Η Αγία Γραφή είναι έτσι ένα βιβλίο αιώνια επίκαιρο: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Ματθ. 24, 35· Μάρκ. 13, 31· Λουκ. 21. 33).
Τους λογούς του Χρίστου πρέπει να τους εμπιστευόμαστε, εφόσον είναι λόγοι του Θεού (Ιωάν. 3, 34), το ίδιο και τους λόγους των Αποστόλων γι’ Αυτόν, που βασίζονται στους λόγους και τις πράξεις Του (Πράξ. 4, 29· 13, 5, 7 και 46· 6, 2· 6,78, 14· 16, 32· 17, 13). Γι’ αυτό οι λόγοι αυτοί εκπληρώνονται σε εκείνους που τους ακούνε. Οι λόγοι Του «πνεύμα έστι και ζωη έστιν» (Ιωάν. 6, 63), είναι «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιωάν. 6, 68). Μπορεί όμως κανείς να τους πιστεύει και είναι δυνατόν να καλλιεργούν την αιώνια ζωή σε εκείνους που τους ακούνε, μόνο αν ενεργεί το Πνεύμα μέσα τους. «Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει· διά τούτο υμείς ουκ ακούετε, ότι εκ του Θεού ουκ εστέ» (Ιωάν. 8, 47). Το Πνεύμα που γεννά την πίστη σε εκείνον που ακούει τους λόγους, είναι το Πνεύμα του Χριστού. Ο Χριστός είναι το τελικό μας νόημα, σ’ Αυτόν εκπληρώνεται το τελικό μας νόημα με την ευαισθησία που γεννά και καλλιεργεί μέσα μας το Άγιο Πνεύμα. Κατά συνέπεια ο ίδιος ο Χριστός ενεργεί διά του Αγίου Πνεύματος σε εκείνον που ακούει τους λόγους Του και δεν αντιτάσσεται στο περιεχόμενό τους. Έτσι η Γραφή είναι μια από τις μορφές, που μ’ αυτές οι λόγοι του Χριστού διατηρούνται όχι μόνο σαν λόγοι που κάποτε είπε ο Χριστός, αλλά και σαν λόγοι που Αυτός μας απευθύνει συνεχώς.
Η Αγία Γραφή μαρτυρεί για το έργο του Πνεύματος που ενεργούσε μέσα σε εκείνους που άκουγαν τους λόγους του Χριστού, η τους λόγους των Αποστόλων για τον Χριστό που είχαν σαν βάση τους λόγους Του και τις πράξεις Του, μετά την ανάληψή Του στους ουρανούς. «Πολλοί δε των ακουσάντων τον λόγον επίστευσαν» (Πράξ. 4, 4). «Έτι λαλούντος του Πέτρου τα ρήματα ταύτα επέπεσε το Πνεύμα το Άγιον επί πάντας τους ακούοντας τον λόγον» (Πράξ. 10, 44).
Η Γραφή δεν μας λέει για κάποιον που πίστεψε με την απλή ανάγνωση των λόγων του Θεού, που αυτή περιέχει. Βέβαια αυτό θα μπορούσε κάνεις να το εξηγήσει με το γεγονός ότι δεν υπήρχε ακόμη μία Γραφή για τον Χριστό, την εποχή που έχουμε τις παραπάνω δικές της μαρτυρίες, ωστόσο, γενικά, ο λόγος της Γραφής έχει δύναμη, όταν μεταδίδεται από ένα πιστό άνθρωπο στον άλλο, είτε όταν επαναλαμβάνεται έτσι όπως βρίσκεται στη Γραφή, είτε όταν ερμηνεύεται. Κι αυτό επειδή στην πίστη που μεταδίδεται από τον έναν στον άλλον ενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Η πίστη ως έργο του Πνεύματος έρχεται σε κάποιον διά μέσου άλλου, αλλά μόνο όταν ο άλλος μεταδίδει τον λόγο της Γραφής αφομοιωμένο και ομολογούμενο με πίστη, με την ευαισθησία τής κοινωνίας εν Πνεύματι. Η Γραφή ενεργοποιεί τη δύναμη της στην κοινωνία μεταξύ των προσώπων, στη μετάδοση του λόγου της με πίστη από το ένα πρόσωπο στο άλλο, από γενεά σε γενεά. Έπρεπε να υπάρχουν απ’ την αρχή πρόσωπα που πίστεψαν όχι διαβάζοντας τη Γραφή, αλλά από την επαφή τους με ένα πρόσωπο, που τους μετέδωσε την πίστη και το περιεχόμενό της και μ’ αυτή τη βάση πίστεψαν σ’ αυτό το περιεχόμενο: αρχικά προφορικό, έπειτα γραπτό. Αυτό το πρόσωπο ήταν ο Χριστός. Την πλήρη θέα στα θεία Του βάθη και την ευαισθητοποίηση γι’ αυτά τα έδωσε και καλλιέργησε το Πνεύμα του Χριστού, το οποίο ενήργησε για τη μετάγγιση αυτής της θέας και ευαισθησίας. Από τότε οι λόγοι του Χριστού και οι λόγοι για τον Χριστό, που καταγράφηκαν ή όχι στη Γραφή, είναι εξωτερικά μέσα έκφρασης, μετάδοσης και ανανέωσης της πίστης στον χώρο της Εκκλησίας κι από την Εκκλησία προς εκείνους που βρίσκονται εκτός αυτής. Αυτό πραγματοποιείται ταυτόχρονα με τη μετάδοση και ανανέωση διά του Αγίου Πνεύματος των λόγων αυτών.
Όταν αποδίδουμε αυτό το ρόλο στους λόγους, δεν εννοούμε οπωσδήποτε την ανάγνωση ή την επακριβή επανάληψή τους, αλλά το περιεχόμενό τους που είναι ομολογία για τον Χριστό. Ακόμα όμως και σ’ αυτή την περίπτωση συμπεριλαμβάνεται η συνεχής ανάγνωση της Γραφής στην εκκλησιαστική κοινότητα από ορισμένα πρόσωπα, ανάγνωση που ανανεώνει την κυκλοφορία του αμείωτου και αναλλοίωτου περιεχομένου στην εκκλησιαστική κοινότητα. Η Γραφή εξασφαλίζει με την έννοια αυτή τη διατήρηση της ζωντανής και αναλλοίωτης πίστης στην Εκκλησία, αν και με τη σειρά της αξιολογείται από το Πνεύμα του Χριστού, από το Πνεύμα της πίστης και διατηρείται διά του Αγίου Πνεύματος στην κοινότητα της Εκκλησίας μετά την συγκρότησή της, μετά από τη στενή επικοινωνία ορισμένων προσώπων με τον Χριστό.
Εκτός απ’ αυτά, εκείνοι που δέχονται την πίστη από άλλους, με βάση το γενικό περιεχόμενο της Γραφής, με μία, έπειτα, όλο και πιο συχνή επαφή με τη Γραφή, εισέρχονται όλο και πιο βαθιά στον πλούτο των πνευματικών νοημάτων της, πεπεισμένοι όλο και πιο πολύ ότι οι λόγοι της Γραφής δεν θα μπορούσαν να προέλθουν παρά απ’ τον Θεό, επειδή έχουν μέσα τους τα ατέλειωτα βάθη της θεϊκής ζωής. Αυτά τα νοήματα ενισχύουν, όλο και περισσότερο, την πίστη που την δέχτηκαν διά μέσου κάποιου άλλου ως δώρο του Πνεύματος. Δίνουν απάντηση όλο και περισσότερο στη δίψα μας να γνωρίσουμε τον Θεό και επιβεβαιώνουν την εικόνα του Θεού που διαμορφώνεται με την πίστη.
Η κατάσταση που το Πνεύμα — η πηγή της πίστης — δημιουργεί μέσα μας βαθύνεται από τα νοήματα των λόγων της Γραφής, έτσι ώστε δεν μπορεί κανείς να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο έργο του Πνεύματος, που ήρθε μέσα μας διαμέσου κάποιου άλλου και στο έργο των λόγων του περιεχόμενου της Γραφής, αντιστοίχως. Στην ουσία το Πνεύμα μάς μεταδίδεται από κάποιον άλλο, διά μέσου του λόγου της Γραφής, που εκείνος πίστεψε. Ενώ εμπλουτισμός της πίστης μας με την ανάγνωση της Γραφής, με το στοχασμό πάνω στο περιεχόμενό της, γίνεται μόνο σε κοινωνία με τους άλλους, στην κοινότητα της Εκκλησίας. Χωρίς τη Γραφή η πίστη μας θα εξασθενούσε και το περιεχόμενό της θα φτώχαινε με το πέρασμα του χρόνου και θα γινόταν αβέβαιο ακόμα και στους κόλπους της Εκκλησίας· χωρίς την Εκκλησία όμως η Γραφή δεν θα ήταν καίρια λειτουργική, επειδή θα έλειπε η μετάδοση του Πνεύματος από εκείνους που πιστεύουν σε κείνους που δέχονται την πίστη.
Έτσι το Πνεύμα κάνει επίκαιρο τον λόγο της Γραφής μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας. Ο Χριστός προφέρει και τώρα εν Αγίω Πνεύματι τους λόγους Του, προβάλλοντας πάντα καινούργια νοήματά τους, συμφωνά με το δικό μας πνευματικό επίπεδο κατανόησης, αλλά και σύμφωνα με το επίπεδο της εποχής, που βρίσκεται η εκκλησιαστική κοινότητα. Μόλις περάσει κανείς πέρα από το γράμμα της Γραφής και εγκαταλείψει την χωρίς πνευματική κατανόηση ανάγνωσή της, ανακαλύπτει όχι μόνο τα πνευματικά νοήματά της, αλλά και το έργο του Πνεύματος του Χριστού, που επιτελείται σε εκείνον που διαβάζει διαμέσου αυτών των νοημάτων, βρίσκει τον ίδιο τον Χριστό που του αποκαλύπτει τον όλο και πιο βαθύ πνευματικό πλούτο. Έτσι οι πιστοί γνωρίζουν όλο και περισσότερο «τι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» και «την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού», «ίνα πληρωθήτε εις πάν πλήρωμα του Θεού» (Εφεσ. 3, 18-19). Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει: «Πολλής ουν χρεία της επιστήμης, ώστε διαδύντας πρότερον τα περί τον λόγον των ρημάτων καλύμματα, ούτω γυμνώ τω νω καθαρόν αυτόν εφ’ εαυτόν εστώτα θεάσασθαι τον λόγον, τον εν αυτώ σαφώς, ως εφικτόν ανθρώποις, Πατέρα δεικνύοντα».
Οι λόγοι της Γραφής αποτελούν την μοιραία ευκαιρία για να έλθουμε, πέρα απ’ αυτούς, σε σχέση με το αυθεντικό Πρόσωπο του Χριστού, διά του έργου του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνο με την ανάγνωσή τους, αλλά και με τη γνώση του περιεχομένου τους.
Με τους αποστόλους συνέβη το αντίθετο γεγονός: πρώτα γνώρισαν το πρόσκοπο και τις πράξεις του Χριστού που ορισμένες τις προφήτευσε ο Ίδιος και μετά «επίστευσαν τη γραφή και τω λόγω ω είπεν ο Ιησούς» (Ίωάν. 2, 22). Μ’ αυτή την έννοια μεταδόθηκε από την εποχή των αποστόλων η πίστη στο Πρόσωπο του Χριστού διά του προφορικού κηρύγματος και έπειτα όσοι πίστεψαν σ’ Αυτόν επιβεβαίωσαν και εμπλούτισαν την πίστη τους περισσότερο, με την ανάγνωση της Γραφής.
Ωστόσο, μετά το σχηματισμό της ως μέσο και αναπόφευκτη ευκαιρία, με την οποία συντηρείται και ενισχύεται η πίστη στον Χριστό, «πάσα γραφή θεόπνευστος» (Β΄ Τιμ. 3, 16).
Ο Χριστός, που ενεργεί μέσα μας διά του Αγίου Πνεύματος μεταδίδοντας τον εαυτό Του έτσι όπως περιγράφεται στη Γραφή, είναι στην Εκκλησία. Η Εκκλησιά είναι το σώμα του Χριστού, όπου αυτός εργάζεται στη διάρκεια του χρόνου. Η Εκκλησία είναι γεμάτη από τον Χριστό που εργάζεται για τη σωτήρια. Αφού ο Χρίστος είναι ενεργός στην Εκκλησία, η Γραφή που Τον περιγράφει, όταν γίνεται ενεργός, είναι κι αυτή επίσης στην Εκκλησία.
Η Αποκάλυψη όμως ως πραγματικότητα που εκπληρώθηκε εν Χριστώ και εκδηλώνει την ίδια δύναμη διά της Εκκλησίας ανά τους αιώνας, αποτελεί την Παράδοση. Επομένως η Παράδοση είναι η ίδια η Εκκλησία, ως μορφή της αμείωτης δύναμης του Χριστού διά του Αγίου Πνεύματος, ως μορφή της Αποκάλυψης που εκπληρώθηκε εν Αυτώ, εις τους αιώνας.
Γι’ αυτό «πάσα προφητεία γραφής ιδίας επιλύσεως ου γίνεται· ου γαρ θελήματι ανθρώπου ηνέχθη ποτέ προφητεία, αλλ’ υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι έλαλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. 1, 20-21). Στον «ωκεανό» των πέρα από το γράμμα νοημάτων του Πνεύματος κωπηλατεί κανείς περιπλανώμενος, όταν δεν έχει την καθοδήγηση του Πνεύματος που μεταβιβάζει την κατανόηση αυτών των νοημάτων από γενεά σε γενεά μέσα στην Εκκλησία.
(π. Δημητρίου Στανιλοάε, «Ο Θεός, ο κόσμος και ο άνθρωπος», εκδ. Αρμός, σ. 82-89)