Η επίκληση του Ονόματος του Ιησού (Γ)
20.05.2012
Το Όνομα του Ιησού και η Σάρκωσή του.
«Και ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιω. 1, 14).
Είδαμε τη «σώζουσα» δύναμη του Αγίου Ονόματος· πρέπει τώρα να προχωρήσουμε. Ανάλογη προς την αύξηση του Ονόματος του Ιησού μέσα μας είναι και η αύξηση της γνώσεως των θείων μυστηρίων. Το Άγιον Όνομα δεν είναι μόνον ένα μυστήριο της σωτηρίας, ή εκπλήρωση των αναγκών μας, ή ελάττωση των πειρασμών μας, ή συγχώρηση των αμαρτιών μας. Η επίκληση του Ονόματος είναι επίσης ένα μέσον να προσορμίσουμε στον εαυτό μας το μυστήριο της Σαρκώσεως. Είναι ένα ισχυρό μέσον ενώσεως με τον Κύριό μας. Το να ενωθούμε με το Χριστό είναι μεγαλύτερη ευλογία από το να ιστάμεθα προ Αυτού ή να σωθούμε δι’ Αυτού. Η ένωση είναι μεγαλύτερη της παρουσίας και της περισυλλογής.
Μπορείτε να προφέρετε το Όνομα του Ιησού, ώστε «κατοικήσαι τον Χριστόν… εν ταις καρδίαις υμών». Όταν το όνομά Του σχηματίζεται στα χείλη σας, μπορείτε να λάβετε πείρα της πραγματικότητας της ελεύσεώς Του στη ψυχή. «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και είσελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού». Μπορείτε να ενθρονίσετε μέσα σας το Πρόσωπο και το Όνομα του Ιησού. «…ωκοδόμησαν εν αυτή αγίασμα τω ονόματι σου». Είναι το «καγώ εν αυτοίς» της αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου μας. Μπορούμε να ρίξουμε τους εαυτούς μας στο όνομά του και να αισθανόμαστε ότι είμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού και κλάδοι του αληθινού κλήματος. «Μείνατε εν εμοί». Βεβαίως τίποτε δεν μπορεί να καταργήσει τη διαφορά μεταξύ του Δημιουργού και του δημιουργήματος. Αλλ’ υπάρχει μία πραγματική ένωση της ανθρωπότητας και των προσώπων μας με τον Κύριο μας, που γίνεται δυνατή με τη σάρκωση του Ιησού, μία ένωση, την οποία η χρήση του ονόματος του Ιησού μπορεί να εκφράσει και ενισχύσει.
Κάποια αναλογία υπάρχει μεταξύ της Σαρκώσεως του Λόγου και της κατασκηνώσεως του Αγίου ονόματος μέσα μας. Ο Λόγος έγινε σαρξ. Ο Ιησούς έγινε άνθρωπος. Η εσωτερική πραγματικότητα του ονόματος του Ιησού, η οποία εισήλθε στις ψυχές μας, πλημμυρίζει τα σώματά μας. «Ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν». Το ζωντανό περιεχόμενο του ονόματος μπαίνει κατά τρόπο φυσικό μέσα μας. «Μύρον εκκενωθέν όνομά σου…». Το Όνομα, αν το επαναλαμβάνουμε με πίστη και αγάπη , γίνεται μία δύναμη ικανή να παραλύσει και υπερνικήσει «τον νόμον της αμαρτίας τον όντα εν τοις μέλεσί μου». Μπορούμε ακόμη να θέσουμε στους εαυτούς μας το όνομα του Ιησού σαν ένα είδος φυσικής σφραγίδας, η οποία διατηρεί τις καρδιές και τα σώματά μας καθαρά και εξαγιασμένα: «Θες με ως σφραγίδα εις την καρδίαν σου, ως σφραγίδα επί τον βραχίονα σου». Αλλ’ αυτή η φυσική σφραγίδα δεν είναι κερί ή μολύβι. Είναι το εξωτερικό σημείο και το όνομα του ζώντος Λόγου.
Το Όνομα του Ιησού και η Μεταμόρφωση.
«Το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ.1, 23)
Η χρήση του Αγίου ονόματος δεν σημαίνει μόνον τη γνώση της ενώσεώς μας με τον Ιησού στη σάρκωσή Του. Το Όνομα είναι επίσης ένα όργανο, με το οποίο μπορούμε να επιτύχουμε μία ευρύτερη άποψη της σχέσεως του Κυρίου μας με όλα όσα ο Θεός δημιούργησε. Το όνομα του Ιησού μας βοηθά να μεταμορφώσουμε τον κόσμο μέσα στον Χριστό (χωρίς καμία πανθεϊστική παρανόηση). Εδώ υπάρχει μία άλλη πλευρά της επικλήσεως του ονόματος: Είναι μία μέθοδος μεταμορφώσεως.
Έτσι συμβαίνει σε σχέση με τη φύση. Το φυσικό σύμπαν μπορεί να θεωρηθεί σαν εργόχειρο του Δημιουργού: «Κύριος ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην». Μπορεί να θεωρηθεί ως το ορατό σύμβολο της αοράτου θείας ωραιότητας: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού»· «Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού…». Και πάντως όλα αυτά δεν είναι αρκετά. Η δημιουργία δεν είναι στατική. Αγωνιζόμενη και στενάζουσα κινείται προς τον Χριστό, γιατί εκεί είναι το πλήρωμα και ο σκοπός της. «Πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει», μέχρις ότου «η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». Εκείνο που ονομάζουμε άψυχο κόσμο , οδηγείται από μία κίνηση που δόθηκε από το Χριστό. Τα πάντα συνέκλιναν προς τη Σάρκωση. Τα φυσικά στοιχεία και τα προϊόντα της γης, βράχος και ξύλο, νερό και λάδι, σιτάρι και κρασί θα αποκτούσαν μία νέα σημασία και θα γίνονταν σημεία και μέσα της χάριτος. Ολόκληρη η δημιουργία μυστηριωδώς κράζει το όνομα του Ιησού: «Λέγω υμίν ότι εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται». Είναι η κραυγή αυτού του ονόματος, το οποίον οι Χριστιανοί θα ακούν στη φύση. Με την προφορά του ονόματος του Ιησού στα φυσικά πράγματα, σε μια πέτρα ή σε ένα δένδρο, ένα καρπό ή ένα λουλούδι , στη θάλασσα ή σ’ ένα τοπίο ή σε οποιοδήποτε πράγμα, ο πιστός διαλαλεί το μυστικό αυτών των πραγμάτων, τα οδηγεί στον προορισμό τους, δίνει μία απάντηση στη μεγάλη και φαινομενικά άφωνη αναμονή. «Η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται». Θα λέμε το ονομα του Ιησού σε ενότητα με όλη τη δημιουργία: «… εν τω ονόματι του Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθόνιων».
Ο ζωικός κόσμος μπορεί επίσης να μεταμορφωθεί από μας. Όταν ο Ιησούς παρέμεινε σαράντα ημέρες στην έρημο, «ην μετά των θηρίων». Δεν γνωρίζουμε τί συνέβη τότε, αλλά μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι καμία ζωντανή ύπαρξη δεν έμεινε ανέπαφη από την επίδραση του Ιησού. Ο Ιησούς ο ίδιος είπε περί των στρουθίων ότι «και εν εξ αυτών ουκ έστιν επιλελησμένον ενώπιον του Θεού». Μοιάζουμε στον Αδάμ, όταν θα έδινε ονόματα σε όλα τα ζώα. «Και έπλασεν ο Θεός έτι εκ της γης πάντα τα θηρία του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού και ήγαγεν αυτά προς τον Αδάμ, ιδείν τί καλέσει αυτά». Οι επιστήμονες ονομάζουν τα ζώα όπως τους ταιριάζει. Όσον αφορά σε μας, εάν επικαλούμαστε το όνομα του Ιησού στα ζώα, επιστρέφουμε σ’ αυτά την πρώτη τους αξία, την οποία τόσο εύκολα λησμονούμε, την αξία των ζώντων όντων, τα οποία δημιουργήθηκαν και απολαμβάνουν την πρόνοια του Θεού, με τον Ιησού και για τον Ιησού: «Τούτο όνομα αυτώ».
Κυρίως σε σχέση με τους ανθρώπους μπορούμε να εξασκήσουμε μία υπηρεσία μεταμορφώσεως. Ο αναστάς Χριστός εμφανίσθηκε αρκετές φορές με μία μορφή, η οποία δεν ήταν εκείνη η μία, με την οποίαν οι Μαθητές τον γνώρισαν: «…εφανερώθη εν ετέρα μορφή». Με την μορφή ενός ταξιδιώτη προς Εμμαούς, ή ενός κηπουρού κοντά στο μνήμα, ή ενός ξένου στην ακτή της λίμνης. Κάθε φορά ήταν με τη μορφή ενός συνηθισμένου ανθρώπου, σαν αυτούς που μπορούμε να συναντήσουμε στην καθημερινή ζωή. Έτσι ο Ιησούς παρουσίασε μία σπουδαία μορφή της παρουσίας Του μεταξύ μας -την παρουσία Του στον άνθρωπο. Έτσι συμπλήρωνε εκείνο που δίδαξε: «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με… γυμνός ήμην και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με… Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Ο Ιησούς παρουσιάζεται τώρα σε μας με τα χαρακτηριστικά των ανδρών και των γυναικών. Πράγματι αυτή η ανθρώπινη μορφή είναι τώρα η μόνη, που ο καθένας μπορεί, στη σκέψη, οποτεδήποτε και οπουδήποτε, να δει τη μορφή του Κυρίου μας. Οι άνθρωποι σήμερα σκέπτονται ως πραγματιστές δεν ζουν με αφηρημένα πράγματα και φαντάσματα και όταν οι Άγιοι και οι Μυστικοί έρχονται και τους λέγουν: «εωράκαμεν τον Κύριον», απαντούν με το Θωμά: «Εάν μη… βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω». Ο Ιησούς δέχεται αυτή την πρόκληση. Επιτρέπει να τον δουν και να τον ψηλαφήσουν και να του μιλήσουν στο πρόσωπο όλων των ανθρωπίνων αδελφών του. Σε μας, όπως στο Θωμά, λέει: «Φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός».
Ο Ιησούς μας δείχνει τους φτωχούς, τους ασθενείς, τους αμαρτωλούς και γενικά όλους τους ανθρώπους και μας λέει: «Ίδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου… ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα». Οι άνδρες και οι γυναίκες είναι η σάρκα και τα οστά, τα χέρια και τα πόδια, η τρυπηθείσα πλευρά του Χριστού, το μυστικό Του σώμα. Απ’ αυτά μπορούμε να αποκτήσουμε πείρα της πραγματικότητας της αναστάσεως και της πραγματικής παρουσίας (χωρίς σύγχυση της ουσίας) του Κυρίου Ιησού. Εάν δεν τον βλέπουμε, αυτό οφείλεται στην ολιγοπιστία και σκληροκαρδία μας: «Οι οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν». Τώρα το όνομα του Ιησού είναι ένα συγκεκριμένο και ισχυρό μέσο μεταμορφώσεως των ανθρώπων στην κρυμμένη, εσώτατη πραγματικότητα. Θα προσεγγίζουμε όλους τους άνδρες και τις γυναίκες -στο δρόμο, το κατάστημα, το γραφείο, το εργοστάσιο, το λεωφορείο, στην «ουρά» των ανθρώπων που περιμένουν, και ιδίως εκείνους οι οποίοι φαίνονται ενοχλητικοί και αντιπαθητικοί- με το όνομα του Ιησού στη καρδιά και τα χείλη μας. Θα προφέρουμε το όνομά Του σ’ αυτούς, γιατί το πραγματικό τους όνομα είναι το όνομα του Ιησού. Ονόμασέ τους με το όνομά Του, με πνεύμα λατρείας, αφιερώσεως και υπηρεσίας. Λατρέψτε το Χριστό στο πρόσωπο τους, υπηρετήστε το Χριστό στο πρόσωπο τους. Σε πολλούς από αυτούς -στους κακούς, στους εγκληματίες- ο Ιησούς είναι φυλακισμένος. Ελευθερώστε τον με τη σιωπηλή αναγνώριση και τη λατρεία του σ’ αυτούς. Εάν βαδίζουμε στον κόσμο με αυτή τη νέα θεώρηση, λέγοντας «Ιησού» σε κάθε άνθρωπο, βλέποντας τον Ιησού σε κάθε άνθρωπο, ο καθένας θα μετασχηματισθεί και θα μεταμορφωθεί μπροστά στα μάτια μας. Όσο περισσότερο είμαστε έτοιμοι να προσφέρουμε από τον εαυτό μας στους ανθρώπους, τόσο περισσότερο η νέα θεώρηση θα είναι καθαρή και ζωντανή. Η θεώρηση δεν μπορεί να διαχωριστεί από το δώρο. Δικαία ο Ιακώβ είπε στον Ησαύ, όταν συμφιλιώθηκαν: «Ει εύρον χάριν εναντίον σου, δέξαι τα δώρα δια των εμών χειρών ένεκεν τούτου είδον το πρόσωπον σου, ως αν τις ίδοι πρόσωπον Θεού».
Το Όνομα του Ιησού και η Εκκλησία.
«…Ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης» (Εφεσ. 1, 10)
Προφέροντας το όνομα του Ιησού, συναντούμε εσωτερικά όλους εκείνους, οι οποίοι είναι ενωμένοι με τον Κύριό μας, όλους εκείνους, για τους οποίους Αυτός είπε: «όπου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών».
Θα έπρεπε να βρούμε όλους τους ανθρώπους στη καρδιά του Ιησού και στην αγάπη Του. Θα έπρεπε να ρίξουμε όλους τους ανθρώπους μέσα στο όνομά Του και να τους περικλείσουμε σ’ αυτό. Μεγάλοι κατάλογοι ικεσιών δεν είναι απαραίτητοι. Μπορούμε να «εφαρμόσουμε» το όνομα του Ιησού στο όνομα αυτού ή εκείνου του προσώπου, που βρίσκεται σε ιδιαίτερη ανάγκη. Αλλ’ όλοι οι άνθρωποι και όλες ακριβώς οι αιτίες είναι ήδη συγκεντρωμένες στο όνομα του Κυρίου μας. Προσκόλληση στον Ιησού είναι να γίνουμε ένα με Αυτόν στην ανησυχία Του και την αγαπώσα καλοσύνη Του γι’ αυτούς. Η προσκόλληση στην ικεσία του Κυρίου μας για τους ανθρώπους, είναι καλλίτερη από του να συνηγορήσουμε σ’ Αυτόν γι’ αυτούς.
Όπου είναι ο Ιησούς, είναι η Εκκλησία. Όποιος είναι με τον Ιησού είναι με τη Εκκλησία. Εάν η επίκληση του Αγίου ονόματος είναι ένα μέσον ενώσεως με τον Κύριό μας, είναι επίσης ένα μέσον ενώσεως με εκείνη την Εκκλησία, η οποία είναι σ’ Αυτόν και την οποίαν καμία ανθρώπινη αμαρτία δεν μπορεί να προσβάλει. Αυτό δεν σημαίνει, ότι κλείνουμε τα μάτια μας στα προβλήματα της Εκκλησίας στη γη, στις ατέλειες και τη διαίρεση των χριστιανών. Αλλ’ εδώ ασχολούμαστε μόνο με αυτή την αιώνια και πνευματική και «ακηλίδωτη» πλευρά της Εκκλησίας, η οποία φανερώνεται στο όνομα του Ιησού. Μ’ αυτόν τον τρόπο θεωρούμενη η Εκκλησία, υπερβαίνει όλη τη γήινη πραγματικότητα. Κανένα σχίσμα δεν μπορεί να την σχίσει. Ο Ιησούς είπε στη Σαμαρείτιδα: «Πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί… έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία».Υπάρχει μία φαινομενική αντίφαση στους λόγους του Κυρίου μας. Πώς θα μπορούσε η ώρα να έρχεται ακόμη και να έχει ήδη έλθει; Αυτό το παράδοξο βρίσκει την εξήγησή του στο γεγονός, ότι η Σαμαρείτιδα στεκόταν τότε μπροστά στο Χριστό. Αφ’ ενός η ιστορική αντίθεση μεταξύ Ιερουσαλήμ και Γαριζίν υπήρχε ακόμη, και ο Ιησούς, ενώ απέφυγε να την αντιμετωπίσει ως ασήμαντη περίσταση, έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στις υψηλότερες αναζητήσεις της Ιερουσαλήμ: «Υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν». Μ’ αυτή την έννοια, η «ώρα» δεν είχε έλθει ακόμη, αλλ’ ερχόταν. Αφ’ ετέρου, η «ώρα» ήταν ήδη, γιατί η γυναίκα είχε μπροστά της Αυτόν, που είναι μεγαλύτερος της Ιερουσαλήμ ή του Γαριζίν, Αυτόν, ο οποίος «αναγγελεί ημίν πάντα» και τον οποίον μόνον μπορούμε πλήρως να προσκυνήσουμε «εν πνεύματι και αληθεία». Η ίδια κατάσταση προκύπτει, όταν, επικαλούμενοι το όνομα του Ιησού, προσεγγίζουμε το πρόσωπό Του. Βεβαίως δεν πιστεύουμε, ότι όλες οι αντιμαχόμενες ερμηνείες του Ευαγγελίου, τις οποίες ακούμε στη γη, είναι εξίσου αληθινές, ούτε ότι οι διαιρεμένες χριστιανικές ομάδες έχουν το ίδιο μέτρο αληθείας. Αλλά, προφέροντας πλήρως το όνομα του Ιησού, εξολοκλήρου παραδιδόμενοι στο πρόσωπο και τις απαιτήσεις Του, μετέχουμε απεριόριστα στην ολότητα της Εκκλησίας, και έτσι αποκτούμε πείρα της ουσιώδους ενότητάς της, η οποία είναι βαθύτερη από όλες τις ανθρώπινες διαιρέσεις μας.
Η επίκληση του ονόματος του Ιησού μας βοηθά να συναντήσουμε πάλι, σ’ Αυτόν, όλους τους τεθνεώτες. Η Μάρθα είχε λάθος, όταν, μιλώντας για τον Λαζάρο, είπε στον Κύριό μας: «Οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα». Παραγνωρίζοντας το παρόν, έστρεφε ολόκληρη την πίστη της στο μέλλον. Ο Ιησούς διόρθωσε το λάθος της. «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή». Η ζωή και η ανάσταση των τεθνεώτων δεν είναι απλώς μία μελλοντική πραγματικότητα (αν και η ανάσταση των σωμάτων των ατόμων είναι τέτοια). Το πρόσωπο του αναστημένου Χριστού είναι ήδη η ανάσταση και η ζωή όλων των ανθρώπων. Αντί να προσπαθήσουμε να εγκαθιδρύσουμε -στην προσευχή ή τη μνήμη ή την φαντασία μας- μία απ’ ευθείας πνευματική επαφή με τους νεκρούς μας, θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να τους προσεγγίσουμε στο Χριστό, όπου βρίσκεται τώρα η αληθινή ζωή τους. Μπορεί, επομένως, να πει κανείς, ότι η επίκληση του ονόματος του Ιησού είναι η άριστη προσευχή για τους τεθνεώτας. Η επίκληση του ονόματος, δίνοντας σε μας την παρουσία του Κυρίου μας, φέρνει αυτούς επίσης παρόντας σε μας. Και ο σύνδεσμός μας, του Άγιου ονόματος με τα ονόματα των, είναι το έργο της αγάπης μας γι’ αυτούς.
Αυτοί οι τεθνεώτες, των οποίων η ζωή είναι τώρα κρυμμένη μετά του Χριστού, σχηματίζουν την ουράνια Εκκλησία. Αυτοί ανήκουν στην καθολική και αιώνια Εκκλησία, της οποίας η επί γης στρατευόμενη Εκκλησία δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα. Συναντούμε στο όνομα του Ιησού ολόκληρη τη χορεία των αγίων: «Το όνομα Αυτού επί των μετώπων αυτών». Σ’ αυτό συναντούμε τους αγγέλους· ο Γαβριήλ ήταν εκείνος, που πρώτος επί της γης ανακοίνωσε το Άγιον όνομα, λέγοντας στη Μαρία: «…καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν». Σ’ αυτό συναντάμε την γυναίκα «την ευλογημένην εν γυναιξί», στην οποία ο Γαβριήλ είπε αυτές τις λέξεις και η οποία τόσο συχνά ονόμασε τον υιό της με το όνομα Του. Είθε το Άγιο Πνεύμα να μας κάνει να επιθυμούμε ν’ ακούμε το όνομα του Ιησού, όπως η Παρθένος Μαρία το άκουσε για πρώτη φορά και να επαναλαμβάνουμε εκείνο το όνομα, όπως η Μαρία και ο Γαβριήλ το πρόφεραν. Είθε η δική μας επίκληση του Ονόματος να εισέλθει μέσα σ’ αυτή την άβυσσο της λατρείας, της υπακοής και της τρυφερότητας.
Το Όνομα του Ιησού ως Ευχαριστία.
«Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. 22,19).
Το μυστήριο του Υπερώου ήταν η συγκεφαλαίωση ολόκληρης της ζωής και της αποστολής του Κυρίου μας. Η μυστηριακή ευχαριστία δεν είναι σκοπός της μελέτης αυτής. Αλλ’ υπάρχει μία «ευχαριστιακή» χρήση του Ονόματος του Ιησού στην οποία όλες οι απόψεις, τις οποίες είδαμε μέχρι τώρα, συγκεντρώνονται και ενοποιούνται.
Η ψυχή μας είναι επίσης ένα Υπερώο, όπου ένας αόρατος Μυστικός Δείπνος μπορεί να γίνει οποτεδήποτε. Ο Κύριός μας μάς λέγει μυστικά, όπως και στους παλαιούς: «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’ υμών… Πού έστι το κατάλυμα όπου το Πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω;…εκεί ετοιμάσατε». Οι λέξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή μόνον στον ορατό Μυστικό Δείπνο του Κυρίου. Έχουν επίσης εφαρμογή στην εσωτερική ευχαριστία, η οποία, αν και μόνον πνευματική, είναι πολύ πραγματική. Στην ορατή ευχαριστία ο Ιησούς προσφέρεται με τα είδη του άρτου και του οίνου. Στην εντός μας ευχαριστία μπορεί να φανερωθεί και προσδιορισθεί, μόνον με το Όνομά Του. Γι’ αυτό, η επίκληση του Αγίου Ονόματος μπορεί να γίνει από εμάς ένα είδος ευχαριστίας.
Η αρχική έννοια της «ευχαριστίας» είναι: ευχαριστήρια δοξολογία. Ο εσωτερικός μας Μυστικός Δείπνος θα είναι πρώτα μία ευχαριστήρια δοξολογία για τη μεγάλη δωρεά, της δωρεάς, η όποια έγινε σε εμάς από τον Πατέρα στο πρόσωπο του Υιού Του. «Δι’ αυτού… αναφέρωμεν θυσίαν αινέσεως διά παντός τω Θεώ». Η Γραφή αμέσως εξηγεί την φύση αυτής της θείας αινέσεως: «…τούτ’ έστι καρπόν χειλέων ομολογούντων τω ονόματι αυτού». Έτσι η ιδέα του Ονόματος συνδέεται με εκείνην της ευχαριστήριας δοξολογίας. Δεν μπορούμε, ενώ προφέρουμε το Όνομα του Ιησού, να ευχαριστήσουμε μόνον τον Πατέρα, γιατί μας έχει δώσει τον Υιό Του, ή ν’ απευθύνουμε τις ευχαριστίες μας προς το Όνομα του ιδίου του Υιού, αλλά μπορούμε να κάνουμε το Όνομα του Υιού ουσία και ενίσχυση της θείας αινέσεως, που απευθύνεται στον Πατέρα, έκφραση της ευγνωμοσύνης και των ευχαριστιών μας.
Κάθε ευχαριστία είναι μία προσφορά. «Και έσονται τω Κυρίω προσάγοντες θυσίαν εν δικαιοσύνη». Δεν μπορούμε να προσφέρουμε στον Πατέρα μία καλλίτερη προσφορά, παρά το πρόσωπο του Υιού Του Ιησού. Αυτή η προσφορά μόνον είναι άξια του Πατέρα. Η προσφορά μας του Ιησού στον Πατέρα Του είναι ένα με την προσφορά, την οποίαν ο Ιησούς αιωνίως κάνει προσφέροντας τον Εαυτό του, γιατί πώς θα μπορούσαμε μόνοι μας, να προσφέρουμε τον Χριστό; Για να δώσουμε ένα συγκεκριμένο σχήμα στη προσφορά μας, πιθανώς θα μας βοηθήσει η προφορά του ονόματος του Ιησού. Θα προσφέρουμε ως δώρο στο Θεό το Άγιον Όνομα, σαν να ήταν άρτος και οίνος.
Ο Κύριος κατά τον Μυστικό Του Δείπνο, πρόσφερε στους Μαθητές Του άρτο, τον οποίον τεμάχισε, και οίνον, τον όποιον έχυσε. Προσέφερε μία ζωή, η οποία δόθηκε, το Σώμα και το Αίμα Του, έτοιμα για τη θυσία. Όταν εσωτερικά προσφέρουμε τον Ιησού στον Πατέρα Του, θα Τον προσφέρουμε πάντοτε ως θύμα, που θυσιάζεται και θριαμβεύει : «Άξιον έστι το αρνίον το εσφαγμένον λαβείν… τιμήν και δόξαν και ευλογίαν». Ας προφέρουμε το Όνομα του Ιησού με τη συναίσθηση ότι πλυθήκαμε και γίναμε λευκοί «εν τω αίματι του αρνίου». Αύτη είναι η χρήση της θυσίας του Άγιου Ονόματος. Αυτό δεν σημαίνει, ότι σκεφτόμαστε για μια νέας θυσία του Σταυρού. Το Άγιο Όνομα χρησιμοποιούμενο στη θυσία, δεν είναι παρά ένα μέσον για να εφαρμοστούν σε εμάς, εδώ και τώρα, οι καρποί της τέλειας αφιερώσεως, που της έγινε μια για πάντα. Μας βοηθά στην εξάσκηση της γενικής ιεροσύνης, για να κάνουμε πνευματικά πραγματική και παρούσα την αιωνία θυσία του Χριστού. Η ευχαριστιακή χρήση του Ονόματος του Ιησού θα μας υπενθυμίζει επίσης, ότι δεν μπορούμε να γίνουμε ένα με τον Ιησού, θύτη και θύματος, αν δεν προσφέρουμε μέσα Του, μέσα στο Όνομά Του, τη ψυχή και το σώμα μας: «Ολοκαυτώματα και περί αμαρτίας ουκ ευδόκησας. Τότε είπον· ιδού ήκω».
Δεν υπάρχει Μυστικός Δείπνος του Κυρίου χωρίς κοινωνία. Η εσωτερική μας ευχαριστία, επίσης, είναι εκείνο, το όποιον η παράδοση έχει ονομάσει «πνευματική κοινωνία», δηλαδή, μία τροφή από το σώμα και αίμα του Χρίστου διά της πίστεως, χωρίς τη χρησιμοποίηση των ορατών στοιχείων του άρτου και του οίνου. «Ο άρτος του Θεού έστιν ο καταβαίνων εκ του ουρανού και ζωήν διδούς τω κόσμω… εγώ είμι ο άρτος της ζωής». Ο Ιησούς πάντοτε παραμένει ο άρτος της ζωής, τον οποίον μπορούμε να δεχτούμε ως τροφή, ακόμη και όταν δεν συμμετέχουμε σε οποιοδήποτε μυστηριακό στοιχειό: «Το πνεύμα έστι το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν». Μπορούμε να έχουμε μία καθαρά πνευματική και αόρατη είσοδο στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Αυτός ο εσωτερικός, αλλά πολύ πραγματικός, τρόπος προσεγγίσεως του Κυρίου μας, διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση του Προσώπου Του, γιατί εδώ είναι ένα ειδικό δώρο και κέρδος, μία ειδική χάρη, μία ειδική συγγένεια ανάμεσα σε εμάς και του Κυρίου μας, ως τροφέα και τροφής, οι οποίοι συμμετέχουμε (αν καίτοι αόρατα) σ’ αυτήν την τροφή. Τώρα η πνευματική αυτή κοινωνία του θείου Άρτου της ζωής, του Σώματος και Αίματος του Σωτήρα, γίνεται ευκολότερη, όταν εκφράζεται με το Άγιο Όνομα, δεχόμενη απ’ αυτό το σχήμα της, τη μορφή και την υποστήριξη. Μπορούμε να προφέρουμε το Όνομα του Κυρίου μας, με ειδικό σκοπό την τροφήν της ψυχής μας απ’ αυτό, ή μάλλον από το ιερό Σώμα και το πολύτιμο Αίμα, τα οποία επιχειρούμε να προσεγγίσουμε μ’ αυτή. Μία τέτοια κοινωνία μπορεί να ανανεώνεται τόσο συχνά, όσο επιθυμούμε. Μακριά από εμάς το λάθος της χρησιμοποιήσεως επιπόλαια ή μειωτικά του Μυστικού Δείπνου του Κυρίου, όπως αυτός τελείται στην Εκκλησία. Αλλά πρέπει να περιμένει ο καθένας, που ακολουθεί τον τρόπο του Ονόματος, ότι μπορεί να αποκτήσει πείρα, ότι το Όνομα του Ιησού είναι μία πνευματική τροφή και ότι μεταφέρει στις πεινασμένες ψυχές τον Άρτο της ζωής. «Κύριε, πάντοτε δος ημίν τον άρτον τούτον». Σ’ αυτόν τον άρτο, σ’ αυτό το Όνομα, βρίσκουμε τους εαυτούς μας ενωμένους με όλους εκείνους, που μετέχουν στο ίδιο μεσσιανικό δείπνο: «Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί έσμεν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν ».
Με την Ευχαριστία «τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλομεν, άχρις ού αν έλθη». Η Ευχαριστία είναι μία προσδοκία της αιώνιας βασιλείας. Αυτή η «ευχαριστιακή» χρήση του Ονόματος του Ιησού, μας οδηγεί στην «εσχατολογική» χρήση του, δηλαδή στην επίκληση του Ονόματος, εν σχέσει προς το «τέλος» και την έλευση του Κυρίου μας. Κάθε επίκληση του Αγίου Ονόματος θα έπρεπε να είναι μία επείγουσα φιλοτιμία, προς την τελική επανένωσή μας με τον Ιησού στην ουράνια βασιλεία. Μία τέτοια φιλοτιμία σχετίζεται με το τέλος του κόσμου και την θριαμβευτική έλευση του Χριστού, αλλ’ έχει μία πλησιέστερη σχέση με τις ευκαιριακές (και, όπως θα έπρεπε να ζητούμε, συχνότερες) επεμβάσεις του Χριστού στη γήινη ύπαρξή μας, προς τις θαυμάσιες και ισχυρές εισόδους στην καθημερινή ζωή μας και, ακόμη περισσότερο, στην έλευση του Χριστού σ’ εμάς, κατά την ώρα του θανάτου μας. Υπάρχει ένας τρόπος να λέμε «Ιησού», ο οποίος είναι μία προπαρασκευή για το θάνατο, μία προσμονή του θανάτου, με την έννοια νοουμένου της αναμενόμενης εμφάνισης του Φίλου, «ον ουκ ειδότες αγαπάτε», μία κλήση γι’ αυτή την υπέρτατη συνάντηση, και εδώ και εκεί, ένα πέταγμα της καρδίας μας πέραν των εμποδίων. Όταν μες αυτόν τον τρόπο λέμε «Ιησού», η περιπόθητη κραυγή του Παύλου «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών», και η κραυγή του Ιωάννη «έρχου Κύριε Ιησού», είναι ήδη φανερές.
(Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας, «Η επίκλησις του ονόματος του Ιησού», σ. 29-48, μεταφορά στη νεοελληνική από Α.Χ)