Η Καθολικότης της Ορθοδοξίας (Α)
07.03.2012
-Σομπόρνοστ ή ο βυθός της αλογίας-
Φαύλος Κύκλος
Μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, μέσα στη ζωή του, πραγματοποιείται μια ακατάπαυστη και τραγική σύγκρουση. Σ’ αυτή οφείλεται και το παράλογο της υπάρξεώς του. Πρόκειται για τη σύγκρουση ανάμεσα στον άνθρωπο ως άτομο και στην ολότητα του φυσικού κόσμου και στο άτομο και την κοινωνία από το ένα μέρος, και στο άτομο και την θεότητα από το άλλο.
Η φύση χαρακτηρίζεται από μια αιώνια μανία: μοιάζει σαν να διψά να ντύσει πρώτα με «μορφή» και «δόξα» το γέννημά της, τον άνθρωπο, με το μοναδικό όμως σκοπό να μπορέσει να τον αφήσει έπειτα «άμορφο» και «άδοξο», ώστε να γίνει απρόσωπη σκόνη στους σκονισμένους και αχανείς δρόμους της. Το παιχνίδι της φύσεως με τον άνθρωπο μοιάζει πολύ με το παιχνίδι του δήμιου με το θανατοποινίτη λίγα λεπτά πριν από την εκτέλεσή του. Του χαρίζει λίγη ώρα για να συγκεντρωθεί και να αποκτήσει έτσι συνείδηση του εαυτού του. Τον φορτώνει όμως ταυτόχρονα με ένα βαρύ φορτίο τυφλών δυνάμεων και ροπών, κάτω από τις οποίες πάσχει και τρεμοσβήνει η συνείδησή του, τόσο ώστε τα πάντα μέσα και γύρω από τον άνθρωπο να καταβαραθρώνονται σε ένα απύθμενο βυθό αλογίας.
Σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για τις ροπές του ανθρώπου προς την ανυπαρξία, οι ροπές αυτές, και όταν ακόμα παρουσιάζονται ως δημιουργικό πάθος του αυτόνομου άνθρωπου μέσα στα πλαίσια της ενδοκοσμιότητας, είναι οι ίδιες εκείνες ροπές, που εκδηλώνονται με το φόβο του θανάτου, που προσφέρει με τη σειρά του στον άνθρωπο, σαν τελευταίο καταφύγιο, τη Διονυσιακή μέθη. Η φύση ως σύνολο και η ανθρώπινη φύση ως μέρος φανερώνονται σαν ένα τυφλό σκοτεινό υπόβαθρο («υποσυνείδητο»), σαν ένας «όγκος χωρίς πρόσωπο» (Καζαντζάκης), που προσδιορίζει το χώρο του συνειδητού καθιστώντας τον, σε τελευταία ανάλυση ανύπαρκτο.
Το φορτίο της φύσεως είναι πράγματι υπερβολικά βαρύ. Αλλά και το δόλωμά της είναι τόσο ύπουλο, ώστε ο άνθρωπος να δέχεται το παιχνίδι της και να γίνεται ακόμα και «φιλόσοφος» της μητρικής μανίας, απροσωποποιούμενος και αυτοαπροσωποποιού-μενος και μάλιστα όχι μονάχα με τον τρόπο της ζωής, αλλά και με τον τρόπο που φιλοσοφεί για τη ζωή.
Αυτό το συμπόσιο των τυφλών δυνάμεων, όπου αλληλοπεριχωρούνται ο άνθρωπος και η φύση, επεκτείνεται και σε ένα άλλο επίπεδο, που ενώ φαίνεται διαφορετικό από το προηγούμενο, όμως είναι μαζί του οργανικά δεμένο σαν με ομφάλιο λώρο. Πρόκειται για το επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Η κοινωνία, που παρουσιάζεται σε πρώτη εντύπωση μέσα στο βυθό του φυσικού απρόσωπου κόσμου σαν η σωτηρία του ανθρώπου, στην πραγματικότητα όμως αποβαίνει ένα νέο θέατρο, πάνω στη σκηνή του οποίου παίζεται το ίδιο παιχνίδι.
Και όταν τείνει προς τη φύση και βρίσκεται κοντά της, και όταν απομακρύνεται από αυτήν με την προβολή και τη χρήση του τεχνικού πολιτισμού, η κοινωνία διατρέχει πάντα τον ίδιο κίνδυνο: να μεταβάλει το άτομο σε ένα άψυχο συντελεστή, δηλαδή σε ένα καταναλωτικό όργανο, κλεισμένο μέσα στη φυλακή: «άμορφο, άδοξο, μη έχον είδος». Αυτό παρουσιάζεται πολλές φορές σαν μια τυφλή συλλογική «υπόσταση», που μαζεύει μέσα της τα θολά νερά της ανθρώπινης ιστορίας και που παράγει κάθε φορά όλο και νέα είδωλα και τα προσφέρει για προσκύνηση. Έτσι η κοινωνία, ως βιολογικός οργανισμός, μετατρέπει τον άνθρωπο σε μια άμορφη μάζα, που είναι κλεισμένη στο κλουβί της φυσικής αναγκαιότητας. Ο Individualismus, που τελικά τοποθετεί την έννοια της κοινωνίας στην περιοχή των διατομικών ψυχολογικών σχέσεων, με αυτή του τη συμπεριφορά ουσιαστικά την αρνιέται. Ενώ η ολοκρατία (Universalismus, Soziologismus) απορρίπτει ασυζήτητα την ανεπανάληπτη αξία του ατόμου. Ο άνθρωπος μοιάζει καταδικασμένος να μην μπορεί πια να βρει μια λύση ισορροπίας ανάμεσα στο «κοινό» και στο «επί μέρους».
Η προσφυγή στη θεότητα θα έπρεπε να είναι η μοναδική λύση. Στο βάθρο της όμως πολύ συχνά ανεβαίνουν και θρονιάζονται, αντί για το Θεό, η ίδια η φύση και η κοινωνία. Συνάμα και ο ίδιος άνθρωπος είναι συνηθισμένος να δημιουργεί διάφορες άλλες θεότητες σαν προέκταση των δικών του δυνάμεων ή σαν δημιούργημα της διανοίας του. Στην περίπτωση δε που κάτι τέτοιο επικρατεί, τότε τα πράγματα όχι μονάχα δεν αλλάζουν, αλλά και η μοίρα του ανθρώπου γίνεται ακόμα πιό ανυπόφορη. Η Ιστορία είναι γεμάτη από θεότητες αυτού του είδους, μάλιστα περιτυλιγμένες και με πέπλο μυστηριακό. Και άλλοτε μεν ταυτίζονται με τη φύση (φιλοσοφικός ή θρησκευτικός πανθεϊσμός), άλλοτε με την κοινωνία (λ.χ. ο κομμουνισμός), άλλοτε πάλι είναι μια αφηρημένη έννοια ή ένα αιμοχαρές ον, που διψάει για ολοκαυτώματα.
Οι θεότητες αυτές μοιάζουν πολλές φορές με το φίδι, που ρουφάει το αίμα του αρνιού. Δεν είναι ικανές να σώσουν, γιατί και οι ίδιες χρειάζονται για δικό τους λογαριασμό τη σωτηρία. Παραμένουν πάντοτε μια εξωτερική αυθεντία, που φθείρει την ακεραιότητα του ανθρώπου, ως προσώπου.
Η φθορά αυτή προϋποθέτει τη διαφθορά, στην οποία έχει παραδοθεί ο ίδιος ο άνθρωπος. Μάλλον είναι η προέκταση της διαφθοράς του. Γι’ αυτό και όταν ο άνθρωπος καταστρέψει τα διάφορα προσωπεία, που φορούν τα είδωλα και οι απάνθρωπες θεότητες, τότε ανακηρύττει τον εαυτό του ως τη μόνη υπαρκτή θεότητα, όπως π.χ. στην εποχή μας. Δεν ξεφεύγει όμως έτσι από το κλουβί της Ανάγκης και της αυτοκαταστροφής. Γιατί ό,τι υπάρχει μέσα του, και η θεότητα και η φύση και ο ίδιος μονάχος του ή σε σχέση με τους άλλους, όλα αυτά καθρεφτίζονται σε ένα σπασμένο καθρέφτη, χωρίς όμως τη δυνατότητα μιας πραγματικής κοινωνίας και συμφωνίας μεταξύ τους. Μέσα του το ένα μέρος καταπίνει αδιάκοπα το άλλο μέχρι την τελική εξόντωση του είτε στη φυσική αναγκαιότητα είτε στην απρόσωπη θεότητα. Η τελική αυτή κατάσταση του ανθρώπου και της πραγματικότητας, όπου μέσα της ζει (αν όμως πραγματικά είναι τελική, τότε θα πρέπει να είναι και πρωταρχική) είναι και αυτή μια καθολικότης, που έχει όμως ως «υπόσταση» το καμένο και τυφλό μάτι του Κύκλωπα: είναι καθολικότης φθοράς, τυφλότητας και θανάτου. Το «κοινό» λοιπόν, είτε ως θεότης είτε ως φύση ή ως κοινωνικός οργανισμός, κατέχεται από μια μανία, που φαίνεται να έχει για απώτερο σκοπό της την εξόντωση του ατόμου, του «προσώπου» (της υποστάσεως). Στον αγώνα για την επιβίωσή του το άτομο αρνιέται τα πάντα, ενώ συνάμα παρουσιάζεται ως το παν. Από τη στιγμή δε που βυθίζεται στην απύθμενη και εγωιστική απομόνωση, δηλαδή στο θάνατο, χάνει το αίσθημα της καθολικής ενότητας, και τούτο επειδή ξεριζώνεται από το πατρικό έδαφος της «κοινής ουσίας».
Η θεότητα, η φύση, η κοινωνία (το «κοινό»), που δεν σώζουν από αυτή την οντολογική σύγχυση και από την Ανάγκη μετατρέπονται έτσι αναπόφευκτα σε Ανάγκη. Το άτομο, που δεν σώζεται από τη μοναξιά και την καταδίκη του σε θάνατο με τη βοήθεια της ασύγχυτης και καθολικής κοινωνίας του με το Θεό, τη φύση και τον άλλο άνθρωπο, μετατρέπεται αναγκαστικά σε ένα δαιμονικό φάντασμα, σε ένα από τα πολλά και φρικτά οράματα αυτής της Ανάγκης.
Η σύγκρουση αυτή και η ανισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και την πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζει και κινείται, είναι μια αναμφισβήτητη ιστορική κληρονομιά. Φανερώνεται φαινομενικά στο χώρο του «μη ιερού», αποκαλύπτει όμως κάτι το πολύ πιο βαθύ. Ακόμα και αυτή η διάκριση ανάμεσα σε «ιερό» και σε «μη ιερό» είναι προϊόν και απόδειξη αυτής της εσωτερικής δυσαρμονίας. Το γεγονός αυτό φανερώνει με σαφήνεια, πως το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ θεότητας και ατόμου, φύσεως και ατόμου και κοινωνίας και ατόμου («κοινή ουσία» – «υπόσταση») είναι πρόβλημα ζωής και θανάτου για τον άνθρωπο. Δεν πρόκειται για πρόβλημα αφηρημένο, αλλά για τη συγκεκριμένη ιστορική και υπαρκτική πορεία, μέσα στην οποία γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει ο άνθρωπος. Σε τελευταία ανάλυση μόνο με το πρόβλημα αυτό ασχολείται αιώνια ο άνθρωπος. Αυτό όμως δεν το εκδηλώνει πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Πότε-πότε ανακαλύπτει τις πνευματικές μεταφυσικές ρίζες του προβλήματος, ενώ άλλοτε το παρουσιάζει με εκλαϊκευμένες ανθρωπολογικές και θρησκευτικές ενδοκόσμιες μορφές.
Πιο συγκεκριμένα, ολόκληρη η «γυμνή» καθημερινότητα του ανθρώπου δεν έχει ως σκοπό παρά να λύσει τα αιώνια αυτά προβλήματα της υπάρξεώς του. Γιατί πίσω από αυτή, όσο ασήμαντη και αν φαίνεται, κρύβεται ως κίνητρο, συνειδητά ή υποσυνείδητα, μια «μεγάλη θλίψη», που είναι τελικά θλίψη για τη σωτηρία. Είναι δηλαδή η επίμονη αναζήτηση μιας διεξόδου από τα «τέρατα», που πιέζουν την άθλια ύπαρξη και παρουσία του μέσα στο άπειρο του αγνώστου, όπου είναι περικυκλωμένος και μέχρι τα κόκκαλα ποτισμένος. Τη θλίψη αυτή τη συνοδεύει η Δαβιτική κραυγή «εκ βαθέων» (De profundis) για τη γεφύρωση των ρηγμάτων μέσα του και γύρω του και για την επανεύρεση της χαμένης καθολικότητας (Σομπόρνοστ) της ζωής και του προσώπου.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, πως η τραγική αυτή σύγκρουση ανάμεσα στο «κοινό» και στο πρόσωπο έγινε αισθητή και βρήκε το αποκορύφωμά της μέσα σε χριστιανικό έδαφος. Πως όμως εξηγείται αυτό; Η μόνη εξήγηση, που μπορεί να δοθεί, είναι η πραγματική αλλαγή, που έφερε με την παρουσία του ο Χριστός στην περιοχή της ιστορικής πραγματικότητας. Το βαθύτερο και κρυμμένο από την αρχή του κόσμου μυστήριο αναδύεται στην «επιφάνεια» και γίνεται προσιτό στον άνθρωπο. Σε τούτο δε το χώρο όλα μαζί, και ο Θεός και η φύση και ο άνθρωπος και οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους και η πραγματικότητα ολόκληρη, «βαπτίζονται» σε τούτη τη μοναδική «Επιφάνεια», δηλαδή στην εμφάνιση του Θεού στον κόσμο, στη Σάρκωσή Του. Για πρώτη φορά φανερώνονται οι πραγματικές ρίζες και οι σχέσεις, που υπάρχουν ανάμεσα στα πρόσωπα, στα όντα και στα πράγματα. Ακόμα και εκείνος, που αρνιέται να παραδεχθεί την επιφάνεια του Θεανθρώπου με το μυστήριο της Σαρκώσεώς Του, δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός, πως «κάτι» έχει συμβεί και «κάτι» έχει αλλάξει με το Χριστό. Γιατί αλλιώτικα μαζί με την ολοκληρωτική άρνησή του είναι αναγκασμένος να αρνηθεί και ολόκληρη την ιστορική πραγματικότητα, που μας αποδεικνύει αυτή τη ριζική αλλαγή στα πράγματα και που είναι συνέπεια αυτού του εξαιρετικού «συμβάντος». Από το άλλο μέρος, εκείνος που δέχεται αυτή την Επιφάνεια με την αναπόδεικτη απόδειξη, δηλαδή με την πίστη και τη ζωή, αυτός την αισθάνεται πως είναι η «άνωθεν και έσωθεν» μοναδική απάντηση στη «μεγάλη θλίψη» του ανθρώπου. Καταλαβαίνει με τον «νέον νουν» που έχει, πως η Ενσάρκωση του Θεού Λόγου είναι φωτιά, που κατέβηκε από τον ουρανό για να μην αφήσει πια ήσυχο τον άνθρωπο, είτε αυτός βρίσκεται «εις χώραν μακράν» (Λουκ. ιε’ 15), είτε «εν τη οικία του Πατρός» (Ιω. ιδ’ 2).
Η Αγία Τριάς ή το παράλογο
Αυτή η ριζική αλλαγή και ανησυχία δείχνει, πως οι πατερικές «ενώσεις» και «διακρίσεις» ανάμεσα στη «φύση» και στις «υποστάσεις» (Αγία Τριάς), ανάμεσα στις «φύσεις» και στην «υπόσταση» (Θεάνθρωπος), δηλαδή η «ασυγχύτως» και «αδιαιρέτως» πραγματοποιηθείσα κοινωνία και ένωση του Θεού με τον άνθρωπο και με την κτίση, που φανερώθηκε με αυτή την Επιφάνεια της Αγίας Τριάδος διά του θεανθρώπου, δεν είναι ένα αφηρημένο θεολογικό θέμα και πρόβλημα, αλλά αντίθετα είναι το θέμα και το μοναδικό πρόβλημα του ανθρώπου και όλης της πραγματικότητας, που μέσα της ανέκαθεν ζει ο άνθρωπος, κινείται και αναπνέει.
Η Επιφάνεια αυτή δείχνει ακόμα πως ο κόσμος αυτός, που έχει τον άνθρωπο ως συνείδηση και καρδιά του, έχει γίνει πραγματικά ένας «ενήλικος κόσμος» από τη στιγμή της Ενσαρκώσεως, παρ’ όλο που, μετά από τόσο καιρό, βρίσκεται ακόμα στο μεγαλύτερο μέρος του, «εις χώραν μακράν» και του είναι πια αδύνατο να βρει την ειρήνη σ’ αυτή τη μακρινή χώρα. Πώς εξηγείται όμως κάτι τέτοιο; Ο ίδιος ο Χριστός μας δίνει μια σαφέστατη απάντηση: «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, άλλα μάχαιραν» (Ματθ. ι΄ 34). Το ομοούσιό Του «κατά μεν την θεότητα τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, κατά δε την ανθρωπότητα τη τε μητρί και πάσι τοις ανθρώποις» (Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός) έχει γίνει μια οντολογική πραγματικότητα και για τον άνθρωπο και για την κτίση ολόκληρη. Είναι η μοναδική και αληθινή πραγματικότητα -«ενεργής και τομωτέρα υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον» (Εβρ. δ’ 12)- που έβαλε τον άνθρωπο μπροστά στο δίλημμα: ή, η ΑγίαΤριάς ή το παράλογο (π.Florensky). Και για να το εκφράσουμε και με τη γλώσσα της Εκκλησίας μας: ή, η Καθολική Εκκλησία, που ως θεανθρώπινη υπόσταση είναι iη ultima linea η μοναδική και τέλεια και πλήρης κοινωνία στην ιστορία του ανθρώπινου γένους (Ιουστίνος Πόποβιτς) ή ο μυθολογικός Κρόνος, που καταβροχθίζει τα παιδιά του. Τertium non datum. Το δίλημμα αυτό, που βασίζεται όχι πια σε μιαν αφηρημένη και αόριστη ιδέα, αλλά στην παρουσία μιας πραγματικότητας, όλο και διευρύνεται μέσα στον άνθρωπο, ανεξάρτητα από το χώρο όπου βρίσκεται αυτός, δηλαδή άσχετα με τη συνειδητή παρουσία ή απουσία αυτής της πραγματικότητας μέσα του. Το δίλημμα αυτό παρουσιάζεται στον άνθρωπο σαν κρίση, σαν «μάχαιρα», και σαν μια έντονη μεταφυσική ανησυχία, αν όχι σαν διάκριση και ελεύθερη εκλογή της εσωτερικής καθολικής Αλήθειας των πραγμάτων, που φανερώνονται μέσα του. Η άρνηση αυτή της οντολογικής πραγματικότητας, που έχει σαν αιτία την εμμονή στην τελική σύγχυση και ταύτιση των πάντων, είναι η φωτιά της κρίσεως, που κατατρώγει τη σάρκα και τα οστά του ανθρώπου: «φάγεται τας σάρκας υμών ως πυρ» (Ιακ. ε’ 3). Και η κατάφαση αυτής της πραγματικότητας είναι φωτιά, αλλά όμως φωτιά, που φωτίζει και μεταμορφώνει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο: «Ην το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιω. α’ 9).
Η ανοικτή για το μυστήριο καρδιά, με το φωτισμό αυτού του φωτός, αποκτά τη γνώση του Αρχετύπου κάθε πραγματικότητας, αλλά συνάμα και της Εικόνας του: εκλέγει δηλαδή την Αγία Τριάδα και την Καθολική Εκκλησία ως την μοναδική ελπίδα και σωτηρία. Με την ελεύθερη αυτή πράξη εκλέγει την καθολικότητα ως εσωτερική πραγματικότητα και ως το νόημα της δημιουργίας και όλης της πραγματικότητας.
Τί σημαίνει όμως αυτή η εκλογή της Αγίας Τριάδος; Και γιατί το δίλημμα: Τριάς – παράλογο, είναι δίλημμα ζωής και θανάτου; Απλούστατα, επειδή η εκλογή της Τριάδος είναι εκλογή ενός Θεού, όπου η φύση και το πρόσωπο δεν συγχέονται, αλλά ούτε και διαιρούνται, και όπου υπάρχει ενότητα στην ουσία (το ομοούσιο), αλλά και διάκριση και «εν αλλήλαις» περιχώρηση των υποστάσεων. Η Αγία Τριάς είναι η υπέρβαση του νόμου της ταυτότητας (Α=Α) δια της Τριάδος των Προσώπων και δια της απολύτου «διακρίσεως», αλλά είναι και η απόλυτη «ένωσις», κοινωνία και ταυτότης δια του Ομοουσίου των (Α = Β). Αυτό το υπέρλογο μυστήριο, ως εσώτατο φως και αρχέτυπο κάθε πραγματικότητας, είναι ταυτόχρονα δυνατότητα και «ενώσεως» και «διακρίσεως» μέσα στην κτιστή πραγματικότητα. Είναι δηλαδή δυνατότητα υπάρξεως «κοινής ουσίας» διαφόρων «προσώπων», χωρίς να γίνει μεταξύ τους η οποιαδήποτε σύγχυση ή διαίρεση. Αυτός δε είναι και ο λόγος, για τον οποίο η Εκκλησία ψάλλει πως η Τριάς «υπέστησε» τα «κτιστά» όντα ως «έσοπτρα του κάλλους της» και για το οποίο την ονομάζει : «η υποστήσασα τον κόσμον».
Το μέγα μυστήριο της ευσεβείας
Το κατ’ εξοχήν λοιπόν «έσοπτρον του κάλλους» της Αγίας Τριάδος είναι η Εκκλησία, που σύμφωνα με την ορθόδοξη φιλοσοφία των Πατέρων δεν εννοείται εδώ απλώς ως ένα ίδρυμα, αλλά ως το εσώτατο μυστήριο όλης της δημιουργίας. «Κόσμου κτίσις εστίν η της Εκκλησίας κατασκευή», λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Εκκλησία σημαίνει λοιπόν πριν από όλα εκ του μηδενός καλώ (εκ-καλώ=Εκκλησία) την κτίση και τον άνθρωπο στην ύπαρξη και την κοινωνία με το Θεό. Ο κατ’ εξοχήν «εκ» «καλών», δηλαδή ο Δημιουργός είναι ο Λόγος «ος έστιν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» και για τον οποίον «εκτίσθη τα πάντα τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα» (Κολ. α’ 15 – 16).
Το πιο πολύτιμο πράγμα στον άνθρωπο, δηλαδή η ανακεφαλαίωση και το νόημα ολόκληρης της κτίσεως, είναι η σχέση του προς το Λόγο. Τη σχέση αυτή πρέπει να τη δούμε αρχικά ως την κύρια δυνατότητά του, από τη στιγμή ακόμα της δημιουργίας, να ενωθεί με το Λόγο καθ’ υπόσταση (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς). Ο Θεός Λόγος δίνει τη δυνατότητα, η φύση διακονεί στην πραγμάτωσή της, ο άνθρωπος ως δυνάμει Θεάνθρωπος (Ι. Πόποβιτς) είναι αυτή η ίδια η δυνατότητα. Ο Θεός έτσι παρουσιάζεται από την αρχή όχι σαν εξωτερική αυθεντία, αλλά σαν το εσώτατο μεγαλείο του ανθρώπου και της κτίσεως (είναι και ε υ είναι), ως ο «εκ-καλών» στην καθολική συμφωνία, στην ένωση και στην κοινωνία χωρίς καμιάν σύγχυση των πάντων, και στη φανέρωση της καθολικής Αλήθειας, του Τριαδικού Θεού.
Η δυνατότητα αυτή γίνεται τελικά πραγματικότητα με την καθ’ υπόσταση ένωση του Θεανθρώπου Χριστού. Γι’ αυτό η τελική φανέρωση αυτού του μυστηρίου στο Πρόσωπό Του είναι και ανάδυση στο φως των πραγματικών και πρωταρχικών σχέσεων που υπάρχουν μέσα στην κτίση, αλλά ταυτόχρονα και η τέλεια πραγμάτωσή τους, που έγινε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της Αγίας Τριάδος. Αυτό το μυστήριο, που είναι το μυστήριο της Εκκλησίας, υπήρχε στη δημιουργία, αλλά και στην ιστορία ως «λήμμα», δηλαδή ως προετοιμασία, προεικόνιση, δυνατότητα. Είναι δε στην ουσία του το μυστήριο της καθολικότητας και αποτελεί την εσώτατη πραγματικότητα του σύμπαντος. Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, λοιπόν, «ο ων εις τους κόλπους του Πατρός», είναι Εκείνος, που «εξηγήσατο» (Ιω. α’ 18), το μυστήριο του Θεού, το μυστήριο της κτίσεως, το μυστήριο του ανθρώπου και των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους, δηλαδή της κοινωνίας των. Με ποιό όμως τρόπο μας το εξήγησε; Φανερώνοντας από το ένα μέρος το Αρχέτυπο κάθε πραγματικότητας, την ασύγχυστη και αδιαίρετη Τριάδα, και δημιουργώντας από το άλλο μέρος, με το ομοούσιό Του την Εκκλησία, που έχει ως κέντρον της την καθολικότητα ως εσωτερική πραγματικότητα, δηλαδή ως ασύγχυτη και αδιαίρετη κοινωνία του Θεού, του ανθρώπου και της κτίσεως ολόκληρης (Σομπόρνοστ).
Έτσι ο φαύλος κύκλος, που φαίνεται να κυριαρχεί στην ιστορία του ανθρώπου και των θεών του, μπορεί να βρει τώρα την εξήγησή του. Η αλλοτρίωση από την εσώτατη συμφωνία της καθολικής Αλήθειας των όντων και των πραγμάτων, δηλαδή «η της εν Θεώ ζωής αλλοτρίωσις», η έκπτωση από την κοινωνία ανάμεσα στο Θεό και στην κτίση, είναι ακριβώς η μητέρα «του σώματος του θανάτου» και η αιτία της τυφλής ροπής για την αλληλεξόντωση των πάντων. Με αυτή δε την αλλοτρίωση διασπάται όχι μονάχα η γενική κοινωνία, άλλα και το «τριαδικόν της ημετέρας γνώσεως», κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, δηλαδή η καθολική ενότητα του ίδιου του ανθρώπου. Η ενότητα μετατρέπεται έτσι σε σύγχυση, η διάκριση σε διάσπαση, η Εκκλησία σε άντι-εκκλησία. Αυτό πάλι σημαίνει, πως η πρώτη αμαρτία (όπως εξ άλλου και κάθε αμαρτία) είναι αμαρτία εναντίον της Εκκλησίας ως κοινωνίας και της θεανθρωπότητας ως της ιεράς της εστίας.
Μια «νέα τάξη» γεννιέται έτσι μέσα και γύρω από τον άνθρωπο. Όταν δε ο άνθρωπος βυθίζεται μέσα της, ό,τι και να χτίζει το χτίζει πάνω σε μιαν «ανυπόστατη άπατη», σύμφωνα με τη βαθύτατη έκφραση του Άγ. Γρηγορίου Νύσσης. Αυτή «η ανυπόστατη απάτη» είναι η αντικατάσταση της δυνατότητας για την «καθ’ υπόσταση» ένωση του ανθρώπου με το Θεό. Είναι αντικατάσταση «της εμφύτου καλλονής» με «τον όγκο χωρίς μορφή και πρόσωπο». Στη συνέχεια ο άνθρωπος αρχίζει να εννοεί για κοινωνία κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό από εκείνο, που είναι η πραγματική κοινωνία. Και τούτο, γιατί δεν είναι σε θέση πια να κοινωνεί την «ενυπόστατον Τριαδικήν ενέργειαν» του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά κοινωνεί «ως ενεργείας τινός μόνον ενθεωρουμένης τοις κτίσμασι». Αποτέλεσμα αυτής της απρόσωπης κοινωνίας του είναι ότι και ο ίδιος γίνεται κάποια απρόσωπη ενέργεια μέσα στη ροή της ολότητας. Η έχθρα, ως «το μεσότοιχον του φραγμού» (Εφεσ. η’ 7), ως «η φιλία του κόσμου» και ως η «προς τα χείρω σχέσις» (Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς), με την οποία ο άνθρωπος «αλλοτριούται και αποικίζεται Θεού», τον καταδικάζει έτσι σε μια πλήρη αμηχανία μπροστά στον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο, που έχει πια διαιρεθεί και τεμαχιστεί. Το απρόσωπο κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο και τους θεούς του. Και τούτο οφείλεται ακριβώς στην αλλοτρίωση των προσώπων από την Τριάδα και από το «τριαδικόν της γνώσεως», από την καθολικότητα, που είναι η αυθεντικότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Μέσα σε αυτή τη «νέα τάξη», σε αυτή «την ανυπόστατη απάτη», σε αυτό «το ην και ουκ εστί» του θηρίου της Αποκαλύψεως κρύβονται οι ρίζες του κακού, σε όλες του τις διαστάσεις. Εδώ οφείλεται και το φυσικό και το ηθικό και το μεταφυσικό κακό.
Το θηρίο με την «απάτη» του έχει ένα μοναδικό σκοπό: τη διάσπαση και τον εκμηδενισμό της δημιουργίας και του νοήματός της. Και αυτό κατορθώνεται με τη διάσπαση της Εκκλησίας ως καθολικής κοινωνίας και του ανθρώπου ως προσώπου.
Η καθολική ελευθερία
Η απάτη αυτή αιχμαλωτίζει τη ρίζα των λογικών όντων, την ελευθερία τους. Χωρίς το φως της ελευθερίας και ο Θεός και ο άνθρωπος και το σύμπαν καλύπτονται από τον απέραντο ζόφο της αναγκαιότητας. Στο βυθό της αλογίας το πρώτο που λείπει είναι η ελευθερία. Και θα λείπει η ελευθερία πάντοτε από εκεί, όπου δεν σώζονται οι τριαδικές «ενώσεις» και «διακρίσεις», δηλαδή εκεί, όπου βασιλεύει η σύγχυση ανάμεσα στη «φύση» και στο «πρόσωπο» είτε αυτό αναφέρεται στο Θεό είτε στην κτιστή πραγματικότητα.
Η άπατη είναι «ανυπόστατη» και τούτο γιατί ακριβώς διαλύει «την υπόσταση», που είναι η καθολική Αλήθεια. Η διάλυση έρχεται είτε με την αυθαίρετη και τελικά ανύπαρκτη σύγχυση και ανάμιξη των δύο αυτών στοιχείων, που στην αυθεντικότητά τους είναι πάντοτε ενωμένα, αλλά συνάμα και διακρίνονται (δηλαδή της φύσεως και του προσώπου), είτε με την αυθαίρετη διάσπαση της ενότητάς τους. Έτσι τρόπος υπάρξεως των πραγμάτων καταντάει ο «κοινός εκβιασμός» και η κάθε είδους κοινωνία δεν μπορεί να είναι στην περίπτωση αυτή τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος εκβιασμού. Αυτή η άρση της ελευθερίας, στην οποία οδηγείται αναπότρεπτα βαδίζοντας το δρόμο αυτό ο άνθρωπος, έγινε φανερό πως οφείλεται στην έλλειψη επιγνώσεως για την εσωτερική αλήθεια των όντων και για την πραγματική αξία των ανθρώπων, στην άγνοια των νημάτων, που συνδέουν τον ένα άνθρωπο με τον άλλο και γενικά με όλη την πραγματικότητα.
Ο Θεάνθρωπος φανέρωσε την αλήθεια για την Τριάδα και ταυτόχρονα πραγματοποίησε -και πραγματοποιώντας φανέρωσε- την αλήθεια της κτίσεως. Η διπλή αυτή αποκάλυψη έχει ένα σκοπό. Ο Χριστός θέλησε μέσα στο θεανθρώπινο χωνευτήριο της Εκκλησίας Του να διαλύσει με την υπόστασή Του την «ανυπόστατη απάτη». Έτσι από τότε, που «ο Λόγος σαρξ εγένετο» αποκαλύφθηκε πως η ρίζα των πάντων είναι το φως· πως η ρίζα των πάντων είναι η ελευθερία και η αγιότης. Η ρίζα των πάντων είναι η κοινωνία και το νόημα των πάντων είναι πάλιν η κοινωνία. Και τούτο επειδή το εσώτατο μυστήριο των πάντων είναι το Πρόσωπο.
Ο Χριστός, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, ένωσε και συμπεριέλαβε μέσα Του το παν: ένωσε το άρσεν και το θήλυ με τη γέννησή Του, την οικουμένη και τον Παράδεισο με τη ζωή Του, τη γη και τον ουρανό· (το κτιστό και το Άκτιστο) με τη σάρκωση και την ανάληψή Του. Αφθαρτοποίησε τη φύση με την ανάστασή Του και οδήγησε την ανθρώπινη θέληση στη μόνη πραγματική ελευθερία με την αποδοχή του θελήματος του Θεού, που το εκλαμβάνει ως το εσώτατο και οικειότατο μέτρο και τύπο του ίδιου Του του εαυτού. Αυτός οδήγησε και προσκαλεί με το Πρόσωπό Του στην ελευθερία το απομονωμένο άτομο, που κινδυνεύει αιώνια να εμπλακεί στα δίκτυα της «ανυπόστατης άπατης».
Ο άνθρωπος δεν είναι «καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» (πίσω από τούτη τη θέση του Sartre γελάει με την απαίσια γκριμάτσα το προσωπείο της θεάς Ανάγκης), αλλά είναι από την αρχή καλεσμένος στην ελευθερία, που πραγματοποιείται μέσα στην Αλήθεια: «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. η’ 32). Στον ορθόδοξο χώρο αυτής της καθολικότητας πρόκειται για μιαν ελευθερία, που εκπηγάζει παράδοξα από την υπακοή. Η υπακοή είναι πραγματικά εκείνη, που οδηγεί στην καθολική κοινωνία με την αφαίρεση της εγωιστικής απομόνωσης και την οικείωση της καθολικής Αλήθειας.
Η αναζήτηση αυτής της ελευθερίας στη σφαίρα του αλόγου (Ιrrational) και η αποδοχή μιας «ακτίστου ελευθερίας», που «προϋπάρχει του Είναι» (Μπερδιάεφ), αλλά και το αντίθετο, δηλαδή η αναζήτηση της ελευθερίας στα πλαίσια του απλού ιστορικού γίγνεσθαι, σημαίνει εκ των προτέρων την κηδεία της. Γιατί και με τον ένα και με τον άλλο τρόπο η ελευθερία ξεριζώνεται από το Πρόσωπο και από την κοινωνία των Προσώπων, που είναι η πρωταρχική και μοναδική ρίζα και εστία της.
Το μυστήριο της ελευθερίας λοιπόν παραμένει και είναι το άρρητο μυστήριο της «αλληλοπεριχωρήσεως» των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Έτσι η αποδοχή ή όχι της Τριάδος ως του τρόπου ζωής από τα λογικά όντα είναι και αποδοχή της ελευθερίας. Η πραγμάτωση δε της ελευθερίας γίνεται μέσα στην κένωση, την ένωση, την υπακοή και την αγάπη. Από την ταπείνωση και την κένωση του καθενός χτίζει ο Θεός το μεγαλείο των πάντων και του καθενός χωριστά. Όταν κατέβει ο άνθρωπος στο «μηδέν», εκεί δηλαδή απ’ όπου ξεκίνησε την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, αντικρίζει για πρώτη φορά το φωτεινό τρισυπόστατο υπόβαθρό του και ενώνεται με αυτό, και τότε μόνο ελευθερώνεται από το δυσβάστακτο βάρος της «επιθυμίας της σαρκός» και της «αλαζονείας του βίου», που «ουκ έστιν εκ του Πατρός, αλλ’ εκ του κόσμου εστίν» (Α’ Ιω. β’ 16-17). Εκεί, στο «μηδέν», συναντιώνται και ο βαπτισμένος και ριζωμένος στην Τριάδα και ο αβάπτιστος. Μονάχα που το «μηδέν» για τον ένα μεν γίνεται «τάφος», αφού ο κόσμος, που μένει η μόνη τροφή και ελευθερία του, «παράγεται και η επιθυμία αυτού», ενώ για τον άλλο γίνεται «τάφος» βέβαια, αλλά συνάμα και «μήτηρ» (« το σωτήριον ύδωρ και τάφος υμίν εγένετο και μήτηρ» -Αγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων), γιατί «ο ποιών το θέλημα του Πατρός μένει εις τον αιώνα» (Α’ Ιω. β’ 17), γιατί αντλεί τα πάντα από την ακένωτη πηγή της ελευθερίας και της ζωής.
Με αυτή την ελευθερία ξανασυγκεντρώνονται τα διασκορπισμένα από την αμαρτία παιδιά του Θεού και συναντιώνται στην ένωση, που δεν έχει πλέον καμιά διαίρεση. Η καθολικότης (Σομπόρνοστ) είναι ακριβώς αυτή η σύναξη – « ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών» (Ψαλμ. 81,1), που πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία, στο Σώμα του Θεανθρώπου. Ο Χριστός είναι εκείνος, που επαναφέρει τον άνθρωπο από την αλλότρια γη στην πρωταρχική καθολικότητα. Του δίνει για τροφή τη θεότητά Του «δι’ ης γίνεται η τε του τυράννου καθαίρεσις και η των υπ’ αυτού κρατουμένων ελευθερία» (Αγ. Γρηγόριος Νύσσης).
Την «ανυπόστατη απάτη» λοιπόν, σαν ψέμμα και ψευτοελευθερία, την αναιρεί η Αλήθεια, ως Πρόσωπο και ως καθολική ελευθερία. Όλα δε αυτά δεν σημαίνουν παρά ότι τα Θεοφάνεια είναι ταυτόχρονα και τα ανθρωποφάνεια, η διπλή εν μονάδι αλήθεια, κατά πάντα καθολική.
(«Μαρτυρία Ορθοδοξίας» -Δοκίμια, σ.11-24)