Η θεολογία του αγνωστικιστικού ουμανισμού στο έργο του John Steinbeck [Α΄]


29.10.2012

Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η λογοτεχνία, ως γενική τροπική προσέγγιση του γεγονότος, του οποίου το πραγματικό ή το φανταστικό επιθυμεί να καταγράψει, εμπεριέχει εν δυνάμει στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν τον κανόνα της σύλληψής της. Ενέχονται ποικιλοτρόπως στα γεγονότα, τα οποία ο συγγραφέας επιθυμεί να αναφέρει και να οικοδομήσει, είτε αυτά είναι πραγματικά είτε φανταστικά. Με αυτό το βασικό κανόνα, ο Steinbeck αναζητεί μέσα από τα έργα του να καταθέσει μια συγκεκριμένη πρόταση, για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος της θρησκείας στα ανθρώπινα κοινωνικά και πολιτισμικά δρώμενα. Είναι σαφές, όμως, ότι τα έργα του δεν διακρίνονται για την θεολογική τους σαφήνεια και ακρίβεια. Έτσι, ως ένας συγγραφέας-διανοούμενος, πρωτίστως, «περιγράφει» το θρησκευτικό γεγονός, μέσα στην όλη πλοκή του διηγήματος και δευτερευόντως, μεταφέρει τις δικές του αντιλήψεις στα λόγια και στα έργα των ηρώων του.

Ο John Steinbeck με τα έργα του Σ’ έναν άγνωστο Θεό (1935), Τορτίλια Φλατ (1935), Άνθρωποι και ποντίκια (1937), Τα σταφύλια της οργής (1939), Ο δρόμος με τις φάμπρικες (1945) και Ανατολικά της Εδέμ (1952), καθιερώνεται και θεωρείται, ως ο μεγάλος εκπρόσωπος του νατουραλισμού στις ΗΠΑ. Αυτή η συνεχής παρουσία του αποφέρει το 1962 το Βραβείο Νόμπελ.

Η προσέγγιση του έργου του σε αυτό το άρθρο κινείται πάνω σε δύο βασικούς άξονες:

1. Στην αναζήτηση του θρησκευτικού στοιχείου στα έργα του, πριν το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Σ’ έναν άγνωστο Θεό και Τα Σταφύλια της Οργής  και

2. Στην αναζήτηση των χαρακτηριστικών της θρησκείας και των φυσικών και κοινωνικών προβολών που ο ίδιος θα ήθελε η θα επιθυμούσε να έχει η θρησκεία στην ανθρώπινη κοινωνική δράση.

1. Κοινωνικό, θεολογικό ή ανθρωπολογικό

Οι ήρωες του Steinbeck δεν είναι οι κάτοικοι των αστικών περιοχών, αλλά οι απόκληροι, οι μετανάστες, οι φτωχοί αγρότες και όλοι αυτοί, οι οποίοι αγωνίζονται το πρώτο μισό του 20ού αιώνα να πετύχουν μια καλλίτερη ζωή, μέσα σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, παρ’ ότι ο ίδιος, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του πολέμου στο Βιετνάμ.

Στο Τα Σταφύλια της Οργής[1]  ο Steinbeck αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας φτωχών αγροτών, των Τζόουντ από την Οκλαχόμα, οι οποίοι μετά το οικονομικό κραχ του 29 και την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε, χάνουν τη φάρμα τους, αναγκάζονται να φορτώσουν τα υπάρχοντά τους σε ένα φορτηγό και να πάνε στην Καλιφόρνια για να δουλέψουν, ως εργάτες πλέον, στα χωράφια-τσιφλίκια των πλούσιων γαιοκτημόνων της περιοχής. Φθάνοντας εκεί, συναντούν πλήθη και άλλων απελπισμένων αγροτών που έχουν κάνει το ίδιο ταξείδι με την ελπίδα να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, να δημιουργήσουν οικογένεια, να βρουν μια σταθερή δουλειά, να μην χάσουν την αξιοπρέπειά τους. Ζουν σε καταυλισμό, όπου τα αφεντικά τους εκμεταλλεύονται και γι’ αυτό οργανώνονται σε συνδικάτο και συγκρούονται με την ιδιοκτησία. Η σύγκρουση είναι εξαιρετικά βίαιη και ο Τομ Τζόουντ (ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας) ξανασκοτώνει και αναγκάζεται να ζήσει πλέον ως φυγάς. Φεύγει, λέγοντας στους γονείς του ότι, από δω και στο εξής, θα αφιερώσει τη ζωή του στον αγώνα υπέρ των φτωχών.

Η συγκλονιστική σκηνή, κατά την οποία, η Ρόουζ, κόρη του Τζόουντ, θηλάζει ένα πεινασμένο άνδρα, συνοψίζει συμβολικά το μήνυμα του Steinbeck: όσο υπάρχει ανθρωπιά, υπάρχει ακόμη ελπίδα:

«Η Ρόζα -το Ρόδον της Σαρών- απόμεινε ακίνητη για μια στιγμή μέσα στην ψιθυριστική σιγαλιά του αχερώνα. Έπειτα ανασήκωσε το κουρασμένο κορμί της και τυλίχθηκε στο πάπλωμα. Προχώρησε αργά προς τη γωνιά και στάθηκε, κοιτάζοντας το λιωμένο πρόσωπο, τα ορθάνοικτα τρομαγμένα μάτια. Ξάπλωσε ήσυχα στο πλάϊ του. Εκείνος κούνησε σιγανά το κεφάλι του δεξιά ζερβά. Η Ρόζα χαλάρωσε από μια μεριά το πάπλωμα και γύμνωσε το στήθος της. «Πρέπει» του λέει.

Σύρθηκε πιο κοντά, του έπιασε το κεφάλι του και τo ‘φερε πάνω της. «Να» του λέει. «Έλα». Πέρασε το χέρι της κάτω απ’ τo κεφάλι του για να τον στηρίζει. Τα δάκτυλά της του χάϊδευαν τα μαλλιά. Σήκωσε τα μάτια της και κοίταζε μπροστά της τον αχερώνα, κι ένα αινιγματικό χαμόγελο χάραξε τα κλεισμένα χείλια της».[2]

Στο Σ’ έναν άγνωστο Θεό[3] ο Steinbeck αρχίζει, παραθέτοντας ένα κείμενο από τη Βέδα, τα πρώϊμα ιερά κείμενα του Ινδουϊσμού, όπου στον τελευταίο στίχο της κάθε στροφής επαναλαμβάνεται η φράση:

«Ποιος είναι Αυτός που τη θυσία μας θα Του προσφέρουμε;».

 Η επιλογή του κειμένου έχει άμεση σχέση με την, εν συνεχεία, ανάπτυξη που κάνει στο διήγημα του, καθώς, αυτός ο Θεός, ο οποίος παρουσιάζεται ως «άγνωστος», είναι αυτός που έχει άμεση σχέση με οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο: δημιουργός των πάντων, των θεών, της ζωής, του θανάτου, του ανθρώπου, των ζώων, των βουνών, της θάλασσας, των ποταμών, του ουρανού, της γης, του ήλιου. Ένας Θεός, όμως, ο οποίος ζητά θυσία,[4] για να δώσει ζωή σε όλα αυτά, που αυτός ο ίδιος έχει δημιουργήσει και που παρ’ όλα αυτά παραμένει ανεξερεύνητος και άγνωστος για τους ανθρώπους. [5]

Ο Steinbeck αντιπαραθέτει αυτόν τον Θεό με τον Θεό των χριστιανών, ο οποίος βρίσκεται κρεμασμένος πάνω στο σταυρό, νεκρός και ματωμένος, απογοητευμένος, απορημένος και κουρασμένος. Γι’αυτόν, ο Θεός των χριστιανών είναι νεκρός και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος η ζωή έχει τελειώσει,[6] ενώ, αντιθέτως, ο Θεός της Βέδας παραμένει ζωηφόρος, ζητώντας, όμως, τη θυσία των ανθρώπων.[7] Στο τέλος του διηγήματος, η «θεϊκή» τρέλλα του Τζόζεφ μετατρέπεται σε θυσία-αυτοκτονία του ίδιου προς αυτόν τον άγνωστο Θεό και αυτός ο Θεός αποδεχόμενος της θυσία του «ιερέα» του, επιτρέπει και πάλι τη δημιουργία της ζωής.[8] Αντιθέτως, ο ρωμαιοκαθολικός πατήρ Άντζελο, θεωρεί ότι ο Θεός επικοινωνεί με τους ανθρώπους μέσω ειδικών τελετών, όπως η προσευχή λιτανείας για βροχή και στέλνει ως θείο δώρο το νερό στους ανθρώπους, χωρίς να απαιτεί κάποια θυσία ή προσφορά.[9] Οι άνθρωποι, που βιώνουν τη στέρηση και την αγωνία της ελπίδας, για ζωή, ενεργούν συνθετικά και ταυτόχρονα αντιφατικά, τελώντας παλαιά ειδωλολατρικά έθιμα με ελεύθερες σεξουαλικές πράξεις, αποδεχόμενοι, όμως στη συνέχεια τιμωρίες εξιλασμού από τον ιερέα. [10]

Στο Σ’ έναν άγνωστο Θεό, ο Steinbeck κινείται στον παραδοσιακό αμερικανικό προτεσταντικό χώρο με έντονα τα βιβλικά χαρακτηριστικά, όπως αυτό φαίνεται στην περίπτωση της ευλογίας από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο:

«Η ευλογία του Θεού και η ευλογία μου να μείνει πάνω σε τούτο το παιδί. Να ζήσει μέσα στο φως του Προσώπου του Θεού. Ν’ αγαπά τη ζωή του». [11]

Η σκηνή θυμίζει την παράδοση της ευλογίας των «πρωτοτοκίων» από τον Ισαάκ στον Ιακώβ:

«Ο Θεός να σου δώσει απ’ τη δροσιά του ουρανού

κι από την εφορία της γης, άφθονο στάρι και κρασί.

Λαοί ας δουλεύουνε για σένα κι έθνη μπροστά σου ας προσκυνούν΄

των αδελφών σου να γίνεις κύριος και της μητέρας σου οι γιοι να σε

προσκυνούν».[12]

και η οποία, όμως, αντιδιαστάλλεται, μέσα από το πρόσωπο του κεντρικού ήρωα, του Τζόζεφ, ο οποίος εκθέτοντας και υποστηρίζοντας αντιλήψεις μετεμψύχωσης, αντιλαμβάνεται τον πατέρα του, ως οντότητα μετά τον θάνατό του να βρίσκεται ψυχικά  μέσα σ’ένα συγκεκριμένο δένδρο, το οποίο, γι’ αυτόν, αποτελεί στήριγμα και πηγή ζωής.[13] Το δένδρο είναι στοιχείο ζωντανό, το οποίο ενώνει το φυσικό κόσμο με το μεταφυσικό σε μια ενότητα, η οποία αν διαρραγεί τότε οδηγεί στην καταστροφή. Αυτό συνέβη όταν ο Μπώρτον κόβει, κρυφά, βαθειά τις ρίζες του δένδρου, πιστεύοντας ότι έτσι θα κόψει το σύνδεσμο του αδελφού του με την ειδωλολατρεία,[14] ενώ παράλληλα εκθέτονται και οι απόψεις των γηγενών ινδιάνων για τους νεκρούς, οι οποίοι πιστεύουν, πως οι νεκροί δεν φεύγουν και είναι πάντα εδώ, ανάμεσα στους ζωντανούς.[15]

Η φύση, στο έργο αυτό του Steinbeck, δένεται με το πεπρωμένο των ηρώων και την εξέλιξη της πλοκής του διηγήματος. Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι αυτό το ρεύμα στην πεζογραφία, το οποίο ενσωματώνει τη φύση στο χώρο και το χρόνο της πλοκής του μυθιστορήματος, εκφράζεται περίπου την ίδια εποχή και στην Ελλάδα με εκπροσώπους τους πεζογράφους: Κοσμά Πολίτη, Γιώργο Θεοτοκά, Ηλία Βενέζη, Στρατή Μυριβήλη, Άγγελο Τερζάκη, Νίκο Καζαντζάκη, Παντελή Πρεβελάκη και εκφράζει συμβολικά την αυτογνωσία μέσα από την αλληλεπίδραση φύσης-ανθρώπου και κοινωνίας.

Στο Σ’ έναν άγνωστο Θεό,  η φύση παρουσιάζεται, ως ένα γεγονός σημαντικό στη ζωή του ανθρώπου με μεταφυσικές ιδιότητες και δυνάμεις, που συνδέονται με τη θρησκευτική προϊστορία της περιοχής. Η διαδικασία της κάθαρσης, που επιλέγει ο Steinbeck, για τον κεντρικό του ήρωα, αποδέχεται την έννοια του Θεού της ανταπόδοσης και γι’ αυτό η στιγμή της κορύφωσης ολοκληρώνεται με τη θυσία του προς αυτόν τον Θεό. Ο ίδιος αποτελεί το σημείο συνοχής φυσικού και μεταφυσικού και επιδιώκει την αρμονία στις σχέσεις του με τη φύση. Θρησκεία, φύση, άνθρωπος εκφράζονται συνθετικά, αλλά και συγκρουσιακά, καθώς η λειτουργία της φύσης, μέσα από το φαινόμενο της ξηρασίας, αποτελεί για τον άνθρωπο την απόλυτη καταστροφή. Η φύση ανατρέφει τον άνθρωπο, επηρεάζει την ψυχοσύνθεσή του, δημιουργεί ηρεμία και εμπιστοσύνη, αλλά κατά τρόπο μεταφυσικό ανατρέπει και καταστρέφει τη λογική της ανθρώπινης ισορροπίας. Ο ήρωας ελπίζει πως θα ξεφύγει. Στοιχεία προφητείας και προσευχής δημιουργούν ένα εσωτερικό παράλογο με ανάμεικτα συναισθήματα φόβου, αμφιβολίας και υποταγής σε μια εσωτερική εντολή που δίνει νόημα ευθύνης έναντι της φύσης και του ανθρώπου.

Η «θεολογία» του Steinbeck, στο Τα Σταφύλια της Οργής, υπερβαίνει τη σύγκρουση πανθεϊσμού και μονοθεϊσμού και αναζητεί απαντήσεις στο ερώτημα περί υπάρξεως η μη υπάρξεως του Θεού, με αναφορές σε έναν  ολοκάθαρο αγνωστικισμό, με αντιλήψεις περί αμαρτίας, με περιγραφές συγκρούσεων ανάμεσα σε πουριτανούς και κοινωνιστές η καταστάσεις συνειδησιακής αμαρτωλότητας και ενοχής για γεγονότα, τα οποία οι ήρωες προσπαθούν να ερμηνεύσουν με αναφορές και αναγωγές στο μεταφυσικό. Καταλυτική για την κατανόηση της «θεολογικής» αντίληψης του Steinbeck είναι η παρουσία του πρώην πάστορα, του Κέϊσι[16], ο οποίος συνοδοιπορεί με την οικογένεια των Τζόουντ προς τη «γη της επαγγελίας», στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος, για να καταλήξει, στο τέλος, δολοφονημένος από τους μπράβους των αφεντικών, ως ο θεωρούμενος ηγέτης των συνδικαλιζόμενων εργατών γης.

Στο διήγημα υπάρχουν αναφορές σε θρησκευτικά τραγούδια της εποχής του μεσοπολέμου, τα οποία θυμίζουν έντονα, παράλληλα τραγούδια των θρησκευτικών οργανώσεων στην Ελλάδα, στην μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή. Στις πρώτες κιόλας σελίδες ο πρώην πάστορας βρίσκεται καθισμένος να τραγουδά το «Ναι, αυτό είναι το μωρό μου»:

            «Ναι, αυτός είναι ο Χριστός μου,

            ο Σωτήρας μου Χριστός μου,

ο Σωτήρας μου ο Χριστός.

Όπως κι αν τα πάρεις όλα,

διάβολος δεν είναι κιόλα

είναι ο Σωτήρας μου ο Χριστός»,[17]

και αμέσως μετά να εξηγεί στον Τομ Τζόουντ ότι δεν είναι πλέον πάστορας, ο πάστορας, ο οποίος τον είχε βαπτίσει. Θεωρητικά, από τη στιγμή που έπαψε να είναι πάστορας, έπαψε να είναι και ο εκλεκτός του Θεού. Κατά περίεργο τρόπο, όμως, ενώ έχασε την πίστη του και έχει μέσα στο κεφάλι του ένα σωρό αμαρτωλές ιδέες, εν τούτοις, του φαίνεται ότι αυτές είναι αρκετά λογικές. Το τι εννοεί, μιλώντας με αυτό τον τρόπο, αποκαλύπτεται στις τελευταίες αφηγήσεις του διηγήματος, όταν πλέον ηγείται των φτωχών και των απόκληρων, θεωρώντας πλέον χρέος του να είναι στο πλευρό των κυνηγημένων και των καταφρονημένων αυτού του κόσμου.[18]

Οι επιδράσεις από τα κείμενα των παραβολών και κυρίως αυτό της Τελικής Κρίσης, αλλά και από τα κοινωνικά επαναστατικά κινήματα της εποχής είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Ο κοινωνικοποιημένος πάστορας βρίσκει στο τέλος της ζωής του την απάντηση σ’αυτό που έθεσε, ως απορία, στην αρχή της διήγησης:

«Δεν το άφηνα ήσυχο το Ευαγγέλιο στη γωνιά που βρισκόταν. Το ξεφύλλιζα από δω, το φυλλομετρούσα από κει, ώσπου το κουρέλιασα. Μου ξανάρχεται καμιά φορά ο ζήλος και δεν έχω τι να κηρύξω. Είμαι καμωμένος για να οδηγώ τους ανθρώπους, και δεν έχω που να τους οδηγήσω».[19]

Η εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα σε ένα στρατευμένο θεολογικά και εκκλησιαστικά ιερέα από τη μια και η αναζήτηση της στράτευσης για μια πιο δίκαιη κοινωνία από την άλλη, οδηγεί τον πάστορα στην επιλογή του κοινωνικού ανθρωπισμού:

«Έχω χρέος να πάω να ανταμώσω τον κοσμάκη που ξεχύθηκε στις δημοσιές. Νιώθω πως έχω χρέος να πάω να τους ανταμώσω. Έχουν ανάγκη από μια βοήθεια που κανένα θρησκευτικό κήρυγμα δεν μπορεί να τους δώσει. Τι να ελπίσουν στην άλλη ζωή, όταν τούτη εδώ κατάντησε αβάσταχτη; Τι να το κάνουν το Άγιο Πνεύμα, όταν το δικό τους βρίσκεται σε απελπισία και θλίψη; Θα ’χουν ανάγκη από βοήθεια. Έχουν ανάγκη να ζήσουν, ώσπου να ’ρθει η στιγμή ν’αντιμετωπίσουν το θάνατο».[20]

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, απορρίπτονται, για μια ακόμη φορά, οι θεσμικές εκπροσωπήσεις των θρησκειών και τη θέση τους παίρνουν εκφράσεις και σύμβολα που έχουν αναφορά τον άνθρωπο, έτσι, όπως τον αντιλαμβάνεται ο Steinbeck. Η απόλυτη αποστροφή, υπάρχει στη διήγηση του περιστατικού, κατά την ώρα του φαγητού, όπου ο πάστορας αρνείται να τον αποκαλούν πλέον «παπά» και σιωπά αποδεχόμενος την ονομασία «άνθρωπος», χωρίς να ξεχνά πως είναι στρατευμένος σε μια συγκεκριμένη αποστολή:

«…ίσως κάπου να υπάρχει δουλειά για έναν πάστορα. Ίσως να μπορέσω πάλι να κηρύξω. Άνθρωποι έρημοι πάνω στις δημοσιές, άνθρωποι δίχως ένα δικό τους στέκι για ν’ ακουμπήσουν. Πρέπει ν’ αποκτήσουν κάποιο στέκι. Ίσως…».[21]

Αυτό, το οποίο πρέπει να ισχύει έτσι ώστε η Θεία Χάρις και ο ζήλος της πίστης προς τον Θεό να έχουν ανθρωποκοινωνικές προβολές είναι η αγάπη:

«Τόσο πολύ αγαπώ τους ανθρώπους, που δεν μπορώ να κρατηθώ κάποιες φορές»

Μια αγάπη, η οποία κατά τόν Steinbeck αποτελεί ηθικό χρέος προς όλη την ανθρωπότητα, ακόμη και όταν αυτή η ίδια γίνεται αιτία άρνησης του ίδιου του Ιησού:

«Δεν αγαπάς τον Ιησού; Όχι, δεν γνωρίζω κανέναν που να τον λένε Ιησού. Έχω ακούσει ένα σωρό ιστορίες για δαύτον, μα εγώ αγαπώ μονάχα τους ανθρώπους. Είναι σαφές πως τους αγαπώ τόσο πολύ, που δεν κρατιέμαι και θέλω να τους κάνω ευτυχισμένους, και για τούτο τους κατηχώ σε πράγματα, που, κατά την ιδέα μου, θα τους κάνουν ευτυχισμένους».[22]

για να κάνει ένα βήμα ακόμη παραπέρα λέγοντας:

«Σκέφτηκα πάνω στο Άγιο Πνεύμα και στην οδό του Ιησού Χριστού. Ίσως, αυτό που αγαπούμε να ’ναι οι άνθρωποι  ίσως, αυτό να ’ναι το Άγιο Πνεύμα -το πνεύμα του ανθρώπου- το πνεύμα ολάκερης της ανθρωπότητας. Ίσως η ανθρωπότητα να ’χει μια συνολική ψυχή και ο κάθε άνθρωπος να ’ναι ένα κομμάτι από την ψυχή αυτή».[23]

Είναι εμφανές ότι εδώ γίνεται προσπάθεια ενοποίησης θεολογίας και ανθρωπολογίας μέσα από συμβολισμούς, οι οποίοι εξυπηρετούν  τις ευαισθησίες και τις ανησυχίες του συγγραφέα, καθώς ο ίδιος ο συγγραφέας, σε άλλα σημεία, δεν φαίνεται να συμφωνεί με τις κυρίαρχες θεσμικές εκφράσεις και παρουσίες των θρησκειών:

«Τα πιο πολλά κηρύγματα της θρησκείας έχουν σχέση με τους φτωχούς που υπάρχουν στον κόσμο, και αν είσαι αδέκαρος, ε, κάτσε και περίμενε να πεθάνεις για να φας στον άλλο κόσμο παγωτό μέσα σε μαλαματένια πιάτα».[24]

Αντιλήψεις περί θρησκείας, από τις οποίες είχαν επηρεαστεί οι περισσότεροι των διανοουμένων εκείνη την εποχή.

          Η προσευχή του πάστορα, πριν το φαγητό, θυμίζει έντονα, στην εισαγωγή της, το μεγάλο Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ στους Αδελφούς Καραμαζώφ. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν αναφορές στις προσπάθειες μίμησης του Ιησού με τις φράσεις:

«κι εγώ κουράστηκα όπως Εκείνος, κι εγώ τα μπέρδεψα όπως Εκείνος, κι εγώ πήγα στην έρημο όπως Εκείνος».[25]

Η συνέχεια, όμως, είναι ριζικά διαφορετική, καθώς στην περίπτωση του πάστορα οι στοχασμοί, για το ηθικό και κοινωνικό χρέος της δίκαιης κοινωνίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συγχέονται με την προσευχή. Ενότητα και ιερότητα της δημιουργίας του Θεού, της φύσης, αναλογικά όμοια περίπτωση με αυτή του αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης:

«Κάποτε κιόλα προσευχόμουν, όπως το συνήθιζα πάντα. Μόνο που δεν μπορούσα να βρω για ποιόν η γιατί προσευχόμουν. Τα βουνά τριγύρω, εγώ μες στα βουνά, και δεν ήμασταν πια χωρισμένοι όπως πρωτύτερα. Ήμασταν ένα. Και στοχαζόμουν πόσο ιεροί ήμασταν έτσι, που είχαμε γίνει ένα, και πως η ανθρωπότητα ήταν ιερή, σαν ήταν και αυτή ένα.[26]Και πως γίνεται ανίερη μονάχα όταν κάποιος παλιανθρωπάκος που τον τσιμπά η μύγα βαλθεί να κάνει τα δικά του, κλοτσώντας και τσινίζοντας και αναστατώνοντας τον κόσμο. Ένας τέτοιος άνθρωπος χαλνά την ιερότητα. Όμως, όταν όλοι οι άνθρωποι εργάζονται μαζί, όχι ο ένας να δουλεύει για τον άλλο, μα όταν ο καθένας νιώθει τον εαυτό του ζεμένο στην ομαδική προσπάθεια – τότε αυτό είναι καλό, είναι ιερό. Και τότε συλλογίστηκα πως δεν ξέρω καν με ποιο νόημα λέω τη λέξη «ιερός»… Δεν μπορώ πια να προσευχηθώ, όπως προσευχόμουν νωρίτερα. Χαίρομαι την ιερότητα του κολατσιού. Χαίρομαι την αγάπη που βλέπω εδώ μέσα. Τίποτ’ άλλο».[27]

Αυτή η προσευχή-στοχασμός δημιουργεί περίεργα αισθήματα στους συγκεντρωμένους, οι οποίοι διακρίνουν ότι μια τέτοια αναφορά δεν αποτελεί προσευχή, όπως οι προσευχές, που γνωρίζουν και που έχουν ακούσει μέχρι τότε. Η σκέψη τους εύκολα οδηγείται και λόγο της καλής γνώσης της Βίβλου που έχουν μέσα από τη συνεχή μελέτη,[28] στον χαρακτηρισμό του πάστορα ως προφήτη:

«Λες και είναι σαν προφήτης. Έχει εκείνη τη ματιά που λένε πως διαβάζει μέσα σου. Σίγουρα είναι σαν προφήτης. Και περπατάει με το κεφάλι του σκυφτό, δίχως να τηράει τη γης. Είναι προφήτης».[29]

Ο ίδιος ξεκαθαρίζει για το ποια θα είναι η πορεία του από εδώ και στο εξής, καθώς δεν δέχεται πλέον ούτε να λειτουργεί ούτε να βαπτίζει:

«Δεν θα βαπτίζω. Θα δουλέψω στα χωράφια, στα πράσινα χωράφια και θα βρίσκομαι κοντά στους ανθρώπους. Δεν θα πασχίσω να τους κάνω διδαχή. Θα πασχίσω να διδαχθώ εγώ. Θα διδαχθώ για ποιο λόγο πήραν των ομματιών τους τόσοι άνθρωποι, θα τους ακούσω να κουβεντιάζουν, θα τους ακούσω να τραγουδούν. Θα αφουγκραστώ τα αντρόγυνα τη νύκτα σαν θα ντουκουντίζουν πάνω στο στρώμα. Θα τρώγω μαζί τους και θα διδαχθώ. Θα ξαπλώσω πάνω στο γρασίδι, με την καρδιά στο χέρι και με ειλικρίνεια για όποιον με καταδέχεται. Θα βλαστημάω κι εγώ, και θ’ακούω την ποίηση που έχουν οι κουβέντες των ανθρώπων. Αυτά όλα είναι πράγματα καλά… Κήρυγμα είναι να λες στον κόσμο φουσκωμένα λόγια… Κήρυγμα είναι να ζαλίζεις τους ανθρώπους… να ζαλίζεις έναν άνθρωπο που τον έχεις από κάτω σου και δεν μπορεί να σε βαρέσει στο σταυρό».[30]

Σιγά-σιγά, ο λόγος του πάστορα γίνεται πιο κοινωνικός και πιο ριζοσπαστικός, καθώς χάνονται, μέσα στις κοινωνιολογικές και ιδεολογικές του προσεγγίσεις, αναφορές σχετικές με τον Θεό:

«Έχω γυρίσει τον τόπο. Όλοι ρωτούν το ίδιο. Που θα φτάσουμε; Κατά τη γνώμη μου, δε θα φτάσουμε ποτέ μας πουθενά. Πάντα σε πορεία. Θα βρισκόμαστε ακατάπαυστα σε πορεία. Γιατί δεν κάθονται να τα σκεφθούν οι άνθρωποι; Τώρα έχουμε ξεσήκωμα. Οι άνθρωποι ξεσηκώθηκαν. Ξέρουμε το πως και το γιατί. Ξεσηκώθηκαν, γιατί βρέθηκαν στην ανάγκη. Πάντα για την ίδια αιτία ξεσηκώνονται οι άνθρωποι. Ξεσηκώνονται γιατί θέλουν κάτι καλλίτερο απ’ ό,τι έχουν. Και μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να το αποκτήσουν. Απ’ τον κατατρεγμό έρχονται οι άνθρωποι σε απελπισία και επαναστατούν».[31]

Στη συνέχεια ο λόγος του γίνεται όλο και πιο ρεαλιστικός και ορθολογικός:

«Εμένα που με βλέπεις, είχα βαλθεί με όλα μου τα δυνατά να πολεμήσω τον διάβολο, γιατί φανταζόμουν πως ο διάβολος ήταν ο εχθρός»,[32]

αλλά όλο και περισσότερο αγνωστικιστικός:

          «Δεν ξέρω τι να παρακαλέσω ούτε ποιον να παρακαλέσω».[33]

όλο και περισσότερο κοινωνικός:

«-Έναν καιρό, και εγώ ο ίδιος φανταζόμουν πως οι προσευχές κόβουν την πείνα. Ξετύλιγα μια προσευχή σε όλο της το μάκρος, και όλες οι στεναχώριες κολλούσαν πάνω της, όπως κολλάν οι μύγες πάνω στο μυγόχαρτο και η προσευχή αρμένιζε, παίρνοντας, μαζί της όλες τις στεναχώριες. Μα δε φελάνε πια οι προσευχές.

-Οι προσευχές δεν προμηθέψανε ποτέ κρέας και λαρδί. Για το κρέας και για το λαρδί χρειάζονται γουρούνια.

-Ναι. Και ο Μεγαλοδύναμος δεν καλλιτέρεψε ποτέ του τα μεροκάματα. Οι άνθρωποι μάς ζητάνε να ζήσουν μια ζωή πρεπούμενη και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Και σαν γεράσουν πια, να κάθονται στην πόρτα τους και να αγναντεύουν το ηλιοβασίλεμα. Κι όσο είναι νέοι, να χορεύουν, να τραγουδούν και να πλαγιάζουν μαζί. Θέλουν να τρώνε, να μεθούν και να δουλεύουν. Αυτό είναι: Να δουλεύουν με τα χέρια τους και να κουράζονται απ’ τη δουλειά. Χριστέ μου! Τι κάθομαι και λέω;».[34]

Στο κεφάλαιο 14 του 1ου τόμου, ο Steinbeck καταθέτει το ιδεολογικό και ανθρωπολογικό του μανιφέστο. Ο άνθρωπος περιγράφεται ως νους που λαχταρά να δημιουργήσει, ενώ την ίδια στιγμή που δημιουργεί ξεπερνά αυτό το οποίο δημιούργησε είτε τεχνικό είτε εθνικό είτε θρησκευτικό είτε οικολογικό. Ο Συνειδητός άνθρωπος, είναι ο άνθρωπος, που αγωνίζεται και πεθαίνει για μια ιδέα, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα, είναι το θεμέλιο του Ανθρωπίνου Συνειδητού, και αυτή και μόνο η ιδιότητα κάνει να είναι ο άνθρωπος ένα ον ξεχωριστό μέσα στο σύμπαν.

[1] μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2006, 1 και 2 τόμος. Βραβείο Πούλιτζερ.

[2] τ.2, p.286.

[3] Γράμματα, Αθήνα, μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, 1986.

[4] Θεός τῆς ανταπόδοσης

[5] ibid., p.7

[6] ibid., p.220.

[7] ibid., p.232

[8] ibid., p.233.

[9] ibidem

[10] ibid., pp.234-235

[11] ibid., pp.234-235

[12] Γεν.27,28-29.

[13] Σ’εναν άγνωστο Θεό, ibid., «Ο πατέρας μου βρίσκεται μέσα σε τούτο το δένδρο. Ο πατέρας μου είναι τούτο το δένδρο! Είναι ανόητο μα θέλω να το πιστέψω», ibid.,p.30

[14] Κάτι ανάλογο βρίσκουμε να υποστηρίζει και η Κα Κλαίρη Μιτσοτάκη όταν αναφέρεται στη θέση που κατέχουν τα δένδρα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Παραθέτει ένα απόσπασμα από το Υπό την βασιλικήν δρύν :

«Όταν την ηρώτησα τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δέντρο», το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν: «-Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε… μα κι εκείνος δεν έχει κάμει νισάφι με το τσεκούρι του  ὅλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράγματα… Σαν τό’κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε… Το Μεγάλο Δέντρο ήταν στοιχειωμένο», (Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,Άπαντα, τομ.1-5, Δόμος, Αθήνα, 1981-1988, p.331),

και σημειώνει ότι:

«τα δένδρα είναι, ίσως, τα μόνα πλάσματα στην παπαδιαμαντική διηγηματογραφία που έχουν σώμα. Είναι το σύμβολο του συνδέσμου μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού κόσμου, μια παρουσία που πάλλει μέσα στο παπαδιαμαντικό σύμπαν. Παλμός μιας δύναμης εσωτερικής και επίφοβης, ορμητικής και επισφαλούς ταυτόχρονα», Κλαίρη Μιτσοτάκη, «Θύελλα και Αμαδρυάδα», στο περ. Νέα  Εστία, τ.1776, Μάρτιος 2005,p.365.

[15] ibid., p.31

[16] πάστορας, ζηλωτής της κοινότητας της Καιομένης Βάτου, μιας κοινότητας, στις τόσες για την εποχή εκείνη στις ΗΠΑ, με κύριο χαρακτηριστικό την πρακτική και την εμπειρία της θρησκευτικής έκστασης. Παρόμοιες τέτοιες κοινότητες βρίσκονται στις ΗΠΑ με ονομασίες όπως: Ιερή Διακονία, Γιαχωβίτες, Αναβαπτιστές, Αγάπη του Ιησού.

Ο Steinbeck περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο εκδηλώσεις πίστης προς τον Θεό μέσα από ιεροτελεστίες εκστατικής προσευχής, οι οποίες κατά τις απόψεις αυτών που συμμετείχαν ενδυνάμωναν την πίστη στον Ιησού,(τ.1, p.62), ενώ λίγο παρακάτω σε άλλο σημείο η πίστη εκδηλώνεται και προβάλλεται ως ιδεολογία:

«Άμα συνηθίσει κανένας σε μια ιδέα, δύσκολο να την παρατήσει. Εγώ δεν είμαι πια ιερωμένος, μα ωστόσο, κάθε ώρα και στιγμή πιάνω τον εαυτό μου να προσεύχεται, χωρίς καν να σκέφτομαι τι κάνω η το κάνω ως μια απλή πράξη συνήθειας» (τ.1, p.73).

[17] τ.1, p.32.

[18] τ.2, pp.195-201.

[19] τ.1, p.35

[20] τ.1, p.75.

[21] τ.1, p.80

[22] τ.1, p.39.

[23] τ.1, p.39

[24] τ.1, p.39.

[25] τ.1, p.112.

[26] Οι ίδιες αντιλήψεις περί ενότητας ανθρώπου και φύσης έχουν προηγηθεί και στο Σ’έναν άγνωστο Θεό.

[27] τ.1, p.112

[28] χαρακτηριστικό άλλωστε όλων των προτεσταντικών κοινοτήτων

[29] τ.1, p.127. Προφητικό κήρυγμα και κοινωνική δικαιοσύνη.

[30] τ.1, pp.128-129.

[31] τ.1, p.170

[32] τ.1, p.171

[33] τ.1, p.182

[34] ibidem.

Πηγή: theo-eco-culture.blogspot.gr/