Λόγος στην Γέννηση του Σωτήρος
22.12.2011
Γνωρίζουμε βεβαίως όλοι, γνωρίζουμε ότι ο αισθητός αυτός ήλιος αποστέλλει το φως του σε όλη την υφήλιο, «και ουκ έστιν (ουδείς) ως αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού» και από της διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλές φορές όμως οι ολόλαμπρες ακτίνες του καλύπτονται από νέφη και ομίχλη ή από το φύλλωμα των δένδρων, αλλά και πάλι, η πνοή κάποιου ανέμου διαλύει το νεφικό επικάλυμμα και την ομίχλη εκείνη και επιτρέπει στις φεγγοβόλες ακτίνες να εξαπλωθούν τρανώς σε όλη την κτίση. Τον δε προ ηλίου «ήλιον της δικαιοσύνης» τον νοητό, ο οποίος εγεννήθη σήμερα από την «κούφη νεφέλη», από την φωτοφόρο και ηλιακή και πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει η του «δούλου μορφή», τα νηπιώδη σπάργανα και το σπήλαιο το φτωχό και συμφώνως με την οικονομία και ορισμένα άλλα, τα οποία συμβολίζουν την πτωχεία και την ταπεινότητα.
Καθώς όμως ήδη ελέχθη, η πνοή και η ορμή του ανέμου διασκορπίζει το κάλυμμα του νέφους και της ομίχλης και φανερώνει καθαρά τις ηλιακές ακτίνες· έτσι συμβαίνει και έδώ, με τον «ήλιον της δικαιοσύνης», τον Θεό και Δεσπότη ο οποίος καλύπτεται με σπάργανα και κρύπτεται σε σπήλαιον και φάτνη αλόγων ζώων για την πολλή του συγκατάβαση και «δι’ ύπερβολήν αγαθότητος»· το συνεργόν Πανάγιον Πνεύμα και η ευδοκία του Πατρός τον φανερώνει καθαρά, αυτόν τον κρυπτόμενον στην φάτνη ήλιον και Θεόν και κινεί όλη την κτίση, την ορατή και την αόρατη, να προστρέξει και να κηρύξει τον Βασιλέα της δόξης και Δημιουργό των όλων, ο οποίος κρύπτεται σε σπήλαιο και φάτνη περιτυλιγμένος με τα σπάργανα. Εκεί όπου ήλθαν αδιστάκτως και «οι μάγοι εξ ανατολών» μετά δώρων πολυτελών να δωροφορήσουν και να τον προσκυνήσουν πιστώς. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και άγγελοι κατήλθαν από τον ουρανό και ανακραύγαζαν μελωδικά προς τον «εν υψίστοις Θεόν και επί γης» ειρηνάρχην για την καταλλαγή του Θεού προς τους ανθρώπους, που πραγματοποίησε με την ευδοκία του Πατρός· του απένειμαν ως Βασιλέα τους την οφειλόμενη επευφημία και απεκάλυψαν τρανώς τον κρυπτόμενον ακόμη Βασιλέα και τον ανήγγειλαν στους πλησιοχώρους ποιμένες όπως ήρμοζε σε αυτούς, ως «ποιμένα των προβάτων τον μέγαν». «Ότι ετέχθη», λέγει, «υμίν σήμερον Σωτήρ, ως έστι Χριστός Κύριος εν πόλει Δαυΐδ. Και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον και κείμενον εν φάτνη».
Καθώς ήκουσαν αυτά «οι ποιμένες είπον προς αλλήλους. Διέλθωμεν δη εις Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν. Και ήλθον σπεύσαντες και εύρον την τε Μαρίαν και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη, και ιδόντες διεγνώρισαν» στον λαόν, «και υπέστρεψαν δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον, καθώς ελαλήθη προς αυτούς».
Για ποιό λόγο διαφημίζεται και μεγαλύνεται από τον ουρανό και τη γη ο κρυπτόμενος ως νήπιον σε σπήλαιον και φάτνη; Είναι φανερό ότι αυτό γίνεται για να γνωστοποιηθεί σε όλη την κτίση ότι το βρέφος αυτό εξουσιάζει όλα τα αόρατα και τα ορατά και ότι είναι ο Βασιλεύς της δόξης.
Γι’ αυτό μάλιστα και όλη η κτίση, σύμφωνα με τον φυσικό νόμο, έμεινε ακίνητη από σεβασμό προς τον παράδοξο και απόρρητο εκείνο τοκετό, ώστε οι ροές των ποταμών και οι αναβλύσεις των πηγών και οι κινήσεις των θαλασσών και οι πτήσεις των πουλιών και οι πορείες των ανθρώπων και των ερπετών και των θηρίων και των τετραπόδων και γενικά όλη η φύση και η κτίση, ουράνιος και επίγειος «έστη και εξέστη και ήργησε» και για μία στιγμή διέκοψε την κίνηση και την εργασία της, μέχρι να τελειώσει το μυστήριο του παραδόξου και απορρήτου εκείνου τοκετού, όπως σαφώς μας εμήνυσε η περί τούτων ιστορία.
Και εγώ το δέχομαι αυτό και το πιστεύω πρόθυμα και πείθομαι, επειδή είναι απίθανο τη στιγμή που πραγματοποιείται τόσο μεγάλο έργο να τολμά και κάποιο άλλο να λαμβάνει χώρα και να κινητοί έστω κατ’ ελάχιστον. Αλλά όλα μαζί ακινητοποιήθηκαν σαν να αποδεσμεύτηκαν προς στιγμήν από τον νόμο της φύσεως, λογικά και άλογα, ορατά και αόρατα, σεβόμενα ως δούλοι τον Δεσπότη. Διότι λέει, «εθεμελίωσας την γην και διαμένει, ότι τα σύμπαντα δούλα σα». Επειδή λοιπόν «τα σύμπαντα δούλα αυτού» και ησθάνοντο το μέγα έργον του Κυρίου των, την σωτηρία του κόσμου, κάθε ένα από τα κτίσματα στάθηκε απαρασάλευτο μέχρι που ολοκληρώθηκε εκείνο το θείο έργο, και μετά από αυτά η κτίση συνέχισε κανονικά τήν εργασία της.
Όντως «εξέστη ο ουρανός επί τούτω και της γης κατεπλάγη τα πέρατα» «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν και υιός Θεού εδόθη ημίν, ού η αρχή επί του ώμου αυτού και συναϊδίου Πατρός και της ειρήνης αυτού ουκ έστιν όριον, καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος».
Και «άγγελος» μεν λέγεται επειδή φέρει από τον Θεόν και Πατέρα Ευαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδή καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγής και συμφιλιώσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και διά του θείου Βαπτίσματος υιοθεσίας αξιωτήρια, και της φύσεώς μας από την πονηρή δουλεία απαλλακτήρια, και του θανάτου παντελώς αναιρετήρια και του διαβόλου ασυμπαθώς φυγαδευτήρια, και της τυραννίδος των δαιμόνων δεσμωιήρια και πολυχρονίων νεκρών εξαναστήρια, και μυστηρίων νέων και μεγάλων παραδοτήρια· και όχι μόνον αυτά, αλλά και Βασιλείας Ουρανών υποσχετήρια και για όσους εβίωσαν καλώς αθανάτου κληρονομιάς αποδοτήρια. Σε αυτά τα Ευαγγέλια διασώζεται το μυστήριο της αμωμήτου πίστεως, η σφραγίς του τρισάγιου Θεού· και άλλων πολλών και μεγάλων δωρεών και μυστηρίων φρικτών Ευαγγέλια έφερε, των οποίων αυτός ο ίδιος έγινε και δοτήρας και διδάσκαλος. Και οπωσδήποτε ευλόγως λέγεται και «μεγάλης βουλής», θείας και πρακτικής, «άγγελος». Το δε «θαυμαστός σύμβουλος» το λέγει επειδή έχει την ύπαρξη «προ των αιώνων και εν αρχή» μαζί με τον Πατέρα του και το Πνεύμα συναΐδιον και της ιδίας με αυτούς φύσεως. Σύμβουλός του είναι η «μεγάλη βουλή», ο Πατήρ και Θεός. Τί συμβούλευσε; Είναι φανερόν ότι να κτίσει τον αόρατο και ορώμενο κόσμο και όλα τα κοσμήματα που υπάρχουν σε αυτούς και τον άνθρωπο, και να συγκρατούνται δι’ αυτού και να συνέχωνται τα πάντα, ώστε να διαμένουν τα σύμπαντα και να διασώζονται με τον καλύτερο τρόπο. Και δεν το έκαμε αυτό ασυμβούλως, ούτε πάλι του λέγει προστακτικώς να κτίσει τον κόσμο και μέσα σε αυτόν τον άνθρωπο, αλλά συμβουλευόμενος θαυμαστώς τον θαυμαστό αυτό σύμβουλο και Αγαπητό Υιό Του, λέει· «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» που σημαίνει Θεόν επίγειο και αρχηγό, ο οποίος λόγω του αυτεξουσίου εικονίζει τον Θεό «καθ’ ομοίωσιν» δε, δηλαδή αθάνατο και, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, ικανό να ομοιωθεί διά της αρετής με τον Θεό. Πράγματι λοιπόν «πάντα δι’ αυτού εγένετο» του θαυμαστού συμβούλου, «και χωρίς αυτού εγένετο ουδέν εν ό γέγονε», όπως έχει γραφεί.
Το δε «Θεός ισχυρός» διακηρύσσει τρανώς το ισχυρό της θείας φύσεως· διότι υπάρχουν και οι ειδωλικοί ψευδώνυμοι θεοί, δεν είναι όμως και ισχυροί. Ώστε και εσύ ακούοντας «ότι παιδίον εγεννήθη και εδόθη ημίν» να μην υποπτευθείς ότι είναι απλό αυτό το παιδί και εφάμιλλο με τα άλλα παιδιά, αλλά να εννοήσεις ότι αυτό το παιδί είναι και θαυμαστός σύμβουλος του Θεού και Πατρός· «και της ειρήνης αυτού ουκ εστίν όριον», όπως ήδη ελέχθη· διότι αυτό το παιδί έχει απεριόριστο και απέραντο πλούτο ειρήνης μαζί με τον Πατέρα Του και με το Πνεύμα.
Το δε «πατήρ του μέλλοντος αιώνος» θέλει να φανερώσει το δημιουργικό και προάναρχο του παιδιού αυτού που γεννήθηκε. Όπως δηλαδή κάποιος που έχει γίνει πατέρας πολλών παϊδιών είναι αίτιος της πλάσεως και της γεννήσεώς τους, έτσι και το παιδί αυτό που γεννήθηκε είναι κτίστης και γεννήτορας όλων των δημιουργημάτων, άρχοντας και πατέρας και ηγέτης των επτά παρερχομένων αιώνων και του απέραντου ογδόου, γι’ αυτό και λέγεται «πατήρ του μέλλοντος αιώνος».
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» σήμερα και σπαργανώθηκε παιδικά, αυτός που σπαργάνωσε παλαιά με ομίχλη την θάλασσα. «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», του οποίου η αρχή είναι άναρχος και τέλος δεν έχει.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», το οποίο συγκρατεί, ως δούλα του, τα σύμπαντα· γι’ αυτό και ως δούλα το υπηρετούν και το επευφημούν και του προσφέρουν δώρα· οι μάγοι και ο αστέρας, οι άγγελοι και οι ποιμένες, το σπήλαιο και η φάτνη, η Παρθένος Μητέρα υπερφυώς και ο μνήστωρ Ιωσήφ ο τεχνίτης, φαινόμενος ως πατέρας του τεχνουργού των πάντων. Λείπει όμως η επιστασία των μαιών από τον τίμιο εκείνο και παράδοξο και παρθενικό τοκετό διότι εκεί που γίνεται μητέρα η Παρθένος με την επισκίαση της Δυνάμεως του Υψίστου, μαίες δεν χρειάζονται. Αυτά λοιπόν και τα ισότιμα με αυτά φανέρωναν σαφώς την θεαρχία και παντοκρατορία του νεογέννητου παιδιού. «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» από την αγία Παρθένο χωρίς πατέρα αυτό που εγεννήθη «εκ γαστρός προ εωσφόρου» από τον Πατέρα χωρίς μητέρα.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» κριτής ζώντων και νεκρών.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» και φανέρωσε σήμερα το προαιώνιο μυστήριο, και έτσι περατώθηκε με τον καλύτερο τρόπο εκείνο το οποίο «πολυμερώς και πολυτρόπως» διείδαν από παλαιά οι Προφήτες· προέλεγαν δηλαδή ότι «εκ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ» και ότι «ο Θεός από Θαιμάν ήξει» και ότι «εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού» και ότι «εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί» και τα λοιπά.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», την γέννηση του οποίου εμυήθησαν οι μάγοι, οι βασιλείς των Περσών και ήλθαν με οδηγό τον αστέρα να τον προσκυνήσουν, αυτοί τους οποίους η αγία Γραφή ονόμασε από παλαιά Σεβωείμ, λέγοντας• «ότι άνδρες υψηλοί Σεβωείμ διαβήσονται προς σε και προσκυνήσουσι λέγοντες ότι εν σοι ο Θεός έστι και ουκ εστί Θεός πλην σου». Αυτοί λοιπόν οι άνδρες ήλθαν και τον προσκύνησαν και θεολογώντας του προσέφεραν δώρα· χρυσόν μεν επειδή είναι Βασιλεύς, λίβανον επειδή είναι Θεός και σμύρνα για το άχραντον Πάθος· την έκβαση αυτού έφερε εις πέρας ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, όταν μετά το Πάθος κήδευσαν το ζωηφόρο Εκείνο σώμα με εκατό λίτρες σμύρνης και αλόης.
«Ότι παιδίον εγεννήθη υμίν» και είναι τώρα ξαπλωμένο στη φάτνη, αυτός ο οποίος κρατεί στο χέρι του τη σφαίρα της γης και συγκρατεί θεοπρεπώς και ανέτως όλη την κτίση.
Και για να πω συγκεφαλαιώνοντας το πληρέστατο παραλείποντας τα περισσότερα, «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ιατήριον. δαιμόνων αφανιστήριον, ειδωλικών ξοάνων και βωμών καταλυτήριον, θυσιών διαβολικών και βέβηλων κνισσών εξαλειπτήριον, τυραννικής διαβόλου αποστασίας αλυσοδετήριον αιώνιον. και καθολικής αναστάσεως νεκρών αρχετήριον.
Ποιός είδε ή άκουσε ποτέ παρόμοιο παιδί να είναι ξαπλωμένο σε φάτνη περιτυλιγμένο με σπάργανα και να κρατεί στην παλάμη του τα σύμπαντα, να προσκαλεί στα ύψη το ύδωρ της θαλάσσης και να το διαχέει όπου θέλει, να αναπαύεται στη φάτνη και συγχρόνως να χρησιμοποιεί σαν όχημα τα χερουβίμ, να γαλακτοτροφήται από Μητέρα παρθένο και να «εξαποστέλλη πηγάς υδάτων εν φόραγξι», να περικρατήται σε παρθενικές αγκάλες και να κρατεί ασφαλώς τα σύμπαντα: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!», όπως αναφωνεί και ο θείος Παύλος. Ω θαύματος παραδόξου, από τα σύγχρονα και τα παλαιά καινοφανεστέρου. Ω θείας κηδεμονίας και άκρας συγκαταβάσεως. Πώς ο απεριόριστος Λόγος και Υιός του Θεού και Πατρός περιορίστηκε εκούσια μέσα στη μορφή του δούλου; Πώς ο κατά φύσιν ασώματος περιεβλήθη με σώμα; Πώς φάνηκε αυτός που είναι και στους αγγέλους αθέατος; Πώς ο κτίστης των αθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε να φορέσει σάρκα; Πώς αυτός που διαθέτει τον ασύγκριτο πλούτο της θεότητος και χαρίζει τα πλούσια δώρα έφθασε στην έσχατη πτωχεία; Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεί να υπάρξει από το βουστάσιο και τη φάτνη και το σπήλαιο; Πώς ωράθη παραδόξως ο αόρατος; Πώς ο Ύψιστος κατέβηκε; Πώς ο υπερουράνιος ηθέλησε να ζήσει μαζί με εμάς τους χαμηλούς; Πώς ο περικυκλούμενος από στρατιές λαμπρότατων αγγέλων ήλθε να συναναστραφεί με τους ανθρώπους; Πώς ο «περιβαλλόμενος φως ως ιμάτιον» περιβάλλεται με σπάργανα ευτελή; Πώς ο υπερκαθαρός κατήλθε προς εμάς που ευρισκόμεθα στον λάκκο και την σαπρία των ολέθριων παθών; Για ποιόν λόγο, γιατί έγινε η ασύλληπτος αυτή και πολλή συγκατάβαση; Είναι βεβαίως φανερό για όσους θέλουν να ερευνήσουν τη δύναμη του μυστηρίου· θα το διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εικόνα. Όπως κάποιος που έχει πέσει σε λάκκο βαθύτατο και βορβορώδη δεν μπορεί να ανέλθει μόνος του από εκεί, αλλά χρειάζεται κάποιο χέρι από επάνω να τον ανασύρει, κάτι παρόμοιο έπαθε και η φύση μας· επωμίστηκε δεινώς με την πτώση στο βόθρο της παραβάσεως και πεσμένη στο λάκκο του Άδη είχε ανάγκη από κάποιο χέρι πανίσχυρο για να την ανασύρει. Και επειδή κανενός σύνδουλου χέρι δεν είχε αυτή την ικανότητα, εκτείνεται από επάνω, από τα θεία υψώματα «η πανσθενουργός δεξιά» προς τα κάτω, η οποία, και ως πατρική δεξιά, όχι μόνο ανείλκυσε από τον λάκκο εκείνο αυτούς που είχαν πέσει, αλλά και «τω πλήθει της δόξης και της δυνάμεως αυτής συνέτριψε τούς ύπεναντίους», όπως έχει γραφεί, και λαμβάνοντας υπεφυώς τη φύση μας, η οποία είχε ριφθεί εκεί, την οδήγησε υψηλά στους ουρανούς και αφού την κάθισε στο θρόνο εκ δεξιών του Πατρός την αξίωσε να προσκυνείται από όλη την κτίση, και προσκαλώντας εμάς εκεί έλεγε «ει τις εμοί διακονεί, εμοί ακολουθείτω, ίνα όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται». Ομοίως και ο μακάριος Παύλος συνιστά: «Τα άνω ζητείν, τα άνω φρονείν, ένθα κάθηται Χριστός εκ δεξιών του Θεού και Πατρός».
(Πηγή: «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», εκδ. Ι. Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Άγιον Όρος, σ. 625-632.)