Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και οι σχέσεις του με τον έπαρχο Ορέστη και τη Φιλόσοφο Υπατία
18.01.2012
Στην εργασία αυτή θα αναφερθούμε στις σχέσεις ενός σπουδαίου πατρός της αρχαίας Εκκλησίας του πατριάρχη Κυρίλλου Αλεξανδρείας με δύο εξέχοντα πρόσωπα της πόλεως της Αλεξάνδρειας, τον έπαρχο Ορέστη και τη φιλόσοφο Υπατία.
Ο ιερός Κύριλλος υπήρξε σημαντική μορφή για την εποχή του. Άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση τόσο στον εκκλησιαστικό βίο όσο και στη διαμόφωση της χριστιανικής διδασκαλίας και κυρίως στη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος τον 5 αι. Για τη ζωή του ιερού πατρός λίγα πράγματα είναι γνωστά. Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε μεταξύ του 370 με 380 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Την ακριβή ημερομηνία της γεννήσεώς του δεν έχουμε τη δυνατότητα να τη γνωρίζουμε. Καταγόταν από εύπορη ελληνική οικογένεια της πόλεως της Αλεξάνδρειας, αν και συχνά ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος τον αποκαλεί «Αιγύπτιον», δηλαδή αυτόν που κατάγεται από την Αίγυπτο[1], με σκοπό να τον χλευάσει.
Θείος του υπήρξε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, άνδρας δυναμικός και εύστροφος, τον οποίο ο Κύριλλος πάντοτε τον ανέφερε με ευγνωμοσύνη και αγάπη[2]. Μεγάλωσε λοιπόν, ο Κύριλλος μέσα σε ένα περιβάλλον, το οποίο του προσέφερε τη δυνατότητα να λάβει ευρεία και επιμελημένη εκπαίδευση αλλά και να συναναστραφεί με εξέχοντα πρόσωπα της αλεξανδρινής κοινωνίας, τόσο της πολιτικής όσο και της εκκλησιαστικής σκηνής.
Σπούδασε στη φημισμένη Σχολή της Αλεξάνδρειας με διδάσκαλο το Δίδυμο τον Τυφλό[3] και παρακολούθησε μαθήματα της περίφημου αλεξανδρινής φιλοσόφου – μαθηματικού Υπατίας[4]. Οι γνώσεις του επλουτίζονταν συνέχεια από τη μελέτη συγγραμμάτων σπουδαίων χριστιανών συγγραφέων, πατέρων της Εκκλησίας, όπως ήταν ο Μέγας Αθανάσιος[5], οι Καππαδόκες Πατέρες[6] κ.α., αλλά και συγγραμμάτων συγγραφέων της θύραθεν φιλολογίας. Παράλληλα γαλουχήθηκε θεολογικά στην έρημο κάτω από την απεριόριστη φροντίδα των ζηλωτών μοναχών της Νιτρίας, κοντά στους οποίους πέρασε πέντε ολόκληρα χρόνια. Αυτοί πιθανόν του ενέπνευσαν τον πύρινο και ανυπόμονο ζήλο, που χαρακτηρίζει τον Κύριλλο σε όλη τη διάρκεια του βίου του[7].
Μετά την κοίμηση του θείου του, αναμετράται με τον αρχιδιάκονο Τιμόθεο για τον πατριαρχικό θρόνο. Στην αναμέτρηση αυτή βγαίνει νικητής και ανέρχεται στον πατριαρχικό θώκο της Αλεξανδρείας στις 18 Οκτωβρίου του 412[8]. Ως νέος Αρχιεπίσκοπος, καυτηριάζει με δριμύτητα την κοινωνική ανισότητα και την αναλγησία των πλουσίων. Ψέγει την πολιτική εξουσία για την ανοχή της σε φαινόμενα αδικιών έναντι των φτωχών, σε απάτες, επιορκίες, σε φαινόμενα έκλυτου βίου[9]. Δε διστάζει να εναντιωθεί σε ένα πολιτικό κατεστημένο, το οποίο οδηγεί τους πολίτες της Αλεξάνδρειας και γενικότερα της Αιγύπτου σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και που οξύνει την κοινωνική ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Αρχικός στόχος του ήταν η καταπολέμηση όλων όσων αποτελούσαν κίνδυνο για την εδραιωμένη πια χριστιανική Εκκλησία[10]. Στο σημείο αυτό κατηγορήθηκε από πολλούς αντιπάλους τους ως αλαζόνας, σκληρός και ματαιόφρονος άνθρωπος, κάτι όμως που καταρρίπτεται αν μελετήσει κάποιος προσεκτικά την όλη δημόσια δράση του. Σκοπός του ήταν η θωράκιση της Εκκλησίας από οποιαδήποτε απειλή, η οποία θα κλώνιζε τους πιστούς και όχι τα θεμέλιά της, γιατί Εκείνη έχοντας ως κεφαλή τον ενσαρκωμένο θείο Λόγο είναι προορισμένη να ζήσει εις τους αιώνας και «Πύλαι άδου ου κατασχύνουσι»[11]. Πολέμησε με πάθος υπολείμματα παλαιοτέρων αιρέσεων όπως οι Νοβατιανοί[12], οι Αρειανοί[13], οι οπαδοί του Μαρκίωνα[14], του μοναρχιανού Παύλου Σαμοσατέα[15]. Σχετικά μάλιστα με τους Νοβατιανούς ένας εκπρόσωπός τους ο ιστορικός Σωκράτης γράφει: «Ευθέως ουν Κύριλλος τας εν Αλεξανδρεία Ναυατιανών εκκλησίας αποκλείσας, πάντα μεν τα ιερά κειμήλια έλαβε, το δε επίσκοπον αυτών Θεόπεμπτον, πάντων ων είχε αφείλετο»[16].
Χαρακτηριστικά σκληρή και αδυσώπητη υπήρξε η στάση του απέναντι στους Εθνικούς[17], οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επίδραση στο χριστιανικό λαό, με τη μαγεία, την αστρολογία, τη δεισιδαιμονία, «……» και με την ύπαρξη κάποιου μαντείου στο Μένουθις στο οποίο λατρευόταν μία ψεύτικη θεά «η Κυρά»[18]. Επίσης πολέμησε τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν γύρω στους 40.000 στην Αλεξάνδρεια. Έκλεισε τις συναγωγές τους και εξόρισε πολλούς από αυτούς. Η πολεμική του έναντι των Ιουδαίων τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη μεροληπτική στάση του έπαρχου της πόλεως Ορέστη. Ο τελευταίος αν και δήλωνε χριστιανός, χαρακτηριζόταν συχνά από τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας «θύτης και έλληνας», δηλαδή ειδωλολάτρης, εξαιτίας της άδικης συμπεριφοράς του απέναντι στους χριστιανούς, η οποία γινόταν αιτία για συνεχείς προστριβές μεταξύ χριστιανών και Ιουδαίων.
Οι Ιουδαίοι έχοντας την απροκάλυπτη στήριξη του έπαρχου Ορέστη ασκούσαν στυγνή τοκογλυφία απέναντι στους χριστιανούς, οι οποίοι μη δυνάμενοι να ανταποκριθούν στην απόσβεση των δανείων τους η των γενικοτέρων οφειλών τους κατέληγαν δούλοι και δημεύονταν η περιουσία τους. Για το λόγο αυτό οι Ιουδαίοι ήταν περισσότερο επικίνδυνοι για τον Κύριλλο από τους ειδωλολάτρες, γιατί οι πρώτοι απειλούσαν ολόκληρη την κοινωνική υπόσταση των χριστιανών ενώ οι τελευταίοι επιτελούσαν το έργο του μισόκαλου εχθρού με σκοπό την απώλεια της ψυχής των πιστών εν Χριστώ και τη ρίψη της στο βάθρο της απωλείας.[19]
Βασική πηγή για τα τεκταινόμενα της εποχής αποτελεί ο ιστορικός Σωκράτης, ο οποίος μάλιστα αναφέρθηκε ότι άνηκε στις τάξεις των Νοβατιατών. Αυτό προσδίδει μεγαλύτερη εγκυρότητα στα γραφόμενά του σχετικά με τον Άγιο Κύριλλο, μιας και δε μεροληπτούσε υπέρ του πατριάρχη Αλεξανδρείας, ως φιλικά προσκείμενος σε αυτόν. Ο Σωκράτης τονίζει ότι ο Ορέστης, αν και δήλωνε χριστιανός μισούσε φανατικά τους επισκόπους και θεωρούσε ότι ασκούσαν εξουσία και είχαν αρμοδιότητες δοσμένες από το αυτοκράτορα, τις οποίες δεν έπρεπε να έχουν: «εμίσει την δυναστείαν των επισκόπων, ότι παρηρούντο πολύ της εξουσίας των εκ βασιλέως άρχειν τεταγμένων»[20]. Δεν έχανε λοιπόν ευκαιρία να προσπαθήσει να εκθέσει τον πατριάρχη Αλεξανδρείας στα μάτια του λαού της Αλεξάνδρειας και να δημιουργήσει προστριβές μαζί του.΄
Ο Κύριλλος ως έξυπνος άνθρωπος που ήταν γνώριζε ότι έπρεπε να έχει καλές σχέσεις με τον Ορέστη. Προσπάθησε επομένως πολλές φορές να συμφιλιωθεί μαζί του χωρίς αποτέλεσμα. Η ρήξη τους έγινε αγεφύρωτη, όταν ο Ορέστης στράφηκε εναντίον του Ιέρακος, ανθρώπου της εμπιστοσύσης του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και του επέβαλε σκληρά μέτρα: «Ην δε εν αυτοίς τις ανήρ ονόματι Ιέραξ͵ ος γραμμάτων μεν των πεζών διδάσκαλος ην͵ διάπυρος δε ακροατής του επισκόπου Κυρίλλου καθεστώς͵ και περί το κρότους εν ταις διδασκαλίαις αυτού εγείρειν ην σπουδαιότατος. Τούτον τοίνυν τον Ιέρακα το πλήθος των Ιουδαίων εν τω θεάτρω θεασάμενοι κατεβόων ευθύς͵ ως δι΄ ουδέν άλλο παραβάλλει τω θεάτρω͵ η ίνα στάσιν τω δήμω εμβάλοι. … αρπάσας ουν τον Ιέρακα δημοσία εν τω θεάτρω βασάνοις υπέβαλλεν.»[21]. Το τελευταίο έδωσε την αφορμή να παραμεριστεί το παραπέτασμα της δήθεν καλής συνύπαρξης μεταξύ Ιουδαίων και χριστιανών και να εκδηλωθεί το απέραντο μίσος των Ιουδαίων για τους τελευταίους. Πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τους Ιουδαίους με δόλιο τρόπο. Οι Ιουδαίοι μία νύκτα προκάλεσαν μεγάλες ταραχές διαδίδοντας τη φήμη ότι πυρπολούνταν ο ναός του Αγίου Αλεξάνδρου. Τρέχοντας οι χριστιανοί να σώσουν τον ναό έπεσαν σε ενέδρα των Ιουδαίων οι οποίοι και φόνευσαν πολλούς. Τότε ήταν που ο Κύριλλος στράφηκε εναντίον τους, έχοντας την άδεια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β[22]. Έκλεισε τις συναγωγές τους, όπως προαναφέρθηκε, πήρε αυστηρά μέτρα εναντίον τους και βοηθούμενος από τον λαό απέλασε τους Ιουδαίους από την Αλεξάνδρεια δημεύοντας και την περιουσία των πρωτουργών των δολοφονιών έναντι των χριστιανών.
Το μίσος του έπαρχου Ορέστη απέναντι στον Κύριλλο λέγεται ότι το κρατούσε άσβεστο και η Υπατία, θυγατέρα του φιλοσόφου Θέωνος, που προκαλούσε όλη την προσοχή της πόλεως με τη σοφία της. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να φέρουμε ως μαρτυρία τα λόγια του ιστορικού Σωκράτους «επειδή γαρ συνετύγχανε συχνότερον τω Ορέστη, διαβολήν τούτο εκίνησε κατ’ αυτής παρά τω της Εκκλησίας λαώ, ως άρα είη αύτη μη συγχωρούσα τον Ορέστην εις φιλίαν τω Επισκόπω συμβήναι»[23]. Οι σχέσεις του Ορέστη με τον Κύριλλο είχαν κλυδωνιστεί στον ύψιστο βαθμό. Το τελικό χτύπημα για να γίνει το χάσμα αγεφύρωτο μεταξύ του Πατριάρχη και του Έπαρχου της Αλεξάνδρειας υπήρξε ο βασανισμός και η καταδίκη σε θάνατο ενός μοναχού από τη Νιτρία του Αμμωνίου.
Αυτός γεμάτος από τυφλό ζήλο για να υπερασπιστεί τον Πατριάρχη του μαζί με άλλους μοναχούς επιτέθηκαν φραστικά στον Ορέστη. Δυστυχώς η επίθεση δεν έμεινε μόνο στα λόγια αλλά προέβηκε και στο χτύπημα της κεφαλής του Ορέστη από μία πέτρα. Το αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη, ο βασανισμός και η θανάτωση του Αμμωνίου. Ο Κύριλλος πήρε το νεκρό σώμα του Αμμωνίου και το έθαψε με τιμές μάρτυρα. Κάτι που εξαγρίωσε περισσότερο τον Ορέστη: «του δε Αμμωνίου το σώμα αναλαβών και εν μια των εκκλησιών αποθέμενος͵ όνομα έτερον αυτώ επιθείς Θαυμάσιον επεκάλεσε͵ και μάρτυρα χρηματίζειν εκέλευσεν͵ εγκωμιάζων αυτού επ’ εκκλησίας το φρόνημα͵ ως αγώνα υπέρ ευσεβείας ανελομένου»[24].
Δυστυχώς αυτή η διαμάχη μεταξύ Κυρίλλου και Έπαρχου είχε και άλλο θύμα εκτός του Αμμωνίου. Τυφλωμένος από την οργή ο όχλος από μερικούς χριστιανούς με πρωτοστάτη τον αναγνώστη Πέτρο κατά τη μαρτυρία του Σωκράτους του Σχολαστικού[25] επιτέθηκε και σκότωσε την Υπατία στις 15 Μαρτίου το 415. Λέγεται ότι ο όχλος είχε επηρεαστεί από ένα φλογερό κήρυγμα του Αγίου Κυρίλλου. Δεν κατηγορείται ποτέ από κανένα σύγχρoνό του ως ηθικός αυτουργός για το φόνο. Η κατηγορία αυτή του προσάφθηκε πολύ αργότερα από κάποιος ψευδοϊστορικούς.
Σημαντικό μερίδιο ευθύνης στη δολοφονία της φιλοσόφου είχαν και οι «παραβαλανείς», οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη οργάνωση, ασχολούμενοι με έργα φιλανθρωπίας και παρέμειναν κοντά στο εκκλησιαστικό βαλανείο, από όπου πήραν και το όνομά τους.[26] Ο ιστορικός Σωκράτης σημειώνει ότι ήταν επιρρεπείς σε κοινωνικές αναταραχές «ο των Αλεξανδρέων δήμος πλέον των άλλων δήμων χαίρει ταις στάσεσι· ει δε πότε και προφάσεως λάβηται εις αφόρητα καταστρέφει κακά· δίχα γαρ αίματος παύεται της ορμής»[27]. Η γενικότερη στάση τους δικαιολογεί το νόμο που εκδόθηκε περί των κληρικών και των «παραβαλάνων» της Αλεξάνδρειας στις 28 Σεπτεμβρίου 416 από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Οι «παραβαλάνοι»[28], ήταν ένα ειδικό σώμα 500 ανδρών, το οποίο ήταν κάτω από τις εντολές του εκάστου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Υπήχθησαν όμως δια του αυτού νόμου υπό την δικαιοδοσία του έπαρχου Αλεξανδρείας. Ως δικαιολογία της μεταβολής αυτής υπήρξε ότι το σώμα αυτό ενέσπειρε τον τρόμο και την φρίκη στην Αλεξάνδρεια δια των αταξιών αυτού, εν αγνοία του Πατριάρχη. Ο λαός της Αλεξάνδρειας ζήτησε από τον αυτοκράτορα στέλνοντας του πρεσβεία να λάβει τα μέτρα του κατά των παραβαλάνων. Αντίθετα πουθενά δεν αναφέρεται ότι κατηγόρησαν τον Πατριάρχη τους για τις ταραχές που γίνονταν αλλά ούτε και για το φόνο της Υπατίας, ο οποίος απουσίαζε από την Αλεξάνδρεια την περίοδο του φόνου.
Ο Κύριλλος ήταν άξιος διάδοχος του πατριαρχικού θρόνου του Μεγάλου Αθανασίου. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να φέρει την ειρήνη ανάμεσα στο λαό της Αλεξάνδρειας. Αυτό όμως δεν τον έκανε δουλοπρεπή απέναντι στην πολιτική εξουσία, αντίθετα «δε δίστασε να υψώσει τη φωνή του όταν έβλεπε ότι απειλούνταν τα συμφέροντα της Εκκλησίας αλλά και των χριστιανών της Αλεξάνδρειας. Το έργο και η φήμη του γρήγορα απλώθηκαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η αγάπη του για την Εκκλησία ήταν η ασπίδα του εναντίον οποιασδήποτε απειλής απ’ όπου αυτή και αν προερχόταν. Στα μετέπειτα χρόνια δε δίστασε να εναντιωθεί με σθένος στη δογματική κακοδοξία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου[29]. Έφτασε στο σημείο να δεί ο ίδιος τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, παρόλα τα εμπόδια που είχε να αντιμετωπίσει[30] και να του εκθέσει τις πλάνες του Νεστορίου, που αποτελούσαν αγκάθι για τη χριστολογία της Εκκλησίας. Φυσικά δεν αρκέστηκε μόνο στο να συνατήσει το Θεόδόσιο. Με επιστολές του είχε πληροφορήσει τις βασίλισσες[31], οι οποίες ήταν δυναμικότερου χαρακτήρα από τον αυτοκράτορα. Τέλος οργάνωσε το 431 την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο και πέτυχε την καταδίκη του Νεστοριανισμού. Η δικαίωσή του έρχεται με την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα το 451, επτά χρόνια από την κοίμησή του.
Ποιμένες σαν τον Κύριλλο έδειξαν ότι οι άρχοντες της Εκκλησίας δεν πρέπει να έχουν ως αποκλειστική ενασχόλησή τους τα της Εκκλησίας, αλλά και να στέκονται άγρυπνοι θεματοφύλακες των εθνικών και των θρησκευτικών συμφερόντων της χώρας υψώνοντας τη φωνή τους ακόμη και στον ίδιο τον αυτοκράτορα, τον εκάστοτε άρχοντα κάθε εποχής, προκειμένου να τον προφυλάξουν από εκούσια η ακούσια σφάλματά του. Φυσικά δεν πρέπει να φτάνουν στο άλλο άκρο να ανακατεύονται σε όλα τα πολιτικά πράγματα και να θέλουν να επιβάλουν την άποψη τους στον εκάστοτε κυβερνήτη (παποκαισαρισμός), γιατί τότε τυφλώνονται από την εξουσία μεθάνε και γίνονται υπηρέτες του Μαμωνά και όχι λειτουργοί του Θεού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Mansi, V, 725.
[2]Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 7, PG 67, 749C-762A. Θεοδωρήτου Κύρου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5, 40 PG 83, 1277D. Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 15,14 PG 146, 1100A- 1104A. Mansi IV, 1464. Ed. Schwartz I, I, 3 σ. 75. Χρ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933, σ. 264. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ Χριστολογική Ὁρολογία καί Διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου Κύρου, Ἀθήνα 1955, σ. 37. Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 236.
[3] Βλ. Σχετικά Κ. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 2, Ἀθήνα 2004, σσ. 231 -258. Συναφῶς βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 666-682. Ἠλ. Μουτσούλα, «Ἀλεξανδρινοί Συγγραφεῖς Δ αἰ. Α΄ Σεραπίων Θμούεως. Β΄ Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς», ἀνάτυπο, Ἀθήνα 1971, σσ. 17-51. W. Gauche, Didymus the Blind; an Educator of the 4th century, Washington 1934.
[4]Ἡ ἐπιστολή τοῦ ἱεροῦ Κυρίλλου (λατινιστί), στόν τόμο 77 τῆς PG (389-390) ἡ ὁποία ἀπευθύνεται στήν Ὑπατία καί τῆς ἐκθέτει τά προβλήματα πού ἔχουν προκύψει ἀπό τή διένεξη τοῦ Νεστορίου μέ τόν Κύριλλο εἶναι νόθα. Ἐξάλλου ὁ Κύριλλος δέν θά μιλοῦσε ἀναλυτικά γιά ἕνα δογματικό θέμα, ὅπως τό Χριστολογικό, σέ κάποιον πού δέν ἦταν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ θά ἦταν ἀδύνατο νά κατανοήσει κάποιος θέματα δογματικῆς διδασκαλίας χωρίς νά ἔχει τό κατάλληλο θεολογικό ὑπόβαθρο. Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933, σ. 264 -266.
[5]Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 263-326. Τοῦ ἰδίου, «Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, σταθμός μέγας ἐν τῇ θεολογίᾳ τῆς Ἐκκλησίας», ἀνάτυπο ἐκ τῆς Θεολογίας (1974), σσ. 102-128. F. L. Cross, The Study of St. Athanasius, Oxford 1945. Κ. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 2, Ἀθήνα 2004, σσ. 179-222.
[6] Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 355-407, 475-529, 590-632, 637-642.
[7] The international cyclopaedia – a compendium of human Knowledge, revised with large additions, vol. IV, NewYork 1899, p. 256.
[8] Π.Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Δ, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 340 κ.ἑ.
[9] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 240.
[10] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ΄Ἱστορία Α, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19964, σ. 206.
[11] Ματθ. 16, 18.
[12]Πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑορταστική Ὁμιλία 8, 9. PG 77, 565 – 577, 681 – 692, 1060- 1064. Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 1, Ἀθήνα 1998, σσ. 335-338. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 296-299. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α, Ἀθήνα 1991, σσ. 423-426. H. Weyer, Novatianus de Trinitate, Düsseldorf 1962.
[13]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 2, Ἀθήνα 2004, σσ. 97-120. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 377-398. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 114-119.
[14]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 1, Ἀθήνα 1998, σσ. 278, 324 κ.ἑ. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 159-162. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α, Ἀθήνα 19912, σσ. 142-143.
[15]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 1, Ἀθήνα 1998, σσ. 470-472.. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α, Ἀθήνα 19912, σσ. 461-464. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 244-245.
[16] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7,7 PG 67, 752A.
[17] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 241.
[18] Πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία 3, PG 77, 1105Α. Συναφῶς βλ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Τό ἐγκώμιον εἰς τούς ἁγίους Κῦρον καί Ἰωάννην, PG 87, 3, 3409-3412: «Δαίμων ἀκάθαρτος ἐπεφαίνετο ἐν εἴδει θηλείας ποιῶν φαντασίας πολλάς καί μαντείας δοκῶν λέγειν, μηδέν ἐχούσας ἀληθές καί ἐπιταγάς τινων φαρμάκων τερατευόμενος, μηδέ παντάπασιν ὠφελῶν, ἀλλά τούτοις εἰς ἀπώλειαν ἐφελκόμενος… πολλούς τό εἰδεχθές τοῦτο δαιμόνιον ταῖς ἀπάταις παρέσυρε καί προσκαλεῖσθαι αὐτοῦ τῷ βωμῷ ἐλπίδι ρήσεως ἤ προφητείας ἀνέπειθεν οὐ μόνον ἀπιστοῦσι καί πάντη τούς αὐτοῦ προσκειμένους κελεύσμασιν ἀλλά καί πιστούς τοῦ Χριστοῦ σύμβολα φέροντες».
[19] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑορταστική Ὁμιλία 1ε, PG 77, 417-424, 513, 516, 529, 853, 586, 860-873, 896-901, 1057-1060.
[20] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 7, 13, PG 67, 764A.
[21] Αὐτόθι, 7,13-34. PG 67, 761C-764C.
[22] Χρ. Παπαδοπούλου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933, σ. 279.
[23]Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 15, PG 67, 768. Πρβλ. Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 14, 16. PG 146, 1105C-1108B.
[24] Αὐτόθι, 14, 24-28. PG 67, 773.
[25] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 15, PG 67, 761Α.
[26] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 244.
[27] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 15. PG 76, 761A.
[28] Βλ. Δεσπ. Μιχάλαγα, «Οἱ παραβαλανεῖς ὡς φορεῖς κοινωνικῆς ἀντίληψης τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων», ΕΕΘΣΠΑ 34 (1999) 523-554.
[29] Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀθήνα 2004, σσ. 32-38, 144-142, 154-157, 166-172, 184-190, 339-351. The international cyclopaedia – a compendium of human knowledge revised with large additios, vol. X, New York 1899, p. 409- 410.
[30] Ἐπειδή τόν ἐμπόδιζαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Νεστορίυ νά συναντήσει τόν αὐτοκράτορα, ἐκεῖνος ντύθηκε ζητιάνος καί παρουσιάστηκε μπροστά στόν αὐτοκράτορα τή στιγμή πού δέν τό περίμενε κανείς.
[31] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Λόγος προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασίλσσαις, περί ὀρθῆς πίστεως, PG 76, 1201- 1420.