Ο Ηλίας ο Μέγας ως σύμβολο Μυστικής Θεολογίας


19.01.2012

Κάθε λόγος περί μυστικής θεολογίας και κάθε αναφορά σε βιώματα και καταστάσεις αγιοπνευματικής εμπειρίας, που αποτελούν περιεχόμενα της θεολογίας αυτής, μας προκαλεί συχνά την αίσθηση μιας ασύλληπτης αποστάσεώς μας από τους ανθρώπους εκείνους του Θεού, που φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευνοημένοι και προικισμένοι για τέτοιες πνευματικές αναβάσεις και χαρισματικές εκστατικές ανυψώσεις στους μυστικούς πνευματικούς λειμώνες της νοητικής θεωρίας.

    Ίσως η αιτία για μια τέτοια αίσθηση δεν θα πρέπει να είναι μόνο το είδος της αυτοσυνειδησίας μας για το πνευματικό μας επίπεδο και γενικά για τις δυνατότητές μας για μια δική μας μέθεξη στις ιερές και μυστικές αυτές αναβάσεις αλλά και η δικαιολογημένη πάντως σκέψη, ότι η μυστική θεολογία φαίνεται να γεννάται και να προοδεύει σε συνθήκες και όρους μιας απόλυτα ησυχαστικής ζωής. Ησυχία εσωτερική – αρμονία και ειρήνη ψυχικών δυνάμεων – και εξωτερική – μακριά από θορύβους και περισπασμούς πάσης φύσεως – είναι εύλογο να σκεπτόμαστε ίσως, ότι αποτελούν δυσεύρετη πραγματικότητα. Η πρώτη θέαση εκ μέρους μας του φαινομένου της μυστικής θεολογίας, μας δίνει την εικόνα του πλέον ευαίσθητου άνθους του πνευματικού λειμώνος της χάριτος του Θεού, που ο σπόρος του φαίνεται να σπείρεται σε εξαιρετικά ευνοημένες από το Θεό ψυχές.

     Αλλά όλες αυτές, οι πιο πάνω, πιθανές αντιδράσεις μας στο πνευματικό γεγονός της μυστικής θεολογίας, αν και εύλογες, φαίνεται να μην αποτελούν μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Ή τουλάχιστον να μην αποδίδουν σωστά την γενεσιουργό αιτία και τους λοιπούς συντελεστές του πνευματικού αυτού γεγονότος που λέγεται μυστική θεολογία

     Ο άγιος Μάξιμος, μας αιφνιδιάζει ίσως, όταν προβάλλει ως σύμβολο μυστικής θεολογίας τον πλέον δραστήριο, μαχητικό, ανήσυχο και α­καταπόνητο υπηρέτη των βουλών του Θεού – σε μια εποχή μάλιστα κυριαρχίας της πιο πληθωρικής και επίσης μαχητικής ειδωλολατρίας – τον θεσβίτη προφήτη, τον Ηλία τον Μέγα.

    Κατά τον άγιο Μάξιμο, ο «Ηλίας ο μέγας, δι’ ων έπραττε τυπικώς» παρεδείκνυε το μυστήριο της μεταπλάσεως του ανθρώπου «προς την θείαν ομοίωσιν».

   Αλλά ποιά είναι τα κεντρικά στοιχεία ή γεγονότα της ζωής του μεγάλου προφήτου, που χρησιμοποιούνται αναγωγικά από τον άγιο Μάξιμο, για την παρουσίαση της εξελικτικής πορείας του γεγονότος της μυστικής θεολογίας, μέσα στην ανθρώπινη ψυχή;

α) Ο αγώνας εναντίον της ειδωλολατρίας.

     Ο προφήτης Ηλίας διακρίθηκε, όπως γνωρίζουμε, ως ανυποχώρητος πολέμιος και καθαιρέτης της ειδωλολατρίας της εποχής του. Αντιμετώπισε με ακατάβλητο σθένος όχι μόνο τους ιερείς των ειδώλων του Βάαλ αλλά και τους πεισματώδεις υπερασπιστές αυτών: το βασιλικό ζεύγος του βασιλείου του Ισραήλ Αχαάβ και Ιεζάβελ.

    Εντούτοις ο αγώνας του προφήτη Ηλία, εναντίον της ειδωλολατρίας, δεν ήταν απλώς περιστασιακή αντίδραση προς πρόσωπα και καταστάσεις της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου της εποχής του. Ήταν σταθερός και επίμονος αγώνας εναντίον της θεοποιημένης ύλης της εποχής του. Εναντίον της θεοποιήσεως των αισθητών στοιχείων, πραγμάτων και καταστάσεων του κόσμου τούτου.

    Με τον όρο αισθητά, στην πατερική γλώσσα δηλώνονται όλα αυτά τα εγκόσμια μεγέθη, τα οποία, από τη φύση τους, αποτελούν προκλήσεις ποικίλων επιθυμιών και επομένως παγίδες εμπλοκής του ανθρώπου στη δουλεία της ηδονής.

    Ο άγιος Μάξιμος επισημαίνει ότι ο αγώνας εναντίον των αισθητών στοχεύει πρωτίστως στην απελευθέρωση του χριστιανού ανθρώπου από την δεσποτεία της επιθυμίας και του θυμού. Στην επισήμανση αυτή οδηγείται μέσω της αναγωγικής ερμηνείας της παυλείου ρήσεως «ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς είς έστε εν Χριστώ Ιησού».

    Αναφερόμενος δηλ. στο γεγονός του αγώνος του χριστιανού ανθρώπου να επιτύχει την κατά Χριστόν μόρφωσή του, παρατηρεί ότι στο Χριστό δεν υπήρχε «άρρεν και θήλυ· τουτέστι θυμός και επιθυμία».

    Ο θυμός, κατά τον άγιο Μάξιμο, διαταράσσει την ψυχή, διότι συνεργεί στο να λειτουργεί τυραννικώς γι’ αυτήν ο λογισμός και να εξέρχεται η διάνοια έξω του νόμου της φύσεως, δηλ. να παραλογίζεται. Η επιθυμία εξάλλου είναι η αιτία της προτιμήσεως εκ μέρους του ανθρώπου των υλικών πραγμάτων αντί των πνευματικών δωρεών του Θεού· της εμπαθούς προσκολλήσεώς του στην λαμπρότητα και την δόξα των φαινομένων αντί στη λατρεία του Θεού, ο οποίος είναι «η μία και μόνη εφετή τε και απαθής αιτία και φύσις».

 Επιπροσθέτως η επιθυμία, προβάλλουσα και «εργαζομένη» πλέον ευχάριστη «την των φαινομένων απόλαυσιν», εμποδίζει τον νουν «τω κατ’ αίσθησιν λείω της ηδονής», να προσεγγίζει και να αντιλαμβάνεται τα νοητά, που ανήκουν στο χώρο της παρουσίας και της δόξης του Θεού.

    Επομένως ο αγώνας, εναντίον της με οποιοδήποτε τρόπο θεοποιη­μένης ύλης, των αισθητών, πρέπει να έχει πρώτιστο στόχο τη νέκρω­ση της επιθυμίας, η οποία διά της ηδονής, θολώνει το νου και δεν του επιτρέπει να προσεγγίζει και να βλέπει τα νοητά στο χώρο της θείας παρουσίας και ενεργείας. Εφόσον δε νεκρωθεί η επιθυμία, ο θυμός «γου μαίνεσθαι παύεσθαι πέφυκεν», όταν δει την επιθυμία νεκρωμένη.

    Σε μια τέτοια περίπτωση επέρχεται στην ψυχή ειρήνη και αρμονία των κινήσεων και ενεργειών της. Η ψυχή ελευθερώνεται από «τας ανίσους διαθέσεις» – τις συγκρουόμενες κινήσεις και λειτουργίες – οι οποίες είναι υπεύθυνες για την αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσεως, την πτώση της στο «παρά φύσιν»,

    Ο προφήτης Ηλίας είναι σύμβολο της νίκης κατά των αισθητών, επειδή με τον ανυποχώρητο αγώνα του εναντίον της θεοποιημένης ύλης, «την των ανίσων απέθετο γένεσιν, μη φέρων εν εαυτώ καθάπερ άρ­ρεν και θήλυ τας εναντίας τούτων των παθών αντιθέσεις». Έτσι ανέβηκε «προς τον Θεόν άνετος, ουδενί των όντων παντελώς κατά την σχέσιν κρατούμενος». «Απλούς τε την έφεσιν και την γνώμην ασύνθετος».

β). Η διάβαση του Ιορδανού ποταμού.

    Ο προφήτης  Ηλίας, αγωνιζόμενος εναντίον των αισθητών, της θεοποιημένης ύλης, ενήργησε «τομήν και διάβασιν» των «χρονικώς ρεόν­των», αφού στη φύση των αισθητών ανήκει το ρέον – «πάντα ρει» – και άρα το «άστατον». Τα αισθητά δεν παραμένουν ακίνητα αλλά συνεχώς ρέουν και για το λόγο αυτό, «τω θολερώ και ολισθηρώ» της φύσεώς των, αιχμαλωτίζουν τον νουν και τον εκτρέπουν της φυσικής του πορείας, που είναι ο προς τα νοητά και θεία προσανατολισμός του.

     Ο Ιορδάνης ποταμός «υπήρχε τύπος της αστάτου και ρεούσης φύσεως». Αναγωγικά δηλωτικός «των χρονικώς ρεόντων».

    Επομένως η διάβαση του Ιορδάνου εκ μέρους του προφήτου, με την θαυματουργική χρησιμοποίηση της μηλωτής του, εξεικονίζει αναγωγικά την υπέρβαση – «τομήν και διάβασιν» – εκ μέρους του νου των παραστάσεων και πραγμάτων του κόσμου τούτου· το πέρασμα της υλικής συνθέσεως των πραγμάτων του κόσμου τούτου.

γ). Η μηλωτή.

   Το πέρασμα του Ιορδάνου ποταμού πέτυχε ο προφήτης Ηλίας με τη χρησιμοποίηση της μηλωτής του. «Και έλαβεν Ηλιού την μηλωτήν αυτού και είλησε και επάταξε το ύδωρ και διηρέθη το ύδωρ ένθα και ένθα, και διέβησαν αμφότεροι εν ερήμω».

   Η μηλωτή αποτελεί τύπο, κατά τον άγιο Μάξιμο, της νεκρώσεως της σαρκός. Στη μηλωτή βεβαιώθηκε «το μεγαλοπρεπές της ηθικής κοσμιότητος», δηλ. ο κατά φύσιν τρόπος βιώσεως του ήθους, κατά τον αγώνα του προφήτου εναντίον της θεοποιημένης ύλης. Η βίωση του ήθους ήταν βίωση της νεκρώσεως της σαρκός και συγχρόνως βεβαίωση της ελευθερίας του προφήτου από κάθε αισθητό και γήινο, ακόμη και από αυτόν τον «κατ’ ήθος τρόπον» της εγκόσμιας ζωής.

δ). Οι «ίπποι πυρός».

    Ο προφήτης Ηλίας απεχωρίσθη του μαθητού του Ελισαίου αρπαγείς με πύρινο άρμα, το οποίο έσυραν προς τον ουρανό ίπποι πυρός. «Και εγένετο αυτών πορευομένων, επορεύοντο και ελάλουν και ιδού άρμα πυρός και ίπποι πυρός και διέστειλαν αναμέσον αμφοτέρων, και ανελήφθη Ηλιού εν συσεισμώ ως εις τον ουρανόν».

    Ο άγιος Μάξιμος βλέπει στους πύρινους ίππους το σύνολο των αρετών «γνωστικώς αλλήλαις συντηρημένων». Ο αγώνας του προφήτου για την υπέρβαση των αισθητών και την ενδημία του στο Χριστό, πραγματοποιήθηκε δυνάμει των αρετών του, του κατ’ ήθος τρόπου. Η πράξη, ως εργασία των εντολών του Θεού προς τον προφήτη, είχε ως καρπό την εν επιγνώσει απόκτηση των «αλληλούχων αρετών», οι οποίες, ως ίπποι πυρός, τον κατέστησαν ικανό να φθάσει ζων εν Χριστώ.

ε). Η εμπειρία του «και υπολέλειμαι εγώ μονώτατος».

    Η εμπειρία της αισθήσεως μιας καθολικής μονώσεως εκ μέρους του προφήτη Ηλία, ύστερα από συνεχείς σκληρούς αγώνες κατά της ειδωλολατρίας της εποχής του, επιτρέπει στον άγιο Μάξιμο να κάνει την σημαντικότερη ίσως αναγωγή του, κατά την πνευματική ερμηνεία της εικόνος της εγκόσμιας βιοτής του δυναμικού και μαχητικού κατά της ειδωλολατρίας θεσβίτη προφήτου.

    Η λέξη «μονώτατος» προεκτείνεται αναγωγικά στην καθαρότητα του λόγου του όντος, δηλ. της δημιουργικής αιτίας του ανθρώπου, που δηλώνεται σαφέστερα με τον όρο «κατ’ εικόνα». Όπως κάθε ον έχει το δικό του λόγο, που γεννήθηκε από τον δημιουργό Λόγο του Θεού, έτσι και ο άνθρωπος έχει τον δικό του λόγο, ο οποίος, στην περίπτωση του χριστιανού ανθρώπου, ενεργοποιείται λυτρωτικά διά του  Μυστηρίου του Βαπτίσματος.

    Ο άγιος Μάξιμος υπογραμμίζει ότι αυτό που ο προφήτης Ηλίας ο μέγας κατόρθωσε, οφείλεται στην καθαρότητα από πάθη και εσωτερικές ψυχικές αντιθέσεις και αντινομίες – «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» – που απέκτησε, κατά την υπέρβαση των αισθητών.

    Αγωνιζόμενος ο προφήτης εναντίον της θεοποιημένης ύλης, απελευθερώθηκε από τα ποικίλα πάθη της σαρκός και επέτυχε την καθαρότητα αυτή χάρις, αποκλειστικώς και μόνο, στην ενεργοποίηση των χαρισματικών δυνάμεων του λόγου, της δημιουργικής αιτίας που ο Θεός Λόγος δώρισε στην ανθρώπινη φύση ως όρο και παρακαταθήκη και δυνατότητα θείας ομοιώσεως και μεταπλάσεως.

    -Ποιός μπορεί να μεταπλασθεί σε θεό κατά χάρη, να επιτύχει το «καθ’ ομοίωσιν»;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να είναι μόνο μία, κατά τον άγιο Μάξιμο·

   -Μόνο «λόγος μονώταιος».

   Ο δημιουργικός λόγος της ανθρωπίνης φύσεως, στον οποίο «φυσικώς εγκέκραται το της θείας εικόνος σέβας», εφόσον καθαρθεί η ψυχή από τα πάθη, μεταπλάττει αυτήν εις «Πνεύματος αγίου παμφαές οικητήριον». Στην χαρισματική αυτή κατάσταση γεννάται μυστικώς ο Χρι­στός, «απεργαζόμενος την γεννώσαν ψυχήν μητέρα παρθένον». Ούτω· «αεί θέλων Χριστός γεννάται μυστικώς, διά των σωζόμενων σαρκούμενος» .

    Αυτό είναι το τελικό στάδιο της πορείας της βιωματικής μυστικής θεολογίας· η μυστική γέννηση του Χριστού στην καθαρή από τα πάθη ψυχή. Η σάρκωση του Λόγου στην ανθρώπινη ψυχή. Ό,τι ο Απόστολος Παύλος θα συνοψίσει στην ομολογία του· «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Συμπερασματικές παρατηρήσεις.

1. Η προϋπόθεση και η δυνατότητα βιώσεως μυστικής θεολογίας ενυπάρχει σε κάθε χριστιανό άνθρωπο, εφόσον είναι εκ φύσεως φορέας του δημιουργικού λόγου του Θεού, δηλ. του «κατ’ εικόνα».

    2. Αφετηρία της βιωματικής πορείας προς τη μυστική θεολογία είναι πάντοτε ο αγώνας εναντίον των αισθητών, τα οποία «τω λείω της ηδονής», θολώνουν το οπτικό του νου και εμποδίζουν την προσπέλασή του στο χώρο των νοητών, όπου ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει την χάρη της θείας παρουσίας.

   3. Ο χώρος του αγώνος εναντίον των αισθητών είναι πάντοτε η επιθυμία και ο «έκδικος» αυτής, ο θυμός. Κύριος όμως στόχος του α­γώνος αυτού είναι η επιθυμία, επειδή αυτή, ως μητέρα της ηδονής, προκαλεί και διεγείρει την δραστηριότητα του θυμού.

   4. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι το πρώτιστο πρόβλημα του χριστιανού ανθρώπου, που επιθυμεί βιώματα και εμπειρίες μυστικής θεολογίας και πνευματικές αναβάσεις σε «αμερή και απαθή θεωρίαν», είναι ο αγώνας του εναντίον ψυχοδυναμικών παραγόντων και λοιπών συντελεστών ποικίλων παθών.

    Η προσπάθεια για εμπειρίες μυστικής θεολογίας αρχίζει από τα «χαμηλά» του ανθρώπινου ψυχισμού· από την θεραπεία ψυχοδυναμικών άνισων διαθέσεων – συγκρούσεων – και ποικίλων άλλων ψυχικών δυ­σαρμονιών και παθογόνων γενικώς παραγόντων. Το πρόβλημα του χριστιανού ανθρώπου είναι πρωτίστως ψυχοδυναμικό και σε δεύτερη μοίρα «πνευματικό».

     5. Το δικαίωμα και η δυνατότητα μετοχής σε εμπειρίες μυστικής θεολογίας ανήκει σε κάθε χριστιανό. Αλλά αν μια τέτοια μετοχή απαιτεί ιδιαίτερο σε ένταση και ατομική βία αγώνα, το γεγονός αυτό αφορά την διάθεση του πνευματικού αγωνιστοΰ για μια τέτοια βία

    Ο Θεός, αμερόληπτος ων, θα ευλογήσει μια τέτοια διάθεση και θα συνεργήσει αγαπητικώς για την ενσάρκωσή της σε πνευματικές αναβάσεις και πλούσιες ευλογίες μυστικής εμπειρίας θείας μεταπλάσεως και «ομοιώσεως».

(Ιωαν. Κ. Κορναράκη, «Κυνηγώντας τον βάτραχο…στο φως της νήψεως», εκδ. Ι.Μ.Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού. Αγ. Αθανάσιος Κερκύρας, σ.209-218)