Ότι η πίστη εκδηλώνεται με επτά τρόπους· και τι ζητεί ο Κύριος από τους χριστιανούς· και γιατί είναι αδύνατον χωρίς πίστη να ευαρεστήσουμε στον Θεό
20.09.2012
Πίστη είναι το να πιστεύει κάποιος στον ακατάληπτο Θεό, που εκ του μη όντος έφερε στην ύπαρξη τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλη την ορατή και νοητή κτίση. Αυτήν είχαν όλοι οι παλαιοί προφήτες και δίκαιοι, από τον Αδάμ έως τον Χριστό. Πίστη, μετά την παρουσία του Χριστού, είναι το να πιστεύει κάποιος στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα – μία φύση και τρεις ενυπόστατες ιδιότητες -, και στο μέγα μυστήριο της οικονομίας ότι δηλαδή ο Λόγος του Θεού και Υιός, που είναι σύμφυτος με τον Πατέρα και ενυπόστατος χωρίς να χωριστεί από τον Πατέρα, χώρεσε μέσα στην κοιλιά της παρθένου- και πριν τη γέννηση και μετά τη γέννηση- Μαρίας και σαρκώθηκε, προσλαμβάνοντας τέλεια την ανθρώπινη φύση σε μια υπόσταση και μένοντας Θεός ο αμετάβλητος, και γεννηθείς από αυτήν ως άνθρωπος με σάρκα – ένας με δύο τέλειες φύσεις, αναμεμειγμένες χωρίς να συγχέωνται και ενωμένες χωρίς να διαιρούνται -, και ότι με τη θέλησή του έπαθε και με τη θέλησή του θανατώθηκε από τους φονείς και με τη θέληςἠ του τάφηκε, χωρίς να χωριστεί καθόλου η θεότητά του κατά το χωρισμό που φέρνει ο θάνατος, ούτε από τη δική της ψυχή ούτε από το δικό της σώμα. Έπειτα, μετά τρεις ημέρες αναστήθηκε και μετά σαράντα ημέρες ανελήφθηκε στους ουρανούς ως άνθρωπος και κάθεται στο θρόνο της θεότητάς του υμνούμενος μαζί με τον Πατέρα του και το Άγιο Πνεύμα, από όλα τα ουράνια τάγματα μαζί με την ανθρώπινη σάρκα του. Και ότι έγιναν αυτά, ώστε όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν τον ίδιο τον Χριστό, να ντυθούν πάλι γι’ αυτόν τον Χριστό, το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο είχε εκδυθεί ο πρωτόπλαστος Αδάμ με την παράβασή του, και αφού γίνουν κοινωνοί του Αγίου Πνεύματος, να μπορούν να εκτελούν μαζί με αυτό το Πνεύμα και τις θειες εντολές -όπως παλαιότερα οι άγιοι με την πίστη- και τον διάβολο να καταπολεμούν και τους αόρατους δαίμονες. Διότι χωρίς το Άγιο Πνεύμα, δεν είναι δυνατόν ούτε να μην αμαρτάνουμε, ούτε να εκτελούμε τις ιερές εντολές, ούτε να αποκρούουμε την εναντίον μας εξουσία και δύναμη των δαιμόνων. Πίστη είναι το να πιστεύει κάποιος στον Θεό, για όσα μίλησε με όλες τις θεόπνευστες Γραφές, είτε αναγγέλλοντας χαρμόσυνα είτε απειλώντας. Πίστη είναι το να δεχθεί κάποιος τα του Θεού είτε δόγματα είτε εντολές, μάλλον δε το Πνεύμα το άγιο. Γι’ αυτόν το λόγο και κάθε πιστός, ονομάζεται πιστός. Πίστη είναι το να αφιερώσει κάποιος τον εαυτό του στον Θεό, και ολόψυχα να εξαρτά από αυτόν όλη τη σωτηρία του. Πίστη είναι το να πιστεύει κάποιος ότι ο Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα, όσα αρμόζουν να γίνουν από την αγαθότητά του και το να γνωρίζει ότι τα πράττει για το συμφέρον μας. Πίστη είναι το να έχει θάρρος στην ανυπέρβλητη δύναμη του παντοκράτορα Θεού, ώστε να προστάζει και τα βουνά να μετατοπιστούν, το οποίο ανήκει σε λίγους και πραγματοποιείται, και αυτοί είναι μετρημένοι καθώς έχει γραφεί: «Δεν είναι για όλους η πίστη.» Χωρίς ανεπαίσχυντη πίστη στον Χριστό και χωρίς αδίστακτη πίστη στα θεία λόγια και χωρίς αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους από αγαθή συνείδηση, με την οποία συνείδηση γεννιέται η ταπεινοφροσύνη και η ελεημοσύνη, δεν είναι δυνατόν να σωθούμε.
Πριν από κάθε αρετή, προηγείται η χάρη που προέρχεται από την πίστη και είναι θεμέλιο κάθε αρετής. Και κάθε αρετή, και έρχεται και παραμένει και ενεργείται με τη χάρη. Όμως κάθε αρετή χωρίς τη χάρη, λογαριάζεται από τον Θεό κατώτερη από κάθε κακία, διότι εκείνη η αρετή είναι διαβολική, επειδή και αυτό μηχανεύονται οι δαίμονες που ως νοεροί πλανούν τη νοερή διάνοια των ανθρώπων, δηλαδή να φάνουμε στους ανθρώπους σώφρονες, ελεήμονες και πραότατοι. Η χάρις του Θεού έρχεται σε κάθε μολυσμένο και ακάθαρτο άνθρωπο, με την αληθινή ευχαριστία. Αληθινή δε ευχαριστία, είναι η επίγνωση της χάριτος. Πώς όμως θα μπορούσε να ευχαριστήσει επάξια αυτός που ευεργετήθηκε, εάν πρώτα δεν αναλογιστεί το μέγεθος της ευεργεσίας που του έγινε; Διότι όσοι το αγνόησαν, θα καταφρονήσουν. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε ότι σε καθέναν που πιστεύει στο Χριστό, κατέρχεται η δύναμη του Αγίου Πνεύματος όχι από τα προηγηθέντα έργα -διότι αν προερχόταν από τα έργα, δεν είναι χάρη-, αλλά από την πίστη, ώστε να προλάβει η χάρις τα έργα και να οικοδομηθεί το έργο πάνω στο θεμέλιο της χάριτος, συντελούμενο δι’ αυτής. Τα έργα όμως που γίνονται χωρίς τη χάρη, ο Θεός τα λογαριάζει σαν να μην έγιναν, επειδή δεν έχουν ύπαρξη αλλ’ είναι ανύπαρκτα. Διότι το καλό δεν είναι καλό, όταν δεν γίνεται με καλό τρόπο. Είναι δε και αδύνατο και ακατόρθωτο να γίνει το καλό με καλό τρόπο, χωρίς τη χάρη του Χριστού· γιατί αν ήταν αυτό δυνατό η ευκολοκατόρθωτο, ο Θεός δεν θα γινόταν άνθρωπος· διότι εξαιτίας της χάριτός του μπορεί να πραγματοποιηθεί κάθε καλό έργο με καλό τρόπο, και μόνον με αυτή. Μακάριος είναι αυτός που το γνωρίζει, και αξιολύπητος καθένας που το αγνοεί, γιατί μάταια πιστεύει στο Χριστό. Γι’ αυτό οι περισσότεροι που ψάλλουν και προσεύχονται, με τα χείλη μεν μιλούν, με το νου όμως συζητούν με τους δαίμονες, παρασυρόμενοι απ’ αυτούς σε μάταιες μέριμνες ή βιοτικές ή σαρκικές ή μανιώδεις και μνησίκακες, ώστε το καλό να μη γίνει με καλό τρόπο, επειδή χωρίς τη χάρη δεν μπορεί να γίνει με καλό τρόπο.
Για ποιόν λόγο λοιπόν καυχάται ο άνθρωπος; Για κανένα. Γι’ αυτό οι αληθινοί χριστιανοί είναι συντετριμμένοι και ταπεινωμένοι, γιατί γνωρίζουν ότι δεν έχουν τίποτα δικό τους, αλλά της χάριτος. Να τα χαρακτηριστικά των μη αληθινών χριστιανών: ματαιοφροσύνη και στόμφος, οίηση, υπερηφάνεια, αλαζονεία, φιλοδοξία, και έβδομο, η φαινομενική ταπείνωση που ελκύει την τιμή των ανθρώπων. Δύο είναι αυτά που ακολουθούν το ένα το άλλο: η πίστη και τα έργα. Η πίστη για τα έργα, τα έργα όχι για την πίστη αλλά, με την πίστη. Χωρίς την πίστη είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κάποιος, εφόσον από την πίστη έρχεται η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σ’ αυτόν που πιστεύει, όμως με κάποιο μέτρο. Ανάλογα δηλαδή με την πίστη καθενός έρχεται και η χάρη. Εάν μεν είναι πολλή η πίστη, θα είναι πολλή και η χάρη, ενώ εάν είναι λίγη η πρώτη, θα είναι λίγη και η δεύτερη.
Σ’ αυτόν λοιπόν που πιστεύει αληθινά και ορθόδοξα δεν υπάρχει κανένα όφελος από την πίστη χωρίς τα έργα. Διότι απόδειξη της πίστης, είναι η δύναμη που δίνει· και φανέρωση της δύναμης, είναι η εκτέλεση των αγαθών εντολών, δηλαδή των θεάρεστων έργων. Κάθε ενέργεια προέρχεται από τη δύναμη, με την οποία μπορεί κάποιος να πράξει κάτι. Κι αν είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κάποιος τον Θεό χωρίς πίστη, είναι φανερό ότι η ισχύς που προέρχεται από την πίστη, χορηγεί τη δύναμη με την οποία πραγματοποιείται η ευαρέστηση σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Πίστη όμως έδώ εννοούμε, όχι μόνον το να πιστεύουμε στον Χριστό ή να εμπιστευθούμε τον Χριστό, αλλά το να πιστεύουμε ότι εν Χριστώ είναι δυνατόν κάποιος και να απαλλαγεί από την κακία, και να γίνει ανεπαίσχυντος εργάτης κάθε αρετής, καθώς διδάσκει και ο μακάριος Απόστολος με το να λέει, ότι «Περισσότερο απ’ όλους εκοπίασα, όχι όμως εγώ αλλ’ η χάρις του Θεού που είναι μαζί μου.»
Όποιος λοιπόν δεν έχει νοερή γνώση ότι μετέχει στη χάρη, μάταια έγινε χριστιανός· έχει καταταχθεί μαζί με τους απίστους. Διότι κι αν ακόμη νομίζει ότι έχει ξεφύγει από κάθε κακία, και ότι μετέχει σε κάθε αρετή, μάταια κοπιάζει όντας ψεύτης και υποκριτής. Κι αν ακόμη μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κι αν νηστεύει και αγρυπνεί και κοιμάται κατάχαμα και προσεύχεται και ικετεύει να ελεηθεί, όμως δεν γνωρίζει ότι η χάρη που προέρχεται από την πίστη είναι το έλεος, γι’ αυτό και αφήνοντας τα άλλα αιτήματά του δεν ζητεί πριν από αυτά και αντί όλων των άλλων πραγμάτων να δώσει προτεραιότητα μόνο σ’ αυτήν, κι αν γι’ αυτήν μόνο και χρήματα σκόρπισε και κάθε κακοπάθεια υποφέρει και δείχνει βιασύνη και σπουδή, ή να την αποκτήσει για πρώτη φορά τώρα που έγινε χριστιανός ή, αφού την έχει χάσει, να την ξαναποκτήσει με τη μετάνοια και την εξομολόγηση και την εξευτελιστικότερη διαβίωση· ωστόσο, παρόλα αυτά αν νομίσει ότι κάνει κάποια αγαθά έργα που θα τον δικαιώσουν, δηλαδή ελεημοσύνες και νηστείες και αγρυπνίες και προσευχές, μάταια τα κάνει όλα αυτά και κολάζεται.
Αυτό είναι το μυστήριο του χριστιανισμού το κρυμμένο για γενεές γενεών, που φανερώθηκε στους έσχατους καιρούς, για το οποίο και ο Παύλος λέει περί του Θεού: «Ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να λάβουν γνώση της αληθείας». Διότι η επίγνωση της αλήθειας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η χάρη, η οποία είναι και η αλήθεια που πραγματοποιήθηκε με τον Ιησού Χριστό σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Χωρίς αυτή την επίγνωση, είναι αδύνατον ο χριστιανός να βρει έλεος από τον Θεό. Διότι όπως δεν είναι δυνατόν ο Χριστός να κάνει θαύματα στους απίστους ούτε να δια¬ψευσθεί ούτε να αρνηθεί τον εαυτό του, έτσι δεν είναι δυνατόν να ελεήσει κάποιον απ’ όσους πιστεύουν σ’ αυτόν, εάν προηγουμένως αυτός δεν κατανοήσει πλήρως ότι η χάρη που προέρχεται από Αυτόν και διά μέσου Αυτού και από Αυτόν, είναι το έλεος και η σωτηρία. Διότι η σωτηρία δεν αποκτάται αλλιώς, παρά μόνο αν οι σωζόμενοι επιτύχουν τη θέωση.
(Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου. Αλφαβητικά κεφάλαια, εκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιο Όρος 2011, σ. 224- 233)