Παύλειος κοινωνία: Νήψη και Θεοφάνεια
10.08.2011
….Η νηστεία συνεπώς και οι όσιοι αγιορείτες πατέρες δημιουργούν ένα οικείο κλίμα για μας, ενώ το όραμα του Σαύλου στον δρόμο προς την Δαμασκό, αποτελεί το εφετό για κάθε μοναχό.
Πριν από λίγα χρόνια, βρέθηκα στην Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, και είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για την μοναστική και ησυχαστική ερμηνεία της Βίβλου, όπως φαίνεται μέσα στα μοναχικά βιβλία, και όπως βιώνεται ακόμα από τους μοναχούς. Με χαρά και ελπίδα βλέπουμε τώρα τέτοιες εργασίες ήδη να εκπονούνται και να καρποφορούν. Ένα μεγάλο θεολογικό κεφάλαιο γίνεται πλέον κτήμα της θεολογικής επιστήμης.
Έτσι, η ανάλυση του υποστατικού και οντολογικού εκείνου γεγονότος, και η ανάπτυξη του θέματός μας, θα γίνει με βάση κυρίως την σύγχρονη αγιορείτικη εμπειρία και την ησυχαστική γραμματεία, χωρίς να παραθεωρείται η συμβολή της ακαδημαϊκής θεολογικής σκέψης.
Θα ήθελα να ξεκινήσω παρουσιάζοντας, εδώ, τώρα, για πρώτη φορά, μία ομιλία από τον ΙΔ’. ή αρχές του ΙΕ’. αι., για την εορτή των Άγιων Αποστόλων, και να αναφερθώ εν ολίγοις σε μερικά στοιχεία από αυτήν. Ο μητροπολίτης Βερροίας Ευθύμιος, στην ομιλία του για τους Πρωτοκορυφαίους Πέτρο και Παύλο, λέει ότι: «Το Πάσχα τούτο των θεοκηρύκων Αποστόλων και Χριστού μαθητών γίνεται μεν κατ’ έτος και απογίνεται, το δε αιώνιον Πάσχα εκείνο το νοούμενον, άληκτον έχει την τερπνήν και ευφροσύνην και άγαλλίασιν και μακάριοι όντως· οι καταξιωθέντες εκείνον τυχείν».
Με τον μικρό αυτόν πρόλογο, ο Ευθύμιος μας εισάγει στην κοινωνία των Άγιων Αποστόλων, μέσα στην ζωή της Εκκλησίας.
Την εορτή που θα πανηγυρίσουμε, εν πρώτοις, την αποκαλεί Πάσχα. Και Πάσχα σημαίνει κοινωνία «ορωμένων τε και αοράτων», «επιγείων και επουρανίων και καταχθονίων». Πάσχα σημαίνει αυτό που παρουσιάζει στην συνέχεια η αναφερόμενη ομιλία: «.άληκτος ευφροσύνη και αγαλλίασις».
Ένα τέτοιο Πάσχα έζησε ο Σαούλ – Σαύλος, πηγαίνοντας στην Δαμασκό, αφού Πάσχα σημαίνει, κατά ερμηνευτική κυριολεξία, πέρασμα και διάβαση.
Το όραμα του Σαύλου, που μελετούμε τώρα, δεν αποτελεί, για μας, ιστορικό παρελθόν, προς αναδίφησιν, αλλά μία παροντική φωνή από το μέλλον κάθε πιστού εν Χριστώ, μέσα στην Εκκλησία, πολλώ δε μάλλον κάθε μοναχού.
Για τους μοναχούς, ο Παύλος είναι ουσιαστικά ο μυστικός θεολόγος, ο πρώτος μοναχός, και, κατά τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, «ο μέγας της μεγάλης και τελείας αρετής εργάτης» – της προσευχής δηλαδή. Ο Παύλος με το βίωμά του, κάνει τους μοναχούς να σκιρτούν από δίψα με τους λόγους του μας καθοδηγεί, από την πρώτη ημέρα της μοναχικής μας κούρας. Τα παθήματά του μας τρέφουν, τα παραγγέλματά του μας ενισχύουν στην απόκοσμη και εξωκόσμια κοινωνία που ζούμε. Παύλειοι λόγοι, ακόμα, ενδύουν την ανθρώπινη ακοσμία με το αγγελικό σχήμα. Θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε «νυμφοστόλο των μοναζόντων»,
Και για να χρησιμοποιήσουμε μία επίκαιρη και σύγχρονη έκφραση, ο Παύλος είναι, για τους μοναχούς, ο κατ’ εξοχήν Γέροντας, μέσα στην πορεία της Εκκλησίας, που με περισσή τρυφερότητα «ώδίνει» τα τεκνία του, «έως ου μορφωθεί Χριστός» εν αυτοίς (Γαλ. δ’,19), ακόμα και όταν αυτά ως Γαλάτες ανοηταίνουν. Έτσι, φυσιολογικά, ένας μοναχικός λόγος προσβλέπει στον Απόστολο των Εθνών ως προς τον οικειώτερο από τους αγίους αποστόλους, από πολλές πλευρές. Ακόμα, θα μπορούσαμε ίσως, ειδικότερα, να πούμε πως το όραμα του Σαούλ είναι μία παλιντοκία και μία παλιγγενεσία, όπως και το μοναχικό σχήμα. Εκεί, από το σκότος του Νόμου στο φως της Εκκλησίας, διά του φωτός· στους μοναχούς, μία εισαγωγή στα ενδότερα του καταπετάσματος. Αυτός, ο Παύλος, κατά το εξεταζόμενο αυτό γεγονός, διά πείρας, έπαθε και εν συνεχεία διδάσκει το πάσχειν| στους ακολούθους του Χριστού.
Οι άλλοι άγιοι απόστολοι, κεκλημένοι από το κυριακό κάλλος των λόγων και του προσώπου, της μορφής του Ιησού, είτε βρέθηκαν στην θάλασσα της βιοτικής μέριμνας (Μτ. δ’ 18 κ.ε.· Λκ. α’ 16-20· β’ 14- Ιω. α’ 40-44), ή επαναπαύονταν υπό την σκιά του Νόμου (Λκ. ε’ 1-12), κατά την ώρα της αποστολικής τους κλήσεως, από τον ίδιο τον Χριστό, δεν υπέστησαν και δεν έπαθαν τίποτε – τουλάχιστο δεν μαρτυρείται κάτι σχετικό στο άγιο Ευαγγέλιο. Όμως ο Παύλος πάσχει από την πρώτη στιγμή αυτής της επιλογής και εκλογής του. Και όχι μόνον από τότε· ο Παύλος πάσχει από το φως και από πιο πριν και υποφέρει και κλονίζεται όταν βλέπει τον σχεδόν συνομήλικό του, τον πρωτοδιάκονο Στέφανο, να μεταμορφώνεται, να καταυγάζεται και να λάμπει το πρόσωπό του από υπερκόσμιο φως, και να προφέρει εκείνους τους λόγους: «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου» (Πρξ. ξ’. 60)· και αμέσως μετά, μεγάλη τη φωνή, γονατιστός, να κράζει: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πρξ. ο.π.). Ο Στέφανος βλέπει το μέγα φως στο τέλος της ζωής του, αν και ως «ανήρ πλήρης πίστεως και πνεύματος αγίου» (Πρξ. ς’ 5), καί «δυνάμεως» (Πρξ. ς’ 8), και διάκονος εκ των επτά, θα πρέπει να είχε γνωρίσει και εν ζωή τον Χριστό.
Δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί το ακριβές χρονικό διάστημα αυτής της θεοφάνειας του Παύλου και της άλλης, εκείνης που του συνέβη κατά την πορεία προς την Δαμασκό. Και στις δύο όμως περιπτώσεις το κατ’ εξοχήν πάσχον πρόσωπο είναι ο Σαύλος. Τότε ο «συνευδοκών τη αναιρέσει νεανίας» (Πρξ. ζ’ 60′ κβ’ 20-21)· και τώρα ο ορμητικός νέος άνδρας, ο εκδικητής του Νόμου, ο εναντιούμενος στον μέχρι κεραίας εκπληρωτή, και άρα καταργούντα τον Νόμο, στο γλυκύ και πράο Ιησού.
Τώρα ένα κύμα φωτός ωθεί και ρίχνει κάτω τον Σαούλ. Και μέσα από το φως μιλάει ο δράστης αυτής της απρόσμενης άγρας.
«Εγώ ειμί Ιησούς, ον συ διώκεις» (Πρξ. Ο’ 5). Έχομε δηλαδή μία συνομιλία και μία αποκάλυψη πλέον προς τον Σαύλο, αλλά και αυτοαποκάλυψη του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, με το όνομά του. Είναι ο Ιησούς· ο αιώνιος Ιησούς. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι και μένει Ιησούς. Αυτή είναι η μοναδική φορά, αλλά και η μοναδική αναφορά μέσα στην Αγία Γραφή, στην Καινή Διαθήκη, όπου ο Κύριος «δηλώνει την ταυτότητά του». Είμαι ο Ιησούς καταθέτει. Αν θυμηθούμε ότι στον Άγιο Ιωσήφ και στην Αγία Μαρία, στο ευλογημένο εν μνηστεία ζεύγος, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ έδωσε όνομα στο κυοφορούμενο ή το αρτιγέννητο βρέφος, τώρα, ο πάρεδρος του ουρανίου πατρικού θρόνου «συστήνεται» στον Σαύλο. Και επικοινωνούν επιτέλους ο διώκτης με τον διωκόμενο, ο κυνηγός με το θήραμα.
Στο γεγονός αυτό διακρίνουμε: α) μία αρπαγή εν φωτί, β) μία συνομιλία γ) μία κλήση και δ) μία αποκάλυψη· τέσσερα διαφορετικά σημεία που θα μπορούσαν να λογισθούν ως ένα. Όμως η ασκητική και μυστική παράδοση των οσίων πατέρων σαφώς τα θεωρεί διαφορετικά, αν και αλληλοπεριχωρούμενα στην παρούσα κατάσταση, και τα ονομάζει διαφορετικά σκαλοπάτια στην κλίμακα των μυστικών αναβάσεων. Το ότι ο Σαύλος, διά μιας, ανεβαίνει και τις τέσσερεις βαθμίδες, είναι χαρακτηριστικό της τελειότητας της δικής του αρπαγής.
Και μπροστά στην μεγάλη αυτήν εμφάνεια, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας, ο Σαύλος πέφτει στην γη. Το γεγονός αυτό, συγκρινόμενο κατ’ αναλογίαν, θυμίζει εκείνο το άλλο συμβάν, στον κήπο της Γεθσημανή, όπου οι διώκτες του προσευχομένου τότε εκεί Ιησού, έπεσαν στο χώμα, σχεδόν τυφλωμένοι, από την εκτυφλωτική λάμψη του θεανθρωπίνου προσώπου (Ιω. η’ 5-6), όταν εκείνος φανέρωσε και ομολόγησε, απολύτως και εν εξουσία, το «εγώ ειμί». Και ο Σαύλος, εδώ, πέφτει στα γόνατα.
Ο μακαριστός κυρ Νίκος Πεντζίκης, όταν αναφερόταν στο γεγονός αυτό, ξεσπούσε σε ολοφυρμούς δακρύων, και έλεγε πως ο Παύλος, σαν άλογο κτήνος, περπάτησε με τα τέσσερα- μπουσουλώντας με τα τέσσερα· και ξύπνησε μέγας Απόστολος και κήρυκας των Εθνών. Αυτή η τέλεια αλογία του ανθρώπου μπροστά στον καταιγισμό του φωτός από την θέα του Θεού, συγκλόνιζε πάντα εκείνο το αιώνιο παιδί της Θεσσαλονίκης.
Και τυφλώνεται ο Σαύλος, γιατί, όπως σημειώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο ερμηνεύς αυτός των ακτίστων ενεργειών της θεότητος, το φως «την οπτικήν αίσθησιν αυτού (του Παύλου) ημαύρωσε, μη διενεγκούσαν την υπερβολήν της λαμπρότητος· ου γαρ χαί-ρει σαρκός φύσις του φωτός εκείνου την δύναμιν». Στο σημείο αυτό της συγκεκριμένης του ομιλίας, ο Άγιος Γρηγόριος συγκρίνει και ταυτίζει την φωτοφάνεια της Μεταμορφώσεως, του Αγίου Στεφάνου και του Ταρσέως Σαύλου. Και λέει ότι: «Πέτρος και μετ’ αυτόν Ιάκωβος και Ιωάννης και σωματικοίς οφθαλμοίς επ’ όρους το ανέσπερον και αδιάδοχον ορώσι. φως» και ο «Στέφανος από γης εις ουρανόν ορά μετά σώματος».
Ο Σαύλος αναζητούσε τον Μεσσία. Και ο Μεσσίας του αποκαλύπτεται ως Ιησούς. Και τον καλεί. Και ύστερα από αυτήν την κλήση, ο Παύλος θα αυτοπροσδιορίζεται ως «Παύλος, κλητός απόστολος Ιησού Χριστού» (Ρμ. α’ I- Α’. Κορ. α’ 1). Μήπως τελικά, στο ρήμα διώκω δεν πρέπει να δώσομε την ερμηνεία του ως καταδιώκω και κυνηγώ, αλλά ως ψάχνω, αναζητώ, επιδιώκω να βρω, σύμφωνα με το ψαλμικό «ζήτησον ειρήνην και δίωξον αυτήν» (Ψ. λγ’ (λδ’) 10α), όπως το χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο Παύλος, στην φράση «διώκω ει και καταλάβω» (Φιλ γ’ 12);
Εφόσον ο διώκτης άκουσε και το όνομά του από τον Ιησού, σε μία βαθέως προσωπική κοινωνία, θα άξιζε να ερευνηθεί το πόσοι από τους αποστόλους δέχτηκαν αυτήν την μεγάλη δωρεά, να ακούσουν δηλαδή το όνομά τους από τον Ιησού, είτε εν ζωή, είτε μετά τον θάνατο και την ανάστασή του, ή ακόμα και πόσοι αξιώθηκαν αυτού του μυστηρίου προ του Νόμου και εν τω Νόμω. Όλοι αυτοί είναι ελάχιστοι.
Ο μακαριστός και εν οσίοις μέγας θεολόγος της υποστατικής αρχής, που εμπειρικά αναζωογόνησε τον θεολογικό λόγο, στον απελθόντα αιώνα, ο πατήρ Σωφρόνιος του Έσσεξ, στοιχών στην Αγιορείτικη και την ησυχαστική εν γένει παράδοση, κατατάσσει σε τρεις τάξεις – σύμφωνα με την νηπτική πείρα, όπως βιώνεται από την Εκκλησία – κατά χρονική σειρά, την εμπειρία της χάριτος του ακτίστου φωτός – γιατί περί αυτού πρόκειται: 1ον Σε όσους δέχονται αυτήν την δωρεά στην αρχή της πνευματικής τους ζωής, 2ον σε αυτούς που αξιώνονται να δουν το άκτιστο φως κατά την μέση ηλικία της πνευματικής τους ζωής, και 3ον σε αυτούς που τα γέρα τους αναμένουν στο τέλος. Θα λέγαμε πως υπάρχει και η μερίδα των τελείως απαράκλητων στον παρόντα αιώνα, για τους οποίους τα αγαθά έχουν ετοιμαστεί και τους περιμένουν στην άλλη ζωή· και ίσως αυτοί να είναι οι περισσότεροι και οι πιο τυχεροί.
Ο Σαύλος ανήκει στους ιδιαίτερα προικισμένους, και μάλιστα πριν ακόμα και από το Άγιο Βάπτισμα. Η ιδιαίτερη αυτή πρόνοια και μεταχείριση γίνεται προφανώς σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αυτό είναι χρήσιμο για την οικοδομή της Εκκλησίας, και προοιωνίζει μεγάλους κόπους και αγώνες, στους οποίους δίνεται σαν προανάκρουσμα, αλλά κυρίως ως στήριγμα του προσώπου.
Στην περίπτωση τοσοδούλη, έχομε τρεις επανωτές χρονικά εμφανίσεις του Ιησού: Μία κατά την πορεία, μαζί με τους συνοδούς του, μία δεύτερη μέσα στην Δαμασκό στο σπίτι του Ιούδα όπου εξενίζετο, προσευχόμενος, τυφλός και νήστις για τρεις ημέρες (Πρξ.θι’ 11-12), και τρίτη αυτή του Ανανία (Πρξ. θ’ 10 κ. ε., 17 κ. ε.,), που αναφέρεται πάλι σ’ αυτόν, για να διευθετηθεί από την τοπική εκκλησία η στάση απέναντί του.
Η σχέση του Σαούλ με τον αρχαίο Δαμασκηνό μαθητή, και επίσκοπο της πόλης αυτής, απαιτεί ξεχωριστό κεφάλαιο ερμηνείας. Την ορθότητα και την γνησιότητα των οράσεων του ορώντος την επικυρώνει όχι ο ίδιος ο παθών, αλλά άλλο πρόσωπο, έγκυρο και ασφαλές. Και τελικά η ίδια η Εκκλησία δι’ αυτού, η οποία δέχεται ως αδελφό πλέον τον Σαύλο, και, εκ της κολυμβήθρας, τον αναδέχεται ως Παύλο. Στο ίδιο σημείο, και αφού ο Παύλος είχε ήδη δει τον Ανανία εν οράματι, ο Χριστός λέει στον Ανανία ότι «εγώ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματος μου παθείν». Με το ενεργητικό και μάλιστα εμπρόθετο ρήμα υποδείξω εισάγεται εμφανώς η υπόσχεση για μία ακόμη όραση. Φυσικά, θα πρέπει να προστεθεί και μία πέμπτη, αυτή κατά την οποία ο Χριστός τον καλεί να φύγει από την Συναγωγή και να πορευτεί προς τα Έθνη. Πλήθος θεοφανειών, άπλετο φως. Αυτή ήταν η κοινωνία του Παύλου. Πώς, λοιπόν, να αποτολμήσουμε την καταρίθμηση των θεοφανειών του, όταν ο ίδιος καταθέτει ότι ο σκόλωψ τη σαρκί του εδόθη «διά το πλήθος των αποκαλύψεων» (Β’ Κορ. ιβ’ 7) και των οράσεων διά της χάριτος;
Το σκανδαλώδες, για την περίπτωση που εξετάζουμε, είναι ότι ο Σαύλος ήταν διώκτης της εκκλησίας. Ας προσεχτεί όμως το ότι καθ’ υπακοήν προς τους αρχιερείς κυνηγούσε τους Χριστιανούς, όχι αυτόνομα. Και ακόμη το ότι ο Παύλος, μπορεί να ήταν διώκτης τής Εκκλησίας, ήταν όμως τέλειος κατά τον Νόμο, «μηδενί δους σκάνδαλον» κατά την μέχρι τότε συμπεριφορά του. Και αυτή η κατάστασή του ήταν ακριβώς μία προεργασία για το υπερφυές εκείνο μυστήριο που αξιώθηκε να ζήσει. Τέλεια γνώση και διά βίου πρακτική εφαρμογή του θεόσδοτου Νόμου, από τον μαθητή του Γαμαλιήλ, τον νεαρό Σαούλ.
Κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, απαιτείται διάστημα δεκαπέντε και πλέον ετών για να αφομοιωθεί η χάρις. Έτσι «η πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου (προς Θεσσαλονικείς) εγράφη δεκαπέντε περίπου έτη μετά την εμφάνισιν του Κυρίου καθ’ οδόν προς την Δαμασκόν». Αν θέλαμε να προσεγγίσουμε τον ψυχικό κόσμο του Σαύλου, κατά την ώρα του εξαίφνης γεγονότος, της μεγάλης χάριτος, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως βρισκόταν στο σημείο που δεν περίμενε πλέον τίποτε, σημείο της έσχατης μετάνοιας, που ήταν κενός από οποιονδήποτε χοϊκό σύνδεσμο, «εν τω συναγαγείν τον νουν εκ πάντων των του κόσμου νοημάτων». Μπορούμε να πούμε πως η θεοφάνεια του Σαύλου βρίσκει το ανάλογό της στον Μωϋσή.
Γιατί, «ο πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας, επί του Ορούς Σινά διά συμβόλων, εγώ ειμί λέγων ο ων», αυτός τώρα παρουσιάζεται στον Ταρσέα νεανία και του αποκαλύπτει το όνομά του, λέγοντας «εγώ ειμί Ιησούς». Ο Μωϋσής αποκαλείται «φίλος Θεού» και ο Παύλος «σκεύος εκλογής» (Πρξ. θ’ 15).
Αριστοτεχνικά και με εξαιρετική «μαεστρία» ο συγγραφέας των Πράξεων, στους δεκαπέντε προηγούμενους στίχους (Πρξ η’ 16-40), πριν από την κλήση του Σαύλου, καταγράφει την εμφάνεια του Φιλίππου στον ευνούχο της Κανδάκης. Εκεί διάκονος και βάπτισμα μόνον, εδώ ο Ιησούς σε άπλετο φως, πριν καν το άγιο βάπτισμα. Καλό είναι να σημειώνονται αυτές οι λεπτομέρειες, που έχουν ειδική βαρύτητα στην διάδοση του ευαγγελικού λόγου.
Ερευνώντας το θέμα της νήψεως, με τον τύπο νήφω έχουμε σε όλη την Καινή Διαθήκη έξι αναφορές, τρεις στις επιστολές του Πέτρου (Α’ Πτ. α’ 13· ό’ 7′ ε’ 8), και άλλες τρεις στον Παύλο (Α’ Θεσ. ε’ 6· ε’ 8· Β’ Τιμ. δ’ 5). Επίσης τρεις φορές και μόνον από τον Παύλο, χρησιμοποιείται το παράγωγο επίθετο νηφάλιος (Ττ. β’ 2· Α’ Τιμ. γ’ 1· Α’ Τιμ. γ’ 2). Όμως οι εκφράσεις του Παύλου για την εσωτερική και μυστική εργασία κατακλύζουν τις Επιστολές του.
Αν θα πρέπει να συνοψισθούν όλες οι θέσεις του Παύλου περί ησυχίας και νήψεως, σε έναν σύντομο και περιεκτικό ορισμό, θα προσφεύγαμε στην πρώτη επιστολή του προς τους γείτονες Θεσσαλονικείς: Α’. Θεσσ. δ’ 10 – 12: «παρακαλούμεν δε υμάς, αδελφοί, περισσεύειν μάλλον και φιλοτιμείσθαι ησυχάζειν και πράσσειν τα ίδια και εργάζεσθαι ταις ιδίαις χερσίν υμών, καθώς υμίν παρηγγείλαμεν, ίνα περιπατήτε ευσχημόνως προς τους έξω και μηδενός χρείαν έχητε». Αυτά προτείνει ως modus vivendi, γιατί αυτή ήταν η προσωπική του καθημερινότητα.
Τελικά, ο Παύλος είπε τί είδε, φανέρωσε τί του συνέβη, ομολόγησε τί έζησε; Μάλλον όχι. Λέει ο π. Σωφρόνιος: «Παρόλη όμως τη φυσικότητα πρέπει οπωσδήποτε να πούμε ότι όλη η εν Χριστώ ζωή είναι για τον άνθρωπο υπερφυσική και αποτελεί δωρεά της θείας χάριτος. Είναι ζωή απερίγραπτη με ανθρώπινη γλώσσα. Γι’ αυτόν τον λόγο και ο απόστολος Παύλος έλεγε τα πάντα σε γλώσσα ακατάληπτη για τον κοινό ανθρώπινο νου που δεν τον επισκίασε η χάρη του Κυρίου».
Προσπάθησε ο Παύλος, αλλά δεν τα κατάφερε να «τα πει όλα». Όπως έλεγε ο σύγχρονός μας αρχάγγελος της αγιορείτικης ερήμου, ο μακαριστός και εν οσίοις παπα Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, όταν προσπαθούσε να μας μυήσει στην θεογνωσία, «τα πνευματικά μέχρι ένα σημείο λέγονται- από κει και πέρα γεύονται, δεν λέγονται». Οι πεϊραν λαβόντες ίσασι του λόγου το αληθές.
Τί εννοούμε, εν τέλει, λέγοντας «Παύλειος Κοινωνία»; Άπλα, την κοινωνία που έζησε και που δημιούργησε ο Παύλος, μέσα από την νήψη και τις θεοφάνειες που εβίωσε. Ο ζήλος του Παύλου, επεγνωσμένος, όσον άφορα την γνώση και την τήρηση του Νόμου, ου κατ’ επίγνωσιν όμως σε σχέση με την νεοπαγή και αρτιγέννητη τότε εκκλησία, και η υπακοή του στην Συναγωγή και τον αρχιερέα, η προθυμία και η πρόθεση του, έφεραν την εκλογή και την κλήση του από τον ίδιο τον Χριστό. Και το αποτέλεσμα: μία ελευθερία προς τα έθνη, μία δυναμική του λόγου, μία ζωντανή εκκλησία, ένα άνοιγμα προς τα επέκεινα. Μία ζωντανή κοινωνία εν Χριστώ ζώντι.
Με τις σκέψεις αυτές για τον Άγιο Παύλο, συμφωνούμε απόλυτα με τον Ευθύμιο μητροπολίτη Βερροίας, ο οποίος χαρακτηρίζει το Πάσχα των θεοκηρύκων ως ποθεινόν, και «επιθυμητόν ό,τι μάλιστα» (φ. 178α, 17), εφόσον θα επιτελείται και η θεία λειτουργία, αυτό «το καθ’ εκάστην ημέραν επιτελούμενον Πάσχα, πολλώ ποθεινότερον και επιτερπέστερον» (φ. 178α 18-20).
Τελείωσα, αγαπητοί. Κάποτε ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είδε σκεύος πλήρες γάλακτος, μετατρεπόμενο σε οίνο. Και το όραμα ερμηνεύεται ως σταδιακή μύηση στα ζωήρυτα νάματα της θεολογίας. Απόψε και αύριο εορτάζουμε την αποτομή της τίμιας κάρας του Παύλου. Τότε έρευσε αίμα και γάλα.
Συνδυάζοντας τα δύο γεγονότα, λέμε πως ο Παύλος, ως μήτηρ, μας τρέφει με το ως γάλα πολύτιμο αίμα του, και θηλάζει στοργικά τα τέκνα της Εκκλησίας, όσους θέλουν, μυστικώς.
«Χαίρετε έν Κυρίω πάντοτε»
πηγή: Μοναχού Πορφυρίου Σιμωνοπετρίτου, «Παύλειος κοινωνία:Νήψη και Θεοφάνεια», ΙΑ΄Παύλεια. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Εκκλησία και κοινωνία κατά τον Απ. Παύλο», σ. 209-220