Εγκώμιο στην κοίμηση της αγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου


15.08.2011

Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, που να αντηχεί δυνατότερα από ανθρώπινη φωνή και να συγκλονίζει τα πέρατα, απαιτεί ένας λόγος προς τιμήν της ιεράς αυτής ημέρας, αγαπητοί μου· γι’ αυτό και κινδυνεύει ν’ αποτύχει τώρα, καθώς ακούγεται προερχόμενος από το ασθενές φωνητικό μου όργανο. Η Κυρία όμως και Βασίλισσα του παντός, έτσι καθώς είναι αφιλόδοξη, θα δεχτεί νομίζω κι αυτόν εδώ τον σύντομο και πενιχρό λόγο που της προσφέρουμε οι δούλοι της, όμοια με εκείνους τους διεξοδικούς και αστραφτερούς των σπουδαίων ομιλητών, με το να παρακινείται σε συμπάθεια από τις προσευχές αυτού που με προστάζει να μιλήσω· επειδή ακριβώς και ένα μόνο πράγμα προσέχει η φιλάγαθη: την πρόθεση.

Εμπρός λοιπόν, συνάξου ολόκληρη η οικουμένη, ιεράρχες και ιερείς, μοναχοί και κοσμικοί, βασιλείς και άρχοντες, άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια. φυλές και γλώσσες, με όλο μαζί το έθνος και το πλήθος, και αφού αλλάξεις τα φορέματα των αρετών σου, «ντυμένη» κι εσύ «στα κρόσσια τα χρυσά και στολισμένη», πρόβαλε με πρόσωπο φαιδρό και όλο χαρά γιόρτασε της Κυριοτόκου Μαρίας την εορτή, την επικήδεια συγχρόνως και διαβατήρια· διότι φεύγει από εδώ κάτω και πηγαίνει κοντά στα όρη τα αιώνια, το όρος όντως το Σιών, στο οποίο ευδόκησε ο Θεός να κατοικεί, όπως ψάλλει η λύρα του ψαλμωδού. Σήμερα λοιπόν ο επίγειος ουρανός περιβαλλόμενος τη στολή της αφθαρσίας αποκτά νέα διαμονή, την καλύτερη και αιώνια. Σήμερα η νοητή και θεοφώτιστη σελήνη με το να συμβάλλει στον δίσκο του ηλίου της δικαιοσύνης εκλείπει μεν από την πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως όμως ανατέλλει και λάμπει με την τιμή της αθανασίας. Σήμερα η ολόχρυση και θεοκατασκεύαστη κιβωτός του αγιάσματος αναχωρεί από τα επίγεια σκηνώματα και μετακομίζεται στην άνω Ιερουσαλήμ, για να αναπαυθεί αιώνια. Και ο θεοπάτωρ Δαυίδ. μας τα τραγουδάει αυτά με την κιθάρα του και αναφωνεί: «Θα προσαχθούν παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στον βασιλέα, ακολουθώντας πίσω από αυτήν θα προσαχθούν σε Σένα».

Τώρα λοιπόν, ενώ έκλεισε τους αισθητούς οφθαλμούς η Θεοτόκος, υψώνει για χάρη μας τους νοητούς, σαν λαμπρούς και μεγάλους φωστήρες που ποτέ ως τώρα δεν βασίλεψαν, για να αγρυπνούν και να εξιλεώνουν τον Θεό υπέρ της σωτηρίας του κόσμου. Τώρα, ενώ στα θεοκίνητα χείλη της σίγησε ο έναρθρος λόγος, αείλαλο ανοίγει το πρεσβευτικό της στόμα υπέρ όλου του γένους. Τώρα, ενώ συνέστειλε τις σωματικές και θεοφόρες της παλάμες, τις υψώνει άφθαρτες προς τον Δεσπότη υπέρ ολόκληρης της οικουμένης. Τώρα, ενώ μας απέκρυψε τα ηλιοειδή και φυσικά χαρακτηριστικά της, ακτινοβολεί διά μέσου της σκιαγραφίας της εικόνας της και την παρέχει στο λαό προς ασπασμό ευεργετικό και σχετική προσκύνηση, είτε το θέλουν οι αιρετικοί είτε όχι. Ενώ λοιπόν πέταξε επάνω η πάναγνος περιστερά, δεν παύει να φυλάττει τα κάτω. Ενώ εξήλθε του σώματος, με το πνεύμα της είναι μαζί μας. Ενώ οδηγήθηκε στους ουρανούς, εξοστρακίζει από ανάμεσά μας τους δαίμονες μεσιτεύοντας προς τον Κύριο.

Κάποτε, μέσω της προμήτορος Εύας ο θάνατος εισήλθε και κυρίευσε τον κόσμο· τώρα όμως συναντώντας την μακάρια θυγατέρα εκείνης αποκρούστηκε και κατανικήθηκε από το ίδιο εκείνο μέρος απ’ όπου του είχε δοθεί η εξουσία. Ας χαρεί λοιπόν το γυναικείο φύλο, που αντί ντροπής αποκομίζει δόξα. Ας χαρεί και η Εύα, διότι δεν είναι πια καταραμένη, αλλά έχει να επιδείξει απόγονό της ευλογημένο την Μαρία. Ας σκιρτήσει η κτίση ολόκληρη, καθώς αντλεί μυστικά τα νάματα της αφθαρσίας από την παρθενική πηγή και απαλλάσσεται έτσι από την θανατηφόρα δίψα.

Τέτοια είναι η εορτή που έχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα είναι τα γεγονότα που υμνολογούμε. Αυτά μας χαρίζει η χριστοανθής ρίζα του Ιεσσαί, η ιερόβλαστη ράβδος του Ααρών, ο νοητός παράδεισος του ξύλου της ζωής, ο έμψυχος λειμώνας των παρθενικών αρωμάτων, η ανθισμένη θεογεώργητη άμπελος του ώριμου και ζωογόνου βότρυος, ο υψηλός και επηρμένος χερουβικός θρόνος του Παμβασιλέως, ο οίκος ο γεμάτος από τη δόξα Κυρίου, το άγιο καταπέτασμα του Χριστού, ο φωτεινότατος τόπος της ανατολής, αυτά μας χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε σήμερα εν ειρήνη και δικαιοσύνη. Λέω κοιμήθηκε, όχι όμως και πέθανε. Πέρασε από τη γη στον ουρανό, όμως δεν εγκατέλειψε την υπεράσπιση του ανθρώπινου γένους.

Με ποιά λόγια λοιπόν να παραστήσουμε το μυστήριό σου; Αδυνατούμε να το σκεφθούμε -είμαστε ασθενείς για να το εκφράσουμε- ιλλιγγιούμε να το περιγράψουμε. Διότι είναι παράξενο και υψηλό και ανώτερο για κάθε διάνοια. Δεν σχετίζεται και δεν ταιριάζει με κάτι άλλο, όπως συμβαίνει με τα υπόλοιπα πράγματα, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να δώσουμε πρόχειρα τις αποδείξεις από τα γύρω μας πράγματα. Αντίθετα, από τα υπερβατικά και ανώτερά μας κατανοούμε με ευλάβεια όσα αναφέρονται σε σένα, και σε σένα μόνη παραδίδουμε τα υπέρ άνθρωπον. Διότι άλλαξες τη φύση κατά την άρρητη γέννηση. Πού αλλού άκουσε κανείς παρθένο να συλλαμβάνει ασπόρως; Ω θαύμα! Την μητέρα και λεχώνα τη βλέπουμε άφθορη παρθένο, επειδή Θεός ήταν αυτό που γέννησε. Το ίδιο λοιπόν και στη ζωηφόρο κοίμησή σου: με το να είσαι διαφορετική από τους υπόλοιπους, μόνη εσύ κατέχεις δικαιολογημένα την αφθαρσία και των δύο (ψυχής δηλ. και σώματος).

Ας μας αφηγηθεί όμως η Σιών τα παράδοξα εκείνης της ημέρας. Είχε λοιπόν συμπληρωθεί το όριο της ζωής. Είχε φθάσει η ώρα του θανάτου. Προγνώρισε σαν μητέρα Θεού η Παναγία τον καιρό της μεταστάσεως. (Και πόσα περισσότερα από τον καθένα που σαν απλός δούλος προφητεύει δεν θα έδινε κανείς, αδελφοί μου φιλόχριστοι, προς την μητέρα του Θεού και ανώτερη από όλους τους προφήτες;) Όταν λοιπόν τα αισθάνθηκε αυτά και τα κατάλαβε, τί μας λέει η παράδοση πως προσευχόταν και παρακαλούσε;

Έφθασε η ημέρα της εξόδου μου· έφθασε ο χρόνος της εκδημίας μου προς εσένα. Ας παρευρεθούν εδώ αυτοί που θα υπηρετήσουν στον ενταφιασμό μου. Δέσποτα είθε να σταθούν στο προσκέφαλό μου οι λειτουργοί που θα τελέσουν την κηδεία μου. Και στα μεν χέρια σου να αφήσω το πνεύμα μου, στα δε χέρια των μαθητών σου, για να το ενταφιάσουν, το άψαυστο και θεοδόχο σώμα μου, από όπου ανέτειλες εσύ η αθανασία. Ας παρασταθούν κοντά μου να μου δώσουν χαρά αυτοί που βρίσκονται διεσπαρμένοι στα πέρατα της γης, οι κήρυκες και υπηρέτες του ευαγγελίου σου. Κι αν εσύ ευδόκησες να μετατεθεί ζωντανός ακόμη ο δίκαιος Ενώχ στον ουρανό, γιατί έτσι έπρεπε, και ο Θεσβίτης Ηλίας εκ του εμφανούς να ανυψωθεί με πύρινο άρμα προς άγνωστες χώρες, για να αναμένουν και οι δύο το χρόνο της φρικτής και παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, και αν πάλι για μια ανάγκη του Δανιήλ θαυματούργησες, ώστε μέσα σε μια στιγμή ο προφήτης Αββακούμ να μεταφερθεί από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα και πάλι να επιστρέψει, τότε τί σου είναι αδύνατο και μόνο αν το θελήσεις;

Αυτά μόλις είπε η πανύμνητος, να που κατέφθασε και η δωδεκάδα των αποστόλων, από διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας, σαν σύννεφα σπρωγμένα από τις πτέρυγες του Πνεύματος, που ήρθαν και στάθηκαν κοντά στη νεφέλη του φωτός. Τί λέγει λοιπόν εκείνη που έχει τα θεϊκά, τα πολλά, τα μεγάλα ονόματα, φέρνοντας, καθώς ήταν ξαπλωμένη, ένα γύρο το βλέμμα της και αντικρίζοντας αυτούς που ζητούσε;

Ας αγαλλιάσει η ψυχή μου για τον Κύριο και αυτό θα γίνει για μένα ευφροσύνη και αἰνεση και μεγαλείο εκ μέρους όλων των εθνών της γης. Διότι μου συγκέντρωσε τα θεμέλια της Εκκλησίας, μου συνάθροισε τους άρχοντες της οικουμένης, τους θαυμαστούς υπηρέτες της κηδείας μου. (Ω μεγαλοφυές θαύμα! Ω έργο μητρικής αφοσιώσεως προς τον υιό! Ω δώρο υιικής σχέσεως προς τη μητέρα!). Σαν άλλος ουρανός μου φάνηκε το δωμάτιο, με το να περικλείει μέσα του τους φωστήρες του κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε η οροφή, που έφερε κοντά μου τους θείους μύστες και ιερουργούς. Δεν θα μελετήσει πια η συμμορία των Ιουδαίων να πραγματοποιήσει τον εναντίον μου παραλογισμό. Δεν θα οπλίσει πια εναντίον μου το θρασύ του χέρι, για να με φονεύσει, το συνέδριο των ιερέων. (Διότι κάποτε το είχαν σχεδιάσει και, μαζί με τον Υιό, θα φόνευαν οι αιμοχαρείς και τη Μητέρα, αλλά απέτυχαν στο σκοπό τους, γιατί τους εμπόδισε άνωθεν η θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σε τόπους κατοικίας απαραβίαστους, όπου δεν μπορεί ο εχθρός να εισαγάγει τις παγίδες της κακίας· όπου θα μπορώ να αντικρύσω την τερπνότητα του Κυρίου και να επισκεφθώ το Ναό, εγώ ο παμφώτεινος ναός Του.

Και τί είπαν τότε προς αυτήν οι μακάριοι απόστολοι με λόγια είτε δικά τους είτε διαλεγμένα από τα στόματα των προφητών;

Χαίρε κλίμαξ που στηρίζεσαι στη γη και φθάνεις στον ουρανό, μέσω της οποίας έγινε η κάθοδος προς εμάς και η άνοδος προς τους ουρανούς του Κυρίου, κατά τον μεγάλο πατριάρχη Ιακώβ.

Χαίρε βάτε με την τόσο παράδοξη μορφή, από την οποία εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου σε μορφή πύρινης φλόγας και την οποία ενώ η φωτιά έκαιγε, δεν την κατέκαιε, κατά τον μεγάλο θεόπτη Μωϋσή.

Χαίρε ο θεοδέγμων πόκος, από τον οποίο στράγγισε η ουράνια δρόσος, μία γεμάτη λεκάνη νερό, κατά τον θαμασιώτατο Γεδεών.

Χαίρε πόλις του βασιλέως του μεγάλου, την οποία θαυμάζουν και μεγαλύνουν οι βασιλείς μαζί με τον ασματογράφο Δαυίδ. Χαίρε η νοητή Βηθλεέμ, ο οίκος του Εφραθά, απ’ όπου εξήλθε ο βασιλεύς της δόξης, για να γίνει άρχοντας στο λαό του Ισραήλ, του οποίου «αι έξοδοι απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος», όπως λέγει ο Μιχαίας ο θειότατος.

Χαίρε το κατάσκιο παρθενικό όρος, από το οποίο εμφανίστηκε ο άγιος του Ισραήλ, κατά τον θεόφωνο Αββακούμ.

Χαίρε λυχνία ολόχρυση και φωτοφόρε, από την οποία έλαμψε στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενους» απρόσιτο φως της Θεότητος, κατά τη ρήση του θεσπέσιου Ζαχαρία.

Χαίρε το παγκόσμιο ιλαστήριο των ανθρώπων, διά του οποίου σε ανατολή και δύση δοξάζεται στα έθνη το όνομα του Κυρίου και παντού προσφέρεται θυμίαμα στο όνομά Του, κατά τον αγιότατο Μαλαχία.

Χαίρε νεφέλη ανάλαφρη, πάνω στην οποία κάθησε ο Κύριος, κατά τον ιεροφωνότατο Ησαΐα.

Χαίρε η ιερή βίβλος των προσταγμάτων του Κυρίου και ο νεοχάρακτος νόμος της Χάριτος, χάριν της οποίας μάς έγιναν γνωστά όσα αρέσουν στο Θεό, κατά τον πολυθρήνητο Ιερεμία.

Χαίρε η κλεισμένη πύλη, διά της οποίας ο Κύριος και Θεός του Ισραήλ εισήλθε και εξήλθε κατά τον μεγάλο θεόπτη Ιεζεκιήλ. Χαίρε το αλατόμητο από χέρι ανθρώπου και υψηλότατο όρος, από το οποίο αποκόπηκε ο ακρογωνιαίος λίθος, κατά τον θεολογικότατο Δανιήλ.

Και ποιός νους να χωρέσει ή ποιός λόγος να αφηγηθεί όσα εκεί έψαλλαν, όσα είπαν, όσα μακάρισαν οι θεολόγοι; Όταν λοιπόν ιερούργησαν ιερώς όσα ταίριαζε και επιτέλεσαν τα άγια αγίως, να που έφθασε και ο Κύριος με τη δόξα της δυνάμεώς του και όλη τη στρατιά του ουρανού. Και αοράτως μεν λειτουργούσαν οι ασώματοι, σωματικώς δε γίνονταν υμνωδοί της θείας μεγαλειότητας οι απόστολοι. Σύμμεικτη ήταν, αδελφοί μου, η πανήγυρις και ο χορός ουράνιος μαζί και επίγειος —κι ας μη ξενίσει ο λόγος μου καθώς σκιαγραφεί τα θεοπρεπή γεγονότα— αποτελούμενος από Αγγέλους, Αρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Αρχές, Εξουσίες, Δυνάμεις, τις Χερουβικές και Σεραφικές, αποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, άλλους να προτρέχουν, άλλους να προϋπαντούν, άλλους να ηγούνται, άλλους να προηγούνται, άλλους να ακολουθούν και άλλους να παρακολουθούν, και όλους να φωνάζουν χαρμόσυνα με ένα στόμα: «Άσατε τω Κυρίω» – «αινέσατε τον Κύριον» – «ευλογημένος Κύριος επί δίκαιον όρος το άγιον αυτού» -και «ανυψωθήτω ο ουρανός εις το μετέωρον». Ποιός λοιπόν άκουσε ποτέ εις τον αιώνα τέτοιο εξόδιο, φιλόχριστοι αδελφοί; Ποιός γνώρισε την προπομπή μιας τέτοιας κηδείας; Ποιός κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβαση, σαν κι αυτή που αξιώθηκε η Μητέρα του Κυρίου μου; Και δεν είναι παράξενο. Γιατί ακριβώς και κανένας δεν φάνηκε ποτέ υπέρτερος από αυτήν, που είναι μεγαλύτερη από όλους τους ανθρώπους. Φρίττει το πνεύμα μου, ω Παρθένε, καθώς βάζω στο μυαλό μου το μεγαλείο της μεταστάσεώς σου. Μένει έκπληκτος ο νους μου, καθώς αναλογίζομαι το θαύμα της κοιμήσεώς σου. Δένεται η γλώσσα μου, καθώς πάει να διηγηθεί το μυστήριο της παλινζωΐας σου. Διότι ποιός είναι εκείνος που θα μπορούσε επάξια «να κάνει γνωστούς όλους τους ύμνους σου» ή «να εξιστορήσει όλα τα θαυμάσιά σου»; Ποιός νους υψηγόρος θα ρητορεύσει, ποιά γλώσσα μεγαλόστομη θα μιλήσει, θα εξαγγείλει και θα παραστήσει τα κατά σε, θα αποδώσει τα λόγια σου ή θα σταθεί αντάξια των δικών σου θαυμάσιων, τελετών, πανηγύρεων, εορτών, διηγήσεων, εγκωμίων; Γι’ αυτό και επί του παρόντος μυστηρίου η γλώσσα μας αποδεικνύεται αδύνατη, άτονη, αποτυχημένη, αποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι υπερέχεις, υπερβάλλεις, υπερτερείς ασυγκρίτως, σε ύψος και μέγεθος από τον ανώτατο ουρανό· σε λαμπρότητα αγνείας, από το ηλιακό φως· σε απόκτηση παρρησίας, από το αγγελικό αξίωμα κάθε άυλης και λογικής υπάρξεως των νοητών και νοερών δυνάμεων,

Αλλά τί επίσημη και λαμπρή —με αγαλλίαση το λέω— η πανήγυρή σου! Πόσο σημειοφόρος και θαυματουργική η μετάστασή σου! Πόσο ζωοπάροχος και αφθαρτοδώρητος ο ενταφιασμός σου, μητέρα του φωτός! Τώρα όμως που πέρασες τα σύννεφα και ανέβηκες στον ουρανό και μπήκες στα άγια των αγίων «εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως», αξίωσε, Θεοτόκε, να ευλογήσεις πλούσια τα πέρατα της οικουμένης, Με τις πρεσβείες σου κάνε εύκρατους τους καιρούς· χάριζε τη βροχή στην ώρα της· κατεύθυνε σωστά τους άνεμους· κάνε τη γη να καρποφορεί· δώρισε την ειρήνη στην Εκκλησία· κράτυνε την Ορθοδοξία· φύλαγε τη βασιλεία· απόκρουε τις επιθέσεις των βαρβάρων· σκέπαζε ολόκληρο το γένος των Χριστιανών· τέλος δε συγχώρησε και τη δική μου τόλμη. Διότι δικός σου είναι αυτός ο λόγος, Μητέρα του Θεού, και συ προφήτευσες μελωδικά εκείνο που θα γινόταν: «Διότι να που από τώρα, είπες, θα με μακαρίζουν όλες οι γενεές». Επειδή λοιπόν δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ψευδής ο θείος σου λόγος, δέξου κι από μένα τον ανάξιο δούλο σου, αυτή την κατά δύναμη προσφώνηση και «δος μου πάλι την αγαλλίαση που μου χαρίζει η σωστική σου βοήθεια». Με τη δύναμη των πρεσβειών σου στήριξέ με μαζί με τον συγγενή μου και πνευματικό πατέρα μου και με το ποίμνιο που μου έχουν εμπιστευθεί εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, στον οποίον ανήκει η δόξα και η τιμή και η δύναμη, μαζί με τον παντοκράτορα Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

πηγή: Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, «Αγιορείτικη Μαρτυρία», τευχ. 4, σ.164-173