Οι απαρχές της χρήσης του τίτλου Θεοτόκος για την Παρθένο Μαρία


04.12.2011

Είναι αναμφισβήτητο ότι το πρόσωπο της Μητέρας του Κυρίου, της Θεοτόκου και Αειπάρθενου Μαρίας, κατέχει στην ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση μια περίοπτη και ξεχωριστή θέση, η οποία πηγάζει από την πλήρη και ορθή κατανόηση της εκκλησιαστικής παράδοσης, όπως αυτή ερμηνεύθηκε μέσα από τις μαρτυρίες της Αγίας Γραφής και των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων των πρώτων κιόλας χριστιανικών αιώνων και όπως εκφράστηκε μέσα από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.

Το επίθετό Θεοτόκος συνοψίζει το σύνολο της δογματικής διδασκαλίας της ορθόδοξης Εκκλησίας για το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη διδασκαλία της ένωσης θείας και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού. Η σύνδεση του συγκεκριμένου θεομητορικού τίτλου με το χριστολογικό δόγμα καθίσταται φανερή μέσα από τα δογματικά κείμενα των Οικουμενικών Συνόδων που επικύρωσαν και επισημοποίησαν τη συγκεκριμένη θεολογική ορολογία. Πράγματι, η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (431) επικύρωσε την καταδίκη της θεολογίας του Νεστορίου, η οποία χώριζε με κατηγορηματικό τρόπο τις δύο φύσεις και διαιρούσε το πρόσωπο του Χριστού σε δύο υποστάσεις υποστηρίζοντας ότι άλλος είναι ο Υιός του Θεού και άλλος ο Υιός της Παρθένου και με αυτόν τον τρόπο, σε τελική ανάλυση, έθετε σε αμφισβήτηση την πραγματικότητα του ίδιου του γεγονότος της σάρκωσης του Λόγου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να γίνει κατανοητή και η υιοθέτηση από τη σύνοδο του επιθέτου Θεοτόκος για το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας όπως χαρακτηριστικά μαρτυρεί και ο σχετικός δογματικός όρος[1]. Αλλά και η Ε΄  Οικουμενική Σύνοδος (533) επικύρωσε τη χρήση του τίτλου Θεοτόκος για το πρόσωπο της Παναγίας μέσα στα πλαίσια της καταδίκης των θεολογικών αποκλίσεων από τη χριστολογική διδασκαλία της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451)[2] καθιστώντας τον με αυτόν τον τρόπο απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή ερμηνεία της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας.

Στα πλαίσια της αναζήτησης της χρήσης του όρου Θεοτόκος στην πρώιμη εκκλησιαστική γραμματεία μπορούμε να ορίσουμε σχεδόν με βεβαιότητα ως χώρο προέλευσης το περιβάλλον της αλεξανδρινής θεολογικής παράδοσης. Κάποιες από τις πρώτες σχετικές μαρτυρίες προέρχονται από τον Ωριγένη (185-253), ο οποίος έχει χαρακτηριστεί, εκτός των άλλων, ως ο γονιμότερος εκκλησιαστικός συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών αιώνων[3]. Παρά το γεγονός ότι η αυθεντικότητα των χωρίων, στα οποία ο αλεξανδρινός θεολόγος φαίνεται να χρησιμοποιεί τον όρο Θεοτόκος είχε αμφισβητηθεί από τη σύγχρονη έρευνα, εν τούτοις μία ενδεχόμενη χρήση του δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε αντίθεση με την όλη θεολογική του σκέψη[4]. Αρκετά κατατοπιστική στο συγκεκριμένο θέμα εξ άλλου, είναι η πληροφορία του εκκλησιαστικού ιστορικού Σωκράτη (380-440), ο οποίος μαρτυρεί πως ο Ωριγένης αναλύει διεξοδικά τη χρήση του όρου Θεοτόκος για το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας στο Υπόμνημα εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν[5], έργο το οποίο δυστυχώς δεν διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας στην αρχική του τουλάχιστον μορφή[6]. Περισσότερο προβληματικές φαίνεται να είναι οι μαρτυρίες της χρήσης του όρου Θεοτόκος που αποδίδονται στο όνομα του Γρηγορίου του Θαυματουργού (213-270), του πιο ένθερμου και άμεσου μαθητή του Ωριγένη. Πράγματι η πατρότητα του Λόγου εις τον Ευαγγελισμόν, του έργου στο οποίο χρησιμοποιείται ο συγκεκριμένος όρος, αποδίδεται είτε στον Απολλινάριο (310-390) είτε σε άγνωστο συγγραφέα του 5ου αι., μα σε καμία περίπτωση στον καππαδόκη πατέρα[7].

Η πιο ουσιαστική μαρτυρία για τη χρήση του όρου Θεοτόκος κατά τον 3ο αι. φαίνεται να προέρχεται από σχετικά πρόσφατες παπυρολογικές ανακαλύψεις που διασώζουν κείμενα λατρευτικού χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα στον Πάπυρο Rylands 470, ο οποίος χρονολογείται από το 250 ως το 280, διασώζεται η παρακάτω  ικετευτική προσευχή :

 [Υ]πὸ[τὴν σὴν]

εὐσπλ[αλχνίαν]

καταφε[ύγωμεν]

Θεοτόκε τ[άς  ἠμῶν]

ἱκεσίας μὴ παρ

ίδῃς ἐμ περιστάσει

ἀλλ ἐκ κινδύνου

ῥυσαὶ ἡμᾶς

μόνη [ἁγνὴ μόν]

η εὐλο[γημένη][8].

Η συγκεκριμένη ικετευτική προσευχή προς την Παρθένο Μαρία αποτελεί κοινό υμνολογικό τόπο σε διάφορες λειτουργικές παραδόσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων, με αποτέλεσμα να βρίσκεται ενσωματωμένη σε διάφορα λειτουργικά τυπικά (βυζαντινό, ρωμαϊκό, αμβροσιανό, κοπτικό κ.α.). Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο του Πάπυρου Rynalds 470, αποτελεί  τον αρχαιότερο λατρευτικό ύμνο αφιερωμένο στην Παρθένο Μαρία και ταυτόχρονα την αρχαιότερη μαρτυρία της χρήσης του τίτλου Θεοτόκος.

Με την έναρξη του 4ου αι. ο όρος αρχίζει να απαντάται συχνότερα όχι μόνο στην αλεξανδρινή θεολογική παράδοση αλλά και σε άλλους συγγραφείς χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξήγηση ή η αιτιολόγησή του. Αφορμή για την ευρεία διάδοση της χρήσης του όρου Θεοτόκος θα πρέπει να θεωρηθεί η διδασκαλία του Αρείου, σύμφωνα με την οποία ο Υιός-Λόγος είναι κτίσμα και κατά συνέπεια υποδεέστερος του Θεού-Πατρός. Με τη συγκεκριμένη διδασκαλία ως δεδομένο μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο όρος Θεοτόκος θα φάνταζε αδόκιμος για να αποδοθεί στη Μητέρα του Κυρίου από τον αλεξανδρινό πρεσβύτερο και τους οπαδούς του. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα από τα πρώτα κείμενα της πρώιμης αρειανικής διαμάχης, την εγκύκλιο επιστολή του Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου (250-326) προς τον Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο, βρίσκεται η πρώτη σίγουρη μαρτυρία της χρήσης του όρου Θεοτόκος του 4ου αι[9]. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τίτλος Θεοτόκος, χρησιμοποιείται από τον αλεξανδρινό ιεράρχη με σιγουριά και φυσικότητα που δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για τίτλο ήδη σε χρήση και ευρέως αποδεκτό.

Στη συνέχεια, ο όρος Θεοτόκος κερδίζει συνεχώς έδαφος στην προτίμηση των πατέρων του 4ου αι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Μέγας Αθανάσιος (298-373), ο οποίος στον τρίτο λόγο του Κατά Αρειανών χρησιμοποιεί επανειλημμένα τον όρο Θεοτόκος όταν αναφέρεται στην Παρθένο Μαρία[10]. Αλλά και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390) στην περίφημη προς τον πρεσβύτερο Κληδόνιο επιστολή του βεβαιώνει ότι όποιος αρνείται τον όρο Θεοτόκο αποξενώνεται από το Θεό[11]. Ο Γρηγόριος Νύσσης (±335-394) σε μία επιστολή του υπερασπίζεται τη χρήση του όρου Θεοτόκος έναντι του εσφαλμένου ανθρωποτόκος που ορισμένοι στην εποχή του διέδιδαν[12].

Το ζήτημα έλαβε τεράστιες διαστάσεις στις αρχές του 5ου αι. όταν Νεστόριος (381-451), αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως φαίνεται να υποστήριζε τις θέσεις του πρεσβυτέρου Αναστασίου, ο οποίος κατά τη διάρκεια ενός κηρύγματος στην Κωνσταντινούπολη δήλωσε ότι κανείς δεν πρέπει να αποκαλεί Θεοτόκο την Μαρία, διότι και αυτή ήταν άνθρωπος και δεν είναι δυνατόν από άνθρωπο να γεννηθεί Θεός[13]. Άμεση υπήρξε η αντίδραση του Κυρίλλου Αλεξανδρείας (378-444), ο οποίος στην Α΄ του επιστολή προς τον Νεστόριο υπερασπίστηκε την χρήση του τίτλου Θεοτόκος και κάλεσε τον ιεράρχη της Κωνσταντινούπολης να τον υιοθέτηση για την αποφυγή του σκανδαλισμού των πιστών[14]. Η εμμονή του Νεστορίου στις θεολογικές του θέσεις είχε σαν αποτέλεσμα την αποστολή από μέρους του Κυρίλλου δυο ακόμα επιστολών, όπου ως συμπλήρωμα στην τελευταία προσέθεσε τους 12 αναθεματισμούς, με τους όποιους ο αλεξανδρινός ιεράρχης απαιτούσε από το Νεστόριο να αποκηρύξει την επικίνδυνη διδασκαλία του[15]. Τελικά για την οριστική επίλυση του ζητήματος συγκλήθηκε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο, όπου καθαιρέθηκε ο Νεστόριος, καταδικάστηκε η διδασκαλία του, δικαιώθηκε η θεολογία του Κυρίλλου και καθιερώθηκε η χρήση του όρου Θεοτόκος.

Ο τίτλος Θεοτόκος που αποδόθηκε στην Παρθένο Μαρία δεν είναι ένα απλό επίθετο, αλλά ερμηνεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το μυστήριο της θείας οικονομίας όπως πολύ εύστοχα ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (676-749) συνόψισε σε μια φράση τη προγενέστερη από αυτόν δογματική διδασκαλία περί της Παρθένου Μαρίας[16]. Όπως είδαμε ο όρος Θεοτόκος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την περί Χριστού δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας διότι τονίζει ακριβώς το γεγονός της θείας σαρκώσεως, ότι δηλαδή ο ένας και ο αυτός Λόγος του Θεού που προαιώνια γεννάται από τον Πατέρα είναι ο ίδιος, ο οποίος επ’ εσχάτων των ημερών ντύθηκε την σάρκα και γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Κατά συνέπεια, όταν η Παναγία συνέλαβε και γέννησε τον Υιό της, δεν ήρθε στην ύπαρξη κανένα καινούργιο πρόσωπο, αλλά ο αιώνιος Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος.  Αυτό ακριβώς το γεγονός συνθέτει το μυστήριο της θείας Μητρότητας της Παρθένου Μαρίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Όρος Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, 2: «Ὁμολογοῦμεν τοιγαροῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δὲ δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Δύο γὰρ φύσεων ἕνωσις γέγονεν· δι’ ὁ ἕνα Χριστόν, ἕνα υἱόν, ἕνα κύριον ὁμολογοῦμεν. Κατὰ ταύτην τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοια ὁμολογοῦμεν τὴν Ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διὰ τὸ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθήναι καὶ ἐνανθρωπήσαι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἐνωσαι ἑαυτῷ τῷ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα ναὸν». Βλ. Ι. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α΄, Αθήνα 19602, σσ. 154-155.

[2] Όρος Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου, 6: «Εἴ τις καταχρηστικώς, ἀλλ’ οὐκ ἀληθῶς Θεοτόκον λέγει τὴν ἁγίαν ἔνδοξον ἀειπάρθενον Μαρίαν, ἢ κατὰ ἀναφοράν, ὡς ἀνθρώπου ψιλοῦ γεννηθέντος, ἀλλ’ οὐχὶ τοῦ Θεοῦ Λόγου σαρκωθέντος ἐξ αὐτῆς, ἀναφερομένης δὲ κατ’ ἐκείνους τῆς του ἀνθρώπου γεννήσεως ἐπὶ τὸν Θεὸν Λόγον, ὡς συνόντα τῷ ἀνθρώπῳ γεννωμένῳ· καὶ συκοφαντεῖ τὴν ἁγίαν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον, ὡς κατὰ ταύτην τὴν ἀσεβῆ ἐπινοηθείσαν παρὰ Θεοδώρου ἔννοιαν Θεοτόκον τὴν παρθένον εἰποῦσαν· ἢ εἴ τις ἀνθρωποτόκον αὐτὴν καλεῖ ἢ χριστοτόκον ὡς τοῦ Χριστοῦ μὴ ὄντος Θεοῦ, ἀλλὰ μὴ κυρίως καὶ κατὰ ἀλήθειαν Θεοτόκον αὐτὴν ὁμολογεῖ, διὰ τὸ τὸν πρὸ αἰώνων ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα Θεὸν Λόγον ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐξ αὐτῆς σαρκωθήναι, οὕτω τε εὐσεβῶς καὶ τὴν ἁγίαν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον Θεοτόκον αὐτὴν ὁμολογήσαι, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω». Βλ. Ι. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α΄, Αθήνα 19602, σσ. 194.

[3] ΩΡΙΓΕΝΗΣ, Ομιλία Στ΄ εις Λουκάν : «τὸ γὰρ μαριὰμ τὸ τῆς Μαρίας ὄνομα σημαίνει, ὡς ὀνομαστὶ διὰ τούτων τῆς θεοτόκου μνημονευθήσης». Βλ. Μ. RAUER, Origenes Werke, τόμ. Θ΄, σελ. 44.  ΩΡΙΓΕΝΗΣ, Ομιλία Ζ΄ εις Λουκάν, : «οἱ γὰρ ἐκ τῶν πατέρων τὴν σπορὰς ἔχοντες ἐκείνων εἰσὶ καρποί, καθὼς καὶ τῷ Δαυὶδ ἐρρήθη· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου, τουτ’ἐστὶν οἱ πρόγονοι τῆς παναγίας θεοτόκου καὶ αὐτοὶ ἐκ σπορᾶς ἀνδρὸς γεννηθῆντες». Μ. RAUER, Origenes Werke, τόμ. Θ΄, σελ. 50.

[4] Η. CROUZEL, “La théologie mariale d’Origène”, Origène. Homélies sur S. Luc, Sources Chrétiennes 87, Paris 1962, σελ. 21.

[5] ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία 7.32.2: «Καὶ Ὠριγένης ἐν τῷ πρώτῳ τόμῳ τῶν εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους τοῦ Ἀποστόλου Ἐπιστολή, ἑρμηνεύων πως Θεοτόκος λέγεται, πλατέως ἐξήτασε». Βλ. HANSEN, Socrates Kirchengeschichten, Berlin 1995, σελ. 381.

[6] Το κείμενο του Υπομνήματος στην προς Ρωμαίους επιστολή του Ωριγένη σώζεται σε μια συντομότερη μορφή και σε ελεύθερη απόδοση στη λατινική από τον Ρουφίνο. Βλ. QUASTEN, Patrology, τόμ. Β΄: The AnteNicene Literature after Irenaeus, Utrecht 1953, σσ. 49-50.

[7] Βλ. F. WINKELMANN, Clavis Patrum Graecorum, qua optimae quaeque scriptorum patrum graecorum recensiones a primaevis saeculis usque ad octavum commode recluduntur, τόμ. Α΄: Patres AntenicaeniPatres antenicaeni, schedulis usi quibus rem paravit, Turnhout 1983, σελ. 243.

[8] F. MERCENIER, «L’antienne mariale grecque la plus ancienne», Le Muséon 52 (1939) σελ. 233.

[9] ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Επιστολή προς Αλέξανδρον, 12: «ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σῶμα φορέσας ἀληθῶς καὶ οὐ δοκήσει, ἐκ τῆς Θεοτόκου Μαρίας». Βλ. H. G. OPITZ, Athanasius Werke, τόμ. Γ΄, σελ. 28, 14-19.

[10] ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Λόγος κατά αρειανών Γ΄, 14: «καὶ αὐτὸς δὲ ὁ ἄγγελος ὁμολογεῖ ἀπεστάλθαι παρὰ τοῦ Δεσπότου, ὡς ἐπὶ Ζαχαρίου ὁ Γαβριὴλ καὶ ἐπὶ τῆς Θεοτόκου Μαρίας ὁ αὐτὸς ὠμολόγησε». PG 26, 349. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Λόγος κατά αρειανών Γ΄, 29: «δι’ ἡμᾶς σάρκα λαβὼν ἐκ Παρθένου τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ἄνθρωπος γέγονε». Βλ. K. METZLER – M. TETZ, Athanasius Werke, 1, 1, Berlin-New York 1998-2000, σελ. 340.

[11] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Α΄ Επιστολή προς Κληδόνιον: «εἴ τις οὐ θεοτόκον τῆς ἁγίαν παρθένον ὑπολαμβάνειν χωρίς ἐστι τῆς θεότητος» Βλ. P. GALLAY, Grégoire de Nazianze. Lettres Théologiques, Sources Chrétiennes 208, Paris 1998, σελ. 42.

[12] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Επιστολή προς Ευσταθία και Αμβροσία , 24:«Μὴ τὴν ἁγίαν παρθένον τὴν θεοτόκον ἐτόλμησέν τις ἡμῶν καὶ ἀνθρωποτόκον εἰπεῖν, ὅπερ ἀκούωμέν τινας ἐξ’αὐτῶν ἀφειδῶς λέγειν;». Βλ. P. PASQUALI, Gregorii Nysseni Epistulae, Leiden 1953, σελ. 26.

[13] ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία 7.32.1: «Θεοτόκον τὴν Μαρίαν καλείτω μηδείς. Μαρία γας ἄνθρωπος ἤν, ἀπὸ ἀνθρώπου δὲ Θεὸν τεχθήναι ἀδύνατον». Βλ. HANSEN, Socrates Kirchengeschichten, Berlin 1995, σελ. 380.

[14] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Επιστολή προς Νεστόριον Α΄, 3: «ἵνα παύσῃ σκάνδαλον οἰκουμενικὸν εἰ γὰρ καὶ παρερυη λόγος, ὡς ἐπὶ λαοῦ τρέχων, ἀλλ’ἐπανορθώσθω ταῖς ἐπισκέψεσι, καὶ λέξιν χαρίσασθαι τοῖς σκανδαλιζομένοις καταξίωσων, Θεοτόκον ὀναμάζων τὴν Ἁγίαν Παρθένον». Βλ. E. SCHWARTZ, Acta Conciliorum Oecumenicorum, τόμ. Α΄, 1, 1, σελ. 24.

[15] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Επιστολή προς Νεστόριον Γ΄, 12: «Εἴ τις οὐχ ὁμολογεῖ Θεὸν εἶναι κατὰ ἀλήθειαν τὸν Ἐμμανουήλ, καὶ διὰ τοῦτο Θεοτόκον τὴν Ἁγίαν Παρθένον – γεγέννηκε γὰρ σαρκικὼς σάρκα γεγονότα τὸν ἐκ Θεοῦ Λόγον – ἀνάθεμα ἔστω». Βλ. E. SCHWARTZ, Acta Conciliorum Oecumenicorum, τόμ. Α΄, 1, 1, σελ. 40.

[16] ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, 12: «Δικαίως καὶ ἀληθῶς Θεοτόκον τὴν Ἁγίαν Μαρίαν ὀνομάζομεν· τοῦτο γὰρ τὸ ὄνομα ἅπαν τὸ μυστήριον τῆς οἰκονομίας συνίστησιν». Βλ. P. LEDRUX, Jean Damascene. La foi orthodoxe 45-100, Sources Chretiennes 540, Paris 2011, σελ. 70.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

ΓΙΟΥΛΤΣΗ Ευτυχία, Η Παναγία. Πρότυπο πνευματικής τελειώσεως, Θεσσαλονίκη 2003.

ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ ΙΩ., Μαρία ἡ Ἀειπάρθενος Θεοτόκος κατὰ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957.

ΣΠΟΥΡΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ Αμαλία, Ἡ Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικῆς ἁγιότητος. Συμβολὴ εἰς τὴν ὀρθόδοξον τοποθέτησιν ἔναντι τῆς ῥωμαιοκαθολικὴς Ἀσπίλου Συλλήψεως καὶ τῶν συναφῶν ταύτῃ δογμάτων, Αθήναι 1990.

ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ Χ., Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Λειμών Αμφιλαφής 1, Θεσσαλονίκη 2003.

ΦΑΡΑΝΤΟΣ Μ., «Ἡ θέσις καὶ ἡ σημασία τῆς Θεοτόκου εἰς τὴν Πίστιν καὶ εἰς τὴν ζωὴν»,Θεολογία 44 (1973) σσ. 136-156.

ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ π.Γ., «Η αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Δημιουργία και Απολύτρωση, (μτφρ. Π. Πάλλη),  Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 192-212.