Η Παναγία στη βυζαντινή σκέψη


18.01.2012

Από πολύ νωρίς, ήδη από την εποχή του Ιουστίνου και του Ειρηναίου, η χριστιανική παράδοση καθιέρωσε ένα παραλληλισμό μεταξύ του β΄ κεφ. της Γενέσεως και της διήγησης του Λουκά για τον Ευαγγελισμό, τονίζοντας έτσι την αντίθεση δύο Παρθένων, της Εύας και της Μαρίας. Τα δύο αυτά πρόσωπα συμβολίζουν δύο δυνατούς τρόπους χρήσης της ανθρώπινης ελευθερίας: στην πρώτη περίπτωση έχουμε παράδοση στην πρόταση του σατανά με την υπόσχεση μιας ψεύτικης θέωσης, στη δεύτερη ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού.

Παναγία η Επίσκεψις, του 13ου αιώνα

Παρόλο που αυτός ο παραλληλισμός ξεπεράστηκε μετά τη Σύνοδο της Εφέσου με την τιμή, που αποδόθηκε στη Μαρία, ως Μητέρα του Θεού, και την υιοθέτηση του όρου «Θεοτόκος», η σύλληψη της νέας Εύας, η οποία εκ μέρους της πεσμένης ανθρωπότητας δέχθηκε το θέλημα του Θεού, συναντάται σ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος (434 446) συχνά χρησιμοποιούσε αυτή την ιδέα στις ομιλίες του. Η Παρθένος Μαρία θεωρείται το τέρμα της ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης, που άρχισε με τα παιδιά της Εύας: «Ανάμεσα από τους απογόνους του Αδάμ ο Θεός διάλεξε το θαυμαστό Σηθ», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, «και έτσι η εκλογή αυτής, που θα γινόταν Μητέρα του Θεού, την οποία ο Θεός γνώριζε μέσα στη θεία παντογνωσία Του, έχει τις καταβολές της στα ίδια τα παιδιά του Αδάμ, και διαδοχικά μέσα από τις επερχόμενες γενεές φτάνει μέχρι και την εποχή του προφητάνακτα Δαβίδ… Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, για να γίνει η εκλογή αυτή, ο Ιωακείμ και η Άννα από τον οίκο και την πατριά του Δαβίδ, εκλέχτηκαν από το Θεό… Είναι σ’ αυτούς, που ο Θεός υποσχέθηκε και έδωσε την κόρη, που θα γινόταν Μητέρα του Θεού.»

Η εκλογή της Παρθένου Μαρίας λοιπόν είναι το κεντρικό σημείο της πορείας του Ισραήλ για συμφιλίωση με το Θεό, όμως η τελική απάντηση του Θεού σ’ αυτή την πορεία και η απαρχή της νέας ζωής έρχεται με την ενσάρκωση του Λόγου. «Η σωτηρία χρειαζόταν μια νέα ρίζα», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στην ίδια ομιλία, «γιατί κανείς, έκτος από το Θεό, δεν είναι αναμάρτητος· κάνεις δεν μπορεί να δώσει ζωή· κανείς δεν μπορεί να δώσει άφεσιν αμαρτιών». Αυτή η «νέα ριζά» είναι ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος· η Παναγία είναι ο «ναός» Του.

Τα βυζαντινά πεζά και υμνολογικά κείμενα συχνά υμνούν την Παναγία, ως «ητοιμασμένη», «κεκαθαρμένη» και «ηγιασμένη». Όμως αυτά τα κείμενα πρέπει να κατανοηθούν σε συνάφεια με το δόγμα για το προπατορικό αμάρτημα, που επεκράτησε στην Ανατολή: ότι δηλ. αυτό, που κληρονομήσαμε από τον Αδάμ, δεν είναι η αμαρτία, αλλά η θνησιμότητα. Στους Βυζαντινούς θεολόγους ποτέ δεν δημιουργήθηκε η παραμικρή αμφιβολία ότι η Παναγία ήταν πράγματι μια θνητή ύπαρξη.

Η προκατάληψη των Δυτικών θεολόγων και η προσπάθειά τους να ανεύρουν στο Βυζάντιο αρχαίες πηγές για το δόγμα της Άσπιλης Σύλληψης της Παναγίας συχνά τους οδήγησε να χρησιμοποιήσουν αυτά τα αποσπάσματα έξω από το πραγματικό τους περιεχόμενο. Και πράγματι, ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων (+638) υμνεί την Παναγία ως εξής: «Πολλοί άγιοι εμφανίστηκαν πριν από σένα, όμως κανένας δεν είχε τόση χάρη όσο εσύ. Κανένας δεν εξαγνίστηκε εκ των προτέρων, όπως συνέβη μ’ εσένα.» Ο Ανδρέας Κρήτης (+740) γίνεται ακόμη πιο συγκεκριμένος, μιλώντας στη γιορτή των Γενεθλίων της Θεοτόκου: «Όταν η Μητέρα αυτού, που είναι η ίδια η ωραιότης, γεννήθηκε, η (ανθρώπινη) φύση ανάκτησε στο πρόσωπό της την αρχέγονη ωραιότητα και διαμορφώθηκε σύμφωνα με ένα τέλειο πρότυπο, αληθινά αντάξιο του Θεού… Με άλλα λόγια η μεταμόρφωση της φύσης μας αρχίζει σήμερα…»

Αυτό το θέμα, που εμφανίζεται στους λειτουργικούς ύμνους της εορτής της 8ης Σεπτεμβρίου, αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο από το Νικόλαο Καβάσιλα το 14ο αιώνα: «Αύτη είναι γη, γιατί κατάγεται από τη γη· όμως είναι καινή γη, γιατί δεν προέρχεται με κανένα τρόπο από τους προγόνους της και δεν κληρονόμησε το παλαιό προζύμι. Αυτή είναι…η νέα ζύμη και έγινε η αρχή ενός καινούργιου γένους.»

Τα αποσπάσματα από τους Πατέρες μπορούν να πολλαπλασιαστούν, και μας δίνουν ξεκάθαρες ενδείξεις ότι η ευσέβεια των Βυζαντινών προς την Παναγία θα μπορούσε ίσως να τους οδηγήσει στην αποδοχή του δόγματος της Ασπίλου Συλλήψεως της Παναγίας, όπως αυτό ορίστηκε το 1854, αυτό όμως θα συνέβαινε μόνο στην περίπτωση, που θα δεχόντουσαν και το δυτικό δόγμα περί του Προπατορικού Αμαρτήματος. Βέβαια πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου —ειδικότερα σε σχέση με τις ποιητικές, συναισθηματικές και ρητορικές εξάρσεις που είναι χαρακτηριστικές στη βυζαντινή λειτουργική Θεοτοκολογία— ότι τέτοιες συλλήψεις, όπως «αγνότητα» και «αγιότητα», εύκολα συναντώνται ακόμη και στη δομή της προχριστιανικής ανθρωπότητας, η οποία εθεωρείτο θνητή, όχι όμως αναγκαστικά και «ένοχη». Στην περίπτωση της Παναγίας, η απάντησή της στο μήνυμα του Αρχαγγέλου και η θέση της, ως «νέας Εύας», της έδωσε μια ειδική σχέση με το «νέο γένος», που αυτή γέννησε. Και πάλι όμως κανείς ποτέ δεν συνάντησε σε Βυζαντινό συγγραφέα την παραμικρή αναφορά ότι αυτή δέχθηκε ειδικό χάρισμα αθανασίας. Μόνο μια τέτοια αναφορά θα σήμαινε καθαρά ότι η ανθρώπινή της φύση δεν μοιράζεται την κοινή μοίρα των απογόνων του Αδάμ.

Παναγία Γαλακτοτροφούσα, 16ος αιώνας

Ο μόνος Βυζαντινός συγγραφέας, που οριστικά κατενόησε και απεδέχθη, τόσο τη δυτική σύλληψη περί του προπατορικού αμαρτήματος, όσο και το δόγμα περί της Ασπίλου Συλλήψεως, είναι ο Γεννάδιος Σχολάριος (+1472): «Η χάρη του Θεού την απάλλαξε εντελώς», γράφει ο Γεννάδιος, «όπως εάν είχε συλληφθεί παρθενικώς… έτσι, επειδή ήταν εντελώς ελεύθερη από την προγονική ενοχή και τιμωρία -προνόμιο, που δέχθηκε μόνη αυτή ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος- η ψυχή της είναι εντελώς άπρόσιτη στα νέφη των (ακαθάρτων) σκέψεων, και έγινε ψυχή τε και σώματι ένα θείο θυσιαστήριο.» Η ενδιαφέρουσα αυτή αναφορά στο στόμα ενός πεπεισμένου θωμιστή, που στο σημείο αυτό εγκαταλείπει την αρνητική διάθεση του ιδίου του Θωμά Ακινάτη, αντανακλά τη χαρακτηριστικά δυτική κατανόηση της «ενοχής» και προτυπώνει τις αργότερα παρόμοιες εκφράσεις άλλων ορθοδόξων θεολόγων, που θα αρχίσουν να σκέφτονται με τις κατηγορίες του δυτικού σχολαστικισμού.

Για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε μια πλήρως ισορροπημένη εικόνα της βυζαντινής Θεοτοκολογίας, είναι ανάγκη να κρατήσουμε στο μυαλό μας την ουσιωδώς χριστολογική δομή της τιμής της Θεοτόκου στο Βυζάντιο. Η απουσία όμως κάποιου τυποποιημένου δόγματος, σχετικά με την Παναγία συγκεκριμένα, έδιδε ελευθερία στους υμνογράφους και τους ομιλητές, όπως επίσης έκανε επιφυλακτικούς τους αυστηρούς ερμηνευτές. Αυτοί είχαν πάντοτε σε εκατοντάδες αντίγραφα τα έργα του μεγαλύτερου από τις πατερικές αυθεντίες του Βυζαντίου, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος θεώρησε δυνατό να αποδώσει στην Παναγία όχι μόνο το «προπατορικό αμάρτημα», αλλά επίσης και «φιλοδοξία», ακόμη και τη δημιουργία «ταραχής» και «προβλήματος».

Κανένας βεβαία δεν θα τολμούσε να κατηγορήσει τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο για ασέβεια. Έτσι η Εκκλησία του Βυζαντίου, σοφά διατηρώντας μια κλίμακα θεολογικών αξιών, που πάντοτε έδινε προτεραιότητα στις βασικές θεμελιώδεις αλήθειες του Ευαγγελίου, δεν χρειάστηκε να επιβάλει τη δημιουργία κάποιας δογματικής διατύπωσης αναφορικά με το πρόσωπο της Παναγίας, εκτός από το ότι αυτή ήταν πραγματικά η Θεοτόκος, η Μητέρα του Θεού.

Χωρίς αμφιβολία αυτός ο καταπληκτικός τίτλος, που φάνηκε αναγκαίος με τη λογική της Κυριλλείου χριστολογίας, δικαίωσε την πρώιμη λειτουργική προσφώνηση της Παναγίας, ως «τιμιωτέρας των Χερουβείμ και ενδοξοτέρας ασυγκρίτως των Σεραφείμ».

Ποιός ανώτερος τίτλος τιμής θα μπορούσε να αποδοθεί σε μια ανθρώπινη ύπαρξη; Ποιά πιο σίγουρη βάση θα μπορούσε να βρεθεί για μια χριστιανική θεοκεντρική ανθρωπολογία;

Μετάφραση: Νίκος Χριστοδούλου Θεολόγος, Ερευνητής

(Πηγή: Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία», εκδ. Παγκυπρίου συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως “Οι φίλοι του Αγ. Όρους”)