Η Παρθένος Μαρία Μητέρα της καινής κτίσεως


16.08.2011

Δημιουργός της καινής κτίσεως είναι ο Χριστός. Η Παναγία, ως μητέρα του Χριστού, είναι και μητέρα της καινής κτίσεως. Από αυτήν γεννιέται ο καινούργιος άνθρωπος, ο νέος Αδάμ. Και στο πρόσωπό της μυσταγωγείται η ανακαίνιση της κτίσεως: «Επί σοι γαρ και φύσις καινοτομείται και χρόνος». Η φύση που υποτάχθηκε στη φθορά κερδίζει την ελευθερία. Και ο χρόνος που έγινε μετρητής αλλοτριώσεως και καταστροφής μεταμορφώνεται σε παράγοντα σωτηρίας και τελειώσεως. Έτσι οικοδομείται η καινή κτίση, που κυοφορείται στον παρόντα αιώνα, για να ολοκληρωθεί και να φανερωθεί στον μέλλοντα.

Η καινή κτίση δεν παρουσιάζεται μόνο ως δωρεά της χάριτος του Θεού, αλλά και ως καρπός της συνεργασίας του ανθρώπου. Χωρίς τη χάρη του Θεού η ανακαίνιση του κόσμου είναι αδύνατη. Αλλά και χωρίς τη συνεργασία του ανθρώπου η χάρη του Θεού παραμένει ατελέσφορη. Αυτό ισχύει και στα πλαίσια της προσωπικής βιογραφίας και στα πλαίσια της ευρύτερης ιστορίας του ανθρώπου.

Η συνεργασία του ανθρώπου δεν ενισχύει τη χάρη του Θεού. Δεν είναι ανίσχυρος ο Θεός, για να χρειάζεται την ανθρώπινη βοήθεια. Αλλά και δεν επιβάλλει ο Θεός το θέλημά του στον άνθρωπο, γιατί σέβεται την ελευθερία του. Η ανακαίνιση του κόσμου, ως αποκατάσταση της δημιουργίας που διέστρεψε η αμαρτία, χρειάζεται την ανθρώπινη συνεργασία. Έτσι ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος και παιδί του ουρανίου Πατέρα.

Η συνεργασία του ανθρώπου έγκειται ουσιαστικά στη συγκατάθεσή του. Είναι έργο παθητικό. Αλλά ταυτόχρονα είναι και έργο άκρως ενεργητικό. Απαιτεί την απόλυτη δραστηριοποίησή του για την απομάκρυνση των εμποδίων που δεν επιτρέπουν να φανερωθεί η χάρη του Θεού στην ύπαρξή του.

Τα εμπόδια αυτά δημιουργήθηκαν με την πτώση. Και η πτώση πραγματοποιήθηκε με την παρακοή του θελήματος του Θεού. Αυτή απέσπασε τον άνθρωπο από το Θεό και τον απογύμνωσε από τη θεία Χάρη.

Η παρακοή εμφανίζεται ως πράξη ελευθερίας. Στην πραγματικότητα όμως είναι καρπός δουλείας. Είναι το αποτέλεσμα της υποδουλώσεως του ανθρώπου στο θέλημα του διαβόλου. Η Εύα, που άκουσε τη συμβουλή του διαβόλου και συμμορφώθηκε με αυτήν, οδηγήθηκε μαζί με τον Αδάμ στη φθορά και το θάνατο. Μαζί τους ολόκληρη η κτίση υποτάχθηκε στη ματαιότητα. Η ελευθερία του ανθρώπου εκδηλώθηκε ως αυτεξούσια αποδοχή της συμβουλής του διαβόλου. Η παράβαση της εντολής του Θεού ήταν η συνέπεια της εκούσιας υποταγής στο διάβολο.

Ο άνθρωπος δεν είναι απολύτως ελεύθερος, εφόσον δεν είναι αίτιος της υπάρξεώς του. Η ελευθερία του είναι σχετική. Περιορίζεται στην αυτεξούσια επιλογή αναφοράς. Η φυσική αναφορά του ανθρώπου ως δημιουργήματος «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού είναι ο Θεός. Η αποδοχή της συμβουλής του διαβόλου μπορεί να θεωρηθεί απελευθέρωση από το Θεό, αλλά είναι μια παρά φύση αναφορά. Είναι δουλεία στην αμαρτία. Στην κατάσταση αυτή το κακό φαίνεται φυσικό και η αλλοτρίωση που οδηγεί στη φθορά και το θάνατο αντιμετωπίζεται ως φυσική απόληξη της ανθρώπινης ζωής.

Η Παναγία με την πλήρη αφοσίωσή της στο Θεό εγκαταλείπει το κακό και την αλλοτρίωση και επανέρχεται στην αρετή και την κατά φύση κατάσταση. Όπως παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ενώ μετά την πτώση κυριαρχούσε στο ανθρώπινο γένος η αμαρτία, και το κακό παρουσιαζόταν ως φυσικό στον άνθρωπο, η Παναγία αντιστάθηκε σε κάθε κακό και απέδωσε στο Θεό αμόλυντη την ωραιότητα που μας χάρισε.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα σχεδόν τα θαυμαστά γεγονότα της ιστορίας του εκλεκτού λαού του Θεού, που προετοιμάζουν την έλευση του Χριστού, θεωρούνται από την Εκκλησία ως προτυπώσεις της Παναγίας: Η φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτος, η διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης, ο πύρινος στύλος που οδηγούσε τον Ισραήλ στην έρημο, η ράβδος του Ααρών που βλάστησε κ.ά. Στα γεγονότα αυτά, όπως και στο πρόσωπο της Παναγίας, νικιέται η φυσική τάξη. Έτσι η Παναγία ενσαρκώνει την ελευθερία από τη δουλεία της φύσεως. Στο πρόσωπό της συνοψίζεται ολόκληρη η προηγούμενη ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου, και μυσταγωγείται η ένταξή της στην Εκκλησία και η καταξίωσή της στην αιωνιότητα. Η Παναγία, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι «και των προ αυτής αιτία, και των μετ’ αυτήν προστάτις, και των αιωνίων πρόξενος». Η παρουσία της χαροποιεί ολόκληρη την κτίση: «Επί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις».

Η Παναγία ήταν άνθρωπος, γεννήθηκε από ανθρώπους και μετείχε σε όλα, όσα χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο γένος. Δεν παρασύρθηκε όμως από την κακία που επικρατεί στη ζωή. Νίκησε την αμαρτία και έδωσε τέλος στην πονηρία. Η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε με την τέλεια ταπείνωση και την απόλυτη αγάπη, ενώ οι δύο μαζί ολοκληρώνουν την αληθινή παρθενία.

Η Παναγία δεν είναι απλώς Παρθένος. Είναι η Παρθένος. Η Αειπάρθενος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης βλέπει στο πρόσωπο κάθε παρθένου το τέλος της κυριαρχίας του θανάτου. Και πραγματικά ο θάνατος που κληροδοτείται από τον γενάρχη στους απογόνους του σταματά κάθε φορά στο σώμα του ή της παρθένου. Έτσι το παρθενικό σώμα γίνεται το τέλος της διαδοχής των θανάτων που άρχισαν από τον πρώτο άνθρωπο και έφθασαν ως αυτό. Ο Χριστός, ως Υιός της Παρθένου που δεν έχει φυσικό απόγονο, είναι η καινή κτίση.

Η παρθενία ως απλή βιολογική κατάσταση δεν έχει καμιά θεολογική ή σωτηριολογική σπουδαιότητα. Η παρθενία της Παναγίας δεν είναι απλή βιολογική, αλλά καθολική ψυχοσωματική κατάσταση. Είναι η κατάσταση της πλήρους και καθολικής αναφοράς στο Θεό. Είναι το ήθος της. Η Παρθένος δεν κατέχει τίποτα για τον εαυτό της. Δεν κατέχεται από τίποτα και από κανένα, αλλά προσφέρει τα πάντα και τον εαυτό της εξολοκλήρου στο Θεό: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Έτσι ολοκληρώνεται η παρθενία. Διαφορετικά δεν έχει καμιά ιδιαίτερη άξια. Άλλωστε και η Εύα που οδήγησε τον κόσμο στην πτώση ήταν παρθένος. Ως παρθένος συνέλαβε τη συμβουλή του διαβόλου και γέννησε την παρακοή και το θάνατο. Η Παναγία όμως με την απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή της στο Θεό γέννησε το Χριστό που έφερε στον κόσμο τη σωτηρία και την ανακαίνιση.

Η καινή κτίση, που εισάγεται στον κόσμο με την Παναγία, πραγματοποιείται με σύμπτωση αντιθέσεων. Ό,τι προηγουμένως γινόταν ως έκτακτη επέμβαση του Θεού στην ιστορία, δηλαδή ως θαύμα, παρουσιάζεται με την Παναγία ως καινή φύση και ιστορία. Η παρθενία συμβαδίζει με τη μητρότητα. Η διακοπή της διαδοχής των θανάτων συμπίπτει με την απαρχή της φανερώσεως της ζωής. «Η γαρ αυτή και παρθένος και μήτηρ, καινοτομούσα την φύσιν τη συνόδω των αντικειμένων, είπερ των αντικειμένων παρθενία και γέννησις».

Στη σύμπτωση αυτή των αντιθέσεων κορυφώνεται η ανθρώπινη συνεργασία στο έργο της σωτηρίας. Η παρθενία ως καθολική αυτοπροσφορά του ανθρώπου προς τον Θεό, ως τέλειος κατά κόσμο θάνατος, συνάπτεται με την πλήρη αυτοπροσφορά του Θεού προς τον άνθρωπο με την τέλεια ενανθρώπηση. Έτσι η Παναγία γίνεται η απαρχή της καινής κτίσεως και ο οδηγός της πνευματικής τελειώσεως. «Αύτη τε απαρχή αγία και της προς τον Θεόν φερούσης ηγεμών ανθρώποις». Αυτή δέχεται πρώτη το πλήρωμα της χάριτος του Θεού και το κάνει μεθεκτό στον καθένα κατά το μέτρο της καθαρότητός του. Θαυμάσια περιγραφή του προσώπου και της ζωής της Παναγίας ως προτύπου πνευματικής τελειώσεως παρουσίασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε ομιλία εις τα εισόδια της Θεοτόκου.

Η Παναγία τοποθετείται ψηλότερα από τις αγγελικές δυνάμεις. Είναι «τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφίμ». Το μεγαλείο που γνωρίζει η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο της Παναγίας υπερβάλλει το μεγαλείο ολόκληρης της κτίσεως. Έτσι κατανοείται και ο χαιρετισμός της που συναντούμε στο Θεοτοκάριο: «Χαίροις μετά Θεόν η Θεός τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα». Στο μεγαλείο αυτό της Παναγίας μετέχει και κάθε άνθρωπος που ζει κατά το πρότυπο της Παναγίας.

Το μεγαλείο του ανθρώπου θεμελιώνεται στην κατασκευή του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Το μεγαλείο όμως του ανθρώπου που αμαύρωσε το «κατ’ εικόνα» και έχασε το «καθ’ ομοίωσιν», κερδίζεται με τη συναίσθηση και αναγνώριση της αχρειότητάς του. Η αχρειότητα αυτή δεν έγκειται μόνο στην παράλειψη των οφειλών του προς τον Θεό. Υπάρχει και όταν ο άνθρωπος ανταποκριθεί εξολοκλήρου στο θείο θέλημα: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι έσμεν, ότι ο οφείλομεν ποιείν πεποιήκαμεν». Η Παναγία δεν τήρησε μόνο το Νόμο του Θεού, αλλά έκανε και το θέλημά του δικό της θέλημα. Άφησε τον εαυτό της στο Θεό, και έτσι δέχθηκε το λόγο του Θεού κι έγινε μητέρα του: «Ιδού η δούλη του Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Τα λόγια αυτά. σημειώνει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μετέτρεψαν τη γη σε ουρανό. Άδειασαν τον άδη από τους δεσμώτες. Έκαναν τους ανθρώπους κατοίκους του ουρανού. Συνένωσαν αγγέλους και ανθρώπους.

Όταν κάποια γυναίκα που άκουε το Χριστό μακάρισε την Παναγία που τον γέννησε και τον γαλούχησε, εκείνος είπε: «Μενούν γε μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν». Εκτός δηλαδή από την Παναγία, που γέννησε εφάπαξ τον Θεό Λόγο, κάθε άνθρωπος που ακούει το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζει στη ζωή του μετέχει στον μακαρισμό αυτό, γιατί παίρνει κατά κάποιον τρόπο τη θέση της Παναγίας. «Μήτηρ μου και αδελφοί μου αυτοί εισίν οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν». Όπως σημειώνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Λόγος του Θεού, που γεννήθηκε εφάπαξ κατά σάρκα, γεννιέται διαρκώς κατά πνεύμα από φιλανθρωπία σ’ αυτούς που θέλουν. Και γίνεται βρέφος σχηματίζοντας μέσα τους τον εαυτό του με τις αρετές. Και φανερώνεται τόσο, όσο γνωρίζει ότι είναι δεκτικός αυτός που τον δέχεται».

Η μητρότητα δεν είναι αφηρημένη ιδέα αλλά προσωπική σχέση. Είναι μια ιδιαίτερη σχέση, που συνδέει με μοναδικό τρόπο τη μητέρα με το παιδί και το παιδί με τη μητέρα. Ο Χριστός είναι αληθινός άνθρωπος, γιατί γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Και η Παρθένος Μαρία είναι αληθινή Θεοτόκος, γιατί γέννησε τον Θεάνθρωπο Χριστό. Στην προσωπική αυτή σχέση, που εξεικονίζει η Εκκλησία μας με τη Βρεφοκρατούσα, τη Γαλακτοτροφούσα, τη Γλυκοφιλούσα, θεμελιώνεται ολόκληρο το μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας και ανακαινίσεως του κόσμου, η καινή κτίση. Και η προσωπική αυτή σχέση φανερώνει το χαρακτήρα της κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό στην καινή κτίση.

Πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα στην εποχή μας, τείνουμε στη γενίκευση και τη μαζοποίηση. Βλέπουμε τον κόσμο απρόσωπα και ασχολούμαστε με τον άνθρωπο αδιαφορώντας για τον πλησίον μας. Έτσι παραθεωρούμε το πρόσωπο και λησμονούμε την ελευθερία του. Ολόκληρος ο πολιτισμός μας, ο τεχνοκρατικός πολιτισμός, είναι μια αποθέωση της μαζοποιήσεως, και γι’ αυτό της ανελευθερίας. Οι προσωπικές σχέσεις γίνονται απρόσωπες και μηχανικές. Ακόμα περισσότερο, οι προσωπικές σχέσεις γίνονται χωρίς πρόσωπα ή με πρόσωπα μηχανές. Στενότεροι φίλοι των παιδιών της νέας γενιάς τείνουν να γίνουν τα κομπιούτερς. Σ’ αυτά επενδύουν τη ζωή τους, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τη μηχανοποίησή τους.

Η πνευματική γέννηση του Χριστού στην καρδιά του ανθρώπου δείχνει το είδος της σχέσεως που θέλει να έχει μαζί του. Μόνο όποιος δέχεται το Χριστό στην καρδιά του και τον μορφοποιεί ως μητέρα με τη ζωή του έχει αληθινή, δηλαδή ελεύθερη και προσωπική σχέση μαζί του. Την ύψιστη μορφή της σχέσεως αυτής έχει η Παναγία, η μητέρα του Χριστού και της καινής κτίσεως. Οποιαδήποτε άλλη σχέση με το Χριστό, που κινείται σε απρόσωπο ή ιδεαλιστικό επίπεδο, βρίσκεται έξω από τα όρια της καινής κτίσεως. Είναι σχέση νομική ή ιδεαλιστική, όχι όμως σχέση χριστιανική ή εκκλησιαστική.

Με την ελεύθερη υπακοή και αυτοεγκατάλειψη στο θέλημα του Θεού μετέχει ο άνθρωπος ως μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο στην καινή κτίση. Ζει ως μέλος της Εκκλησίας, που είναι το σώμα του Χριστού, του Υιού της Παρθένου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ξεχωρίζει από το σώμα του Χριστού κάποιο άλλο μυστικό σώμα, για να το χαρακτηρίσει ως Εκκλησία. Το σώμα του Χριστού είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Είναι το σώμα που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, που σταυρώθηκε, αναστήθηκε, κάθησε στα δεξιά του Πατρός. Είναι το σώμα που κοινωνούν οι πιστοί στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Αυτό το σώμα δημιουργεί την καινή κτίση. Αυτό είναι η χώρα των ζώντων, που φανέρωσε στον κόσμο η χώρα του αχωρήτου, η Παρθένος Μαρία, η μητέρα της καινής κτίσεως.

πηγή: Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου, «Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου»-Εις τιμἠν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθἐνου Μαρίας. Σελ. 271-277