Η Γένεση του μοναχισμού


25.10.2011

Το φαινόμενο του μοναχισμού

Ο μοναχισμός δεν αποτελεί μόνο χριστιανικό, άλλα και γενικότερο θρησκευτικό φαινόμενο. Πριν εμφανιστεί ο Χριστιανισμός στο προσκήνιο της ιστορίας, η μοναχική ζωή ήταν γνωστή μέσα στην περιοχή των ανατολικών θρησκειών. Αλλά και στο πλαίσιο του Ιουδαϊσμού υπήρχαν κατά την εποχή της εμφανίσεως του Χριστιανισμού οι θρησκευτικές κοινότητες των Εσσαίων στην Παλαιστίνη και των Θεραπευτών στην Αίγυπτο, οι οποίες εκτός από τον ασκητικό τους χαρακτήρα διαμόρφωσαν και κάποιο είδος μοναχικής ζωής. Ενώ όμως στις ανατολικές θρησκείες, όπου κυριαρχεί η τάση για φυγή από τον κόσμο, η άσκηση και ο μοναχισμός αποτελούν πρωτογενή θρησκευτικά φαινόμενα, στον Ιουδαϊσμό, όπως και σε οποιαδήποτε θρησκεία με μεσσιανικό ή προφητικό χαρακτήρα, η άσκηση και ο μοναχισμός παρουσιάζονται ως εκφραστικά μέσα της θρησκευτικής ζωής. Από την άλλη πλευρά η ασκητική ζωή, που αποτελεί την προϋπόθεση για τη φυγή από τον κόσμο και την ανάπτυξη του μοναχισμού, δεν ήταν άγνωστη στον ελληνιστικό κόσμο.

Χριστιανικός ασκητισμός.

Στην περιοχή του Χριστιανισμού ο ασκητισμός, πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε αργότερα ο μοναχισμός, δεν εμφανίστηκε ως παρείσακτο στοιχείο, αλλά ως ουσιώδης διάσταση της χριστιανικής πίστεως και ως βασική συνέπεια της μορφώσεως του καινού εν Χριστώ ανθρώπου. Η άποταγή των πάντων, που αποτελεί το θεμέλιο της ασκητικής και μοναχικής ζωής στον Χριστιανισμό, παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον Χριστό ως προϋπόθεση για όλους, όσοι θέλουν να τον ακολουθήσουν: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» . «Ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής». Ο Χριστιανός καλείται να ζει στον κόσμο ως «πάροικος και παρεπίδημος» με την προσδοκία της βασιλείας του Θεού. Επίσης η προτίμηση της παρθενίας ή της αγαμίας αντί του γάμου εν ονόματι της βασιλείας των ουρανών διαφαίνεται καθαρά στα βιβλία της Καινής δια¬θήκης. Πολλοί Χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, παρατηρεί ο απολογητής Ιουστίνος στις πρώτες δεκαετίες του δεύτερου αιώνα, διατηρούν την παρθενία τους σε ηλικία εξήντα και εβδομήντα ετών. Και ο απολογητής Αθηναγόρας λίγο αργότερα σημειώνει: «Εύροις δ’ αν πολλούς των παρ’ ημίν και άνδρας και γυναίκας καταγηράσκοντας αγάμους ελπίδι του μάλλον συνέσεσθαι Θεώ». Τέλος η προσευχή, η νηστεία, η υπακοή και η καλλιέργεια της αρετής αποτελούσαν ουσιώδη στοιχεία της χριστιανικής ζωής από την πρώτη εμφάνιση της.

Ακραίες τάσεις.

Ακραίες ασκητικές τάσεις παρουσίασαν κατά το δεύτερο ιδίως αιώνα οι Γνωστικοί με τη μεταφυσική τους δυαρχία και την πλήρη περιφρόνηση του κόσμου. Για τους Γνωστικούς ο κόσμος, όπως και καθετί που συνδέεται με αυτόν, δεν έχει θετική αξία. Ο Θεός των Εβραίων είναι για τους Γνωστικούς ο κατώτερος Θεός, που είναι και δημιουργός του κόσμου. Ο αγαθός Θεός δεν συνδέεται με τη δημιουργία του κόσμου. Γι’ αυτό και η ενανθρώπηση του αγαθού Θεού στο πρόσωπο του Ιησού θεωρείται ως φαινομενική. Οι Γνωστικοί, δηλαδή εκείνοι που διαθέτουν το σπινθήρα του αγαθού, λυτρώνονται από τα έργα του δημιουργού Θεού με την περιφρόνηση της δημιουργίας. Έτσι καλλιεργήθηκαν ακραίες ασκητικές τάσεις, που έφθαναν ως την απόλυτη απόρριψη του γάμου, ενώ ταυτόχρονα και πάνω στην ίδια βάση οικοδομήθηκε ένας άκρατος φιλελευθερισμός, που έφθανε ως την περιφρόνηση κάθε ηθικής αρχής (αντινομισμός). Κατά την ίδια περίοδο, και χωρίς τις αριστοκρατικές διακρίσεις των Γνωστικών, ο Μαρκίων σχημάτισε θρησκευτικές κοινότητες με οπαδούς από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Οι κοινότητες αυτές δεν είχαν μόνο έντονες ασκητικές τάσεις, αλλά και σχετικό μοναστικό χαρακτήρα. Τέλος ο Μοντανισμός, που διαδόθηκε και αυτός στα λαϊκότερα στρώματα της Φρυγίας και αργότερα της Βόρειας Αφρικής, εκτός από τον έντονο ασκητισμό του παρουσίασε και φανερή τάση φυγής από τον κόσμο. Όπως είναι γνωστό, ο Μοντανός ήθελε να συγκεντρώσει όλους τους οπαδούς του στην Πέπουζα της Φρυγίας.

Άσκηση και μοναχισμός.

Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων της ιστορίας της Εκκλησίας, παρά τήν έντονη παρουσία του ασκητισμού, δεν εμφανίστηκε οργανωμένος μοναχισμός. Ενώ πολλοί Χριστιανοί ζούσαν ως μοναχοί στον κόσμο, κι ενώ ο γενικότερος προσανατολισμός του αρχέγονου Χριστιανισμού είχε μέσα του όλες τις προϋποθέσεις που δημιούργησαν αργότερα το μοναχισμό, το φαινόμενο της τοπικής μακρύνσεως από τον κόσμο και της διαβιώσεως στην έρημο άρχισε μετά τα μέσα του 3ου αιώνα και θεσμοποιήθηκε τον 4ο αιώνα. Με τον τρόπο αυτόν η άσκηση, που αποτελούσε εξαρχής χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστιανικής ζωής, βρήκε την εξειδικευμένη θεσμική έκφρασή της στο μοναχισμό.

Το ερώτημα.

Στο σημείο όμως αυτό δημιουργείται το ερώτημα: Γιατί ο μοναχισμός παρουσιάστηκε με την καθυστέρηση αυτή στην ιστορία της Εκκλησίας; Ποιοί παράγοντες συνέβαλαν, ώστε η άσκηση, που υπήρχε εξ αρχής στη χριστιανική ζωή, να πάρει την εξειδικευμένη μορφή της μοναχικής ζωής κατά την περίοδο αυτήν; Αυτονόητο βέβαια είναι ότι εδώ δεν εξετάζουμε το μοναχισμό από τη θεολογική του πλευρά ούτε επιχειρούμε να τον ερμηνεύσουμε από την οπτική γωνία της κλήσεως του Θεού ή ακόμα και της ανθρώπινης κλίσεως, αλλά προσπαθούμε να τον προσεγγίσουμε ως θεσμό της Εκκλησίας. Γι’ αυτό φροντίζουμε να ερμηνεύσουμε την εμφάνιση του μέσα στα όρια των κοινωνικών εξελίξεων και αλλαγών.

Τα κοινωνικά δεδομένα.

Οι βασικές λοιπόν αλλαγές που σημειώθηκαν κατά την περίοδο αυτή στην κοινωνική ζωή των Χριστιανών είναι: Η γενίκευση των διωγμών εναντίον των Χριστιανών από τα μέσα του 3ου αιώνα, η οριστική κατάπαυσή τους τον 4ο αιώνα, και η κρατική αναγνώριση του Χριστιανισμού, που συνδέεται με τη μαζική είσοδο των εθνικών στη χριστιανική Εκκλησία και την ισχυροποίηση του εκκλησιαστικού θεσμού. Τα γεγονότα αυτά, μαζί με τη γενικότερη κοινωνική και οικονομική κρίση της εποχής, δεν φαίνονται να είναι άσχετα με την εμφάνιση του μοναχισμού. Για τον λόγο αυτόν απαιτείται να προχωρήσουμε στη διερεύνηση των σχέσεων που μπορεί να έχει το καθένα από αυτά με την εμφάνιση του μοναχισμού.

Πρώτη υπόθεση.

Η πρώτη υπόθεση για την ερμηνεία του φαινομένου αυτού μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Η γενίκευση των διωγμών εναντίον των Χριστιανών από τα μέσα του 3ου αιώνα συνέβαλε στην απομάκρυνση πιστών από τις κατοικημένες περιοχές και την εγκατάστασή τους σε ερημικούς τόπους, όπου δεν μπορούσε να φτάσει ο κρατικός έλεγχος.

Από ιστορικές πληροφορίες γνωρίζουμε ότι πολλοί Χριστιανοί αναγκάστηκαν, είτε ομαδικά είτε ατομικά, να εγκαταλείψουν τον τόπο της διαμονής τους και να καταφύγουν σε ερημικές περιοχές, για να διαφύγουν τη σύλληψη. Ιδιαίτερα μάλιστα ο ιστορικός Σωζόμενος αναφέρει ότι κατά την εποχή του αρκετοί θεωρούσαν τους διωγμούς ως αιτία για την εμφάνιση του μοναχισμού: «Άλλοι δε φασιν αιτίαν ταύτη παρασχείν τους κατά καιρόν τη θρησκεία συμβάντας διωγμούς.

Έπεί γάρ φεύγοντες εν ορεσι και ερημίαις και νάπαις τας διατριβάς εποιοϋντο, εθάδες του βίου τούτου εγένοντο».

Με την υπόθεση όμως αυτή δεν ερμηνεύεται το όλο φαινόμενο του μοναχισμού. Οι διωγμοί θα μπορούσαν πραγματικά να προκαλέσουν τάση φυγής των Χριστιανών προς την έρημο και με τον τρόπο αυτό να συμβάλουν στην εμφάνιση μοναχικής ζωής, δεν θα ήταν όμως σε θέση να οδηγήσουν στη διατήρηση και τη θεσμοποίησή της. Μετά την κατάπαυση των διωγμών έπρεπε και η τάση της φυγής προς την έρημο να εκλείψει, ή τουλάχιστο να υποχωρήσει σημαντικά. Στην πραγματικότητα όμως σημειώθηκε το αντίθετο. Η τάση της φυγής όχι μόνο δεν υποχώρησε μετά την κατάπαυση των διωγμών, αλλά και παρουσίασε τότε μεγαλύτερη ακμή.

Η δεύτερη υπόθεση.

Η δεύτερη υπόθεση είναι η εξής: Η κατάπαυση των διωγμών και η αναγνώριση του Χριστιανισμού ως ελεύθερης θρησκείας συνέβαλαν στην εκκοσμίκευση της ζωής των Χριστιανών και προκάλεσαν την αντίδραση πολλών πιστών, που εκδηλώθηκε με την αθρόα φυγή τους στην έρημο και την ανάπτυξη της μοναχικής ζωής.

Είναι γνωστό ότι από τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα όχι μόνο δεν παρουσιάζονταν εξωτερικά εμπόδια, αλλά και υπήρχαν λόγοι σκοπιμότητας και συμφέροντος για την προσέλευση στον Χριστιανισμό. Και πραγματικά πολλοί προσέρχονταν στην Εκκλησία, για να επιτύχουν κοινωνικά ή οικονομικά οφέλη. Το φαινόμενο αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απότομη αύξηση του αριθμού των Χριστιανών και την εκ-κοσμίκευση της ζωής τους. Έτσι όμως μειώθηκε η συνεκτική δύναμη των χριστιανικών κοινοτήτων και άρχισε να δημιουργείται μια ανομική κατάσταση. Και όπως στην κοινωνική ζωή η ανομική κατάσταση τροφοδοτεί τη φυγή από την κοινωνία, που εκδηλώνεται με τη μορφή της ανομικής αυτοκτονίας, έτσι και στη θρησκευτική ζωή η ανομική κατάσταση τροφοδότησε τη φυγή από τον κόσμο, που εκδηλώθηκε με την προσέλευση στο μοναχισμό. Η φυγή από τον κόσμο, που αποτελεί ένα είδος αυτοκτονίας στο επίπεδο της οριζόντιας κοινωνικότητας, πραγματοποιείται ως ανάσταση στην προοπτική της κατακόρυφης κοινωνικότητας, δηλαδή της κοινωνίας με τον Θεό, όπου αποκαθίσταται σε ένα νέο επίπεδο και η κοινωνία με τους συνανθρώπους. Ο μοναχός δεν εγκαταλείπει τους συνανθρώπους του από αντίδραση προς αυτούς, αλλά από αδυναμία να ζήσει τη θρησκευτική ζωή που θέλει κοντά τους. Έτσι ο μοναχισμός εμφανίζεται ως ένα είδος «αντικοινωνίας», η οποία, χωρίς να έχει την έννοια της αντιθέσεως προς την κοσμική κοινωνία, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια συνεπέστερη χριστιανική ζωή, που έχει ορίζοντα την παγκοσμιότητα.

Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η παρατήρηση του Μ. Βασιλείου για τη σπουδαιότητα της μοναχικής ζωής: «Συντελεί δε προς το αμετεώριστον τη ψυχή και το ιδιάζειν κατά την οίκησιν… Και προς πάσι τοις άλλοις, πολλοίς ούσιν, εις το πλήθος των παρανομούντων αποβλέπουσα ψυχή, πρώτον μεν ουκ άγει καιρόν επαισθάνεσθαι των ιδίων αμαρτημάτων και συντρίψαι εαυτήν διά της μετανοίας επί τοις πλημμελήμασιν εν δε τη συγκρίσει των χειρόνων και κατορθώματος τίνα φαντασίαν προσκτάται· είτα υπό των θορύβων και των ασχολιών, ας ο κοινός βίος πέφυκεν εμποιείν, της αξιολογωτέρας μνήμης του Θεού αποσπώμενη, ου μόνον το εναγαλλιάσθαι και ενευφραίνεσθαι τω Θεώ ζημιούται, και το κατατρυφάν του Κυρίου και το καταγλυκαίνεσθαι τοις ρήμασιν αυτού… αλλά και εις καταφρόνησιν ή και λήθην των κριμάτων αυτού παντελή συνεθίζεται, ου μείζον κακόν ουδέν αν ουδέ ολεθριώτερον πάθοι».

Τρίτη υπόθεση.

Μια τρίτη υπόθεση για την ερμηνεία της αναπτύξεως του χριστιανικού μοναχισμού είναι εκείνη, που συνδέει το φαινόμενο αυτό με την οικονομική και την κοινωνική κρίση της εποχής. Υποστηρίχθηκε μάλιστα ότι η γένεση του μοναρχισμού μπορεί κατά ένα μεγάλο μέρος να θεωρηθεί ως κάποιο ιδιαίτερο κεφάλαιο της ιστορίας του κοινωνικού προβλήματος, και ότι προέκυψε από τη σύμπτωση της ασκητικής διαθέσεως των Χριστιανών με την κοινωνική εξαθλίωση της εποχής .

Η σχέση της οικονομικής με τη θρησκευτική ζωή του ανθρώπου είναι γενικότερα γνωστή. Η φτώχεια, η αύξηση των φόρων, η νομισματική κρίση, η διοικητική διαφθορά και η γενικότερη κοινωνική ακαταστασία, που σημειώθηκαν κατά την εποχή του Διοκλητιανοΰ, ήταν φυσικό να ευνοήσουν τη φυγή στην έρημο και την ανάπτυξη του μοναχισμού. Φεύγοντας οι Χριστιανοί στην έρημο δεν εύρισκαν μόνο καλύτερους όρους για την καλλιέργεια της ασκητικής ζωής, αλλά και απαλλαγή από τις έντονες οικονομικές και κοινωνικές καταπιέσεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και ο μοναχισμός εξαπλώθηκε περισσότερο στην περιοχή της Αιγύπτου, και ιδιαίτερα της Θηβαΐδας, που ως καθαρά αγροτική περιοχή ήταν περισσότερο ευαίσθητη στην οικονομική και κοινωνική κρίση.

Η σύνδεση της φυγής στην έρημο με οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους ενισχύεται και από την ίδια τη μοναστική παράδοση. Έτσι π.χ. στα Αποφθέγματα Πατέρων υπάρχουν αφηγήσεις για τον αββά Ολύμπιο και για κάποιον άλλο μοναχό που έζησε μαζί με τον αββά Παφνούτιο, όπου συνδέονται αντίστοιχα η προσέλευση και η επιστροφή στη μοναχική ζωή με κοινωνικοοικονομικούς λόγους. Η σπουδαιότητα όμως των λόγων αυτών δεν πρέπει να υπερβάλλεται. Παρόμοιοι λόγοι υπήρχαν στη ζωή των Χριστιανών και προηγουμένως, χωρίς να συντελέσουν στη φυγή τους από τον κόσμο. Αλλά και από τη μεταγενέστερη ιστορία του Χριστιανισμού μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί ότι ούτε η ακμή του μοναχισμού συνέπιπτε πάντοτε με περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσεως ούτε όσοι κατέφευγαν στο μοναχισμό προέρχονταν πάντοτε από τα φτωχότερα ή τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.

Τέταρτη υπόθεση.

Η τέταρτη τέλος υπόθεση μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Η ισχυροποίηση της θεσμικής μορφής της Εκκλησίας περιόρισε τις χαρισματικές διαστάσεις της και προκάλεσε την ανάγκη να δημιουργηθούν νέες δυνατότητες για την καλλιέργεια της χαρισματικής ζωής. Την ανάγκη αυτή κάλυψε και η εμφάνιση του μοναχισμού.

Μαζί με την ανάπτυξη του εκκλησιαστικού θεσμού εμφανίζονταν, όπως γνωρίζουμε, και διάφορες χριστιανικές ομάδες, που έρχονταν σε αντίθεση με την Εκκλησία, επικαλούμενες μια γνησιότερη θρησκευτική ζωή με χαρισματικό χαρακτήρα (π.χ. Μοντανιστές, Νοβατιανοί, Δονατιστές). Παράλληλα όμως και μέσα στην ίδια την Εκκλησία πολλοί πιστοί, χωρίς καθόλου να αμφισβητούν τους θεσμούς της, επιδίωκαν μια πληρέστερη βίωση του χαρισματικού περιεχομένου της χριστιανικής πίστεως. Η τάση αυτή είχε γίνει πιο έκδηλη από τον 3ο αιώνα, οπότε και ενισχύθηκε περισσότερο ο εκκλησιαστικός θεσμός. Έτσι βρέθηκε ένας νέος ζωτικός χώρος για τη ζωή των πιστών, η έρημος. Η φυγή στην έρημο δεν πραγματοποιήθηκε ως φυγή από την Εκκλησία, αλλά ως φυγή από τον κόσμο. Ο μοναχός φεύγει στην έρημο, για να αφιερωθεί εντονότερα στη νέα ζωή που του προσφέρει η Εκκλησία. Θα μπορούσε βέβαια η φυγή αυτή να θεωρηθεί ως κάποια μορφή διαμαρτυρίας απέναντι στη ζωή των κοσμικών Χριστιανών. Η θεώρηση όμως αυτή δεν φαίνεται και γενικότερα σωστή. Οι μοναχοί και οι κοσμικοί Χριστιανοί δεν παρουσιάστηκαν ούτε αναπτύχθηκαν ως αντίθετες τάξεις. Σε ολόκληρη την περίοδο του μεσαίωνα, αλλά και ως τους νεώτερους χρόνους, όχι μόνο υπήρχε στενός σύνδεσμος ανάμεσα στις μοναχικές και τις κοσμικές χριστιανικές κοινότητες, αλλά και γενικότερα ο μοναχισμός αποτελούσε το ιδεώδες για την κοινωνική ζωή των πιστών στον κόσμο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον ανατολικό χριστιανικό κόσμο του μεσαίωνα, όπου η κοινωνική ζωή των πιστών είχε φανερή τη σφραγίδα του μοναχικού ιδεώδους.

Κατά τον Ε. Τroeltsch με την ανάπτυξη της Εκκλησίας δημιουργήθηκε οξύ χάσμα ανάμεσα σ’ αυτήν και τον κόσμο, ο οποίος πλέον έπρεπε ή να απορριφθεί ή να γίνει δεκτός στο σύνολό του. Ο μοναχισμός λοιπόν πραγματοποίησε το πρώτο, ενώ οι ευρύτερες λαϊκές μάζες των Χριστιανών το δεύτε¬ρο. Η ερμηνεία όμως αυτή, που προϋποθέτει επίσης την αντιθετική διάκριση ανάμεσα στους μοναχούς και τους κοσμικούς Χριστιανούς, δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Ο μοναχισμός δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως διάσπαση, αλλά ως εντατικοποίηση της χριστιανικής ζωής. Και η εντατικοποίηση δεν περιέχει την έννοια της αντιθέσεως, αλλά της λειτουργικής διακονίας μέσα στο ενιαίο σύνολο.

Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ο χριστιανικός μοναχισμός ως θεσμοποίηση της ασκητικής ζωής των πιστών εμφανίζεται με τη συμβολή όλων αυτών των παραγόντων. Όλοι οι παράγοντες που αναφέρθηκαν, και όχι βέβαια κατά τον ίδιο βαθμό, δηλαδή στην αρχή η γενίκευση των διωγμών, που οδήγησε πολλούς Χριστιανούς σε ερημικές περιοχές, ή ακόμα και η γενικότερη κοινωνική και οικονομική κρίση, και στη συνέχεια η εκκοσμίκευση της ζωής των Χριστιανών στον κόσμο, που μείωσε τη συνεκτική δύναμη των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, όπως και η ισχυροποίηση της θεσμικής μορφής της Εκκλησίας, που προκάλεσε την αναζήτηση ενός νέου χώρου για την καλλιέργεια της χαρισματικής ζωής, συνέβαλαν στη γένεση και διαμόρφωση του χριστιανικού μοναχισμού.

πηγή: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, «Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού», εκδ. Π. Πουρναρά-Θεσ/νίκη, σ. 101-110