Μνημόσυνα: πρακτική της αρχαίας εκκλησίας ή μεταγενέστερη διδασκαλία;


31.10.2012

Σε αυτό το άρθρο, θα θέλαμε να παρουσιάσουμε κάποια στοιχεία σχετικά με τα μνημόσυνα και αν αυτά υπήρχαν στην πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας. Πριν προχωρήσουμε στο θέμα μας, καλό είναι να δούμε ποια έννοια έχουν τα μνημόσυνα στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου, και τούτο προς αποφυγή παρεξηγήσεων.

 

Μνημόσυνο είναι, η τέλεση θείας Λειτουργίας κατά την ημέρα του θανάτου του μάρτυρα προς τιμή του, η σύναξη της Εκκλησίας προς τιμή του την επέτειο του μαρτυρίου του, η προσευχή της Εκκλησίας υπέρ των κεκοιμημένων και η μνημόνευση του ονόματος του Μάρτυρα στη θεία Λειτουργία. Αναπέμπονται δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων και σύσσωμη η Εκκλησία εορτάζει και δέεται στον Κύριο όπως αναπαύσει την ψυχή του μάρτυρα.

Κατά τα λόγια του απ.Παύλου, «Εάν τε λοιπόν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκομεν, του Κυρίου είμεθα» (Ρωμ. ιδ΄ 8). Υπάρχει λοιπόν η εκκλησία στην γη (η στρατευόμενη), υπάρχει όμως και η εκκλησία στον ουρανό (η θριαμβεύουσα), στην οποία πηγαίνει κάθε άνθρωπος που κοιμάται εν Κυρίω. Η μνήμη των κεκοιμημένων (το μνημόσυνο) είναι μέλος της λειτουργικής δομής της εκκλησίας και αποτελεί κοινωνία ζώντων και τεθνεώτων στο ένα σώμα της σύναξης. Ο Ν. Ματσούκας αναφέρει στη Δογματική του· «η αγάπη του Θεού δεν υπόκειται σε κανένα νόμο, αν η ψυχή τον ζητάει και τον θέλει. Το έλεος Του είναι απροσμέτρητο. Αυτό το νόημα έχουν οι ευχές και τα μνημόσυνα» (Δογματική και Συμβολική θεολογία Γ’, σελ. 547). Τα μνημόσυνα τελούνται για τα πιστά παιδιά της Εκκλησίας. Ο Ανδρούτσος αναφέρει στην Δογματική του· «Το γενικόν όμως πόρισμα της περί τούτου διδασκαλίας των Πατέρων είναι ότι οι παντελώς κακοί και αδιόρθωτοι αποθνήσκοντες δεν δύνανται να καρπωθώσι τι εκ των υπέρ αυτών ελεημόνων έργων των επιζώντων ή των ευχών της Εκκλησίας». (Δογματική Ανδρούτσου, σελ. 428- 429). Σε άλλο σημείο αναφέρει χαρακτηριστικά· «…αι υπέρ των κεκοιμημένων δεήσεις παρίστανται ως απλαί δεήσεις του θείου ελέους επι τους εν πίστει κεκοιμημένους…». (σελ. 434).

Και τέλος, αναφέρει· «…ο ιερός Δαμασκηνός παρατηρών ότι ο Θεός «βούλεται ίνα υπ άλλων οι πάντες ευεργετώμεθα και ζώντες και μετά θάνατον», ο δε «υπέρ της του πλησίον σωτηρίας αγωνιζόμενος πρώτον εαυτόν ονίνησιν, είτα το πέλας». Ότι η εξήγησις αύτη των μνημοσύνων είναι η μόνη υγιής, αποδίδουσα το πνεύμα της αρχαίας εκκλησίας μνήμην των κεκοιμημένων ποιουμένης, εμβλέπει τις και εν τη γενική των μνημοσύνων χρήσει. Εν ω δήλα δε κατά θεωρίαν διδάσκεται Ορθοδόξως ότι τα μνημόσυνα ωφελούσι μόνον μετανοήσαντας ή μη βαρέως αμαρτήσαντας, ουδέ πρέπει να τελώνται υπέρ αμετανόητων, καθόσον όμως αγνοείται η ηθική κατάστασις των αποδημούντων, πρακτικώς τα μνημόσυνα τελούνται υπέρ πάντων…». (σελ. 436).

Ουδεμία σχέση έχουν οι επιμνημόσυνες δεήσεις με δήθεν περί αποκαταστάσεως των πάντων ή άλλων παρόμοιων διδασκαλιών. Ο Τρεμπέλας στη Δογματική του, αναφέρει την αντίληψη της Πατέρων και της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν το παραπάνω.  «Είναι λοιπόν σαφές, ότι αμφότεροι οι μνημονευθέντες Πατέρες [ενν. Κύριλλο Ιεροσολύμων και Χρυσόστομο] ποιούμενοι λόγον περί ονήσεως [δηλ. οφέλους] και βοηθείας τινός εκ μέρους των ζώντων προς τους τεθνεώτας παρεχομένης, δεν εννοούσι ταύτην ως απαλλαγήν μεν εκ των δεινών του Άδου, ως μεταβίβασιν δ’ αυτών από της κολάσεως εις τον Παράδεισον, αλλ’ ως ανακούφισιν και βοήθειαν μικράν, «βοηθείν όμως δυναμένην», ως ‘κούφην την κόλασιν». (Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Γ’, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 412).

Κλείνοντας τα περί της εννοίας των μνημοσύνων, παραθέτουμε από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ· «Οι Προτεστάντες γενικώς θεωρούν τις προσευχές της Εκκλησίας για τους νεκρούς κατά κάποιο τρόπο ασύμβατες με την ανάγκη να βρει ο άνθρωπος τη σωτηρία στην επίγεια ζωή του. «Εάν μπορούμε να σωθούμε μέσω της Εκκλησίας μετά το θάνατο, τότε γιατί να μπούμε στον κόπο να παλέψουμε ή να αποκτήσουμε πίστη σε αυτήν την ζωή? Ας φάμε, ας πιούμε, κι ας γλεντήσουμε…». Φυσικά, κανείς απ’ όσους εφάρμοσαν αυτήν την φιλοσοφία όσο ζούσαν δεν σώθηκε ποτέ χάρη στις προσευχές της Εκκλησίας μετά τον θάνατό του, και είναι προφανές ότι ένα τέτοιο επιχείρημα είναι απολύτως τεχνητό, ακόμα και υποκριτικό. Οι προσευχές της Εκκλησίας δεν μπορούν να σώσουν τον οιονδήποτε δεν επιθυμεί την σωτηρία του, ή αυτόν που ποτέ δεν αγωνίστηκε ο ίδιος να την κατακτήσει κατά την διάρκεια της ζωής του. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι προσευχές της Εκκλησίας ή του κάθε χριστιανού ξεχωριστά για κάποιο νεκρό δεν προκύπτουν παρά ως αποτέλεσμα του τρόπου ζωής του…». (Η Ψυχή μετά θάνατον, σελ. 296-297).

Οι ψυχές δεν βρίσκονται από τώρα στην τελική κατάστασή τους. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα της τελικής κρίσης. Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός γράφει· «Εμείς δεν ισχυριζόμαστε ούτε ότι οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως τον δικό τους κλήρο και εκείνη την μακαρία κατάσταση την οποία προετοίμασαν για τους εαυτούς τους από την παρούσα ζωή ούτε ότι οι αμαρτωλοί αμέσως μετά τον θάνατο οδηγούνται στην αιώνια κόλαση, στην οποία θα βασανίζονται αδιαλείπτως, αλλά ότι αυτά, και τα δύο, θα γίνουν υποχρεωτικά μετά την έσχατη ημέρα της Κρίσεως και την Ανάσταση όλων των ανθρώπων». (Η Ψυχή μετά θάνατον, Δεύτερη Απολογία προς Λατίνους, αγίου Μάρκου του Ευγενικού).

Αυτή η ώρα έρχεται μετά την ανάσταση λοιπόν. Στην Αποκάλυψη αναφέρεται· «Και είδον θρόνον λευκόν μέγαν και τον καθήμενον επ’ αυτού, από προσώπου του οποίου έφυγεν η γη και ο ουρανός, και δεν ευρέθη τόπος δι’ αυτά. Και είδον τους νεκρούς, μικρούς και μεγάλους, ισταμένους ενώπιον του Θεού, και τα βιβλία ηνοίχθησαν· και βιβλίον άλλο ηνοίχθη, το οποίον είναι της ζωής· και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών. Και έδωκεν η θάλασσα τους εν αυτή νεκρούς, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους εν αυτοίς νεκρούς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών. Και ο θάνατος και ο άδης ερρίφθησαν εις την λίμνην του πυρός· ούτος είναι ο δεύτερος θάνατος. Και όστις δεν ευρέθη γεγραμμένος εν τω βιβλίω της ζωής, ερρίφθη εις την λίμνην του πυρός». (Αποκάλυψη, κ 11-15).

Ο Ιησούς Χριστός, αφού θανατώθηκε κατά σάρκα, μετά «…εκήρυξε και προς τα πνεύματα τα εν τη φυλακή, τα οποία ηπείθησάν ποτέ, ότε η μακροθυμία του Θεού επρόσμενέ ποτέ αυτούς εν ταις ημέραις του Νώε…» (Α’ Πέτρ., γ’ 19-20). Μάλιστα ο απ Πέτρος αναφέρει και τον λόγο· «Επειδή διά τούτο εκηρύχθη το ευαγγέλιον και προς τους νεκρούς, διά να κριθώσι μεν κατά ανθρώπους εν σαρκί, να ζώσι δε κατά Θεόν εν πνεύματι» (Α’ Πέτρ., δ 6). Επειδή ο Χριστός «είναι έτοιμος να κρίνη ζώντας και νεκρούς» (Α’ Πέτρ., δ 5). Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για δυνατότητα άφεσης και συγχώρεσης μετά θάνατον· «Πάσα αμαρτία και βλασφημία θέλει συγχωρηθεί εις τους ανθρώπους. Η κατά του Πνεύματος όμως βλασφημία δεν θέλει συγχωρηθεί εις τους ανθρώπους. Και όστις είπει λόγον κατά του υιού του ανθρώπου, θέλει συγχωρηθεί εις αυτόν, όστις όμως είπει κατά του Πνεύματος του Αγίου, δεν θέλει συγχωρηθεί εις αυτόν ούτε εν τούτω τω αιώνι, ΟΎΤΕ ΕΝ ΤΩ ΜΈΛΛΟΝΤΙ» (Ματθ. ιβ’ 31-32). Ώστε, υπάρχει δυνατότητα συγχώρεσης ΚΑΙ στον μέλλοντα αιώνα. Διαφορετικά, θα ήταν περιττό να το πει. Παρατηρούμε ταύτιση του χωρίου αυτού με χωρίο του Χρυσοστόμου· «Χήραι περιεστώσαι και δακρύουσαι, ουχί τού παρόντος, αλλά και τού μέλλοντος δύνανται εξαρπάσαι θανάτου» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, ΚΑ Ομιλία εις τας Πράξεις τών Αποστόλων, P.G. 60, σελ.169). Και οι δύο λόγοι υπαινίσσονται ή υπονοούν άφεση  αμαρτημάτων και πέρα από τον τάφο, εκτός από το αμάρτημα της βλασφημίας του αγίου Πνεύματος. Την ίδια ερμηνεία δίνει και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός· «…από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, στο οποίο ο Σωτήρας λέει ότι «δεν θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες σε αυτόν που έχει βλασφημήσει το Άγιο Πνεύμα, ούτε σε αυτήν ούτε στην μέλλουσα ζωή», επειδή υφίσταται η άφεση και στη μέλλουσα ζωή». (Η Ψυχή μετά θάνατον, Ομιλία πρώτη αγίου Μάρκου του Ευγενικού-απολογία προς τους Λατίνους, σελ. 319).

Τα μνημόσυνα στην Παλαιά Διαθήκη

Τα μνημόσυνα, υπήρχαν στην πρακτική του λαού του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης. Βλέπουμε τον Δαβίδ και όσοι ήταν μαζί του να νηστεύουν για το νεκρό Σαούλ, τον Ιωνάθαν, αλλά και για όλο τον λαό που σκοτώθηκε στον πόλεμο.· «Τότε πιάσας ο Δαβίδ τα ιμάτια αυτού, διέσχισε αυτά και πάντες ομοίως οι άνδρες οι μετ’ αυτού. Και επένθησαν, και έκλαυσαν, και ενήστευσαν, δια τον Σαούλ, και δια τον Ιωνάθαν τον υιόν αυτού, και δια τον λαόν του Κυρίου, και δια τον οίκον του Ισραήλ, διότι έπεσον δια ρομφαίας». (Β’ Σαμουήλ, α 11-12). Εντάξει να πενθήσεις και να κλαύσεις, αλλά γιατί να νηστεύσεις κιόλας για τους νεκρούς; Ο λαός επί εποχής Νεεμία νήστευσε και πένθησε για τις ανομίες των ίδιων αλλά και των πατέρων τους. «Και εν τη εικοστή τετάρτη ημέρα τούτου του μηνός συνήχθησαν οι υιοί Ισραήλ με νηστείαν και με σάκκους και με χώμα εφ’ εαυτούς. Και εχωρίσθη το σπέρμα του Ισραήλ από πάντων των ξένων· και σταθέντες εξωμολογήθησαν τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας των πατέρων αυτών. Και σταθέντες εν τω τόπω αυτών, ανέγνωσαν εν τω βιβλίω του νόμου Κυρίου του Θεού αυτών, εν τέταρτον της ημέρας· και εν τέταρτον, εξωμολογούντο και προσεκύνουν Κύριον τον Θεόν αυτών». (Νεεμίας, θ’ 1-3). Σε ποιους άραγε αναφέρεται με την λέξη «πατέρας»;

Στο ίδιο κεφάλαιο του ιδίου βιβλίου, γίνεται φανερό με τα λόγια του Ιησού, του Καδμιήλ, και των λοιπών που μίλησαν επί του βήματος και έφεραν δημόσια προσευχή· «…είδες την θλίψιν των πατέρων ημών εν Αιγύπτω, και ήκουσας την κραυγήν αυτών επί την Ερυθράν θάλασσαν και έδειξας σημεία και τέρατα επί τον Φαραώ και επί πάντας τους δούλους αυτού και επί πάντα τον λαόν της γης αυτού…Εκείνοι δε και οι πατέρες ημών υπερηφανεύθησαν και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών και δεν υπήκουσαν εις τας εντολάς σου… Μάλιστα, ότε έκαμον εις εαυτούς χωνευτόν μόσχον και είπον, Ούτος είναι ο Θεός σου όστις σε ανήγαγεν εξ Αιγύπτου, και έπραξαν μεγάλους παροργισμούς… αφού ανεπαύθησαν, εστράφησαν εις το να πράττωσι πονηρά ενώπιόν σου· όθεν εγκατέλιπες αυτούς εις την χείρα των εχθρών αυτών, και εξουσίασαν αυτούς…». Είναι φανερό λοιπόν ότι λέγοντας «πατέρες», δεν εννοούν τους ζώντες πατέρες τους, αλλά αναφέρονται στις προηγούμενες γενεές. Στην γενεά που ελευθερώθηκε από την δουλεία του Φαραώ και μετέπειτα. Για αυτό και εστιάζει η δημόσια προσευχή στο ότι αμάρτησαν και δεν έμειναν πιστοί, εξ ου και όλα τα κακά.

Μια ακόμα ξεκάθαρη μαρτυρία είναι από το βιβλίο των Μακκαβαίων·  ο Ιούδας ο Μακκαβαίος προσέφερε θυσία υπέρ πεσόντων για εξιλασμό των αμαρτιών: «…συγκέντρωσε συνεισφορές από κάθε άντρα κι έστειλε στα Ιεροσόλυμα δύο χιλιάδες δραχμές ασήμι, για να χρηματοδοτήσει μια θυσία για την εξιλέωση της αμαρτίας. Αυτή τη θεάρεστη πράξη την έκανε επειδή πίστευε πως υπάρχει ανάσταση νεκρών. Γιατί αν δεν πίστευε ότι θ’ αναστηθούν αυτοί, που λίγο πριν είχαν σκοτωθεί, θα ήταν περιττό κι ανόητο να προσεύχεται γι’ αυτούς. Εξάλλου ο Ιούδας ήταν βέβαιος ότι όσοι πέθαιναν έχοντας πίστη στο θεό, θα είχαν εξαιρετική μεταχείριση· γι’ αυτό επρόκειτο για μια άγια και θεάρεστη σκέψη. Έτσι, έκαναν τη θυσία για την εξιλέωση των νεκρών, ώστε οι τελευταίοι ν’ απαλλαγούν από την αμαρτία που είχαν διαπράξει». (Β’ Μακκαβαίων, ιβ΄ 43).

Σε αυτό το σημείο είναι καλό να πούμε ότι το βιβλίο αυτό ανήκει στον κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής, όπως το παραλάβαμε από την Εκκλησία. Συγκεκριμένα, ο ΠΕ΄ Αποστολικός Κανόνας το κατατάσσει στα άγια και σεβάσμια βιβλία της Αγίας Γραφής. Δεν έχουμε επομένως κανέναν λόγο να απορρίψουμε το συγκεκριμένο βιβλίο. Απεναντίας, αξίζει να αναφέρουμε μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια· ο απ Παύλος στην Εβραίους ια΄ 35 γράφει· «Ελαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τούς νεκρούς αυτών. Άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν» (Εβρ. ια΄35). Δηλαδή· «Γυναίκες έλαβον πίσω ανεστημένους τούς νεκρούς τους. Άλλοι δε εβασανίσθησαν δεμένοι εις το τύμπανο και δεν εδέχθησαν να απαλλαγούν από τα βασανιστήρια, για να επιτύχουν ανωτέρα σωτηρία». Το μαρτύριο τού τυμπάνου, αναφέρεται μόνο στο βιβλίο των Μακκαβαίων (Β’ Μακκαβ. στ΄ 18, 28), εκεί που αναφέρονται και τα μνημόσυνα. Από εκεί άντλησε πληροφορίες ο απ Παύλος περί του τυμπανισμού. Αν ο απ. Παύλος δίδει κύρος σε αυτό, γιατί να μην έχουν κύρος και τα μνημόσυνα που αναφέρονται επίσης σε αυτό?

Αν αυτή η πρακτική ήταν λανθασμένη, θα τη στηλίτευε η Αγία Γραφή και ο Θεός θα τιμωρούσε παραδειγματικά όσους τέλεσαν τέτοιες αξιόποινες πράξεις, όπως έκανε σε άλλες περιπτώσεις.  Όμως, δεν υπάρχει κανένα σημείο στην Αγία Γραφή που ο Θεός να κατακρίνει αυτή την πρακτική. Το αντίθετο. «ει γαρ μη τούς προπεπτωκότας αναστήναι προσεδόκα, περισσόν αν ήν και ληρώδες υπέρ νεκρών προσεύχεσθαι» (Β’ Μακκαβ.  ιβ΄44)
«Διότι εάν δεν επίστευε, ότι οι φονευθέντες στρατιώτες εις την μάχη θα αναστηθούν, ήτο ανωφελές και ανόητο να προσεύχωνται υπέρ τών νεκρών»
«πάνυ καλώς και αστείως πράττων υπέρ αναστάσεως διαλογιζόμενος» (στίχ.43).
«Ωραία και ευγενική πράξη εμπνευσθείσα εκ τής πίστεως εις την ανάσταση»

Όχι μόνον επαινεί την συγκεκριμένη ενέργεια τού Ιούδα τού Μακκαβαίου, αλλά θέτει την ανάσταση ως προϋπόθεση των μνημοσύνων. Εάν δεν υφίστατο η πίστη εις την ανάσταση, ΑΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ, ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΤΟΤΕ ήτο ανώφελος η δέηση υπέρ των κεκοιμημένων.

Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, λέγει το ιερό κείμενο, «υπέρ αναστάσεως διαλογιζόμενος», «απέστειλεν εις Ιεροσόλυμα προσαγαγείν περί αμαρτίας θυσίαν» (στίχ. 43). Εδώ γεννάται ένα ερώτημα: Ας υποθέσουμε ότι ο Ιούδας επλανήθη και οι συν αυτώ, κι ετέλεσαν κάτι που δεν είναι πιστεύω τού Ιουδαϊσμού. Μα το κέντρο πίστεως τής Ιουδαϊκής θρησκείας, τα Ιεροσόλυμα δηλαδή εις τα οποία απέστειλε τον έρανο που έκανε για να τελέσουν την θυσία περί αμαρτίας τεθνεώτων ανθρώπων, επλανήθη και αυτό; Δεν ευρέθη ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ να σταματήσει μία πλανημένη ενέργεια που επεχείρησε ο Ιούδας και οι συν αυτώ; ΑΠΑΝΤΕΣ ΕΠΛΑΝΗΘΗΣΑΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ; 

Μνημόσυνα στην Καινή Διαθήκη

Στην Καινή Διαθήκη, βλέπουμε τον απ. Παύλο να προσεύχεται για τον κεκοιμημένο Ονησιφόρο: «Ας δώσει ο Κύριος να βρει έλεος από το Θεό εκείνη την ημέρα» (Β’ Τιμ. 1,18). Για το συγκεκριμένο εδάφιο, κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Ονησιφόρος δεν έχει πεθάνει. Όμως, στην συνάφεια της συγκεκριμένης επιστολής, η φράση «εκείνη τη ημέρα» που σημαίνει την Κρίση, συνδέεται με όποιον φεύγει από αυτόν τον κόσμο, διότι ο Παύλος λέει για τον εαυτό του: «έφτασε ο καιρός να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο … θα με ανταμείψει ο Κύριος εκείνη την ημέρα, ο δίκαιος κριτής» (Β’ Τιμ. 4,6-8). Δηλαδή, στη συνάφεια της ίδιας επιστολής, αυτός που περιμένει «εκείνη τη ημέρα» πρέπει πρώτα να “φύγει απ’ αυτό τον κόσμο». Δευτερευόντως, το γεγονός ότι ο Ονησιφόρος έχει πεθάνει, διαφαίνεται από τον διαχωρισμό του από την οικογένειά του: «Ο Κύριος ας δείξει το έλεός του στην οικογένεια του Ονησιφόρου» (Β’ Τιμ. 1,16)«Ας δώσει ο Κύριος να βρει έλεος [ο Ονησιφόρος] από το Θεό εκείνη την ημέρα» (Β’ Τιμ. 1,18)

Καταρχάς, θα μπορούσε να πει ο Παύλος, “ας δώσει έλεος ο Κύριος στον Ονησιφόρο και τον οίκο του”. Επίσης, διαφοροποιεί ο Παύλος τις ευχές και η μία μιλά για το παρόν και η άλλη για το μέλλον. Στο τέλος της επιστολής, ξανά, αναφέρει την οικογένεια μόνη: «Χαιρέτησέ μου την Πρίσκα και τον Ακύλα, και την οικογένεια του Ονησιφόρου» (Β’ Τιμ. 4,19).

Μνημόσυνα στην μεταποστολική εποχή

α) Ο Τερτυλλιανός (†220) μας πληροφορεί για τη χήρα χριστιανή που προσεύχεται για την ανάπαυση της ψυχής του νεκρού συζύγου της: «Εnim vero et pro anima ejus orat, et refrigerium interim adpostulat ei, et in prima resurrection consortium, et offert annuis diebus dormitionis eju». (De monogamia 10,PL 2,942C- περίπου το 210-211). Ο Τερτυλλιανός αναφέρεται ιδιαίτερα στο γεγονός της κατ’ έτος επετείου του θανάτου των κεκοιμημένων αδελφών, αλλά και της υπέρ αυτών τελέσεως της θείας Ευχαριστίας. (De corona 3, PL 2,79B-208 μ Χ) «Oblationes pro defunctis, pro nataliciis, annua die facimus». Ο ίδιος πάλι στο Μαρτύριο της Περπετούας, έργο μάλλον δικό του, αναφέρεται στην έντονη προσευχή της μάρτυρος για τη σωτηρία της ψυχής του αδελφού της Δεινοκράτη, ο οποίος είχε πεθάνει σε ηλικία 7 ετών αβάπτιστος. Τα αποτελέσματα αυτής της προσευχής ήταν λυτρωτικά για τον βασανιζόμενο μετά θάνατον, λόγο του άκυρου θανάτου του, αδελφού της. (J.B.Robinson, The passion of S. Perpetua. Textes and Studies, Cambridge at the University Press 1(2),1891, s.204).

β) Στο μαρτυρολόγιο του αγίου Πολυκάρπου (β’ αιώνας) περιγράφεται μνημόσυνο. Εκεί λέγεται ότι στον τόπο, όπου θάφτηκαν τα μαρτυρικά λείψανα , θα συνάγονται οι πιστοί «εν αγαλλιάσει και χαρά», ώστε να επιτελούν «την του μαρτυρίου αυτού ημέραν γενέθλιον εις τε την των προαθλησάντων μνήμην και των μελλόντων άσκησιν τε και ετοιμασίαν»·  XVIII. «Και έτσι εμείς ύστερα, περισυλλέγοντας τα τιμιώτερα και από πολύτιμους λίθους και δοκιμασμένα περισσότερο από το χρυσάφι οστά του, τα αποθέσαμε όπου ήταν φυσικό. Συναθροιζόμενοι εκεί όσο μας είναι δυνατό με αγαλλίαση και χαρά, να δώσει ο Κύριος να εορτάζουμε τη γενέθλια μέρα του μαρτυρίου του, για να θυμόμαστε τη μνήμη αυτών που άθλησαν προηγουμένως και να ασκούνται και προετοιμάζονται αυτοί που πρόκειται να αθλήσουν στο μέλλον». (Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα, τόμος 4, Π. Παπαευαγγέλου).

Ήταν συνήθεια της Εκκλησίας, αφού είχε ορισθεί άνθρωπος να καταγράφει τα ονόματα των μαρτύρων καθώς και την ημερομηνία του θανάτου τους, ώστε να τελείται το μνημόσυνό τους κατά το τυπικό που περιγράφεται: Επί των ημερών του Κυπριανού ένας πιστός, που ονομαζόταν Τέρτυλλος, φρόντιζε επιμελέστατα τους ομολογητές και ανέγραφε με κάθε ακρίβεια την ημέρα της άθλησης, ώστε κατά την επέτειο να τελείται η λειτουργία και να μνημονεύεται το μαρτυρικό όνομα στην οικεία θέση. Epist. 12,2.

γ) Στο απόκρυφο κείμενο «Πράξεις Ιωάννου» (2ος αιών), μικρασιατικής προέλευσης, καταγράφεται η μαρτύρια ότι στον τάφο της χριστιανής Δρουσιανής τελέσθηκε θεία Ευχαριστία και ανεπέμφθησαν προσευχές την τρίτη ημέρα από το θάνατό της ‘’Τη δε εξής ήμερα παραγίνεται ο Ιωάννης άμα τω Ανδρονίκω και τοις αδελφοίς εξ εωθινής εις το μνήμα, τρίτην εχούσης της Δρουσιανής, όπως άρτον κλάσωμεν εκεί… Και ταύτα ειπών ο Ιωάννης επευξάμενος και λαβών άρτον εκόμισεν εις το μνήμα κλάσαι. Και είπε Δοξάζομέν σοι το όνομα το επιστρέφον ημάς εκ της πλάνης και ανηλεούς απάτης. Και ευξάμενος ούτως και δοξάσας εξήει του μνήματος, κοινωνήσας τοις αδελφοίς πάσι της του Κυρίου Ευχαριστίας». (Παν. Σκαλτσή, Η υπέρ των Νεκρών φροντίδα της Αρχαίας Εκκλησίας, Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 19. σσ.118-121).

δ) Αλλά και ο Ωριγένης († 254) μας πληροφορεί για την ύπαρξη ευχών υπέρ των κεκοιμημένων στην εποχή του· «Ουκ απογνωστέον ούτω και τους εξεληλυθότας μακαρίους φθάνειν τω πνεύματι τάχα μάλλον του όντος εν των σώματι επί της εκκλησίας διόπερ ου καταφρονητέον των εν αυταίς ευχών, ως εξαίρετόν τι εχουσών τω γνησίως συνερχομένω αυτών’’. (PG 11,556A).

ε) O Άγιος Κυπριανός επίσης (†258) επίσκοπος Καρχηδόνας, συνιστά στους ιερείς να μην αμελούν την αρχαία συνήθεια της Εκκλησίας να τιμούν την επέτειο του θανάτου των πιστών και ιδίως των μαρτύρων. Τονίζει ακόμη ότι με την προσφορά της θείας Ευχαριστίας υπέρ των νεκρών εξαγνίζεται και ο ίδιος. Στην εποχή του ήταν διαμορφωμένη η λειτουργική πράξη της μνημόνευσης των κεκοιμημένων στη θεία Λειτουργία. (Παν.Σκαλτσή, Η υπέρ των Νεκρών φροντίδα της Αρχαίας Εκκλησίας, Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 19.σς.118-121).

στ) Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην 5η Μυσταγωγική του Κατήχηση (η οποία εκφωνήθηκε το 348 μ Χ), φανερώνει αυτήν την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας στην εποχή του. Αναφέρει· (Αφού έχει προηγηθεί η αναίμακτη λατρεία και η Θ. Ευχαριστία) «…Μετά ευχόμαστε για τους κεκοιμημένους αγίους πατέρες και επισκόπους, και γενικά για όλους εκείνους από μας που έχουν κοιμηθεί. Το κάνουμε αυτό γιατί πιστεύουμε ότι έχουν μεγάλη ωφέλεια οι ψυχές εκείνων, για τους οποίους γίνεται η δέηση, τη στιγμή της τόσο φρικτής και αγίας θυσίας που τώρα προσφέρεται. Θέλω να σας πείσω γι αυτό με ένα παράδειγμα. Ξέρω πολλούς που λένε, Τι ωφελείται η ψυχή, όταν φύγει από τον κόσμο φορτωμένη με αμαρτίες, ή και χωρίς αμαρτήματα, και μνημονεύεται στη Θεία Λειτουργία; Άραγε όμως, εάν ένας βασιλιάς εξορίσει όσους του έφταιξαν σε κάτι, και μετά όσοι βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση από αυτούς, έπλεκαν στεφάνι και του το πρόσφεραν για χάρη των εξορίστων δεν θα μαλάκωνε η καρδιά του βασιλιά και δεν θα ελάφρωνε την τιμωρία. Κατά τον ίδιο, λοιπόν, κι εμείς τρόπο, προσφέρουμε στον Θεό δεήσεις για τους κεκοιμημένους, κι αν αυτοί ήταν αμαρτωλοί, εμείς δεν πλέκουμε στεφάνι, αλλά προσφέρουμε τον Χριστό, που θυσιάστηκε για τις αμαρτίες μας, ζητώντας και για αυτούς και για εμάς το έλεος του φιλανθρώπου Θεού». (Κατηχήσεις αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, β’ τόμος, σελ. 560-561, Γ. Μαυρομάτης).

ζ) Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται αρκετές φορές στα μνημόσυνα. Θεωρεί ότι οι νεκροί και οι ζωντανοί δεν διαφέρουν ως προς την ανάγκη τους για προσευχές: “Ώσπερ ουν υπέρ των ζώντων ευχόμεθα των ουδέν διαλλαττόντων των νεκρών ούτως ένεστι και υπέρ εκείνων εύχεσθαι” (Υπόμνημα εις την προς Φιληππισίους επιστολήν, PG 62,204), και αποδίδει την αρχή την «μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων» στο Άγιο Πνεύμα που ενέπνευσε τους Αποστόλους· «Ουκ εική προσφοραί υπέρ των απελθόντων γίνονται, ουκ εική ικετήριαι, ουκ εική ελεημοσύναι, ταύτα πάντα το Πνεύμα διέταξε, δι’ αλλήλων ημάς ωφελείσθαι βουλόμενον’’. (PG 60,170). Σε άλλο σημείο αναφέρει· ‘’Δεν θέσπισαν άσκοπα οι Απόστολοι να γίνεται επί των φρικτών μυστηρίων η μνημόνευσις των απελθόντων Χριστιανών. Eίναι γνωστό ότι πολύ ωφελεί, η προσφερόμενη ευεργεσία, αυτούς. Όταν στέκεται ο λαός και το πλήθος των Ιερέων με τα χέρια υψωμένα ενώπιον της φοβεράς θυσίας, πως είναι δυνατόν να μην καταπείσουν τον Θεό για τους κεκοιμημένους». (PG 62,204, 3η Ομιλία προς Φιλιππησίους). Υπομνηματίζοντας την Α Κορινθίους επιστολή του απ. Παύλου, αναφέρει· «Ει γαρ τους παίδας του Ιώβ εκάθαιρεν η του πατρός θυσία [Ιώβ 1,5] τι αμφιβάλλεις ει και ημών υπέρ των απελθόντων προσφερόντων γίνεταί τις αυτοίς παραμυθία; Είωθε γαρ ο Θεός και ετέροις υπέρ ετέρων χαρίζεσθαι. Και τούτο εδείκνυ ο Παύλος λέγων ίνα εν πολλώ προσώπω το εις ημάς χάρισμα δια πολλών ευχαριστηθή υπέρ υμών [Β΄ Κορ. 1,11]. Μη δη αποκάμωμεν τοις απελθούσι βοηθούντες και προσφέροντες υπέρ αυτών ευχάς” (Ομιλίαι ΜΑ΄ εις την Α΄ προς Κορινθίους, PG 61,361).

Γιατί ο Χρυσόστομος αποκλείεται να άντλησε πληροφορίες περί των μνημόσυνων από τις Αποστολικές Διαταγές;

Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέροντας τα παραπάνω, δεν είχε ανάγκη να προσφύγει στο ψευδεπίγραφο βιβλίο των «Αποστολικών Διαταγών» που συγγράφτηκε τον τέταρτο αιώνα, και που σύμφωνα με την «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια», τόμ. 4 (1964), στ. 1182, η αρχαία Εκκλησία ήταν επιφυλακτική για την προέλευση του κειμένου αυτού. Μάλιστα, ότι ο Πατέρας της Εκκλησίας δεν ξεγελάστηκε σχετικά με το αν επρόκειτο για αποστολικό σύγγραμμα, φαίνεται από το ότι η Εκκλησία δεν το αποδέχτηκε ως τέτοιο, αφού δεν αναφέρεται σε κανέναν από τους κανόνες που εμφανίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του Χρυσοστόμου: Ούτε στον ξ’ κανόνα Λαοδικείας (360 μ.Χ.) Ούτε στη λθ’ Επιστολή του Μ. Αθανασίου (367 μ.Χ.)

Ούτε στου Γρηγορίου Θεολόγου (έως το 390 μ.Χ.) Ούτε στου Αμφιλόχιου Εικονίου (395 μ.Χ.) Ούτε στον κδ’/λβ’ κανόνα Καρθαγένης (419 μ.Χ.). Όλη η περίοδος που έζησε ο Χρυσόστομος, απορρίπτει την κανονικότητα του συγγράμματος αυτού (Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Οι Kανόνες της Eκκλησίας περί του Kανόνος της Αγ. Γραφής», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, σελ. 67-68. 207).

Aργότερα θα καταδικαστεί από την Πενθέκτη Οικουμενική επειδή βρέθηκαν μερικά νόθα στοιχεία, όπως αναφέρει ο άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιό του στον κανόνα 2· «…αις τισί πάλαι υπό των ΕΤΕΡΟΔΌΞΩΝ επι λύμη της Εκκλησίας ΝΟΘΑ ΤΙΝΑ και ξένα της ευσεβείας παρενεθέτησαν, το ευπρεπές κάλλος των θείων δογμάτων ημίν αμαυρώσαντα, την των ΤΟΙΟΎΤΩΝ ΔΙΑΤΆΞΕΩΝ αποβολήν πεποιήμεθα προς την του χριστιανικωτάτου ποιμνίου οικοδομήν και ασφάλειαν, ουδαμώς εγκρίνοντες τα της αιρετικής ψευδολογίας κυήματα, και τη γνησίω των Αποστόλων και ολοκλήρω διδαχήν παρενείροντες…».  (Πηδάλιο, σελ. 220).

Και ο άγιος Νικόδημος ερμηνεύει· «…τας γαρ δια Κλήμεντος Αποστολικάς διαταγάς, επειδή από τους ετεροδόξους ενοθεύθησαν ΕΙΣ ΜΕΡΗ ΤΙΝΑ, δια βλάβην της εκκλησίας, αποβάλλει δια την ασφάλειαν των Χριστιανών». (σελ. 221).

Οι «Αποστολικές Διαταγές» αποτελούν συμπίλημα, δηλαδή κομμάτια από άλλες πηγές τα οποία έχουν συνθέσει ένα άλλο έργο, το οποίο δεν είναι πρωτότυπο, αλλά αντλεί «εξ ήδη υπαρχόντων εν χρήσει στοιχείων». Ο Στεφανίδης, πουθενά δεν ονομάζει τις “Αποστολικές Διαταγές” ως πηγή του Χρυσοστόμου. Σε καμία έγκυρη Εκκλησιαστική Ιστορία ή Πατρολογία της ελληνόφωνης βιβλιογραφίας, δεν χαρακτηρίζουν τις Αποστολικές Διαταγές ως πηγή του Χρυσοστόμου. Ο Τρεμπέλας διαφοροποιεί τον Χρυσόστομο ως πηγή από τις «Αποστολικες Διαταγές»· «Λειτουργικά δε μνημεία αναφερόμενα εις τον Αντιοχειανόν τύπον και εξ αυτής της Αντιοχείας προερχόμενα ή προς αύτην σχετιζόμενα, έχομεν εκτός των μαρτυριών των εκ των συγγραμμάτων του θείου Χρυσοστόμου περισυλλεγομένων, την εν ταις Αποστολικαίς Διαταγαίς περιλαμβανομένην λειτουργίαν, την άλλως Κλημέντιον καλουμένην…». (Τρεμπέλας Ν. Παν., «Αρχαί και Χαρακτήρ της Χριστιανικής Λατρείας’, τόμ. B’ (Λειτουργικοί τύποι Αιγύπτου & Ανατολής), έκδ. 3η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 1993, σελ. 106).

Ο Στεφανίδης λέει για την αντιοχειανή αυτή λειτουργία: «Η λειτουργία της Αντιοχείας υπάρχει εν τω ογδόω βιβλίω των Αποστολικών Διαταγών» (Στεφανίδης, σελ. 308). Αυτή λοιπόν η λειτουργία λέγεται και «Κλημέντια» κατά τον Τρεμπέλα, ο οποίος προσθέτει: «Ο συγγραφεύς της Κλημεντίου λειτουργίας συνέταξε το έργον αυτού αντλήσας εξ ήδη υπαρχόντων εν χρήσει στοιχείων και σχημάτων λειτουργικών, άτινα δεν εισήχθησαν υπ’ αυτού αλλ’ ενήργουν προ αυτού εν τη ροή της λειτουργικής εξελίξεως, δεν υπήρξε δε το έργον του συμπιλητού τούτου καινός και πρωτότυπος παράγων εν τη εξελίξει ταύτη».(Τρεμπέλας Ν. Παν., ‘Αρχαί και Χαρακτήρ της Χριστιανικής Λατρείας’, τόμ. B΄ (Λειτουργικοί τύποι Αιγύπτου & Ανατολής), έκδ. 3η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 1993, σελ. 111). Από που αντλούν άραγε το υλικό τους οι Αποστολικές Διαταγές; “Οι Αποστολικές Διαταγές είναι η σημαντικότερη και πληρέστερη πηγή της Λατρείας κατά τους τέσσερεις πρώτους αιώνες. Η σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι, ο άγνωστος συμπιλητής συγκέντρωσε υλικό που αφορά σε ολόκληρη τη χριστιανική Λατρεία· το υλικό αυτό κατένειμε (περί το 380 μ.Χ.) σε οκτώ ενδιαφέροντα βιβλία, εκ των οποίων το 8ο φαίνεται ότι εξαρτάται στενά από την Αποστολική Παράδοση του Ιππολύτου Ρώμης». (Φίλιας Ν. Γεώργιος, «Λειτουργική», τόμ. Α’, Γρηγόρης, Αθήνα 2006, σελ. 261). Να λοιπόν ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας του 2ου -3ου αιώνα από τον οποίο αντλεί το υλικό του ο συγγραφέας των Αποστολικών Διαταγών. Και βεβαίως, όχι οι Αποστολικές Διαταγές, αλλά πρώτα ο Ιππόλυτος, αλλά και ο Τερτυλλιανός αναφέρουν ήδη τα μνημόσυνα ως Αποστολικές Παραδόσεις, όπως αναφέραμε παραπάνω.

Ο Τρεμπέλας γράφει·  «Προκειμένου δε περί του μνημόσυνου των τεθνεώτων … παρατηρεί ο θείος Χρυσόστομος, ότι …ενομοθετήθη υπό των Αποστόλων … Και ο Αυγουστίνος θεωρεί ως και ο Τερτυλλιανός τα κρατούντα καθ’ άπασαν την Εκκλησίαν έθιμα, ως τον νηπιοβαπτισμόν… τας υπέρ τεθνεώτων ευχάς… κλπ., ως Αποστολικάς Παραδόσεις».  (Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α’, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 134). Και ο καθ. Χρίστος Κρικώνης, συμπληρώνει: «Εις την ‘Αποστολικήν Παράδοσιν’ του Ιππολύτου [170-235 μ.Χ.], περιλαμβάνεται πλήθος διατάξεων σχετιζομένων προς τας εκδηλώσεις της ζωής της Εκκλησίας, ως είναι τα θέματα καταστάσεως και χειροτονίας κληρικών, ευχαριστίας, βαπτίσματος, νηστείας, μνημοσύνων κλπ., αίτινες θεωρούνται ως υπό των Αποστόλων παραδοθείσαι». (Κρικώνης Θ. Χρίστος, «Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η Διδασκαλία των Πατέρων», Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 99).
Μπορούμε να πούμε ότι όπως οι υπόλοιποι  Πατέρες, έτσι και άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αντλεί από την γνήσια πηγή της Χριστιανικής πίστης που είναι η Ιερά Παράδοσή της (η Ιερή μνήμη της Εκκλησίας), που δεν είναι μόνο η Αγία Γραφή, ή μόνο τα γραπτά των Πατέρων ή μόνο οι συνοδικές αποφάσεις, αλλά όλα αυτά σε συνδυασμό και με την άγραφη παράδοση για την οποία κάνει λόγο ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του στον άγιο Αμφιλόχιο «Περί του Αγίου Πνεύματος», αναφέροντας· «Αποστολικόν δε οίμαι και το τοις αγράφοις παραδόσεσι παραμένειν. Επαινώ γαρ, φησίν, υμάς, ότι πάντα μου μέμνησθε, και καθώς παρέδωκα υμίν, τας παραδόσεις κατέχετε· και το, Κρατείτε τας παραδόσεις ας παρελάβετε είτε δια λόγον, είτε δι’επιστολής· ων μία εστί και η παρούσα αυτή, ην οι εξ’αρχής διαταξάμενοι παραδιδόντες τοις εφεξής, συμπροϊούσης αεί τω χρόνω της χρήσεως, δια μακράς της συνηθείας ταις Εκκλησίαις εγκατερρίζωσαν». Περί Αγίου Πνεύματος, 29,71, PG 32,200B

Θεωρεί τη διαφύλαξη της αγράφου παραδόσεως ως Αποστολική Διδασκαλία: Θεωρεί ότι η άγνοια ή η εξαφάνιση της αγράφου παραδόσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη διατάραξη του στερεώματος της πίστεως· «Πίστις δε εστι το πολεμούμενον, και κοινός σκοπός άπασι τοις εναντίοις και εχθροίς της υγιαινούσης διδασκαλίας το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως κατασείσαι, εκ του την αποστολικήν παράδοσιν εδαφισθείσαν αγιασθήναι. Δια τούτο , ως των χρεωφειλετών οι δήθεν ευγνώμονες, τας εκ των εγγράφων αποδείξεις επιβοώνται, την άγραφον των Πατέρων μαρτυρίαν ως ουδενός αξίαν αποπεμπόμενοι». (Περί Αγίου Πνεύματος, 29,71,PG 32,112C).

Σε άλλο σημείο λέει ότι δεν αρκείται σε αυτά που γράφουν το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος αλλά επιλέγει κι άλλα εκ της Αγράφου Παραδόσεως που έχουν μεγάλη ισχύ προς το μυστήριον της ευσεβείας· «Ου γαρ δη τούτοις αρκούμεθα ων ο Απόστολος η το Ευαγγέλιον επεμνήσθη, αλλά και προλέγομεν και επιλέγομεν έτερα, ως μεγάλην έχοντα προς το μυστήριον την ισχύν, εκ της αγράφου παραδόσεως παραλαβόντες». (Περί Αγίου Πνεύματος, 29, 71, PG 32, 188Β).

Συμπεράσματα:
α) Ο Χρυσόστομος ΔΕΝ έμαθε από τις Αποστολικές Διαταγές τα σχετικά για την μνήμη υπέρ των απελθόντων. Η μνήμη υπέρ των απελθόντων ξεκινάει πολύ νωρίτερα από την εποχή των Αποστολικών Διαταγών.

β) Η Αποστολική Παράδοση ΔΕΝ εξαντλείται στο κείμενο των Αποστολικών Διαταγών αλλά υπάρχει και Άγραφη Αποστολική Παράδοση.
γ) Την μνήμη υπέρ των απελθόντων την θέσπισε το Άγιο Πνεύμα όπως λέει ο Χρυσόστομος.

Ο καθηγητής Φειδάς επιβεβαιώνει την αρχαιότητα της Παράδοσης των μνημοσύνων χωρίς να αναφέρει καν τις «Αποστολικές Διαταγές»· «Η τιμή, την οποία εκδήλωναν οι χριστιανοί στους τάφους των μαρτύρων, οφειλόταν στη βαθειά πεποίθηση τους, ότι και μετά τον θάνατο υπήρχε στενή σχέση της ψυχής των μαρτύρων με τα λείψανα τους, τα οποία βρίσκονται στη γη (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 1. Τερτυλλιανού, De resur. carnis, 3. Μινουκίου Φήλικος, Octav., 34,1). Η τέλεση της θείας ευχαριστίας στον τάφο του μάρτυρα κατά τη γενέθλιο ημέρα συνδεόταν λοιπόν με την πεποίθηση, ότι η ψυχή του μάρτυρα συμμετείχε στην πνευματική συνεστίαση (Ωριγένους, Περί ευχής, 31. Κυπριανού, Epist., 1, 2). Άλλωστε, η θεία ευχαριστία πολλές φορές ετελείτο και επί των τάφων απλών πιστών με την πίστη, ότι και η ψυχή του νεκρού συμμετείχε στα τελούμενα και στην απορρέουσα από αυτά χάρη (Τερτυλλιανού, De pudicitia, 11. De corona, 3. De exhort. castitatis, 11). Επί τη βάσει της παραδόσεως αυτής διαμορφώθηκαν και τα Μνημόσυνα υπέρ των κεκοιμημένων». (Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία – Απ’ αρχής μέχρι την Εικονομαχία», τόμ. Α’, 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 287).

Επιμέλεια άρθρου: Σοφία Ντρέκου

Πηγή: exprotestant.blogspot.gr/