Θρήνος και ψαλμωδία κατά την ταφή των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. (Β΄)


24.01.2012

Εκείνοι όμως που στιγμάτισαν ιδιαίτερα τις εθνικές αυτές υπερβολές και αγωνίστηκαν για την καταστολή τους, επειδή τις θεωρούσαν ως ασυμβίβαστες με την νέα περί θανάτου αντίληψη, την οποία έφερε ο Χριστός στον κόσμο, είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Στοιχώντας στο παράδειγμα του ίδιου του Κυρίου, ο οποίος πρώτος προσδιόρισε τους όρους και τα μέτρα της λύπης και της αλυπίας, διδάξας κατά τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, «ότι το ασυμπαθές και άδακρυ θηριώδες και το πολύδακρυ και φιλόθρηνον και πολύλυπον γυναικώδες», και καλλιεργώντας σε χριστιανική πλέον βάση τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό παραμυθητικό λόγο (consolatio), αποδέχονται κατ’ αρχήν τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου να λυπείται για την απώλεια προσφιλών προσώπων. Διότι η έκφραση όλων αυτών των συναισθημάτων του πόνου και της θλίψης ανακουφίζει την ψυχή του ανθρώπου και συντελεί στην ψυχική του ισορροπία, ενώ το αντίθετο είναι δυνατόν να αποβή καταστροφικό στην ψυχική του υγεία. Αυτό τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος όταν γράφει ότι «πολλαί πολλάκις γυ¬ναίκες αποβαλούσαι παίδας, αν μεν κωλυθώσιν θρηνήσαι και ολοφύρεσθαι, διαρρήγνυνται και απόλλυνται, αν δε τα των αθυμούντων ποιήσουσιν άπαντα κουφίζονται και παραμυθίαν λαμβάνουσιν». Και συμπληρώνει• «Ου τούτο, λέγω, άνθρωπε, ουδέ τούτο νομοθετώ, μηδ’ όλως δακρύειν επί τοις τέκνοις- καν γαρ είπω, αδύνατον λέγω. Και γαρ καγώ νόμοις της φύσεως πείθομαι… έπεί καγώ εκ μητρός γεγέννημαι».

Αντίθετα η προσπάθεια των πατέρων αναφέρεται στην περιστολή αυτής της ασχημοσύνης και απαιδευσίας περί την πίστη, που μαρτυρούν οι κατά την έκφραση του πένθους σημειούμενες και από χριστιανούς υπερβολές. «Μη ούτως ασχημονώμεν επί τοις κεκοιμημένοις, παρακαλεί και πάλιν ο ιερός Χρυσόστομος,… μη τους χιτώνας διαρρήξωμεν… μη τους βραχίονας τύψωμεν, ίνα μη τους Έλληνας ζηλώσωμεν… μη τας τρίχας της κεφαλής γυμνώσω-μεν». Και σ’ άλλο σημείο παρατηρεί· «Κλαίωμεν τους ούτως απερχόμενους, ου κωλύω, κλαίωμεν, αλλά μη ασχημόνως, μη τρί¬χας τίλλοντες, μη βραχίονας γυμνούντες, μη όψιν σπαραττοντες». Παρόμοια εκφράζεται και ο Μ. Βασίλειος: «Ούτε ουν γυναιξίν, ούτε ανδράσιν επιτέτραπται το φιλοπενθές και πολύδακρυ, αλλ’ όσον επιστυγνάσαι τοις λυπηροίς και μικρόν τι δάκρυον αποστάξαι και τούτο ησυχή, μη αναβρυχώμενον, ουδέ άλλο τι τοιούτον ασχημονούντα των επιτηδευομένων παρά των απαιδεύτως εχόντων προς τα ουράνια».

Οι πατέρες της Εκκλησίας καταδικάζουν ιδιαίτερα τη συνήθεια να προσκαλούνται στις κηδείες επαγγελματίες γυναίκες θρηνωδοί. Το ατόπημα αυτό χαρακτηρίζει ο ιερός Χρυσόστομος ως «νόσημα των γυναικών. Επίδειξιν γαρ εν τοις θρήνοις ποιούνται και τοις κωκητοίς, γυμνούσαι βραχίονας, σπαράττουσαι τρίχας, χαράδρας ποιούσαι κατά των παρειών», επιτηδεύσεις που τις κάνουν ασυμπαθείς στο λαό. Ενίοτε οι εκδηλώσεις αυτές γίνονταν και αιτία θανάτου ανθρώπων. Γι’ αυτό και πέραν των ποιμαντικών μέσων ελαμβάνοντο και άλλα κατασταλτικά μέτρα, όπως η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τον 15ο αι. να μη θάπτονται εκκλησιαστικά οι κατ’ αυτό τον τρόπο αυτοχειριαζόμενοι. Μάλιστα επί Βενετοκρατίας στην Κρήτη απαγορεύονταν τα μοιρολόγια και οι παραβάτες ετιμωρούντο με δεκαπενθήμερη φυλάκιση και καταβολή πέντε υπερπύρων.

Όμως, πέραν των ανωτέρω, η κύρια συμβολή των πατέρων στην αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού προβλήματος, που κληρονόμησε η Εκκλησία από την προχριστιανική αρχαιότητα, ήταν η καθιέρωση της ψαλμωδίας κατά την χριστιανική ταφή των νεκρών και η δι’ αυτής προσπάθεια αντικατάστασης, ή τουλάχιστον, περιορισμού των θρήνων. Διότι η ψαλμωδία έχει από τη φύση της έναν εύθυμο χαρακτήρα. «Ευθυμεί τις ψαλλέτω», λέγει ο απόστολος Ιάκωβος (Ιακ. 5, 13). Μ’ αυτήν την έννοια κατέστη η πλέον χριστιανοπρεπής απ’ όλες τις άλλες τιμές και φροντίδες, με τις οποίες ανέκαθεν η Εκκλησία προπέμπει τους νεκρούς της μέχρι του τάφου. Διότι αποτελεί την τελειότερη έκφραση αυτής της νέας χαρούμενης περί θανάτου αντίληψης που έφερε ο Χριστός στον κόσμο. Ο Ιερός Χρυσόστομος είναι επ’ αυτού κατηγορηματικός: «Διά τούτο παρά μεν την αρχήν επί τοις νεκροίς κοπετοί τινές εγίνοντο και θρήνοι, νυνί δε ψαλμοί και υμνωδίαι… επειδή θάνατος τότε θάνατος ην. Νυν δε ουχ ούτως, αλλ’ υμνωδίαι και ευχαί, δηλούντων απάντων ότι ηδονήν έχει το πράγμα. Οι ψαλμοί ευθυμίας σύμβολον. Επεί ουν ευθυμίας εσμέν πεπληρωμένοι, διά τούτο ψάλλομεν επί τοις νεκροίς ψαλμούς, θαρρείν υπέρ της τελευτής παρακελευομένους».

Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνεται και ιστορικά, κατ’ αρχήν μεν από τους ψαλμούς και ύμνους τους οποίους, όπως μαρτυρείται ήδη από τον 2ο αι., έψαλλε η αρχαία Εκκλησία κατά την επέτειο του μαρτυρίου, την οποία εόρταζε ως γενέθλια ημέρα του μάρτυρα στην αιωνιότητα. Αλλά και αυτή καθ’ αυτή η ταφή των νεκρών είχε ευθύς εξ αρχής για την Εκκλησία έναν θρησκευτικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και η κατά την περίοδο των διωγμών τελεσθείσα κηδεία του αγίου Κυπριανού συνοδεύτηκε από πολλούς ύμνους που αντικατέστησαν τους θρήνους. Ιδιαίτερα όμως μετά τους διωγμούς η κατά την χριστιανική ταφή των νεκρών ψαλμωδία εμφανίζεται ως γενικευμένη παράδοση όχι μόνο στις μονές, αλλά και στις κατά κόσμο Εκκλησίες. «Και εν ταις εξόδοις των κεκοιμημένων ψάλλοντες προπέμπετε αυτούς, εάν ώσιν πιστοί εν Κυρίω, παραγγέλουν οι Αποστολικές Διαταγές». Έτσι κατά την κηδεία του αγίου Παύλου, του πρώτου ερημίτου, ο μέγας Αντώνιος έψαλλε ύμνους και ψαλμούς τηρώντας, όπως αναφέρεται, παλαιά χριστιανική παράδοση. Την παράδοση αυτή γενικεύει ο άγιος Παχώμιος ορίζοντας ότι οι μοναχοί πρέπει να ψάλλουν κατά τις κηδείες. Το ίδιο αυτό πνεύμα φαίνεται ότι κυριάρχησε και στην περίπτωση της οσίας Μακρίνας, κατά την κηδεία της οποίας ακούστηκαν πανηγυρικές ψαλμωδίες, ανάλογες προς αυτές που συνηθίζονταν κατά τις μνήμες των μαρτύρων. Και το πένθος της αγίας Νόννας για τον θάνατο του υιού της Καισαρίου καταπράυναν οι ύμνοι, «δάκρυσιν ηττωμένοις φιλοσοφία, ψαλμωδίαις κοιμιζούσαις τους θρήνους», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο άλλος υιός της, ο Θεολόγος Γρηγόριος. Από δε τους δυτικούς πατέρες αναφέρουμε ενδεικτικά τον ιερό Αυγουστίνο, ο οποίος διηγούμενος τα του θανάτου της μητέρας του Μόνικας γράφει ότι «δεν έπρεπε να ιερολογήσουμε το πένθος εκείνο με δάκρυα και στεναγμούς, με τα οποία συνηθίζεται να θρηνείται η υποτιθέμενη δυστυχία των θνησκόντων ή, η πλήρης εκμηδένισή των. Διότι η μητέρα μου δεν απέθανε δυστυχής, ούτε απέθανε ολοκληρωτικά… Έτσι όταν έπαυσε το παιδί εκείνο (ο Αδεοδάτος) να θρηνεί, ο Ευόδιος πήρε το Ψαλτήριο και άρχισε να ψάλλει κάποιον ψαλμό, στον οποίο εμείς αποκρινόμαστε “έλεος και κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε”».

Δυστυχώς από την προ του 8ου αι. περίοδο διασώθηκαν ελάχιστες πληροφορίες για το είδος των ψαλμών και ύμνων και γενικά των λειτουργικών προσευχών που ψάλλονταν κατά την εκκλησιαστική ταφή των νεκρών. Έτσι έκτος από την μεμονωμένη «Ευχή περί τεθνεώτος και εκκομιζομένου», που εμπεριέχεται στο Ευχολόγιο του Σεραπίωνος, αναφέρονται ακόμη ορισμένοι ψαλμικοί στίχοι τους οποίους μνημονεύει ο ιερός Χρυσόστομος και το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη για το θέμα μας σημασία είναι ότι, όπως και τα άλλα επί μέρους μυστήρια, έτσι και η Νεκρώσιμη Ακολουθία έτελείτο αρχικά σε συνάρθρωση με τη Θεία Ευχαριστία. Αναπόφευκτα δε το δοξολογικό πνεύμα της ευχαριστιακής σύναξης, ως της κατ’ εξοχήν εόρτιας φανέρωσης του σώματος της Εκκλησίας, διαπότισε και τις νεκρώσιμες προσευχές της, παρεμποδίζοντας ταυτόχρονα κάθε υπέρμετρη θρηνητική εκδήλωση κατά την ταφή των νεκρών.

Το πνεύμα αυτό δεν έπαυσε να συνοδεύει τις επικήδειες προσευχές της Εκκλησίας και μετά την αποσύνδεσή τους από τη Θεία Ευχαριστία. Γεγονός που φαίνεται ιδιαίτερα στην μόνη πριν από τον 8ο αι., σχετικά πλήρη περιγραφή της λειτουργικής ακολουθίας, που ψαλλόταν κατά τις κοιμήσεις των ιερών ανδρών, όπως μας την διασώζουν τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα. Έτσι στο κεφάλαιο «Περί των επί τοις κεκοιμημένοις τελουμένων» ο θάνατος ενός πιστού, ως το χριστοειδές τέλος της παρούσας ζωής, παραβάλλεται προς το τέλος ενός νικηφόρου πνευματικού αγώνα. «Ο προς το πέρας ερχόμενος των οικείων αγώνων ευφροσύνης ιεράς αποπληρούται και συν ηδονή πολλή προς την οδόν επιβαίνει της ιεράς παλιγγενεσίας». Οι υπόλοιποι δε πιστοί, ως οικείοι της πίστεως, μακαρίζουν όποιον αποθνήσκει κατ’ αυτό τον τρόπο, και με την ελπίδα ότι και οι ίδιοι θα τύχουν της ίδιας απολαβής τον μεταφέρουν στο ναό, όπου «τω της νίκης αιτίω χαριστηρίους ωδάς αναπέμπουσιν προσέτι και αυτούς αφικέσθαι προς την ομοίαν ευχόμενοι λήξιν». Πρόκειται για τους ευχαριστήριους ύμνους και τα επινίκεια άσματα προς τον αίτιο της νίκης Θεό, τα οποία προσδίδουν στη λειτουργική αυτή σύναξη τον χαρακτήρα ενός τελετουργικού πλαισίου ανακήρυξης νικητού, όπου ο επίσκοπος, ως άλλος ελλανοδίκης, απονέμει τους στεφάνους στον νικητή, παροτρύνοντας και τους άλλους σε παρόμοιους νικηφόρους αγώνες.

3. Η μορφή της νεκρώσιμης ακολουθίας, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, αποτελεί τον καρπό μιας μακροχρόνιας εξέλιξης, που αρχίζει από τον 8ο αι., και οριστικοποιείται βασικά κατά την εποχή της εφεύρεσης της τυπογραφίας (15ος αι.). Αρχίζοντας με τη μορφή μεμονωμένων επιμέρους ευχών, που περιέχουν τα αρχαιότερα των χειρογράφων ευχολογίων, περνάει στη συνέχεια από μια φάση έντονης τελετουργικής πολυμορφίας με την ανάπτυξη ειδικών για κάθε περίπτωση ακολουθιών, (Νεκρώσιμη ακολουθία εις ιερείς, μοναχούς κ.λπ.), για να καταλήξει στη σημερινή ενιαία για όλους τους ενήλικες πιστούς μορφή, όπως αυτή διαμορφώθηκε με ειδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Έστω όμως και με τη σημερινή απλουστευμένη της μορφή η Νεκρώσιμη Ακολουθία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έπαυσε ποτέ να εντυπωσιάζει ιδιαίτερα με τον έντονο δραματικό της χαρακτήρα, που υπενθυμίζει σε πολλά σημεία το αρχαίο ελληνικό δράμα. Δεν υπάρχει δε αμφιβολία ότι ένας από τους κυριώτερους λόγους που οδήγησε την Εκκλησία σ’ αυτήν την διά μέσου της Νεκρωσίμου Ακολουθίας λειτουργική δραματοποίηση του θανάτου, όπου πρωταγωνιστούν ο δημιουργός Θεός, οι ουράνιες δυνάμεις, ο κηδευόμενος νεκρός, οι οικείοι του και η Εκκλησία, ήταν η ποιμαντική χειραγώγηση των πιστών στην εν Κυρίω αντιμετώπιση του φυσικού ψυχικού πόνου, που προκαλεί ο θάνατος ενός προσφιλούς προσώπου. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο αείμνηστος Σ. Ζαμπέλιος «η στενή του ελληνικού θεάτρου σκηνή δεν ήρκει στην απέραντον του Χριστιανισμού πνευματικότητα. Το σοβαρόν δράμα του θανάτου έπρεπε εις το εξής να παρασταθή επί σκηνής τοσούτον ευρυχώρου, όσον ευρύχωρος ήτον ήδη η αποκεκαλυμμένη νέα ζωή. Αλλά τίς σκηνή καταλληλότερα της Εκκλησίας, ταύτης της εικονικής αγκάλης της ανθρωπότητος; Τίς δε τόπος αρμοδιώτερος εκείνου, ανθώ μυστήρια Θεού και ανθρώπου, θανάτου και αθανασίας ευχερώς συμπαριστάνονται;… Ούσης της νέας σοφίας δίδαγμα λαού, πάντες αδιακρίτως εκεί θεωρούσιν και διδάσκονται τίνι τρόπω πατείται ο θάνατος». Και αλλού, αναφερόμενος σ’ αυτή καθ’ αυτή την Νεκρώσιμη Ακολουθία, γράφει επιγραμματικά: «Η τόλμη του Αισχύλου, η τελειότης του Σοφοκλέους, η ηθική του Ευριπίδου ωχριώσιν ενώπιον εκείνου του απλουστάτου μεν, αλλά μεστού ελέους και τρόμου θεάματος, που μας παρέχει η Νεκρώσιμη Ακολουθία. Είναι ποίησις όχι της φαντασίας, γέννημα θνητού, αλλ’ αυτοποίησις καθολικότητος, αυτόματον εξεικόνισμα του Ευαγγελίου. Αυτή δε η ποίησις της ανωνύμου ανθρωπότητος αποσπά δάκρυα εκ των μυχών της συνειδήσεως, κατ’ άλλον τρόπον αγαπητά τω Θεώ· δάκρυα πνευματικής κατανύξεως και ταπεινοφροσύνης, δάκρυα ιερά, των οποίων η τέχνη της Θέσπιδος δεν ήξευρε να δώση πάρεξ την εικόνα».

Αυτή η διά μέσου της χριστιανικής λειτουργικής ψαλμωδίας ερπιτευχθείσα πρόσληψη και εν Χριστώ αποκάθαρση του προχριστιανικού νεκρικού θρήνου φαίνεται ιδιαίτερα στην καλή αλλοίωση που υπέστησαν και τα αντίστοιχα πένθιμα δημοτικά τραγούδια του ελληνικού λαού, τα γνωστά με το όνομα Μοιρολόγια. Όπως παρατηρεί ο Αναγνωστόπουλος, «στα δημοτικά τραγούδια απαντά ευρύτατα ο θρήνος για το νεκρό, ο οποίος στρέφεται γύρω από τα ίδια θέματα, όπως και στους αρχαίους έλληνες και τους βυζαντινούς, είναι όμως υποταγμένος στα πλαίσια του κόσμιου και ανθρώπινου και απαλλαγμένος από τις υπερβολές και ακρότητες των αρχαίων, με έκδηλη σε πολλά σημεία την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας».

Η ανωτέρω ακροτελεύτια διαπίστωση μας δίδει ένα μέτρο της επιδράσεως που άσκησε η χριστιανική διδασκαλία και στα υπόλοιπα εκτός του θρήνου παραδοσιακά νεκρικά έθιμα των Νεοελλήνων. Έτσι π.χ. πουθενά στα δημοτικά τραγούδια ο νεκρός δεν θεωρείται μολυσμένος ή επικίνδυνος, εξαίρεται η αναγκαιότητα της εκκλησιαστικής ταφής των νεκρών, εκφράζεται η πίστη στην μετά θάνατο προσωπική ύπαρξη, διατυπώνεται η αντίληψη ότι ο θρήνος των νεκρών πρέπει να καταπαύει από το Σάββατο το βράδυ μέχρι την Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία, επειδή η Κυριακή, ήδη από τον εσπερινό του Σαββάτου, θεωρείται ως η κατ’ εξοχήν εορτή και ημέρα χαράς κ.άλ.. Ταυτόχρονα οριοθετεί την ποιμαντική στάση της Εκκλησίας έναντι αυτού του πνεύματος εκκοσμίκευσης, που σηματοδοτεί για το χώρο αυτό η συζητούμενη σήμερα

καθιέρωση της καύσης των νεκρών ή της πολιτικής κηδείας. Για τον προσδιορισμό δε αυτής ακριβώς της στάσεως της Εκκλησίας θεωρούμε χρήσιμα τα κάτωθι συμπεράσματα, όπως αυτά προκύπτουν αβίαστα από την προηγηθείσα ανάλυση:

α) Ο θρήνος των νεκρών ως εστιακό σημείο των προχριστιανικών νεκρικών εθίμων συνδέεται άμεσα προς τις περί θανάτου και μετά θάνατον ζωής αντιλήψεις των Εθνικών και των Ιουδαίων, τις οποιες και εκφράζει. Οι σπουδαιότερες δε από τις αντιλήψεις αυτές ήταν τρεις: πρώτον ο θάνατος ως το μέγιστο κακό της επίγειας ζωής του ανθρώπου και ο ενεργός ρόλος των πονηρών πνευμάτων κατά την επέλευσή του· δεύτερον η επικινδυνότητα των νεκρών για τους ζώντες· και τρίτον η διά των υπερβολικών θρήνων και των άλλων άμετρων πενθικών εκδηλώσεων ανάγκη εξευμενισμού των νεκρών.

β) Η διαφορετική αντίληψη την οποία έχει η Εκκλησία για το «ομοπόρευτον και ομόζυγον» της ψυχής ανθρώπινο σώμα, ως ναό του εν ημίν αγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. 6, 19), για τον θάνατο, ως ευεργεσία του Θεού προς τον πεπτωκότα άνθρωπο, «ίνα μη αθάνατον η το κακόν» , και για την μετά θάνατο κατάσταση, ως προσδοκώμενη εξανάσταση των σωμάτων και μέλλουσα κρίση, όχι μόνο ανέδειξε το ασυμβίβαστο των προχριστιανικών νεκρικών θρήνων προς βασικές αλήθειες της χριστιανικής πίστεως, αλλά και κατέστησε την ψαλμωδία επίκεντρο της χριστιανοπρεπούς ταφής των νεκρών. Διότι από τη φύση της η χριστιανική ψαλμωδία εκφράζει αυτήν τήν «πολλήν ηδονήν», την οποία έχει η εν Κυρίω κοίμηση, και καταπραΰνει τον φυσικό ψυχικό πόνο που προκαλεί στον άνθρωπο η έξοδος από τη ζωή αυτή ενός προσφιλούς προσώπου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα αρχαιότερα των σωζομένων χειρογράφων ευχολογίων (από τον 8ο αι., και εξής) μεταξύ των νεκρώσιμων ευχών συμπεριλαμβάνεται και ειδική «Ευχή εις πενθούντας».

γ) Με δεδομένο το γεγονός ότι και η καύση των νεκρών, όχι μόνο κατά το παρελθόν, αλλά και κατά τα νεώτερα χρόνια, συνδέθηκε με πλείστες όσες αντιχριστιανικές αντιλήψεις, δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να συνδυαστεί με τον έντονο διδακτικό και παραμυθητικό χαρακτήρα που προσέλαβε η Νεκρώσιμη Ακολουθία μέσα στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας. Πολύ δε περισσότερο όταν, με την συζητούμενη καθιέρωση της πολιτικής κηδείας, συνδυάζεται και μια προσπάθεια αποσύνδεσης της ταφής των νεκρών από την αρμοδιότητα της Εκκλησίας, που σημαίνει όχι μόνο διολίσθηση προς αντιχριστιανικές αντιλήψεις, αλλά και ευθεία αντίθεση με την περί της ιερότητας του νεκρού διαχρονική αντίληψη του ελληνικού λαού.

(π. Δημητρίου Τζέρπου, «Ο Αγιασμός της ζωής των πιστών», εκδ. Τήνος – Αθήναι 2006, σ. 132-149)