Διονύσιος Φιρφιρής


15.12.2017

Ο Διακό-Διονύσιος Φιρφιρής βρέθηκε στο Άγιον Όρος από την ηλικία των οκτώ ετών, όταν ορφανός και απροστάτευτος μεταφέρθηκε εκεί από τον μοναχό θείο του, π. Χαράλαμπο. Μυήθηκε στο πνεύμα και την ουσία της βυζαντινής μουσικής από τον Γέροντα Διονύσιο, τον πνευματικό του πατέρα και όχι μόνο αναδείχθηκε αντάξιος του, αλλά και τον ξεπέρασε. Η χαρισματική φωνή του σημάδεψε ανεξίτηλα την εποχή του, ευφραίνοντας και συγκινώντας τις αγιορείτικες ψυχές.

Η μουσική καταγωγή και παιδεία του

Αρχομένου του 20ου αιώνος, Γέροντας της συνοδείας του εν Καρυαίς επ’ ονόματι του προφήτου Ηλιού τιμωμένου κελλιου υπήρξε ο Διονύσιος Φιρφιρής (ο Α΄), απ’ τον όποιο και έλαβε την προσωνυμία η αδελφότητα. Επειδή ήταν καλλίφωνος ψάλτης και γνώστης της θεωρίας της βυζαντινής μουσικής, δεν εννοούσε να αφήσει αδίδακτο κανένα υποτακτικό του και κυρίως εκείνους που διέθεταν το χάρισμα της καλλιφωνίας. Προς αυτόν οδηγούσαν προς μουσική μαθητεία τους εφιεμένους και επιδεκτικούς αρχαρίους των και άλλοι Γέροντες της περιοχής.

Απ’ αυτόν βασικώς και «παιδιόθεν» μυήθηκε στο πνεύμα και στην ουσία της θείας αυτής τεχνικής, και κυριολεκτικώς «εξ απαλών ονύχων» εξέμαθε όλα «τα μυστικά» των εκφράσεων και αποδόσεών της ο Δημήτριος (τότε) Κούκος, τον οποίο, καθώς ημέρα τη ημέρα όλο και περισσότερο θαύμαζε η συνοδεία, ως άποδεικνυόμενον κατά πάντα αντάξιο, αν όχι και ύπερτε-ρούντα, του Γέροντος και διδασκάλου του, εγγίζοντος του καιρού της σε μοναχό κούρας του, κοινή συσκέψει και επιθυμία, ήχθησαν στην απόφαση, κατά τα εθισμένα, να τον μετονομάσουν σε Διονύσιο.

Αρκετά αργότερα (από 1935 έως 1945 περίπου), επιθυμήσας επί πλείον να προαγάγει τα κατ’ αυτόν, επεδίωξε και κατέστησε δεύτερο δάσκαλο του τον, φωνητικώς και ποιοτικώς ως υπέρτερο πάντων των ιεροψαλτών των τελευταίων αιώνων χαρακτηρισθέντα, Γέροντα Συνέσιο Σταυρονικητιανό (δεύτερο Κουκουζέλη τον άπεκάλεσαν οι αγιορείτες). Δεν παρέλειψε δε να επωφεληθεί και της διδαχής του μεγάλου περί την θεωρία της Βυζαντινής μουσικής πατρός Γαβριήλ.

Τον Γέροντα Διονύσιο (τον Α΄), πολύ νωρίς τον πρόδωσαν τα μάτια του. Εχασε τελείως το φως του· οπότε οι πάντες, οσάκις έκαναν λόγο γι’ αυτόν, προς διάκρισι από άλλους ομώνυμους προσέθεταν: «ο αόμματος». Αλλ’ ο Πανάγαθος, οιονεί αντισταθμιστικώς πως, πέρα απ’ την αΰξησι των ενοράσεων της ψυχής του, τον απέδειξε φαινόμενο μνήμης.

«Σταυροκοπούμασταν και δοξάζαμε τον Θεό κάθε φορά που τον βλέπαμε να πλησιάζει, με ακρίβεια να μπαίνει στο κεντρικό στασίδι, και να χοραρχεί με άνεση και χάρη. Εκατέρωθεν του στέκονταν και συνέβαλλαν οι υποτακτικοί του πατέρες, Χαράλαμπος και Διονύσιος, που κρατούσαν εμπρός του το βιβλίο. Εκείνος κρατούσε στο κέντρο αναμμένη τη λαμπάδα, αλλά για να βλέπουν καλά μόνο εκείνοι! Και δεν του ξέφευγε, του ευλογημένου, απ’ τα σημεία ποιότητος η ενέργεια ούτε ενός «αντικενώματος», και απ’ τα του ρυθμού και χρόνου ούτε μια «απλή».