Ευάγγελος Θεοδώρου
15.12.2017
Ὁ Εὐάγγελος Θεοδώρου διετέλεσε Καθηγητὴς τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Γεννήθηκε τὸ 1921 στὸ Ἀϊδίνι (Τράλλεις) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του πραγματοποίησε στὸν Πειραιᾶ. Τὸ 1938 εἰσήχθη πρῶτος στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε ὡς ἀριστοῦχος τὸ 1943. Ἀπὸ τὰ φοιτητικά του χρόνια κατέχει τὴ γερμανικὴ καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ γλώσσα. Ἐργάσθηκε ὡς βοηθὸς στὴν Πάντειο Ἀνώτατη Σχολὴ Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν, ὡς Καθηγητὴς σὲ διάφορα Κολλέγια, ἐνῶ τὸ 1949 προσελήφθη ὡς συντάκτης τοῦ περιοδικοῦ «Ἐκκλησία». Τὸ 1951-1952 δίδαξε ὡς πρῶτος καθηγητὴς τῆς «Προπαρασκευαστικῆς Σχολῆς Διακονισσῶν» τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας. Τὸ 1952-1953 συνέχισε τὶς μεταπτυχιακές του σπουδές στὸ Marburg τῆς Γερμανίας, ὅπου ἐκτὸς τῶν θεολογικῶν μαθημάτων παρακολούθησε Φιλοσοφία, Ψυχολογία, Παιδαγωγικά καὶ Κοινωνιολογία. Τὸ 1954 ἀνακηρύχθηκε μὲ ἄριστα διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Τὸ 1959 ἐξελέγη Ὑφηγητὴς τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἐπὶ διετία δίδαξε τὰ μαθήματα τῆς Κατηχητικῆς, Λειτουργικῆς καὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ρητορικῆς ἢ Ὁμιλητικῆς. Κατὰ τὰ ἔτη 1961-1968 διετέλεσε τακτικὸς Καθηγητὴς τῆς Ὁμιλητικῆς καὶ Λειτουργικῆς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ ἀπὸ τὸ 1968 ἕως τὸ 1988 ὑπηρέτησε ὡς τακτικός Καθηγητὴς τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας (Λειτουργικῆς, Ἐκκλησιαστικῆς Ρητορικῆς καὶ Κατηχητικῆς ἢ Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς) στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Παράλληλα, ὁ Εὐάγγελος Θεοδώρου δίδαξε στὴ Σχολὴ Διακονισσῶν, στὸ Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικὸ Φροντιστήριο τῆς Ριζαρείου Σχολῆς, στὸ Φροντιστήριο ὑποψηφίων Κατηχητῶν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, στὴ Σχολὴ Πολέμου, στὴ Σχολὴ Ἐθνικῆς Ἀμύνης, στὸ Ραδιοφωνικὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου. Διετέλεσε Κοσμήτωρ στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς Θεσσαλονίκης καὶ Ἀθηνῶν, καθὼς καὶ Πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1980-1981). Μὲ σημαντικὴ προσφορὰ στὸν τομέα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δράσης ὁ Εὐάγγελος Θεοδώρου ὑπηρέτησε ἐπίσης ὡς διευθυντὴς τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (1967-1970) καὶ ἐκπροσώπησε συχνὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἑλληνικὴ θεολογία σὲ διορθοδόξους, διαχριστιανικοὺς καὶ διεκκλησιαστικοὺς διαλόγους. Ἀπὸ τὸ 1982 μέχρι τὸ 2008 ὑπῆρξε διευθυντὴς τῶν περιοδικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Ἐκκλησία», «Θεολογία» καί «Ἐφημέριος», ὑπηρετώντας εὐδόκιμα μὲ τὸ θεολογικὸ καὶ ἐπιστημονικό του ἔργο τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸν σύγχρονο κόσμο. Μέλος πολλῶν ἐπιστημονικῶν φορέων καὶ ἱδρυμάτων, μὲ σημαντικὴ παρουσία σὲ ἐπιστημονικὰ συνέδρια ἀνὰ τὸν κόσμο, ἐπισκέπτης Καθηγητὴς σὲ πολλὰ πανεπιστήμια, ὁ Εὐάγγελος Θεοδώρου ὑπῆρξε πολυγραφότατος συγγραφέας. Τὸ πολυσχιδὲς ἔργο του καλύπτει σημαντικοὺς χώρους τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας, τῆς Φιλοσοφίας, καὶ τῆς Κοινωνιολογίας. Ἔργα του ἔχουν μεταφρασθεῖ σὲ διάφορες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Χαρακτηρίζεται ὡς ὁ εἰσηγητὴς τῆς ἀναβίωσης τοῦ θεσμοῦ καὶ τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν καὶ οἱ σχετικὲς μελέτες του ἔχουν τύχει διεθνοῦς ἀναγνώρισης.